«Οι προτεραιότητές µας ανάγονται τώρα σε τρία επίπεδα: πρώτον, να ανακτήσουμε τα κλεμμένα αντικείμενα, δεύτερον, να βρούμε εάν θα μπορούσε ν...
«Οι προτεραιότητές µας ανάγονται τώρα σε τρία επίπεδα: πρώτον, να ανακτήσουμε τα κλεμμένα αντικείμενα, δεύτερον, να βρούμε εάν θα μπορούσε να είχε γίνει κάτι για να το σταματήσουμε και τρίτον, να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να επενδύσουμε στην ασφάλεια και στην αρχειοθέτηση των συλλογών μας (collection records)».
Από τις τρεις προτεραιότητες που έθεσε ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν στην πρώτη δήλωσή του για το σκάνδαλο των κλοπών, τα βλέμματα όλων στράφηκαν λιγότερο στο θέμα της αρχειοθέτησης. Εξάλλου, η αρχική δήλωση του μουσείου για τις αρχαιότητες που χάθηκαν, δεν προσδιόριζε αριθμό, ούτε είδος, παρά μόνο ένα μεγάλο χρονικό εύρος: από τον 15ο αιώνα π.Χ. έως τον 19ο αιώνα. Μόνο αργότερα, όταν κυκλοφόρησαν οι πρώτες πληροφορίες για περίπου 2.000 αντικείμενα που έκαναν φτερά, άρχισαν οι ερωτήσεις. Μα πώς γίνεται να λείπουν τόσο πολλά; Δεν ήταν περασμένα σε καταλόγους;
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση, αλλά ισχυροί είναι οι φόβοι ότι οι επίμαχες αρχαιότητες δεν ήταν καταγεγραμμένες και μπορεί να χάθηκαν για πάντα. Ενα αντικείμενο χωρίς την ταυτότητά του, έναν αριθμό και μια φωτογραφία, είναι σαν να μην υπάρχει.
Ποια είναι όμως η πρακτική που πρέπει να ακολουθεί ένα μουσείο για να ξέρει τι έχει και να είναι ασφαλές; Αναζητήσαμε απαντήσεις στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το μεγαλύτερο και παλαιότερο της χώρας, οι συλλογές του οποίου απαρτίζονται από 12.000 εκθέματα και περισσότερα από 125.000 αντικείμενα στις αποθήκες του. «Το ΕΑΜ, ήδη από την επίσημη ίδρυσή του το 1893 έως σήμερα, έχει να επιδείξει ένα άρτιο σύστημα τεκμηρίωσης που ξεκίνησε από τα γνωστά σε εμάς τους αρχαιολόγους “σταχωμένα ευρετήρια”, τους καταλόγους όπως τους γνωρίζει ο κόσμος, πέρασε στην εποχή των δελτίων ταυτότητας και συνεχίζεται έως σήμερα με τις ψηφιακές καταγραφές», λέει στην «Κ» η διευθύντρια του μουσείου, Αννα-Βασιλική Καραπαναγιώτου. Επιπλέον, οι αρχαιότητες εμπλουτίζουν και τη βάση δεδομένων του Εθνικού Αρχείου Μνημείων.
«Τα πρωτόκολλα ασφαλείας που ισχύουν στα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία είναι αυστηρότατα», λέει η αντιπρόεδρος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Μαρία Λαγογιάννη.
Το Εθνικό Αρχαιολογικό ήταν ο κύριος αποδέκτης του αρχαιολογικού υλικού των ανασκαφών μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, όμως τα ευρήματα κατευθύνονται πια στις κατά τόπους Εφορείες Αρχαιοτήτων και μουσεία. Σήμερα, όπως επισημαίνει η κ. Καραπαναγιώτου, τα νέα αποκτήματα του μουσείου περιλαμβάνουν επαναπατρισμούς, κατασχέσεις, δωρεές και παραδόσεις αρχαιοτήτων. «Αμέσως μετά την εισαγωγή ενός νέου αντικειμένου στο μουσείο, αυτό καταχωρίζεται στο βιβλίο εισαγωγής, μία εισαγωγική δηλαδή καταχώριση, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της όλης διαδικασίας, ακόμα και εάν τελικά το αντικείμενο δεν παραμείνει στο μουσείο. Αυτό το πρώτο στάδιο τεκμηρίωσης –τα βιβλία εισαγωγής– καθιερώνεται στο ΕΑΜ ήδη από το 1910 και συνεχίζεται χωρίς διακοπή έως σήμερα».
Η αντιπρόεδρος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και πρώην επικεφαλής του, Μαρία Λαγογιάννη, διαβεβαιώνει ότι οι αρχαιότητες της έκθεσης και των αποθηκών είναι καταγεγραμμένες. «Εξαίρεση αποτελούν μόνο αντικείμενα που έχουν χαρακτηριστεί από τα αρμόδια τμήματα ως μικρής σημασίας ή αδιάγνωστα όπως π.χ. θραύσματα αγγείων. Ωστόσο για λόγους δεοντολογίας η καταγραφή τους συνεχίζεται», σημειώνει.
«Τα πρωτόκολλα ασφαλείας που ισχύουν στα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία», συνεχίζει, «είναι αυστηρότατα – καμία σχέση με όσα πληροφορήθηκα από τον Τύπο για τα ισχύοντα στο Βρετανικό Μουσείο». Είναι χαρακτηριστικό ότι «κανείς δεν μένει μόνος του» στο μουσείο και στις αποθήκες του και οι μετακινήσεις αρχαιολόγων και υπαλλήλων γίνονται επίσης με ειδικά πρωτόκολλα ασφαλείας. Εξίσου αυστηρός είναι ο έλεγχος, λέει η κ. Λαγογιάννη, που γίνεται στα πρωτόκολλα ασφαλείας των συνεργαζόμενων μουσείων, όταν πρόκειται για δανεισμό αρχαιοτήτων. «Εχει συμβεί να ζητήσουμε επιπλέον μέτρα ασφαλείας, για να μεταφέρουμε περιοδική μας έκθεση σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα», σημειώνει.
Αυτό το διάστημα πραγματοποιείται επίσης καθολική απογραφή των αρχαιοτήτων, όχι μόνο στο ΕΑΜ αλλά και στα υπόλοιπα μουσεία που μετατρέπονται σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΒΜΧ, Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης και Ηρακλείου), η οποία θα ολοκληρωθεί σε λίγους μήνες.
Πηγή: Σ. Ιωαννίδης, Ν. Ζώης, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια