Η πρόσφατη διαλεύκανση της υπόθεσης ‘Στάινχαρντ’, του δισεκατομμυριούχου Νεοϋορκέζου συλλέκτη έργων τέχνης, ο οποίος βρέθηκε με 180 παράνομε...
Η πρόσφατη διαλεύκανση της υπόθεσης ‘Στάινχαρντ’, του δισεκατομμυριούχου Νεοϋορκέζου συλλέκτη έργων τέχνης, ο οποίος βρέθηκε με 180 παράνομες αρχαιότητες στην κατοχή του, αποτέλεσε μια νίκη των αρμόδιων αρχών του Μανχάταν, αλλά και των συνεργαζόμενων αρχαιολόγων που προσέφεραν τις γνώσεις και τη βοήθειά τους στο έργο της ταυτοποίησης των αντικειμένων.
Κομμάτι αυτής της επιτυχίας αποτελεί ο Έλληνας αρχαιολόγος και ερευνητής Χρήστος Τσιρογιάννης. Ο ίδιος μάλιστα άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι αυτής της υπόθεσης, όταν το Νοέμβριο του 2014 εντόπισε στον κατάλογο δημοπρασίας του οίκου Christie’s πέντε παράνομες αρχαιότητες, εκ των οποίων οι δύο είχαν τεθεί σε δημοπρασία από το ζεύγος Μάικλ και Τζούντι Στάινχαρντ.
Ο Χρήστος Τσιρογιάννης μιλάει στο makthes.gr για το έργο του, το έγκλημα της λαθροανασκαφής, αλλά και για τις επιτυχίες που έχει σημειώσει συμβάλλοντας στον επαναπατρισμό αρχαιοτήτων, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε άλλες χώρες του κόσμου.
Η υπόθεση Στάινχαρντ
«Τέλη Νοεμβρίου 2014 σε μια δημοπρασία του οίκου Christie’s στη Νέα Υόρκη κατάφερα και ταύτισα πέντε αρχαιότητες από τον κατάλογο μέσω φωτογραφικών αρχείων από αρχαιοκάπηλους και έτσι ενημέρωσα αμέσως την εισαγγελέα Σάρον Λεβίν Κοέν. Έπειτα, δημοσίευσα τις σχετικές φωτογραφίες των ταυτοποιήσεων μου σε διάφορους ειδικούς ιστότοπους και στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, όπου τότε εργαζόμουν ως μεταδιδακτορικός ερευνητής. Οι πέντε αυτές αρχαιότητες αποσύρθηκαν από τον κατάλογο, αλλά ποτέ δεν άκουσα το παραμικρό μετά από αυτή την εξέλιξη. Μάλιστα, η δημοπρασία των υπόλοιπων έργων συνεχίστηκε κανονικά», περιγράφει ο αναπληρωτής καθηγητής για την αρχή της υπόθεσης.
Ωστόσο, η έρευνα για τα παράνομα αρχαία του Μάικλ Στάινχαρντ ξανά ανοίγει τρία χρόνια αργότερα από την εισαγγελία του Μανχάταν, όταν άρχισε η αναζήτηση ενός γυναικείου εδωλίου από τη Σαρδηνία με μοναδικό στοιχείο τη φωτογραφία του σπασμένου αντικειμένου από το αρχείο του μεγάλου Ιταλού αρχαιοκάπηλου, Τζιάκομο Μέντιτσι, την οποία είχε φέρει στο φως της δημοσιότητας ο Έλληνας αρχαιολόγος.
Οι αρχές αποφάσισαν την επιδρομή στα γραφεία και στις οικείες του Στάινχαρντ εντοπίζοντας όχι μόνο το «χαμένο» αρχαίο αντικείμενο, αλλά και πολλές ακόμη αρχαιότητες στη συλλογή του. Το φωτογραφικό υλικό από τα υπό έρευνα αρχαία έργα διανεμήθηκε σε πολλούς αρχαιολόγους ανά τον κόσμο, ανάμεσα σε αυτούς και ο Χρήστος Τσιρογιάννης.
«Μου στάλθηκαν εκατοντάδες φωτογραφίες αρχαίων που κλήθηκα να ταυτοποιήσω. Κατάφερα και ταύτισα στο σύνολο 36 αρχαιότητες. Οι 29 προέρχονταν από την Ιταλία, μία ή δύο από το Ιράκ, μία από τη Συρία και όλες οι υπόλοιπες από την Ελλάδα», λέει ο ίδιος.
Μεταξύ των αρχαιοελληνικών ευρημάτων που αναγνώρισε ο δρ. Τσιρογιάννης και κατασχέθηκαν από την παράνομη συλλογή του δισεκατομμυριούχου, ο κορμός ενός μαρμάρινου κούρου η αξία του οποίου, σύμφωνα με την εκτίμηση της εισαγγελίας, ανέρχεται στα 14 εκ. δολάρια. Το ποσό μάλιστα θεωρείται τεράστιο, αναλογικά με τη συνολική αξία των 180 αρχαιοτήτων που εκτιμώνται στα 70 εκ. δολάρια.
«Ο Στάινχαρντ γνώριζε για την αρχαιοκαπηλική προέλευση των αρχαιοτήτων που αγόραζε», επισημαίνει ο κ. Τσιρογιάννης, καθώς «στο αρχείο του βρέθηκαν φωτογραφίες του κούρου από την ανασκαφή του στο ελληνικό κτήμα, ακέραιος, πριν τον σπάσουν για να τον εξάγουν λαθραία».
Έτσι, έπειτα από τις ταυτοποιήσεις του αρχαιολόγου και ερευνητή επιστρέφουν στη «γενέτειρα» τους, την Ελλάδα, ο κούρος, ένα κυκλαδικό αγγείο και μία λήκυθος, μεταξύ των πέντε που αναγνώρισε. Ωστόσο, η προσφορά του Χρήστου Τσιρογιάννη στο ελληνικό κράτος ξεκινά πολύ νωρίτερα.
Το έργο
Με σπουδές στο τμήμα της Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο αρχαιολόγος ξεκίνησε από το πρώτος έτος των σπουδών του τις ανασκαφές, εκπληρώνοντας, όπως λέει και ο ίδιος, το παιδικό του όνειρο.
Τελειώνοντας τις πανεπιστημιακές σπουδές του η πορεία της μετέπειτα ζωής του συνεχίζει να είναι γεμάτη με το λειτούργημα που αγαπά να κάνει. Ανασκαφές πεδίου ανά την Ελλάδα ως αρχαιολόγος εργαζόμενος στο Υπουργείο Πολιτισμού, ώσπου τον Αύγουστο του 2004 η Δίωξη Αρχαιοκαπηλίας αναζητά δύο αρχαιολόγους προκειμένου να πραγματοποιηθεί μία έφοδος εκτός Αθηνών. «Άλλαξε για πάντα η ζωή μου», θα δηλώσει ο ίδιος.
«Είπα στο τμήμα Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας ότι μπορώ να τους βοηθήσω εθελοντικά, αφού είδα ότι το Υπουργείο Πολιτισμού δεν τους στέλνει αρχαιολόγους και οι ίδιοι είναι ανεκπαίδευτοι. Δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τα αυθεντικά από τα πλαστά, δε γνώριζαν ποια αρχαία εμπίπτουν στο νόμο και ποια όχι. Έκτοτε ξεκίνησε μια συνεργασία με τη Δίωξη παράνομων αρχαιοτήτων που κράτησε μέχρι και το Δεκέμβριο του 2008».
Συμμετέχοντας σε 174 υποθέσεις αυτά τα 4,5 χρόνια η καριέρα του αρχαιολόγου συνοδεύτηκε από πολλές επιτυχίες. Σύμφωνα με τον κ. Τσιρογιάννη ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Γιώργος Βουλγαράκης αποφάσισε να συστήσει ειδική εξαμελή επιτροπή παράνομων αρχαιοτήτων αποτελούμενη από τον εισαγγελέα Ιωάννη Διώτη, το Διοικητή της Δίωξης Γιώργο Γληγόρη, το δημοσιογράφο Νικόλαο Ζηργάνο, το νομικό σύμβουλο του ΥΠΠΟ Κωνσταντίνο Κυριόπουλο, τη δικηγόρο Ρένια Σταματούδη, με τον ίδιο να συμμετέχει ως αρμόδιος αρχαιόλογος.
Αυτή η ομάδα των έξι σημειώνει μέσα σε λίγα χρόνια σημαντικές επιτυχίες καταφέρνοντας να επιστρέψουν στην Ελλάδα λεηλατημένες ελληνικές αρχαιότητες που εκθέτονταν τότε στο Γκετί, το μεγαλύτερο ιδιωτικό μουσείο, στο Μαλιμπού της Καλιφόρνια.
«Μέσα σε οχτώ μήνες από το 2006 μέχρι το 2007 φέραμε πίσω ένα χρυσό μακεδονικό στεφάνι, ένα μαρμάρινο κορμό αρχαϊκής κόρης, μία ταφική στήλη Έλληνα Βοιωτού πολεμιστή και ένα μαρμάρινο ανάγλυφο που είχε κλαπεί κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής».
«Από τη συλλογή του Λέον Λεβί και Σέλμπι Γουάιτ στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης φέραμε ακόμα δύο αρχαιότητες», επισημαίνει ο αρχαιολόγος.
Η προσφορά που ποτέ δεν αναγνωρίστηκε και η δικαστική διαμάχη
Θα περίμενε κανείς η δράση της συγκεκριμένης ομάδας αυτών των ανθρώπων να συνεχιστεί, καθώς υπήρξε αποτελεσματική για το ελληνικό κράτος. Εντούτοις, «διαλύθηκε», όπως λέει ο κ. Τσιρογιάννης και λειτούργησε διαφορετικά. Μάλιστα, ο ίδιος δεν παραλείπει να αναφέρει ότι κάποια χρόνια αργότερα, το 2018, κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης αρχαιοκαπηλίας της Σχοινούσας από το 2006, στην οποία εμπλέκεται γνωστή εφοπλιστική οικογένεια, ο αρχαιολόγος ήρθε αντιμέτωπος με την ίδια τη διεύθυνση του ΥΠΠΟ που η ομάδα των έξι είχε δημιουργήσει για πρώτη φορά στο Υπουργείο.
«Οι δικηγόροι των κατηγορουμένων και μέχρι τώρα καταδικασμένων ανέγνωσαν ένα έγγραφο από τη Διεύθυνση του ΥΠΠΟ, που εμείς οι ίδιοι είχαμε δημιουργήσει. Ήταν ένα έγγραφο εναντίον μου κατηγορώντας με ότι με τη δημοσιοποίηση των στοιχείων και των φωτογραφιών από τα κατασχεμένα αρχαία, παρεμποδίζω τον επαναπατρισμό τους στην Ελλάδα», σημειώνει ο κ. Τσιρογιάννης και προσθέτει ότι έμπρακτα έχει αποδείξει το ρόλο του στην επιστροφή των παράνομων αρχαιοτήτων.
«Εδώ και 3,5 χρόνια έχω κάνει αίτηση στο Εφετείο Αθηνών για να μου δοθεί επικυρωμένο αντίγραφο από αυτό το έγγραφο και δεν μου έχουν απαντήσει ακόμη για να ξεκινήσω τη νομική διαδικασία», προσθέτει.
Η στάση του ελληνικού κράτους και η καριέρα στο εξωτερικό
«Ξέρετε, έφυγα από την Ελλάδα γιατί η χώρα δεν ήθελε να με κρατήσει. Το ΥΠΠΟ δεν ήθελε να με κρατήσει. Έληξε η συνεργασία μου με το Υπουργείο χωρίς περαιτέρω ενημέρωση. Στο μεταξύ είχα γίνει ήδη δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ της Αγγλίας με μερική υποτροφία και έτσι αποφάσισα να φύγω στα τέλη του 2008», λέει ο Χρήστος Τσιρογιάννης, που σήμερα εργάζεται ως αναπληρωτής καθηγητής και ερευνητής στο Ινστιτούτο Προηγμένων Επιστημών του Πανεπιστημίου Άαρχους της Δανίας.
Τα τελευταία τρία χρόνια μάλιστα, αναπτύσσει μία ακόμη μέθοδο ταυτοποίησης των κλεμμένων αρχαιοτήτων που δε βασίζεται σε φωτογραφικό υλικό, αλλά στο συσχετισμό των πληροφοριών που δίνονται ανά διάφορες χρονικές περιόδους για τις αρχαιότητες. Ο ίδιος έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Δανίας, όταν εφάρμοσε αυτή τη μέθοδο σε μία λήκυθο του 5ου αιώνα από τον οίκο Christie’s.
«Σε αυτή τη μέθοδο συσχετίζουμε τις πληροφορίες και το ιστορικό συλλογής που το εμπόριο τέχνης δημοσιεύει για την κάθε αρχαιότητα. Τυχόν αντιφάσεις που μπορεί να υπάρχουν για το ίδιο αντικείμενο σε διαφορετικές χρονικές περιόδους μου δίνει την ευκολία να αποδείξω ότι αυτό το αντικείμενο είναι προβληματικό. Συνήθως, το εμπόριο τέχνης, όταν πρόκειται για ένα παράνομο αντικείμενο καλύπτει κάποιες πληροφορίες στο ιστορικό της συλλογής του», εξηγεί ο ερευνητής.
Ο ελληνικός πολιτισμός
Για το Χρήστο Τσιρογιάννη οι ελληνικές αρχαιότητες δεν τελειώνουν, όπως αποδεικνύεται ανασκαφικά, δυστυχώς και λαθρανασκαφικά. Η προστασία του ελληνικού πολιτισμού είναι μείζονος σημασίας και θα έπρεπε το ελληνικό κράτος να έχει μεριμνήσει για αυτόν εδώ και πολλά χρόνια.
«Η Ελλάδα θα έπρεπε να μεριμνήσει εδώ και δεκαετίες, να είχε προσλάβει Έλληνες για τον τουρισμό, συμπεριλαμβανομένων των αρχαιολογικών χώρων. Η Ελλάδα δεν έχει βαριά βιομηχανία. Πουλάμε ήλιο, θάλασσα και αρχαία. Με τόσους αρχαιολογικούς χώρους και τόσες ανάγκες η χώρα δε θα είχε ούτε έναν άνεργο αν απασχολούνταν άτομα με τις αρχαιότητες», δηλώνει χαρακτηριστικά.
Όσο για τους αρχαιοκάπηλους, ο αναπληρωτής καθηγητής και ερευνητής αναφέρει ότι διαγράφουν την ιστορία με αυτό που κάνουν. Τα λεηλατημένα αντικείμενα, εξαιτίας της αποκοπής από το χώρο τους δε θα μπορέσουν να «συνομιλήσουν» ποτέ με τα υπόλοιπα που θα βρίσκονταν εκεί αν είχε αναλάβει την ανασκαφή ένας αρχαιολόγος.
Πηγή: Δ. Παληγιάννη, Μακεδονία
Δεν υπάρχουν σχόλια