Η πόλη και το άλσος αλληλεπιδρούν στο κέντρο του οικοπέδου, χαράσσοντας τέσσερις νέους πεζοδρόμους, οι οποίοι δημιουργούν στη συμβολή τους έ...
Η πόλη και το άλσος αλληλεπιδρούν στο κέντρο του οικοπέδου, χαράσσοντας τέσσερις νέους πεζοδρόμους, οι οποίοι δημιουργούν στη συμβολή τους έναν κόμβο στροβιλοειδούς κίνησης. |
Ενα στην πραγματικότητα «αθέατο» σύμπλεγμα που αναπτύσσεται κατά βάσιν υπογείως, με καταπράσινες στέγες οι οποίες εντάσσονται αρμονικά στο φυσικό τοπίο του άλσους της Ακαδημίας Πλάτωνος, είναι ο μεγάλος νικητής του πανελλήνιου αρχιτεκτονικού διαγωνισμού που είχε προκηρύξει τον περασμένο Αύγουστο η Ανάπλαση Α.Ε. για το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Πρόκειται για ένα εξ ολοκλήρου νέο μουσείο, που θα εστιάζεται στη διαχρονική εξέλιξη της πόλης της Αθήνας, αξιοποιώντας αρχαιολογικούς θησαυρούς που ελλείψει κατάλληλων υποδομών παραμένουν για δεκαετίες κλεισμένοι στις αποθήκες των αρχαιολογικών μας υπηρεσιών.
Ο σύνθετος, ανοικτός διαγωνισμός ιδεών που περιλαμβάνει την πολεοδομική και αρχιτεκτονική μελέτη καθώς και τη μελέτη κυκλοφοριακών ρυθμίσεων ολοκληρώθηκε σε χρόνο ρεκόρ, προσελκύοντας 17 ολοκληρωμένες, έγκυρες αρχιτεκτονικές μελέτες και με την επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων (αναμένεται το αργότερο μέχρι τις αρχές της επόμενης εβδομάδας) θα γνωρίζουμε τα γραφεία που απέσπασαν το σύνολο των τριών βραβείων και των δύο επαίνων.
Ο Γιώργος Τσολάκης, επικεφαλής του γραφείου που απέσπασε το πρώτο βραβείο, ακούγεται ενθουσιασμένος. Εχοντας ήδη την εμπειρία του σχεδιασμού του Μουσείου Ενάλιων Αρχαιοτήτων στον Πειραιά αλλά και μιας σειρά έργων, δημόσιων και ιδιωτικών, μεσαίας και μεγάλης κλίμακας σε Ελλάδα και εξωτερικό, πιστεύει ότι η πρότασή τους υπηρετεί το όραμα της Αθήνας του μέλλοντος. Το βασικό εύρημα είναι η ιδέα ενός ημι-υπόσκαφου μουσείου καθώς το μεγαλύτερο μέρος των 13,500 τ.μ. που προβλέπει το κτιριολογικό πρόγραμμα διαμορφώνεται κάτω από το έδαφος, αφήνοντας σχεδόν αδιατάρακτη την εύθραυστη σχέση ανάμεσα στα πολύτιμα στρέμματα πρασίνου και ελεύθερων χώρων του άλσους και στη γειτονιά. «Σχεδιάσαμε ένα κτίριο που να βρίσκεται σε διάδραση με το φυσικό περιβάλλον και η κάτοψή του, που έχει τη μορφή μιας σπείρας, να συνδέει τον επισκέπτη με την εξέλιξη της πόλης. Στόχος μας είναι να ανταποκρίνεται στις ανάγκες ενός αρχαιολογικού μουσείου αφήνοντας το ελάχιστο δυνατό αποτύπωμα. Η αρχιτεκτονική προσέγγιση δίνει κυρίως έμφαση στην τοπογραφία, στην πολεοδομία και στη δημόσια αρχαιολογία, αφού ενσωματώνει δημιουργικά τόσο τους άξονες του τοπίου όσο και τη δομή της πόλης, ενώ αγκαλιάζει αφενός τα αρχαιολογικά ευρήματα και ταυτόχρονα συνδιαλέγεται με τη σχέση ανοικτού και κλειστού, δημόσιου και ιδιωτικού», επισημαίνει ο κ. Γιώργος Τσολάκης.
Στην πραγματικότητα, η πόλη και το άλσος αλληλεπιδρούν στο κέντρο του οικοπέδου, χαράσσοντας τέσσερις νέους πεζοδρόμους οι οποίοι δημιουργούν στη συμβολή τους έναν κόμβο στροβιλοειδούς κίνησης, που λειτουργεί ως κεντρομόλος και ταυτόχρονα ως φυγόκεντρος δύναμη ροών και δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται αντιδιαμετρικά και σε διαφορετικές στάθμες. Η πρωτότυπη αυτή χάραξη δημιουργεί ένα κεντρικό δημόσιο πλάτωμα, όπου διανέμει τους επισκέπτες σε τέσσερις διακριτές πτέρυγες οι οποίες αναδύονται από το έδαφος. «Η πλατεία σηματοδοτεί την αρχή της ανάπτυξης των αναδυόμενων πτερύγων, αντιστρέφοντας την τυπολογία του αρχαιοελληνικού περίπτερου ναού, από εσωστρεφές κτίριο σε εξωστρεφές. Η διαρρύθμιση των όψεων με την εναλλαγή κενού-πλήρους παραπέμπει στα στωικά κτίρια των αρχαιολογικών ευρημάτων της Ακαδημίας. Τα δώματα αναδύονται από το έδαφος ως φυσική συνέχεια, εμφανίζοντας επικλινείς, βατές επιφάνειες, επεκτείνοντας την υπάρχουσα φυτεμένη επιφάνεια του άλσους, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζουν άνετες συνθήκες φυσικού φωτισμού και αερισμού στους επισκέπτες και στους εργαζομένους».
Βασική έννοια των μελετητών ήταν να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του δημόσιου χώρου πρασίνου της περιοχής, λέει ο αρχιτέκτονας Γιώργος Τσολάκης. |
Τι γίνεται με τα αρχαία;
Το νέο μουσείο πρόκειται να ανεγερθεί σε έκταση που παραχωρήθηκε στο υπουργείο Πολιτισμού από την Ακαδημία Αθηνών και θα στεγάσει ευρήματα από τις σωστικές ανασκαφές σε διάφορες περιοχές της Αθήνας και τις ανασκαφές του μετρό. Η δημιουργία του μουσείου, στις προθήκες του οποίου θα βρουν θέση αντικείμενα από τους προϊστορικούς έως και τους βυζαντινούς χρόνους, είναι ένα πάγιο αίτημα κυρίως της αρχαιολογικής κοινότητας, καθώς εκτιμάται ότι οι ανασκαφές των τελευταίων δεκαετιών έχουν φέρει στο φως περισσότερες από 140.000 αρχαιότητες - ορισμένες εκ των οποίων εξαιρετικά σημαντικές -, που ωστόσο παραμένουν αθέατες στις ασφυκτικά γεμάτες αποθήκες των αρμόδιων υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού.
Η πρώτη ερώτηση που μου έρχεται συνομιλώντας με τον κ. Γιώργο Τσολάκη είναι πώς διασφαλίζεται η απρόσκοπτη εκσκαφή σε πολλά μέτρα βάθος όταν μιλάμε για ένα επί της ουσίας αρχαιολογικό πάρκο. «Στις προδιαγραφές της προκήρυξης του διαγωνισμού ήταν σαφές ότι η έκταση στην οποία χωροθετείται το μουσείο έχει ανασκαφεί κατά το παρελθόν, ως εκ τούτου, είναι ελεύθερο από αρχαιότητες». Επιμένει ότι βασική έννοια των μελετητών ήταν να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του δημόσιου χώρου πρασίνου της περιοχής. «Τα βατά δώματα επεκτείνουν την επιφάνεια του άλσους, ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη εδαφοκαλυπτικών φυτών, θάμνων και μικρών δέντρων, ενοποιώντας χωρικά και οπτικά τον φυτεμένο δημόσιο χώρο. Η υπάρχουσα φύτευση ενισχύεται με ενδημικά δέντρα χαρακτηριστικά του αθηναϊκού τοπίου. Οι νέες διαμορφώσεις και η ανάπτυξη των φυτεμένων δωμάτων θα επιφέρουν αύξηση και εμπλουτισμό του πράσινου ισοζυγίου του άλσους, δημιουργώντας νέες συνθήκες υπαίθριων δραστηριοτήτων για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της περιοχής».
Εκτός από το μουσείο σημειώστε, επίσης, την υπαίθρια γλυπτοθήκη που αναπτύσσεται σε χαμηλότερη στάθμη από το άλσος, συσχετίζοντας τα εκθέματα με τις υπάρχουσες αρχαιολογικές ανασκαφές, ενώ στο νοτιοανατολικό τμήμα μεταφέρονται οι υφιστάμενες αθλητικές δραστηριότητες με αναβαθμισμένες υποδομές, καθώς και ο υπόγειος χώρος στάθμευσης χωρητικότητας περίπου 80 οχημάτων.
Το δεύτερο βραβείο πήρε η ομάδα των Μ. Γρηγοριάδου, Δ. Πολυχρονόπουλου και Α. Ρόδη και το τρίτο η ομάδα που αποτελείται από τους Τηλέμαχο Ανδριανόπουλο, Κλίμη Ασλανίδη, Χρήστο Βουτσά, Κωνσταντίνο Ξανθόπουλο και Μικελίνα Καρύδη.
Πηγή: Δ. Ρηγόπουλος, Καθημερινή, Μ. Αδαμοπούλου, Τα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια