Ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Ευθυμίου μιλάει για το ντοκιμαντέρ που γύρισε με θέμα τον αρχαιολόγο και το έργο του στην Αρχαία Μεσσήνη, λίγο πριν απ...
Ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Ευθυμίου μιλάει για το ντοκιμαντέρ που γύρισε με θέμα τον αρχαιολόγο και το έργο του στην Αρχαία Μεσσήνη, λίγο πριν από την πρεμιέρα του.
Σκαρφαλώνει με ενέργεια εφήβου στα τείχη. Οδηγεί με άνεση το μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι ανάμεσα στις αρχαιότητες. Περπατά νύχτα και μέρα ανάμεσα στα αναστηλωμένα κτίρια, ενώ πάνω τους προβάλλονται στιγμιότυπα από τη στιγμή της αποκάλυψής τους. Συνθέτει την πληροφορία που βγαίνει από το χώμα με εκείνη που ανασκάπτει στους τόμους που κατακλύζουν τη βιβλιοθήκη του γραφείου του. Τη συστήνει με την αγάπη που δείχνει πατέρας σε κόρη, αλλά και με το πάθος που έχει ο ερωτευμένος για την αγαπημένη του, σε όσους έχουν την τύχη να καθίσουν απέναντί του στις κερκίδες του αρχαίου θεάτρου και να ακούσουν τη δική του παράσταση – ξενάγηση από την ορχήστρα.
Είναι ο Πέτρος Θέμελης. Ο αρχαιολόγος, ο ακαδημαϊκός δάσκαλος, αλλά κυρίως ο άνθρωπος που ψυχή τε και σώματι αφιερώθηκε στην ανάσταση μιας ολόκληρης ελληνιστικής πολιτείας: μιας από τις μεγαλύτερες και καλύτερα σωζόμενες του αρχαίου ελληνικού κόσμου, της Αρχαίας Μεσσήνης. Είναι εκείνος που πρωταγωνιστεί στο ντοκιμαντέρ «Ο Διάλογος του Θέμελη» που φέρει την υπογραφή του Βαγγέλη Ευθυμίου. Ο πανταχού παρών σε κάθε γωνιά, σε κάθε σπιθαμή, σε κάθε λίθο που μαρτυρά την ιστορία της πόλης, την οποία ίδρυσε ο Επαμεινώνδας το 369 π.Χ. και κόσμησε με τα γλυπτά του ο σπουδαίος Δαμοφώντας.
Και ο μεγάλος απών από την πρώτη προβολή της ταινίας, η οποία θα πραγματοποιηθεί την προσεχή Κυριακή σε εκδήλωση που διοργανώνουν η Εταιρεία Μεσσηνιακών και Αρχαιολογικών Σπουδών, το σωματείο Διάζωμα και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ενάμιση χρόνο μετά τον θάνατό του. «Θα ήταν ο πιο ουσιαστικός κριτής της», λέει στα «ΝΕΑ» ο δημιουργός της ταινίας, που ξεκίνησε την ξεχωριστή αυτή περιπέτεια πίσω από την κάμερα στο πλευρό του ανασκαφέα πριν από πέντε χρόνια και ύστερα από γνωριμία περίπου 15 ετών μέσω του Διαζώματος.
«Αρχικά μου ζήτησε κινηματογραφικό υλικό για ένα ταξίδι που θα έκανε στην Αυστραλία και ήθελε να παρουσιάσει το έργο του στην Αρχαία Μεσσήνη. Οταν επέστρεψε, ξεκινήσαμε να δουλεύουμε για την ταινία. Συζητούσαμε πολλές φορές και για πολλές ώρες, αλλά δεν ήμουν σίγουρος ποια κατεύθυνση έπρεπε να ακολουθήσω, μέχρι που κάποια μέρα είδα ξεκάθαρα ότι έπρεπε να εστιάσω στη δική του πνευματικότητα και οι αρχαιότητες να λειτουργούν ως σκηνικό κατά κάποιο τρόπο», δίνει το στίγμα της ταινίας ο βραβευμένος στην Ελλάδα και το εξωτερικό σκηνοθέτης που έχει στο πορτφόλιό του περισσότερα από 30 ντοκιμαντέρ.
«Η αναζήτηση του ανθρώπου»
Και το σκεπτικό αυτό υπηρετούν οι πρώτες ατάκες με τις οποίες ξεκινά η ταινία, που δεν είναι άλλο από το απόσταγμα της προσέγγισης του Πέτρου Θέμελη: «Η αρχαιολογία δεν είναι η μελέτη των λίθων, των τειχών, των αγαλμάτων, αλλά η αναζήτηση του ανθρώπου πίσω από αυτά, του ανθρώπου – δημιουργού. Προσπαθείς να βγάλεις συμπεράσματα από τα δημιουργήματά του και δεν είναι εύκολο. Πρέπει να τα προσεγγίσεις με συναίσθημα».
Επί πέντε χρόνια οι συναντήσεις αρχαιολόγου και σκηνοθέτη ήταν αναρίθμητες. Η μελέτη του υλικού επέβαλε να γίνουν επιπλέον γυρίσματα ή σε κάποιες περιπτώσεις να επαναληφθούν. «Ηταν όμως πάντα διαθέσιμος. Δεν γκρίνιαζε ποτέ, όσο κι αν τον ταλαιπωρούσα», λέει ο Βαγγέλης Ευθυμίου που παραδέχεται πως έκανε κι ο ίδιος ένα είδος ανασκαφής επιχειρώντας με την κάμερα αντί για σκαπάνη να ανακαλύψει τον άνθρωπο Πέτρο Θέμελη. Εκείνον που «αγαπούσε την ευθύτητα. Δεν χάιδευε τα αφτιά των συνομιλητών του, αλλά διατηρούσε και μια γλυκύτητα συνάμα», εξηγεί. «Εξού και ο τίτλος που αναφέρεται ουσιαστικά στον διάλογο του Πέτρου Θέμελη με τη ζωή. Δεν είναι ένας μονόλογος. Θέτει πολλά ερωτήματα κατά τη διάρκεια της αφήγησης», αναφέρει ο Βαγγέλης Ευθυμίου, ο οποίος παραδέχεται ότι είχε προβληματιστεί αρκετά σχετικά με τον τίτλο που θα έδινε στην ταινία του.
Στα 77 λεπτά που διαρκεί το ντοκιμαντέρ ο θεατής έχει την ευκαιρία να δει ένα σύμπλεγμα πορτρέτων που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα: του ανασκαφέα και της Αρχαίας Μεσσήνης, ενώ παράλληλα μπορεί να ταξιδέψει και στον χρόνο, καθώς πάνω στα αναστηλωμένα μνημεία προβάλλονται σκηνές αρχείου, από τη στιγμή που αποκαλύπτονταν, δημιουργώντας ένα εικαστικό αποτέλεσμα.
Αλλαγή στο φινάλε
Διαφωνία ως προς το τελικό αποτέλεσμα δεν υπήρχε καθώς ο Πέτρος Θέμελης υποστήριζε ότι η ταινία θα γινόταν όπως την ήθελε ο δημιουργός της. Το μόνο θέμα που προβλημάτιζε τον αρχαιολόγο ήταν η μουσική επένδυση. Εκείνος προτιμούσε κλασική μουσική και ο Βαγγέλης Ευθυμίου ήθελε να γραφούν επί τούτου συνθέσεις από τον Κώστα Βόμβολο με έμφαση στους μεταλλικούς ήχους, που αναφέρονταν στην καταστροφή της Μεσσήνης και στους κυνηγούς μετάλλων. «Δεν υποχωρούσα και το εκτιμούσε, αλλά δεν πρόλαβε να ακούσει τη μουσική. Ηταν από τις εκπλήξεις που του είχα επιφυλάξει για την πρεμιέρα. Δυστυχώς, στην προκειμένη περίπτωση η πραγματικότητα με ξεπέρασε. Είχα μοντάρει μεγάλο μέρος του υλικού, το είχα στρώσει και είχα διαπιστώσει κάποια κενά. Κάναμε Δευτέρα απόγευμα ένα συμπληρωματικό γύρισμα για τον Δαμοφώντα και έφυγε την επομένη για την Καλαμάτα. Οταν επέστρεφε, θα κάναμε το τελευταίο, αλλά δεν γύρισε ποτέ κι έτσι αναγκάστηκα να αλλάξω το φινάλε. Το προηγούμενο ήταν πιο αισιόδοξο, αλλά δεν μπορούσα να μη συμπεριλάβω τον θάνατό του. Ωστόσο η τελευταία φράση παραμένει δική του, όπως είχα επιλέξει εξαρχής: “Ζω με και για την Αρχαία Μεσσήνη”».
Πηγή: Μ. Αδαμοπούλου, Τα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια