Η διαχρονική οχύρωση της πόλης, από την ελληνιστική ως την υστεροβυζαντινή περίοδο, ορατή στην πλατεία. Η Έδεσσα φυσικό πέρασμα μεταξύ Άνω κ...
Η διαχρονική οχύρωση της πόλης, από την ελληνιστική ως την υστεροβυζαντινή περίοδο, ορατή στην πλατεία. Η Έδεσσα φυσικό πέρασμα μεταξύ Άνω και Κάτω Μακεδονίας.
H ιρανική λέξη var, που σημαίνει οχυρό και η εξέλιξή της στο σερβοκροάτικο «βάροκι», που αφορά σε οχυρωμένο τμήμα πόλης, έδωσαν το όνομα στο Βαρόσι, την πρώτη χριστιανική συνοικία που δημιουργήθηκε στην Έδεσσα (Βοδενά) κατά την Τουρκοκρατία. Κι αυτό γιατί το Βαρόσι αναπτύχθηκε αρχικά στον χώρο της ακρόπολης μέσα στο κάστρο, ως συνέχεια της βυζαντινής πόλης.
Κοντά στο Βαρόσι ήταν η αγορά και στα μεγάλα και με όλες τις ανέσεις για την εποχή τους χάνια, διανυκτέρευαν οι χωρικοί που κατέβαιναν από τα ορεινά για να πουλήσουν το ονομαστό κόκκινο πιπέρι, αλλά και οι έμποροι που το αγόραζαν.
Τα σπίτια της συνοικίας ήταν τα χαρακτηριστικά τριώροφα βαλκανικά οικήματα της Τουρκοκρατίας με βασικό υλικό την πέτρα, ενώ τα αρχοντόσπιτα των εκτροφέων μεταξοσκώληκα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα είχαν και παρεκκλήσια στις αυλές.
Το 1983, το υπουργείο Πολιτισμού χαρακτήρισε το Βαρόσι διατηρητέο αρχιτεκτονικό σύνολο και μέχρι σήμερα εντυπωσιάζει με τα ιδιαίτερα σπίτια, οι ιδιοκτήτες των οποίων τα συντηρούν και τα αναδεικνύουν.
Η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου στην πλατεία Βαροσίου
Η κεντρική πλατεία στο Βαρόσι, στην καρδιά της Έδεσσας αποτελεί έναν ενδιαφέροντα αρχαιολογικό χώρο, καθώς στη διάρκεια των εργασιών για τη διαμόρφωσή της έχουν αποκαλυφθεί τμήματα της διαχρονικής οχύρωσης της πόλης.
Με ένα μεγάλο πρόγραμμα το υπουργείο Πολιτισμού συντηρεί, αποκαθιστά και αναδεικνύει τα ευρήματα, παραδίδοντας μια πλατεία-αρχαιολογικό χώρο.
«Οι μελέτες αφορούν στην αποκατάσταση και ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου της πλατείας Βαροσίου στην ομώνυμη διατηρητέα συνοικία της Έδεσσας, η οποία αποτελεί την ιστορική συνέχεια της αρχαίας ακρόπολης και του βυζαντινού κάστρου των Βοδενών», δηλώνει η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη.
Σύμφωνα με το υπουργείο, «ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει τμήμα της διαχρονικής οχύρωσης της πόλης, από την ελληνιστική ως την υστεροβυζαντινή περίοδο. Έχουν ανασκαφεί τμήματα του ελληνιστικού τείχους με τις υστερορωμαϊκές ενισχύσεις του, του παλαιοχριστιανικού προτειχίσματος, καθώς και του υστεροβυζαντινού τείχους. Τα οχυρωματικά έργα είχαν χαρακτήρα αμυντικό και προστατευτικό από την έντονη ροή των υδάτων του Εδεσσαίου ποταμού, που συχνά κατέκλυζαν την περιοχή. Τα κατάλοιπα των οχυρώσεων που αποκαλύφθηκαν βρίσκονται σε αρκετά προβληματική κατάσταση διατήρησης. Εμφανίζουν φθορές, που έχουν προκληθεί από τη φυσική γήρανση των υλικών, αλλά κυρίως από ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως την εκτεταμένη λιθαρπαγή για τη χρήση των υλικών σε νεότερα κτήρια».
Ο ιδιαίτερος αυτός επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος εντός της πόλης της Έδεσσας χρήζει συντήρησης και ανάδειξης, καθώς η σημερινή εικόνα, με τα πρόχειρα στέγαστρα και τις ανασκαφικές τομές, δεν τον καθιστά αναγνώσιμο από τους επισκέπτες.
Οι τρεις ενισχύσεις του ελληνιστικού τείχους εμφανίζουν σοβαρά δομοστατικά προβλήματα και μικρά μόνο τμήματά τους βρίσκονται σε σχετικά καλή κατάσταση. Πάνω από τη στάθμη των τειχών, αποκαλύφθηκε τμήμα των θεμελίων και του δαπέδου του μεταβυζαντινού Ναού της Υπαπαντής. Τα αρχιτεκτονικά ευρήματα ματαίωσαν τον αρχικό σχεδιασμό του δήμου για την ανάπλαση του χώρου και επέβαλαν τη διατήρηση του ανασκαφικού σκάμματος, το οποίο για λόγους ασφαλείας περιφράχθηκε με επιφανειακό λιθόκτιστο τοιχίο.
Η Έδεσσα φυσικό πέρασμα μεταξύ Άνω και Κάτω Μακεδονίας
Η αρχαία Έδεσσα υπήρξε μία σημαντική πόλη της Μακεδονίας, κτισμένη πάνω στο σημαντικότερο φυσικό πέρασμα, που συνέδεε την Άνω ορεινή με την Κάτω πεδινή Μακεδονία.
Στην άκρη του βράχου απλωνόταν η Ακρόπολη, ενώ στην πεδιάδα η πόλη που έφερε την ονομασία Λόγγος και είναι το μόνο κομμάτι της αρχαίας και μεσαιωνικής Έδεσσας που σώζεται - η αστική της οργάνωση αναφέρεται επιγραφικά από τον 4ο π.Χ. αιώνα.
Κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων, η πόλη απολαμβάνει τα ευεργετήματα της Pax Romana. Κόβει νομίσματα, στον εμπροσθότυπο των οποίων υπάρχουν οι προτομές των αυτοκρατόρων και πίσω καθιστή η θεά Ρώμη, που στεφανώνεται από την πόλη της Έδεσσας.
Οι ανασκαφές και κυρίως οι επιγραφικές μαρτυρίες δείχνουν ότι στην αρχαιότητα υπήρχε στην πόλη βουλευτήριο, γυμνάσιο, θέατρο και ιερά για τη λατρεία του Δία Ύψιστου, του Διόνυσου, της Άρτεμης, της Μητέρας των Θεών και της Μας. Από το ναό της τελευταίας θεότητας διασώζονται αρχιτεκτονικά μέλη, που είναι κατάγραφα με απελευθερωτικές επιγραφές δούλων.
«Ο Δίας Ύψιστος είναι ο θεός της κορυφής του Ολύμπου και συγχρόνως στην αντίληψη των αρχαίων ο πρώτος θεός. Με τον Δία δηλαδή υπάρχει ένα είδος μονοθεϊσμού», έλεγε ο αείμνηστος καθηγητής Αρχαιολογίας, Δημήτρης Παντερμαλής, που έφερε στο φως το ιερό του Διός Υψίστου στο Δίον με το εντυπωσιακό και μοναδικό ένθρονο μαρμάρινο άγαλμα του Δία του Υψίστου και τους 14 μαρμάρινους αετούς στον βωμό.
Ο σεισμός που ισοπέδωσε την Έδεσσα το 1395
Απανωτές επιδρομές Γότθων και άλλων βαρβαρικών φύλων κατέστρεψαν τμήματα της οχύρωσης της πόλης, η οποία και χρειάστηκε εκτεταμένες επιδιορθώσεις στο β΄ μισό του 3ου μ.Χ. αιώνα. Κατά τη διάρκεια των παλαιοχριστιανικών χρόνων, η Έδεσσα εξακολουθεί να αναφέρεται ως civitas στις αρχαίες πηγές, ενώ το 479 μ.Χ., αποτέλεσε την έδρα των βυζαντινών στρατιωτικών δυνάμεων στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Γότθων. Οι επιδρομές των Αβαροσλάβων τον επόμενο αιώνα, σε συνδυασμό με μία σειρά από φυσικές καταστροφές πρέπει να υπήρξαν η αφορμή για τη σταδιακή εγκατάλειψη της Κάτω Πόλης και τον περιορισμό της κατοίκησης στην περιοχή της Ακρόπολης.
Στους μεταβυζαντινούς χρόνους το «Θεοφρούρητο κάστρο των Βοδενών» ήταν από τα καλύτερα οργανωμένα κάστρα της περιοχής, καθώς έλεγχε τη σημαντική δίοδο από την πεδιάδα της Κεντρικής Μακεδονίας προς τις ορεινές περιοχές και τη Δυτική Μακεδονία, αλλά και βόρεια, προς την Αλμωπία. Αποτελούσε τμήμα του βυζαντινού οχυρωματικού δικτύου της Μακεδονίας και, μαζί με τα γειτονικά κάστρα της Βέροιας, των Σερβίων, του Οστροβού, των Μογλενών, της Καστοριάς κ.ά., διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον βυζαντινοβουλγαρικό πόλεμο (976-1018 μ.Χ.), μεταξύ του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ και του αντιπάλου του, Σαμουήλ.
Το 1015 μ.Χ., ο αυτοκράτορας κατέλαβε τα Βοδενά και εγκατέστησε επίλεκτη βυζαντινή φρουρά, τους «κονταράτους». Αργότερα τα Βοδενά πέρασαν σε σερβική διοίκηση και γύρω στα 1385 η πόλη και η περιοχή κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς.
Από το βυζαντινό, πλούσιο παρελθόν της πόλης ελάχιστα στοιχεία έχουν εντοπιστεί, κυρίως αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της οχύρωσης και τάφοι, καθώς η πόλη αιφνιδιαστικά εξαφανίστηκε. Αιτία ήταν ένας ισχυρός σεισμός στο 1395/6 μ.Χ. και μια πολύ μεγάλη πλημμύρα που ακολούθησε. Ο σεισμός ήταν τόσο ισχυρός που κατέστρεψε ολοσχερώς την ακρόπολη και τη μεσαιωνική καστροπολιτεία πάνω στον βράχο.
Σταδιακά, η περιοχή που καταλάμβανε το κάστρο μετατράπηκε στην πρώτη χριστιανική συνοικία της πόλης, το Βαρόσι, οπότε ο αρχικός αμυντικός χαρακτήρας του υποβιβάστηκε, ιδιαίτερα με την κατεδάφιση των τειχών από τους Οθωμανούς.
Σύντομα το Βαρόσι θα αποκτήσει μια πλατεία-αρχαιολογικό χώρο, η επίσκεψη της οποίας θα αποτελεί ένα ταξίδι στον χρόνο και στην πλούσια ιστορία της Έδεσσας.
Πηγή: Μ. Ριτζαλέου, Voria
Δεν υπάρχουν σχόλια