H «Γυναίκα με το αινιγματικό χαμόγελο» συγκέντρωσε το ενδιαφέρον των χημικών και συγκεκριμένα από το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Ερευνας της...
Περισσότερους από πέντε αιώνες μετά τη δημιουργία της, η «Τζοκόντα» εξακολουθεί να τραβάει τα βλέμματα. Δεν είναι μόνον τα παιδιά που όταν στριμώχνονται στην αίθουσα 6 της πτέρυγας Denon στον πρώτο όροφο του Λούβρου αναζητούν τη ματιά της, η οποία σύμφωνα με την παραφιλολογία της τέχνης στρέφεται πάντοτε προς τον θεατή. Αυτή τη φορά η «Γυναίκα με το αινιγματικό χαμόγελο» συγκέντρωσε επάνω της το ενδιαφέρον των χημικών με τη σταθερή συνδρομή των ιστορικών τέχνης.
Το μυστήριο της Μόνα Λίζα δεν βρίσκεται τόσο στα μάτια ή στο χαμόγελό της όσο στις τεχνικές ζωγραφικής που χρησιμοποίησε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Καλλιτέχνης, μηχανικός και αρχιτέκτονας, ο ιδιοφυής Ντα Βίντσι ήταν επίσης εμπειρικός χημικός, με την Τζοκόντα να αποτελεί το εργαστήριό του. Μια ομάδα με επικεφαλής επιστήμονες από το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Ερευνας της Γαλλίας (CNRS), με τη συμμετοχή ειδικών στην έρευνα μέσω ακτινοβολιών του Λούβρου (ESRF) και του υπουργείου Πολιτισμού της Γαλλίας μελέτησε ένα εξαιρετικά μικρό τμήμα του προπαρασκευαστικού υποστρώματος του αριστουργήματος – η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε μικροκλίμακα με χρήση ακτινοβολίας «synchrotron». Η έρευνα αποκάλυψε ένα μοναδικό μείγμα μολύβδου πολύ διαφορετικό από αυτό που παρατηρείται συνήθως σε ελαιογραφίες αυτής της περιόδου.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο «Journal of the American Chemical Society», υποδηλώνει ότι ο διάσημος Ιταλός δάσκαλος της Αναγέννησης, περίεργος, πολυμαθής και εφευρετικός, μπορεί να είχε μια ιδιαίτερα πειραματική διάθεση όταν άρχισε να εργάζεται στη Μόνα Λίζα στις αρχές του 16ου αιώνα. Το μείγμα που χρησιμοποίησε ως βασική επίστρωση για την προετοιμασία του ταμπλό από ξύλο λεύκας φαίνεται ότι έφερε τη δική του χαρακτηριστική χημική υπογραφή.
Πρόκειται για ένα μείγμα μολύβδου που έφτιαξε ο ζωγράφος με μια δική του συνταγή και «φώτισε» τη μορφή της Τζοκόντα.
«Του άρεσε να πειραματίζεται και κάθε πίνακάς του είναι εντελώς διαφορετικός σε τεχνικό επίπεδο», εξήγησε ο Βικτόρ Γκονζάλες στο Associated Press, επικεφαλής της μελέτης και χημικός στο CNRS. Ο ίδιος έχει μελετήσει τις χημικές συνθέσεις δεκάδων έργων του Λεονάρντο ντα Βίντσι και του Ρέμπραντ. Μάλιστα, ως επικεφαλής του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου του Ντελφτ «εξιχνίασε» τη συνταγή που χρησιμοποίησε ο Ρέμπραντ για να δημιουργήσει την ιδιαίτερη υφή σε ορισμένα τμήματα των πινάκων του, μια τεχνική γνωστή ως «impasto», δηλαδή την εφαρμογή παχιών στρωμάτων χρώματος. Στις περιοχές impasto εντοπίστηκε μια χρωστική ουσία μολύβδου –ένα μείγμα που χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα– και επιπλέον μια ασυνήθιστη ένωση του ίδιου μετάλλου που ονομάζεται «plumbonacrit» (μολυβδονακρίτης), ένα υποπροϊόν του οξειδίου του μολύβδου.
Η «Τζοκόντα», το πιο εμβληματικό πορτρέτο του κόσμου, τραβάει τώρα το βλέμμα των χημικών επιστημόνων. [Credit: A.P. Photo / Markus Schreiber, File] |
Η παρουσία της ίδιας σπάνιας και ασταθούς χημικής ένωσης διαπιστώθηκε στην Τζοκόντα, μόνον που χρησιμοποιήθηκε σχεδόν ενάμιση αιώνα νωρίτερα. Και βρέθηκε επίσης σε τμήματα της αριστουργηματικής τοιχογραφίας του Ντα Βίντσι, «Ο Μυστικός Δείπνος», υποδηλώνοντας την επιθυμία του καλλιτέχνη για καινοτομία με την παρασκευή χοντρών, αδιαφανών υποστρωμάτων επεξεργασμένων με μεγάλη ποσότητα οξειδίου του μολύβδου. Αν και τα χειρόγραφά του υπαινίσσονταν αυτές τις πρακτικές, η συγκεκριμένη μελέτη παρέχει νέα βασικά στοιχεία για την κατανόηση των συνταγών του Ντα Βίντσι και της εξέλιξης των πινάκων του με την πάροδο του χρόνου.
«Ο μολυβδονακρίτης αποτελεί πραγματικά ένα δακτυλικό αποτύπωμα της συνταγής του», δήλωσε ο Γκονζάλες. «Αυτή είναι η πρώτη φορά που μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε χημικά». Ο Ντα Βίντσι πιστεύεται ότι διέλυσε σκόνη οξειδίου του μολύβδου πορτοκαλί χρώματος σε λινέλαιο ή καρυδέλαιο θερμαίνοντας το μείγμα για να φτιάξει μια παχύτερη πάστα που στεγνώνει πιο γρήγορα. «Αυτό που θα πάρετε είναι ένα λάδι που έχει ένα πολύ ωραίο χρυσό χρώμα», είπε ο κ. Γκονζάλες. «Λάμπει και ρέει περισσότερο σαν μέλι».
Διαβάστε εδώ τη σχετική επιστημονική δημοσίευση.
Πηγή: Μ. Βασιλειάδου, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια