Ανασκαφικές φωτογραφίες απο το Δεσποτικό, 2001-2021. Εθελοντές φοιτητές και αρχαιολόγοι ανασκάπτουν το ιερό του Απόλλωνα. Διαβάστε εδώ το ...
Ανασκαφικές φωτογραφίες απο το Δεσποτικό, 2001-2021. Εθελοντές φοιτητές και αρχαιολόγοι ανασκάπτουν το ιερό του Απόλλωνα. |
Διαβάστε εδώ το 1ο Μέρος του Αφιερώματος από την ΕφΑ Κυκλάδων.
Χρονολόγιο
Τα πρωιμότερα ίχνη κατοίκησης στο Δεσποτικό ανάγονται στην Πρωτοκυκλαδική Περίοδο (3η χιλ. π.Χ.). Σε δύο θέσεις στη νότια πλευρά του νησιού, στο Λιβάδι και στα Ζουμπάρια, ανεσκάφησαν στα τέλη του 19ου αι. από τον Χρήστο Τσούντα δύο πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία με κιβωτιόσχημους τάφους που περιείχαν αγγεία, μαρμάρινα σκεύη, κοσμήματα και ειδώλια που εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Περισσότεροι τάφοι ήρθαν στο φως στα Ζουμπάρια το 1959 από τον Ν. Ζαφειρόπουλο. Ίχνη οικιστικών εγκαταστάσεων έχουν εντοπιστεί πρόσφατα στις θέσεις Χειρόμυλος και Ζουμπάρια.
Η επόμενη φάση κατοίκησης στο νησί χρονολογείται στη Γεωμετρική Εποχή (9ος-8oς αι. π.Χ.), όταν στη θέση Μάντρα, στη βορειοανατολική χερσόνησο του νησιού, ιδρύεται εγκατάσταση με λατρευτικό χαρακτήρα. Στην ίδια θέση στα αρχαϊκά χρόνια η πόλη της Πάρου ιδρύει το μεγάλο ιερό του Απόλλωνα που λειτουργεί έως και τα ελληνιστικά χρονιά. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο το ιερό παύει να λειτουργεί και τα κτίρια του επαναχρησιμοποιούνται για κατοίκηση έως την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (6ος αι. π.Χ.). Μετά από αιώνες εγκατάλειψης η θέση ξανακατοικείται στην υστεροβυζαντινή περίοδο, έως και τον 17ο αιώνα. Μάλιστα πολλά αρχιτεκτονικά μέλη από τα κτίρια του ιερού έχουν μεταφερθεί και επαναχρησιμοποιηθεί στο ενετικό κάστρο της Αντιπάρου. Η εγκατάσταση των ύστερων βυζαντινών χρόνων θεμελιώθηκε πάνω στα αρχαία κτίρια και ταυτίζεται με το καστέλο που διακρίνεται σε χάρτες και γκραβούρες του 15ου, 16ου και 17ου αιώνα.
Η τύχη του Δεσποτικού ήταν άρρηκτα συνδεδεµένη µε την κοντινή του Αντίπαρο. Έτσι, µαζί µε αυτή πέρασε στη δικαιοδοσία των Ενετών, αρχικά του Οίκου των Σανούδων το 1207 και στη συνέχεια σε άλλους Ενετούς άρχοντες έως το 1537, όταν η Αντίπαρος και τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων πέρασαν στους Οθωµανούς. Το 1657, ως πράξη αντεκδίκησης για την παράδοση του πειρατή Δανιέλ στους Τούρκους, ο οικισμός στο Δεσποτικό λεηλατείται από Γάλλους πειρατές και έκτοτε το νησί εγκαταλείπεται οριστικά. Το 1756 περιέρχεται στην ιδιοκτησία του Μυκονιάτη Τζωρτζή Μπάο και του Παριανού Δεσπότη Πέτρου Μαυρογένη.
Τα τελευταία διακόσια χρόνια Αντιπαριώτες βοσκοί εγκατέστησαν στο νησί μαντριά ζώων, το μεγαλύτερο από αυτά στη θέση Μάντρα, πάνω στα αρχαία κατάλοιπα του ιερού του Απόλλωνα. Ωστόσο, το πλήθος και η σηµασία των αρχαιολογικών θέσεων έχουν καταστήσει πλέον το Δεσποτικό αρχαιολογικό χώρο απολύτου προστασίας. Παράλληλα προστατεύεται και από τη δασική υπηρεσία εξαιτίας της ιδιαίτερης κυκλαδίτικης βλάστησης, που συνίσταται από κέδρους, φίδες και έρποντα κυπαρίσσια, καθιστώντας το ένα νησί ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.
Αεροφωτογραφία του τεμένους του ιερού και των δορυφορικών συγκροτημάτων. |
Η ιστορία των αρχαιολογικών ερευνών στο Δεσποτικό
Η θέση Μάντρα βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού, στο πλάτωµα μιας μεγάλης χερσονήσου, στη βόρεια είσοδο του υπήνεµου κόλπου που σχηµατίζεται µεταξύ Αντιπάρου, Τσιµηντηρίου και Δεσποτικού, απέναντι από τον Άγιο Γεώργιο Αντιπάρου. Το όνομα της θέσης οφείλεται στη µ άντρα των ζώων που λειτουργεί στην περιοχή από το 19ο αιώνα και σήμερα ανήκει στον αντιπαριώτη Πέτρο Μαριάνο.
Τα πρώτα χρόνια της ανασκαφής δίπλα στη στάνη του βοσκού... 1997 εως 2003!! |
Η αρχαιολογική σημασία της είναι γνωστή από τον 19ο αιώνα από μία σύντομη αναφορά του άγγλου περιηγητή Th. Bent για την ύπαρξη θεμελίων αρχαίων κτιρίων κοντά σε ένα μαντρί στη βόρειοανατολική πλευρά του νησιού. Το 1959 ο έφορος αρχαιοτήτων Νικόλαος Ζαφειρόπουλος πραγματοποίησε ολιγοήμερη έρευνα στη θέση, κατά την οποία έφερε στο φως κτίριο που ερμήνευσε ως ρωμαϊκή οικία, στην οποία είχαν επαναχρησιμοποιηθεί αρχιτεκτονικά μέλη αρχαϊκού δωρικού κτιρίου. Το 1985 οι αρχιτέκτονες G. Gruben, M. Schuller, K. Schnieringer και A. Ohnesorg από το Πολυτεχνείο του Μονάχου δημοσίευσαν τα δωρικά µ έλη που είχαν έρθει στο φως κατά την ανασκαφή του Ζαφειρόπουλου και άλλα που ήταν διάσπαρτα ή εντοιχισμένα στη μάντρα, τα οποία απέδωσαν σε υστεροαρχαϊκό οικοδόμημα (500 - 490 π.Χ.). Ο γράφων επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη θέση Μάντρα το 1996 με ομάδα της ΚΑ΄ Εφορείας Προιστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (νυν Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων). Μετά από σύντοµη επιφανειακή έρευνα στην οποία εντοπίστηκαν αρχαίοι µαρµάρινοι δόµοι, αρχιτεκτονικά μέλη, όστρακα και µερικώς ορατοί τοίχοι ξεκίνησε η ανασκαφική έρευνα, η οποία συνεχίζεται έως και σήµερα. Οι πρώτες έρευνες από το 1997 έως το 2000 είχαν σωστικό χαρακτήρα και επικεντρώθηκαν στην περιοχή δυτικά της στάνης. Το 2001 ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφή του χώρου µ ε την οργάνωση προγράµµατος εθελοντικής εργασίας φοιτητών ελληνικών και ξένων πανεπιστηµίων. Λόγω της ανάγκης επέκτασης της ανασκαφής το 2002 απομακρύνθηκε η στάνη του βοσκού και κατασκευάστηκε καινούρια, μακριά από τον αρχαιολογικό χώρο. Σήμερα, μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια ερευνών στη θέση, έχει αποκαλυφθεί ένα μεγάλο αρχαϊκό ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Η αποκάλυψη του άλλαξε ραγδαία το αρχαιολογικό τοπίο των αρχαϊκών Κυκλάδων, αφού πρόκειται για ένα άγνωστο µέχρι πρότινος κυκλαδικό ιερό,το οποίο δεν αναφέρεται σε καµία γνωστή αρχαία πηγή, ενώ η έκταση και ο πλούτος του μπορούν να συγκριθούν μόνο με το ιερό της Δήλου.
Κάτοψη του αρχαϊκού τέμενους (A. Ohnesorg, Κ. Παπαγιάννη) |
Το Ιερό του Απόλλωνα και το τέμενος του
Το ιερό άκμασε στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο (β΄μισό 6ου αι.π.Χ.), αλλά τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας στην περιοχή ανάγονται στη γεωμετρική περίοδο (9ος-8ος αι.π.Χ). Παρά την απουσία γραπτών πηγών για την ίδρυση και λειτουργία του ιερού, τα έως τώρα γνωστά ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία συνηγορούν στην ίδρυση και διαχείρισή του από την πόλη της Πάρου. Ο έλεγχος ενός τόσο μεγάλου εξωαστικού ιερού του μεγαλύτερου στις Κυκλάδες μετά από το πανιώνιο ιερό της Δήλου- σαφώς υποδηλώνει την ανάγκη των Παρίων για επέκταση της γεωγραφικής, οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας τους στο κεντρικό Αιγαίο, σε μία περίοδο που η Αθήνα είχε ξεκινήσει την επέκτασή της στις Κυκλάδες. Η άρτια οργάνωση του ιερού, η αρχιτεκτονική των λατρευτικών και μη κτιρίων και ο πλούτος των αναθημάτων του είναι ενδεικτικά της αίγλης και της εμβέλειας ενός θρησκευτικού κέντρου με υπερτοπική εμβέλεια, στο οποίο κατεξοχήν λατρευόµενη θεότητα ήταν ο Απόλλωνας, όπως μαρτυρούν δεκάδες ενεπίγραφων οστράκων από αγγεία του 6ου και 5ου αι. π.Χ. Πιθανή είναι η λατρεία και της αδερφής του Απόλλωνα, Άρτεµης, αφού το είδος των ευρηµάτων συνάδει τόσο με λατρεία ανδρικής θεότητας (πλήθος θραυσμάτων κούρων, εγχειρίδια, λόγχες, αγροτικά εργαλεία), όσο και γυναικείας (κοσµήµατα, εξαρτήµατα ένδυσης, ειδώλια γυναικείων µορφών, τµήµα γυναικείου αγάλµατος). Στην κλασική περίοδο λατρευόταν στο ιερό και η θεά Εστία µε το επίθετο «Ισθµία». Η ανασκαφή έως σήμερα έχει φέρει στο φως είκοσι κτίρια που χρονολογούνται από τους γεωμετρικούς έως τους κλασικούς χρόνους. Ο πυρήνας του ιερού αναπτύχθηκε στο ψηλότερο και μεγαλύτερο πλάτωμα της χερσονήσου της Μάντρας, έχει απρόσκοπτη θέα προς την Αντίπαρο, την Πάρο και τη Σίφνο. Σταδιακά τα βοηθητικά κτίρια του ιερού εξαπλώθηκαν σε όλη την έκταση της χερσονήσου, έως το λιμάνι.
Το αρχαϊκό τέμενος στο οποίο δεσπόζει το αναστυλωμένο λατρευτικό κτίριο |
Τέμενος
Η πιο ιερή περιοχή του ιερού, το Τέμενος, καταλαμβάνει έκταση περί τα 1600τμ. Προστατεύεται με κτιστό περίβολο και αποτελείται από τα Κτίρια Α (ναός και εστιατόριο), το κτίριο Δ και τρεις στοές. Η είσοδος στον περίβολο γινόταν από δύο πύλες, στη βόρεια και νότια πλευρά του. Το Τέμενος διαμορφώθηκε σταδιακά. Αρχικά κτίστηκαν γύρω στα μέσα του 6ου αι.π.Χ. το βόρειο τμήμα του λατρευτικού Κτιρίου Α που λειτούργησε ως ο ναός του ιερού, ο βόρειος τοίχος του περιβόλου και η βόρεια πύλη. Γύρω στο 540-530 π.Χ. κτίστηκε το νότιο τμήμα του Κτιρίου Α που λειτούργησε ως το τελετουργικό εστιατόριο, ο νότιος τοίχος του περιβόλου και η νότια πύλη. Έως τα τέλη του 6ου αι.π.Χ. ανεγέρθησαν το Κτίριο Δ, το κτίριο Ε, η βόρεια, η νότια και η ανατολική στοά. Τέλος, στις αρχές του 5ου αι.π.Χ., περί το 490 π.Χ., ανακατασκευάστηκε η πρόσοψη του ναού με την προσθήκη μνημειακής μαρμάρινης κιονοστοιχίας.
Αεροφωτογραφία της θέσης Μάντρα απο το Δεσποτικό. |
(* Το τέμενος είναι οριοθετημένος (τεχνητά ή όχι) χώρος μέσα στο οποίο λατρευόταν μια θεότητα ή συνηθέστερα ένας ήρωας στην αρχαία Ελλάδα. )
Διαβάστε εδώ το 1ο Μέρος του Αφιερώματος από την ΕφΑ Κυκλάδων.
Πηγή: Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων
Δεν υπάρχουν σχόλια