Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Για μια φωτογραφία έξω από το Μουσείο το 1935

Στο Μουσείο. Λεπτομέρεια από καρτ ποστάλ της δεκαετίας του 1930. [Credit: ΑΡΧΕΙΟ ΝΙΚΟY ΒΑΤΟΠΟΥΛΟY] Ο πλανόδιος φωτογράφος στον κήπο του Εθνι...

Στο Μουσείο. Λεπτομέρεια από καρτ ποστάλ της δεκαετίας του 1930. [Credit: ΑΡΧΕΙΟ ΝΙΚΟY ΒΑΤΟΠΟΥΛΟY]
Στο Μουσείο. Λεπτομέρεια από καρτ ποστάλ της δεκαετίας του 1930.
[Credit: ΑΡΧΕΙΟ ΝΙΚΟY ΒΑΤΟΠΟΥΛΟY]

Ο πλανόδιος φωτογράφος στον κήπο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ήταν πάντα εκεί. Ηξερε πως θα τον συναντήσει. Το τρίποδο, οι φωτογραφίες ολόγυρα για κράχτης, ένα λερό σακάκι, παπούτσια σκονισμένα, μουστάκι τετράγωνο.

Ο πλανόδιος φωτογράφος στον κήπο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ήταν πάντα εκεί. Ηξερε πως θα τον συναντήσει. Το τρίποδο, οι φωτογραφίες ολόγυρα για κράχτης, ένα λερό σακάκι, παπούτσια σκονισμένα, μουστάκι τετράγωνο. Εκείνος, όμως, είχε φορέσει κοστούμι, σκούρο καφέ, αλλά φωτεινό μέσα στην ύφανση, που ταίριαζε με την ηλιόλουστη μέρα, είχε βάλει και το καινούργιο καπέλο, με την τσόχα, σε στυλ homburg. Τη φωτογραφία που θα έβγαζε θα την έστελνε στην Αμερική, στον αδελφό του, Δημήτριο Πετρογιάννη, Mr. Jim Peters, στο Μίσιγκαν. Ηθελε μια μακρινή λήψη, κοντινές είχε στείλει πολλές, να δει ο αδελφός πάλι το Μουσείο.

Εκείνα τα χρόνια, στον Μεσοπόλεμο, το Μουσείο ήταν μικρότερο (τότε χτίζονταν νέες αίθουσες), όπως και η Αθήνα ήταν διαφορετική, αλλά η ιδέα μιας φωτογραφίας στον κήπο του Μουσείου ήταν ισχυρή όσο ποτέ.

Οι νέοι κάτοικοι της περιοχής διάλεγαν μοντέρνα διαμερίσματα στη Μαυρομματαίων (το 1934 εγκαινιάστηκε το Πεδίον του Αρεως), στην Ιουλιανού, στην 3ης Σεπτεμβρίου. Στην Πατησίων, η ιδέα του καινούργιου ήταν τόσο δυνατή όσο και η αίγλη όσων έφεραν νέο χρήμα και έχτισαν ωραία μέγαρα μετά το 1910.

Εκείνος ήταν 36 ετών. Θυμόταν να χτίζονται αυτά τα διαμερίσματα, έβλεπε την πόλη που άλλαζε. Οι σπουδές του στη Λειψία, το 1921-25, του είχαν ανοίξει ορίζοντες. Εγραφε τότε τακτικά στην οικογένειά του, του απαντούσε η μικρή αδελφή του, οι υπόλοιποι υπέγραφαν. Είχε φέρει έναν Γερμανό συμφοιτητή του στην Αθήνα τότε. Είχαν πάει και στο Μουσείο. Ηπιαν καφέ στον κήπο, περπάτησαν έως την Ακρόπολη, η πόλη μενεξελιά. Κατέβηκαν στο Φάληρο, ακροθαλασσιά. Ζούσε σαν λογοτεχνικός ήρωας.

Αλλά μπροστά στο Μουσείο ένιωθε τη θερμότητα μιας οικειότητας, περισσότερο ως κατάσταση ψυχική (εκείνος είχε σπουδάσει Φυσική και για τα γερμανικά του είχαν να το λένε, άλλο που ο ίδιος δεν ήθελε να τα μιλήσει αργότερα στον πόλεμο). Δεν ήταν τόσο οι γνώσεις που είχε για τον αρχαίο κόσμο, αν και δίπλα στον Γερμανό φίλο του είχε προσποιηθεί ότι ήξερε πράγματα που αγνοούσε.

Ηταν το ίδιο το Μουσείο που τον έκανε να νιώθει οικεία. Ηταν ένα «σπίτι». Περπατούσε ανάμεσα στα αγάλματα, ήθελε απλώς να βαδίζει ανάμεσά τους, αλλά έπρεπε και να στέκεται που και που, μην τον πουν αδαή. Φωτογραφίες από τον κήπο είχαν παλαιότερα όλοι οι συμμαθητές του και εκεί φωτογραφίζονταν και ο θείος με τη θεία όταν έρχονταν από την Αλεξάνδρεια, μια φορά στα 4-5 χρόνια.

Εκεί στάθηκε και εκείνος τώρα. Με το καφέ κοστούμι, το φωτεινό, με το άτσαλο, κάπως φαρδύ παντελόνι. Δεν ήξερε πού να βάλει τα χέρια του. Στην αρχή έβαλε το ένα χέρι στην τσέπη. Ο φωτογράφος τού έκανε νόημα να το βγάλει. Τα σταύρωσε πίσω, μετά το μετάνιωσε, αλλά η φωτογραφία είχε βγει. Θα έγραφε από πίσω με μελάνι: «Εις τον αδελφό μου Δημήτρη, χαιρετισμούς από τας Αθήνας, Μάνθος».

Και έτσι θα έκλεινε εκείνο το απόγευμα στον κήπο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, μια χλιαρή μέρα του χειμώνα, με ήλιο λαμπερό, με σκιές μακριές που σχημάτιζαν οι κολόνες του Μουσείου. Πίσω του, ένας άλλος διαβάτης είχε σταθεί, είχε πάρει πόζα κι αυτός, και μπήκε στο ίδιο κάδρο. Ταξίδεψε κι αυτός στην Αμερική.


Πηγή: Ν. Βατόπουλος, Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια