Ένα βυζαντινό πανδοχείο έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην κοιλάδα των Τεμπών. Και σημαντικά ευρήματα ελληνιστικής εποχής. Με την κλα...
Ένα βυζαντινό πανδοχείο έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην κοιλάδα των Τεμπών. Και σημαντικά ευρήματα ελληνιστικής εποχής.
Με την κλαρωτή πράσινη φούστα και μια μαύρη ποδιά που στηρίζονταν με δύο παραμάνες στο ύψος του στήθους, η Κοκκώνα γυρνούσε από τραπέζι σε τραπέζι, γέμιζε γλυκόπιοτο κόκκινο κρασί τα ποτήρια και εκλεκτούς μεζέδες τις τσανάκες.
Στο πανδοχείο της όλα ήταν αστραφτερά και το προτιμούσαν όσοι κατέβαιναν με μουλάρια ή με τα πόδια από τη Μακεδονία προς τον νότο ή όσοι ντόπιοι έπρεπε να διασχίσουν την κοιλάδα των Τεμπών.
Μετά από τρεις ώρες περπάτημα, σε έναν στενό κι επικίνδυνο δρόμο -ιδιαίτερα τα βράδια- οι ταξιδιώτες που κατηφόριζαν από τη Βόρεια Ελλάδα προς τη Λάρισα, έβρισκαν στη νότια έξοδο, κοντά στον σημερινό Ευαγγελισμό, ένα πανέμορφο χάνι. Ένα μεγάλο πανδοχείο που πρόσφερε φαγητό και ανάπαυση στους ίδιους και στα ζώα.
Όπως λέει στη Voria.gr η ανασκαφέας και προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας, Σταυρούλα Σδρόλια, το πανδοχείο έχει δύο φάσεις κατασκευής: μία παλαιοχριστιανική της εποχής του Ιουστινιανού και μία δεύτερη -αυτή που φαίνεται- που χρονολογείται στον 9ο αιώνα, στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεόφιλου, συζύγου της Θεοδώρας.
«Στην περιοχή των Τεμπών είναι γνωστοί από τα ρωμαϊκά οδοιπορικά δύο κύριοι σταθμοί. Ο ένας λεγόταν σταθμός των Στενών και βρισκόταν στη βόρεια έξοδο προς τη Θεσσαλονίκη και ο άλλος σταθμός Ολύμπου, στη νότια έξοδο προς τη Λάρισα. Το συγκεκριμένο χάνι μπορεί να ταυτιστεί με κάποιον ενδιάμεσο σταθμό για την ανάπαυση των ταξιδιωτών», είπε η κ. Σδρόλια.
Το Χάνι της Κοκκώνας, που πήρε το όνομά του από την τελευταία ιδιοκτήτριά του, ήταν ένα μεγάλο ορθογώνιο οικοδόμημα, μήκους 72 μέτρων και πλάτους 7 μέτρων, που χωριζόταν σε τρία μέρη. Η κατασκευή είναι πολύ γερή και σταθερή με ασβεστόχτιστα δάπεδα.
Μπροστά υπήρχε μια μεγάλη αλάνα, με ποτίστρες, όπου άραζαν τα ζώα. Το μεγάλο πανδοχείο προσέφερε καταλύματα για ύπνο στον πάνω όροφο και ένα οργανωμένο εστιατόριο στο ισόγειο. Οι ιδιοκτήτες του είχαν εκεί κοντά αγρόκτημα με πουλερικά και ζώα, αλλά και λαχανόκηπο, και προσέφεραν στους ταξιδιώτες ένα πλούσιο μενού, είτε ως πρόγευμα (ή προφάγον) είτε ως άριστον ή μεσημβρινόν γεύμα, είτε ως δείπνο. Το σίγουρο είναι πως οι πελάτες έτρωγαν με τα χέρια –το πιρούνι ήταν άγνωστο μέχρι τον 10ο αιώνα- ή ανάλογα με το φαγητό χρησιμοποιούσαν κουτάλι και μαχαίρι.
Μετά το γεύμα αναπαύονταν για λίγες ώρες ή το βράδυ –ανάλογα πότε έφταναν στο χάνι- και αργότερα συνέχιζαν τον δρόμο τους, ανακουφισμένοι που είχαν ολοκληρώσει ένα πολύ δύσκολο κομμάτι της διαδρομής, αυτό της κοιλάδας των Τεμπών.
Στο κτήριο δεν σώθηκαν καθόλου ευρήματα που να προσδιορίζουν τη χρήση του και η ταύτιση με πανδοχείο προτάθηκε λόγω του σχήματος και της θέσης του, δίπλα στον δρόμο και ακριβώς στην έξοδο του στενού μέρους της κοιλάδας, όπου παρουσιαζόταν επείγουσα ανάγκη στάσης για ανάπαυση, όπως την περιγράφουν οι περιηγητές της οθωμανικής περιόδου. Το χάνι αυτό αναφέρεται από τις αρχές του 19ου αιώνα και έλαβε το όνομά του το 1881 από την ομώνυμη ενοικιάστρια.
Τα πρώτα ευρήματα ήρθαν στο φως το 2008 στη διάρκεια των εργασιών για την κατασκευή του νέου τμήματος στον οδικό άξονα Μαλιακός-Κλειδί και οι ανασκαφές έφεραν στο φως σπουδαία ευρήματα.
Στα ανατολικά του πανδοχείου και σε απόσταση 15 μ. από αυτό ανασκάφηκε βυζαντινός ναός, δρομικού τύπου (επιμήκης) με περίστωο, διαστάσεων 12 × 11, 60 μ., που περιβάλλεται από εκτεταμένο νεκροταφείο. Ο ναός διατηρείται σε χαμηλά ερείπια, κοντά στη στάθμη του δαπέδου, από το οποίο δεν σώθηκε κάτι. Βρέθηκαν ωστόσο ίχνη από δύο κτιστές τράπεζες Ιερού Βήματος, τόσο στην κεντρική κόγχη όσο και στη νότια, δείγμα ότι υπήρχε διαμορφωμένο παρεκκλήσι.
Στο νεκροταφείο το ένα τρίτο των τάφων είναι κιβωτιόσχημοι και οι άλλοι λακκοειδείς, ενώ υπάρχουν και δύο καλυβίτες που αφορούν σε παιδικές ταφές. Οι τάφοι περιείχαν από έναν έως τρεις σκελετούς, αλλά είναι συχνή η παρουσία οστών από ανακομιδές. Ελάχιστοι από αυτούς περιείχαν κτερίσματα, κυρίως δύο παιδικοί τάφοι, στους οποίους βρέθηκαν γυάλινα βραχιόλια και χάλκινα δαχτυλίδια, που χρονολογούνται στον 10ο-12ο αιώνα, καθώς και ένας τάφος ενήλικα, που περιείχε μια χάλκινη πόρπη, συνοδευόμενη από δύο σιδερένιους κρίκους.
Σύμφωνα με την κ. Σδρόλια, «είναι σημαντικό το γεγονός της ανακάλυψης αυτού του ενδιαφέροντος συγκροτήματος, του ναού και του πανδοχείου, ενώ το νεκροταφείο υποδηλώνει παράλληλα την ύπαρξη οικισμού, τελείως άγνωστου μέχρι σήμερα. Ο χαρακτήρας του συγκροτήματος μπορεί να θεωρηθεί προσκυνηματικός, με διπλή λειτουργία, αφενός ως χώρος ανάπαυσης, λόγω της θέσης του, πάνω στον οδικό σταθμό μιας πολυσύχναστης οδικής αρτηρίας, αφετέρου λατρευτικός-κοιμητηριακός, σύμφωνα με τη μακραίωνη χρήση του χώρου στο παρακείμενο ελληνιστικό ιερό και νεκροταφείο».
Πρόσθεσε επίσης ότι «με την ίδια διπλή λειτουργία αναφέρεται αργότερα και ο γειτονικός τεκές του Χασάν Μπαμπά, που ιδρύθηκε τον 15ο αιώνα από τους Οθωμανούς, και υπήρξε σημαντικό προσκύνημα και συγχρόνως τόπος φιλοξενίας των ταξιδιωτών. Ο μνημειακός χαρακτήρας του βυζαντινού πανδοχείου μάς οδηγεί στην υπόθεση ενός σημαντικού κτήτορα, ίσως εκπροσώπου της κρατικής εξουσίας, που αποσκοπούσε στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης της χώρας και των συγκοινωνιών μετά τη νίκη επί των Βουλγάρων στα τέλη του 10ο αι., εποχή κατά την οποία ιδρύεται η επισκοπή Λυκοστομίου, και ανακαινίζονται οι οχυρώσεις της περιοχής».
Αξιοσημείωτο είναι ότι στην περιοχή των Τεμπών είχε εγκατασταθεί η έδρα της επισκοπής Λυκοστομίου ή Θετταλικών Τεμπών που αναγγέλλεται στις βυζαντινές πηγές από το 10ο αι. ότι υπάγεται στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια μεταφέρεται στον Πλαταμώνα και τη μεταβυζαντινή περίοδο στα Αμπελάκια, μέχρι την τελική ενσωμάτωσή της στη Μητρόπολη της Λάρισας.
Όπως προκύπτει από την αρχαιολογική έρευνα, εκεί κοντά υπήρχε μικρός οικισμός που κατοικούνταν από τον 4ο ώς τον 6ο μ.Χ. και σχετιζόταν με παρακείμενο λατομείο μαρμάρου.
Ελληνιστικά ευρήματα και «Κυβέλα, μάτερ θεών»
Στον αρχαιολογικό χώρο της κοιλάδας των Τεμπών, στη διάρκεια των ίδιων εργασιών, αποκαλύφθηκε και ένα μεγάλο συγκρότημα ελληνιστική εποχής, με πολλά δωμάτια. Στο νοτιότερο σημείο αυτού ταυτίστηκε η λατρεία της μητέρας των Θεών, της θεάς της καρποφορίας και της γονιμότητας Κυβέλης. Η Κυβέλη ήταν διαδεδομένη θεότητα στη Θεσσαλία και στο φως ήρθε τμήμα μαρμάρινης ναόσχημης στήλης με την ανάγλυφη μορφή της ένθρονη, με ένα λιοντάρι μικρό στα γόνατά της και διάφορα τελετουργικά σκεύη τριγύρω, που παραπέμπουν στην τέλεση θυσιών.
Σημαντικό τμήμα επιγραφής ΟΝΕΘΕΙΚΕ που πιθανόν ανήκει στη θεά Άρτεμη, και πήλινο πλακίδιο με προτομή της ίδιας θεάς μαρτυρούν τη συλλατρεία δυο θεοτήτων, τα οποία σχετίζονται με την πλούσια, άγρια γη και τη βλάστηση στον Θεσσαλικό κάμπο.
Πηγή: Μ. Ριτζαλέου, Voria
Δεν υπάρχουν σχόλια