Το συνδρομητικό περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 133). Το τεύχος του Αυγούστου ανοίγει με τη συνέντευξη...
Το συνδρομητικό περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 133).
Το τεύχος του Αυγούστου ανοίγει με τη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό ο καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι και διευθυντής των ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Ίκλαινα Μεσσηνίας Μιχάλης Κοσμόπουλος.
Στην ενότητα «Ελλάδα εκτός Ελλάδος» ο Κυριάκος Σαββόπουλος παρουσιάζει την «Τελευταία κατοικία των πρώτων Αλεξανδρινών». Η Νεκρόπολη του Σάτμπυ, η πρωιμότερη αλλά και η πλέον ταλαιπωρημένη από τις νεκροπόλεις της Αλεξάνδρειας, βρίσκεται στην καρδιά της σύγχρονης πόλης και αποτελεί αντικείμενο ενός νέου αρχαιολογικού προγράμματος με σκοπό την αναβάθμιση, την προβολή και τη συστηματική μελέτη της.
«Εκατοντάδες ταφές αποκαλύφθηκαν στο Σάτμπυ, οι περισσότερες από τις οποίες ατομικές, λαξευμένες στον φυσικό βράχο του εδάφους. Αρκετές ταφές βρέθηκαν ασύλητες, συνοδευόμενες από σημαντικά ευρήματα: ζωγραφιστές και ανάγλυφες στήλες, τεφροδόχους διαφόρων τύπων συμπεριλαμβανομένων των χαρακτηριστικών για την Ελληνιστική περίοδο υδριών τύπου Χάντρα. Επίσης, κοσμήματα, ειδώλια, χρηστικά αντικείμενα και αγγεία. Στην επιφάνεια του αρχαίου εδάφους ξεχωρίζουν αρκετοί ορθογώνιοι βαθμιδωτοί πυργίσκοι, ένα ιδιότυπο είδος ταφικού μνημείου, άλλοτε πάνω από ταφές και άλλοτε όχι, στην κορυφή του οποίου τοποθετούνταν επιτύμβια στήλη» γράφει ο Κ. Σαββόπουλος.
Το τεύχος 133 φιλοξενεί το δεύτερο μέρος του Αφιερώματος στο παιδικό παιχνίδι, που καλύπτει τη Βυζαντινή περίοδο και το οποίο έχει επιμεληθεί η κοινωνική ανθρωπολόγος Κλειώ Γκουγκουλή. Η Κ. Γκουγκουλή υπογράφει και την εισαγωγή του Αφιερώματος, με τίτλο «Παιδί και παιχνίδι στο Βυζάντιο».
Στο πρώτο άρθρο της ενότητας, που τιτλοφορείται «Εξερευνώντας τα άτακτα προεφηβικά παιχνίδια», η Béatrice Caseau και ο Χάρης Μεσσής εξετάζουν το είδος της παιδικότητας που προάγεται από τη βυζαντινή κοινωνία, μέσα από τα παιχνίδια.
«Η βυζαντινή παιδική ηλικία μάς παρουσιάζεται ζωηρή, θορυβώδης, βίαιη, λογοτεχνικά διακριτική και κοινωνικά περιθωριοποιημένη. Τα ανώδυνα αθύρματα της πρώτης παιδικής ηλικίας δίνουν τη θέση τους στα άτακτα παιχνίδια της προεφηβικής ηλικίας υπό το καχύποπτο βλέμμα των μεγάλων. Ο πρώιμος γάμος ή η εξίσου πρώιμη είσοδος στο μοναστήρι υπογραμμίζουν μία ακόμη μείζονα πολιτισμική επιλογή την οποία επιχειρεί η βυζαντινή χριστιανική κοινωνία: την προσπάθεια κατάργησης της εφηβείας ως αυτόνομης ηλικίας» εξηγούν οι δύο συγγραφείς.
«Όταν οι πηγές σιωπούν, τα ευρήματα μιλάνε» είναι ο τίτλος του άρθρου της Άννας Λαμπροπούλου. «Θεωρούμε ότι η έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί γύρω από την παιδική ηλικία στα βυζαντινά χρόνια μάς υποχρεώνει σταδιακά να αναθεωρήσουμε πολλές κατεστημένες απόψεις του παρελθόντος σχετικά με την θέση των παιδιών στην βυζαντινή κοινωνία καθώς και τις διάφορες δραστηριότητές τους, όπως το παιχνίδι και η ψυχαγωγία» επισημαίνει η συγγραφέας.
«Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι, όταν οι θρησκευτικοί συγγραφείς αναφέρονται στις διασκεδάσεις των παιδιών, επιλέγουν να περιγράψουν μόνο τα παιχνίδια εκείνα όπου παιδιά με καλή συμπεριφορά ενεργούν σύμφωνα με τις προσδοκίες των ενηλίκων. Ωστόσο, τα παιχνίδια ρόλων αυτού του είδους δείχνουν τη φαντασία των παιδιών, που ήθελαν να αναπαραστήσουν περιστατικά τα οποία έβλεπαν στην καθημερινότητά τους» γράφει η Oana Maria Cojocaru στο τρίτο άρθρο της ενότητας, με τίτλο «Παιδικό παιχνίδι και κοινωνικοποίηση».
Τέλος, στο άρθρο της με τίτλο «Με όπλο τη σφεντόνα», με το οποίο ολοκληρώνεται η δεύτερη ενότητα του Αφιερώματος, η Αγγελική Πανοπούλου μάς μεταφέρει στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, εστιάζοντας σε ένα απαγορευμένο παιδικό παιχνίδι της εποχής: τον πετροπόλεμο. Με αφετηρία δύο διατάγματα, του 1369 και του 1521, που απαγόρευαν τον πετροπόλεμο, η συγγραφέας περιγράφει το ίδιο το παιχνίδι, τον χώρο όπου διεξαγόταν και τις ποινές που επρόκειτο να επιβληθούν στα παιδιά–παραβάτες των διαταγμάτων, συνεξετάζοντας τις κοινωνικές συμπεριφορές και αντιλήψεις της εποχής, και κυρίως τις πολιτικές επιλογές της Βενετίας.
«Πήλινα ειδώλια από την Τροιζήνα» παρουσιάζει στο άρθρο της η Μαρία Γιαννοπούλου. «Στα νεκροταφεία της Τροιζήνας πήλινα ειδώλια απαντούν σε λίγους τάφους των κλασικών και των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, αλλά σχεδόν πάντα εκπροσωπούνται με πάνω από ένα παραδείγματα για κάθε ταφή. Η επιλογή της κτέρισης των νεκρών με ειδώλια δεν φαί-νεται να σχετίζεται ούτε με το είδος του τάφου, ούτε με τον πλούτο των υπόλοιπων κτερισμάτων. Ενδεχομένως μπορεί να ανιχνευθεί κάποια προτίμηση για την τοποθέτηση ειδωλίων σε παιδικές και γυναικείες ταφές, ωστόσο τα διαθέσιμα στοιχεία είναι λίγα για να θεωρηθεί ότι αυτό ίσχυε γενικότερα» γράφει μεταξύ άλλων.
Η Βαρβάρα Ν. Παπαδοπούλου παρουσιάζει τη «Ρωμαϊκή έπαυλη της Στρογγυλής», «αναμφίβολα μία από τις σημαντικότερες αγροτικές και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις που έχουν αποκαλυφθεί στην Ήπειρο και εντάσσεται στο πλαίσιο της εγκατάστασης Ρωμαίων αποίκων στην περιοχή μετά την κατάκτησή της το 167 π.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα και, αργότερα, της ίδρυσης της Νικόπολης το 29 π.Χ.».
«Βυζαντινή Μεγαρίδα» είναι ο τίτλος του άρθρου της Ελευθερίας Ζαγκουδάκη η οποία παρουσιάζει τρία εκκλησάκια, στον Ελαιώνα Μεγάρων. «Οι ναοί του Χριστού, του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Γεωργίου, μαζί με τα υπόλοιπα βυζαντινά και κάποια ακόμη μεταβυζαντινά εκκλησάκια του κάμπου των Μεγάρων και της ευρύτερης περιοχής τους, μαρτυρούν τη διαχρονικότητα της εγκατάστασης στην περιοχή του Ελαιώνα, αποτελώντας σημείο αναφοράς για την τοπική κοινωνία και πηγή πολύτιμων πληροφοριών για την αρχιτεκτονική, την οικιστική ανάπτυξη και την ιστορία της ευρύτερης περιοχής της Μεγαρίδας κατά τη Μεσοβυζαντινή και Υστεροβυζαντινή περίοδο» γράφει.
Το τεύχος 133 ολοκληρώνεται με έναν αρχαιολογικό-περιηγητικό οδηγό στην ακρόπολη του Γλα, που υπογράφουν η Έλενα Κουντούρη, Διευθύντρια του ανασκαφικού προγράμματος στην ακρόπολη του Γλα, ο Κώστας Θεοδωρίδης και η Σοφία Σπυροπούλου. «Στην οχυρωμένη έκταση, που φτάνει τα 200 στρέμματα και καθίσταται δεκαπλάσια της Τίρυνθας και της Αθήνας και επταπλάσια των Μυκηνών, είχαν αποκαλυφθεί μέχρι και τη δεκαετία του 1990 κτηριακά κατάλοιπα που καταλάμβαναν μόλις το 30% της συνολικής επιφάνειας της ακρόπολης. Η εικόνα αυτή άρχισε να διαφοροποιείται και η κάτοψη του χώρου να εμπλουτίζεται τα τελευταία χρόνια με την αποκάλυψη νέων και εκτεταμένων οικοδομικών καταλοίπων με ιδιόρρυθμο για τη μυκηναϊκή αρχιτεκτονική σχεδιασμό. Αν και μεγάλο μέρος της ακρόπολης μένει ακόμα να διερευνηθεί, φαίνεται ότι ο Γλας είχε διαφορετική οργάνωση από τις μέχρι σήμερα γνωστές μυκηναϊκές ακροπόλεις», σημειώνουν.
Πηγή: Αρχαιολογία και Τέχνες
Δεν υπάρχουν σχόλια