Οι αρχαιολόγοι διαμαρτύρονται πως η επανατοποθέτηση της βυζαντινής πλατείας δεν συνδέεται με τα γύρω μνημεία, όπως η Αχειροποίητος [Φωτ: ΑΛΕ...
Οι αρχαιολόγοι διαμαρτύρονται πως η επανατοποθέτηση της βυζαντινής πλατείας δεν συνδέεται με τα γύρω μνημεία, όπως η Αχειροποίητος [Φωτ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ] |
Στον απόηχο της απόφασης του ΣτΕ για την απόσπαση των αρχαίων στον σταθμό μετρό της Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, τα μάτια της πόλης στρέφονταν στον παραδίπλα σταθμό της Αγίας Σοφίας. Εκεί, στις αρχές Σεπτεμβρίου, επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η επανατοποθέτηση αρχαίων ευρημάτων της βυζαντινής περιόδου σε σταθμό μετρό στον οποίο βρέθηκαν. Τη σημασία υπογράμμισε η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, η οποία έκανε αυτοψία του έργου, χαρακτηρίζοντάς το μία ιδιαίτερα σημαντική στιγμή, που σηματοδοτεί τη μέθοδο αποκατάστασης όλων των αρχαιοτήτων.
Περίπου έναν μήνα μετά την ολοκλήρωση της επανατοποθέτησης, η «Κ» επισκέφθηκε το σημείο συνομιλώντας με εκπροσώπους της Αττικό Μετρό, αρχαιολόγους αλλά και το υπουργείο Πολιτισμού για να αξιολογήσει τη μέθοδο αυτή.
Στη νότια είσοδο του σταθμού της Αγίας Σοφίας επανατοποθετήθηκαν δύο κίονες, ένας στυλοβάτης και ένα τμήμα της ημικυκλικής μαρμαρόστρωτης πλατείας του 6ου αιώνα μ.Χ., που ήρθαν στο φως κατά τις ανασκαφές του σταθμού το 2017. Το υπουργείο Πολιτισμού αποφάσισε την ίδια χρονιά τα αρχαία –τα οποία έφεραν ζημιές– να αποσπαστούν και να επανατοποθετηθούν, ώστε να εξυπηρετηθεί η κατασκευή της εισόδου του σταθμού.
Οπως τονίζει ο πρόεδρος της «Αττικό Μετρό Α.Ε.», Νίκος Ταχιάος, η εταιρεία ήταν ουσιαστικά ο διεκπεραιωτής μιας απόφασης που έρχεται από την αρχαιολογία. «Ηταν υποχρέωση της ”Αττικό Μετρό”, την οποία εμείς προχωρήσαμε γιατί έπρεπε να αποδώσουμε τον χώρο της πλατείας (Αγίας Σοφίας) μέχρι τα Χριστούγεννα, πλήρως ανακατασκευασμένο. Εκεί θα τοποθετηθεί και ένα φωτορεαλιστικό, που θα δείχνει πώς ήταν ο χώρος στο παρελθόν, σύμφωνα με τις οδηγίες της αρχαιολογικής υπηρεσίας», αναφέρει.
Ο κ. Ταχιάος υποστηρίζει πως η εταιρεία είναι διατεθειμένη να κάνει και «το παραπάνω», ώστε η πόλη να αποκτήσει παράλληλα με το μετρό αρχαιολογικούς χώρους που θα αντανακλούν τη μεγάλη επένδυση που έγινε και θα λειτουργήσουν αντισταθμιστικά για την ταλαιπωρία που υπέστη η πόλη τόσα χρόνια. Η επένδυση αυτή, όπως διευκρίνισε, θα υπερβεί τα 165 εκατ. ευρώ, με στόχο πάντα να αναδειχθεί η ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Το σταυροδρόμι Εγνατίας και Αγίας Σοφίας από ψηλά: κάτω από τον κεντρικό δρόμο επανατοποθετήθηκαν τα αρχαία, ενώ πάνω θα παραμείνουν in situ. [Φωτ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ] |
Η επανατοποθέτηση που έγινε στον σταθμό Αγίας Σοφίας, ωστόσο, δεν πετυχαίνει μέχρι στιγμής τον στόχο αυτό, όπως αναφέρει στην «Κ» η Μελίνα Παϊσίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. «Αυτό που είδαμε είναι μια δειγματοληπτική τοποθέτηση σε ένα ύψος που δεν συνάδει με τα αρχαιολογικά συμφραζόμενα. Είτε το δει κανείς εκεί είτε σε ένα μουσείο, είναι ένα και το αυτό. Αυτό δεν είναι επανατοποθέτηση, είναι μια σκηνογραφία στην οποία μάλιστα παρεισέφρησαν και άλλα υλικά, όπως άμμος. Είναι μια φαιδρή αναπαράσταση», τονίζει η κ. Παϊσίδου.
Βασική διαφωνία της είναι το ότι τα αρχαία αναδείχθηκαν σε στάθμη υψηλότερη από το σημείο που βρέθηκαν. Ηδη από την υπουργική απόφαση του 2017 οριζόταν η αρχαία πλατεία να αναδειχθεί υψηλότερα από εκεί που βρέθηκε και να καλυφθεί με γυαλί, ώστε να δίνεται η αίσθηση του «υπόγειου» ευρήματος. Η επανατοποθέτηση όμως έγινε τελικά σε ακόμα υψηλότερη στάθμη, με αποτέλεσμα να έρθει πιο κοντά στο επίπεδο των σημερινών οδών. Αυτός είναι και ο λόγος που ο πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, παράρτημα Μακεδονίας – Θράκης, Γιάννης Καρλιάμπας, σημειώνει πως τα αρχαία αυτά είναι αποκομμένα από τα υπόλοιπα μνημεία που βρίσκονται δίπλα τους, όπως η Αχειροποίητος, η παλαιότερη παλαιοχριστιανική εκκλησία της πόλης, που ανήκει στην ίδια περίοδο και προδίδει σε ποια στάθμη ήταν τότε η Θεσσαλονίκη. «Τα ευρήματα στον σταθμό δεν είναι ουσιαστικά κατανοητά», υπογραμμίζει, εξηγώντας πως παραμένουν σε άλλο επίπεδο και άρα είναι ασύνδετα με τις μεγάλες εκκλησίες της περιοχής.
Σε ερώτηση της «Κ» για τον λόγο της ανάδειξης της πλατείας σε υψηλότερη στάθμη, αλλά και τις επικρίσεις που δέχεται η επανατοποθέτηση, το υπουργείο Πολιτισμού απάντησε –επικαλούμενο τα στοιχεία των υπηρεσιών του– πως η επανατοποθέτηση στην αρχική θέση και στάθμη δεν ήταν δυνατή, καθώς στη στάθμη αυτή έχει ήδη κατασκευαστεί η είσοδος του σταθμού. «Η επανατοποθέτηση της πλατείας έγινε βάσει της υπουργικής απόφασης του Μαΐου 2017 που προέβλεπε […] την επανατοποθέτηση τμήματος έκτασης 105 τ.μ. σε ειδικά διαμορφωμένο, στεγασμένο με γυαλί χώρο, πάνω από το κλιμακοστάσιο της νότιας εισόδου και σε στάθμη υψηλότερη της αρχικής κατά 2,50 μ. Με νεότερη απόφαση του Αυγούστου 2021 καταργήθηκε η στέγαση των αρχαίων, αποφασίστηκε η αναστήλωση των δύο κιόνων και μικρή ανύψωση έως 1 μ. της ήδη μετακινημένης με την απόφαση του 2017 στάθμης», σημειώνει το υπουργείο, υπογραμμίζοντας ότι ο χώρος της επαναφοράς των αρχαίων ήταν προκαθορισμένος ήδη από την απόφαση εκείνη.
Σε εξέλιξη είναι οι εργασίες για την ολοκλήρωση του σταθμού μετρό Αγίας Σοφίας, που θα είναι από τους κεντρικότερους της Θεσσαλονίκης. [Φωτ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ] |
Ο σταθμός Βενιζέλου
Το αποτέλεσμα της επανατοποθέτησης στον σταθμό Αγίας Σοφίας αποτελεί δείγμα γραφής για αυτό που θα ακολουθήσει στην περίπτωση επαναφοράς των αρχαίων στον σταθμό Βενιζέλου, θέμα το οποίο δίχασε την πόλη, με τους μεν να αγωνίζονται για την κατά χώρα ανάδειξη των αρχαίων με την εύρεση μιας λύσης για τον σταθμό και τους δε να απαντούν πως η μόνη εφικτή λύση για την κατασκευή μετρό είναι η απομάκρυνση του μαρμαρόστρωτου δρόμου.
Για την αναπληρώτρια καθηγήτρια, που έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ της in situ ανάδειξης των σημαντικών ευρημάτων στη Βενιζέλου, η πρακτική που ακολουθήθηκε με τη μαρμαρόστρωτη πλατεία στη νότια είσοδο του σταθμού Αγίας Σοφίας εμπνέει ανησυχία. «Με ανησυχεί για το πρακτέο, γιατί δημιουργούμε ένα πλασματικό επίπεδο. Βάζουμε πάνω ό,τι μας εξυπηρετεί, πετάμε ό,τι δεν χωράει και δεν βολεύει. Βάζουμε τα αρχαία σε κουτάκια», τονίζει, συμπληρώνοντας πως έτσι δημιουργείται προηγούμενο. «Μετά ο κάθε άλλος θα πει “να! όλα τα έχουμε! Τι φωνάζουν οι αρχαιολόγοι;”, χωρίς να ξέρει την πραγματικότητα, χωρίς να έχει δει τι υπήρχε».
«Το μνημείο που έχει επανατοποθετηθεί στην Αγ. Σοφίας έχει χάσει την αυθεντικότητά του», δηλώνει με τη σειρά ο κ. Καρλιάμπας, εξηγώντας πως εκτός από τον τεχνικό ορισμό της αυθεντικότητας, όπως αποδίδεται από την UNESCO, στην ουσία το μνημείο αποσυνδέεται από τα ιστορικά στοιχεία και το περιβάλλον του, καθώς και στις δύο περιπτώσεις των σταθμών μιλάμε για μνημειακά σύνολα και όχι μεμονωμένα μνημεία.
Τα σημαντικά αρχαία ευρήματα θα παραμείνουν στον χώρο όπου βρέθηκαν στη βόρεια είσοδο του σταθμού Αγ. Σοφίας. [Φωτ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ] |
Εκτός σταθμού ψηφιδωτά και ο decumanus maximus
Κάτω από την πλατεία αποκαλύφθηκαν εντυπωσιακά ψηφιδωτά, που μάλλον ανήκαν σε πολυτελείς, αστικές βίλες του 5ου αιώνα μ.Χ. Τα ψηφιδωτά αποσπάστηκαν επίσης και εκκρεμεί η επανατοποθέτησή τους. Σύμφωνα με το υπουργείο, η τοποθέτηση και ανάδειξή τους προγραμματίζεται στο υπό σύσταση μουσείο στο κτίριο Α3 του μητροπολιτικού πάρκου στο πρώην Στρατόπεδο «Παύλου Μελά».
Εκτός σταθμού θα μείνουν και τα περίπου 70 μέτρα του decumanus maximus, του μαρμαρόστρωτου δρόμου που διαπερνούσε οριζόντια τη Θεσσαλονίκη, στη θέση της σημερινής Εγνατίας, και ο οποίος βρέθηκε στις ανασκαφές του 2012 πάλι στον ίδιο σταθμό. Σε αντίθεση με την περίπτωση του σταθμού «Βενιζέλου», το τμήμα του δρόμου που βρέθηκε είχε υποστεί σοβαρές ζημιές εξαιτίας του παντορροϊκού αγωγού που είχε κατασκευαστεί εκεί στις αρχές του προηγούμενου αιώνα αλλά και των διαφραγματικών τοίχων του σταθμού. Και στην περίπτωση του δρόμου, η πρώτη απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού το 2012 προέβλεπε την επανατοποθέτηση και ανάδειξή του σε χώρο του σταθμού της Αγίας Σοφίας, ώστε να είναι ορατός από τους επιβάτες. Ηδη το 2017 η απόφαση είχε αλλάξει, προβλέποντας η ανάδειξη του δρόμου να εξεταστεί στο πλαίσιο του έργου της ομάδας εργασίας. Σήμερα ο δρόμος θα επανατοποθετηθεί σε άλλο σημείο.
«Δεν θα μπορούσαμε να αποδώσουμε την αρχική εικόνα που ήθελαν για την decumanus, γιατί δεν ήταν ελεύθεροι οι σχετικοί χώροι», σημειώνει ο κ. Ταχιάος, εξηγώντας πως έχουν καταληφθεί από τον μεγάλο παντορροϊκό αγωγό της πόλης, που ήταν στην ίδια στάθμη όπου βρέθηκαν τα αρχαία. Η σκέψη για τη μεταφορά του δρόμου σε άλλο σημείο εντός του σταθμού είναι επίσης ανέφικτη, σύμφωνα με τον ίδιο. «Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτός είναι ο κεντρικός σταθμός της Θεσσαλονίκης. Εδώ και στη “Βενιζέλου”, θα έχουμε πολλές επιβιβάσεις. Δεν μπορούμε να στερούμε χώρους που είναι απαραίτητοι για τη διακίνηση των επιβατών», πρόσθεσε.
Η «Αττικό Μετρό» έχει προτείνει τη μετακίνηση του μαρμαρόστρωτου δρόμου και άλλων κινητών ευρημάτων σε ένα υπόγειο τριώροφο κτίριο που θα υπάρχει μπροστά στο πανεπιστήμιο, στο λεγόμενο cross over. Το υπουργείο Πολιτισμού επιβεβαίωσε σε απάντησή του στην «Κ» πως ο δρόμος θα εκτεθεί σε εγκαταστάσεις που θα παραχωρηθούν από την «Αττικό Μετρό» δίπλα στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Και μετρό και αρχαία
Σε αντίθεση με τη νότια είσοδο, τα πολύ σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα που ήρθαν στο φως στη βόρεια είσοδο του μετρό θα παραμείνουν κατά χώρα. Πρόκειται για μια πλατεία του 6ου αιώνα μ.Χ., στο σχήμα του αγγλικού C, που περιτριγυρίζεται από μαγαζιά, ένα ναό και κάποιους τάφους και αποκαλύπτουν τη διαστρωμάτωση της Θεσσαλονίκης από τον 6ο έως τον 12 αιώνα, αποδεικνύοντας ότι η πόλη ήταν η δεύτερη σε σημασία πόλη της αυτοκρατορίας με αποτέλεσμα να απολαμβάνει τα προνόμια των μεγάλων δημόσιων έργων, όπως εντυπωσιακές κρήνες, της δύναμης και του πλούτου. Οπως περιγράφει η κ. Παϊσίδου, τα ευρήματα της βόρειας εισόδου πλησιάζουν σε μικρογραφία αυτά που βρέθηκαν στη «Βενιζέλου».
Στο σημείο αυτό θα δημιουργηθεί ένας αρχαιολογικός χώρος που θα αναδεικνύει όλα τα ευρήματα που θα παραμείνουν στη θέση και θα είναι ορατός, όπως ανέφερε ο κ. Ταχιάος, από τους διερχομένους. Πριν από την ολοκλήρωσή του θα γίνει μια συμπληρωματική ανασκαφή ώστε να αναδειχθεί το σύνολο των αρχαιοτήτων που βρέθηκαν στην περιοχή, χαρίζοντας στην πόλη έναν ολοκληρωμένο μνημειακό χώρο. Εκεί θα επιστρέψει και ένα εντυπωσιακό κρηναίο οικοδόμημα, που είχε αποσπαστεί. «Αυτή είναι μια ευτυχής διαχείριση του αρχαίου γιατί κάθισαν γύρω από ένα τραπέζι, μηχανικοί, αρχαιολόγοι, οικονομολόγοι, και βρήκαν την καλύτερη λύση», επισημαίνει η κ. Παϊσίδου, προσθέτοντας πως η επιστροφή ενός μνημείου, όπως το κρηναίο, δεν δημιουργεί πρόβλημα εφόσον διατηρείται το μνημειακό σύνολο στον χώρο όπου βρέθηκε.
Πηγή: Αλ. Καλαϊτζή, Καθημερινή
Ρεπορτάζ: Αλεξία Καλαϊτζή, Καθημερινή
Κάμερα: Αλέξανδρος Αβραμίδης
Μοντάζ: Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια