Από το εξώφυλλο του βιβλίου του δρος Κορρέ «Η στέγη του Ηρωδείου και άλλες γιγάντιες γεφυρώσεις», που θα παρουσιαστεί την Κυριακή στις 6....
Από το εξώφυλλο του βιβλίου του δρος Κορρέ «Η στέγη του Ηρωδείου και άλλες γιγάντιες γεφυρώσεις», που θα παρουσιαστεί την Κυριακή στις 6.30 μ.μ. στο αρχαίο μνημείο |
Υπήρξε το υψηλότερο κτίριο της Αθήνας μέχρι την κατασκευή του ξενοδοχείου Χίλτον, σχεδόν επί δύο χιλιετίες δηλαδή. Θύμιζε θέατρο, είχε όμως στέγη.
Για την κατασκευή του, απαλλοτριώθηκαν τέσσερα ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα και για την ξύλινη στέγη του χρειάστηκαν πάνω από 3.000 μεγάλα δέντρα. Πρόκειται για το γνωστό σε όλους μας Ηρώδειο, σύμφωνα με κάποιες από τις πάμπολλες πρατηρήσεις του καθηγητή Μανόλη Κορρέ. Το βιβλίο του δρος Κορρέ «Η στέγη του Ηρωδείου και άλλες γιγάντιες γεφυρώσεις», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μέλισσα», θα παρουσιαστεί την ερχόμενη Κυριακή στις 6.30 μ.μ. μέσα στο αρχαίο μνημείο, με ομιλία του συγγραφέα.
Την εκδήλωση, που πραγματοποιείται σε συνεργασία της Α' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, θα προλογίσουν ο πρόεδρος του Μουσείου της Ακρόπολης καθηγητής Δημήτριος Παντερμαλής και ο προϊστάμενος της Α΄ ΕΠΚΑ αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Κίσσας.
Τα αρχαία ωδεία ήταν μικρά στεγασμένα θέατρα, με χαρακτηριστική ημικυκλική μορφή και πολύ υψηλούς τοίχους για τη δημιουργία περιμετρικής ζώνης μεγάλων φωτιστικών ανοιγμάτων, όπως θα πει ο κ. Κορρές. Το Ηρώδειο αποτελεί ακραία περίπτωση, επειδή είχε το μέγεθος των μεγάλων θεάτρων της αρχαιότητας και έξι χιλιάδες θέσεις (οι ανώτερες πέντε σειρές μαρμάρινων εδωλίων δεν περιλαμβάνονται στη σημερινή ανακατασκευή του κοίλου).
Η ανέγερσή του (160-169 μ.Χ.) επέβαλε απαλλοτριώσεις επί τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων και την επίλυση σύνθετων αρχιτεκτονικών προβλημάτων. Η κάλυψή του με ενιαία στέγη, χωρίς ενδιάμεσους στύλους, αν και μαρτυρείται από αρχαίες πηγές, θεωρήθηκε από πλείστους επιστήμονες ανέφικτη. Το βιβλίο περιέχει (στο δεύτερο μέρος) σειρά παρατηρήσεων επί του κτιρίου που αποδεικνύουν ότι το Ηρώδειο πράγματι είχε στέγη, της οποίας τη γενική μορφή και υποδεικνύουν.
Περιλαμβάνει επίσης τη βάσει τεκμηρίων αναπαράστασή της, ως και πλήθος πληροφοριών για τη μεγάλης κλίμακας αρχαία οικοδομική. Εκτός αυτών παρατίθεται (στο πρώτο μέρος) μια εικονογραφημένη εξιστόρηση της μελέτης και της εκτέλεσης του μεγάλου έργου.
Το Ηρώδειο, δώρο του Ηρώδη Αττικού στην Αθήνα, είχε κερδίσει από την αρχαιότητα τον θαυμασμό των ανθρώπων. Η στέγη ήταν ξύλινη, και για την κατασκευή της πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν περί τα 3.000 δέντρα, μεγάλα ως επί το πλείστον, όπως κέδροι, κυπαρίσσια και λάρικες, ενώ κατεργασμένη η ξυλεία θα πρέπει να ζύγιζε περί τους 750 - 800 τόνους.
Είχε τη μεγαλύτερη στέγη αρχαίου θεάτρου, η οποία φαίνεται πως κατέρρευσε από πυρκαγιά γιατί στη νεότερη εποχή, το 1858, βρέθηκε από τον Κυριάκο Πιττάκη, κατά τις ανασκαφές για την αποκάλυψη του μνημείου, ένα παχύ στρώμα στάχτης, όπως επίσης σπασμένα κεραμίδια, ξύλα καμένα και σιδερένια καρφιά μεγάλων διαστάσεων. Η πυρκαγιά συνδέεται με την καταστροφική μανία των Ερούλων το 267 μ.Χ. από την οποία δεν γλίτωσε το Ηρώδειο.
Ο κ. Κορρές εστιάζει στη στέγη του Ηρωδείου, γιατί η ύπαρξή της αγνοούνταν. Ο έμπειρος μελετητής των μνημείων της Ακρόπολης υποστηρίζει ότι η στέγη του Ηρωδείου «αποτέλεσε παγκόσμιο ρεκόρ μέγιστου ανοίγματος έως και το 19ο αιώνα!». Έχει άνοιγμα 50 μέτρων. «Δύναται μετά πάσης βεβαιότητος να λεχθεί ότι το Ηρώδειο υπήρξε το υψηλότερο κτήριο της χώρας ώς την εποχή της κατασκευής του ξενοδοχείου "Χίλτον", ενώ τη δεύτερη θέση ώς τα μέσα του 20ού αιώνα κατείχαν δύο επίσης ρωμαϊκά κτήρια: το λεγόμενον Οκτάγωνον κι η λεγόμενη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης». Συσχετίζει το κατασκευαστικό αυτό θαύμα με την τεχνογνωσία που είχε αποκτηθεί στα ρωμαϊκά χρόνια με τις γέφυρες. Για παράδειγμα αναφέρει τη γέφυρα του Τραϊανού (105 μ.Χ.), έργο του διάσημου Απολλόδωρου από τη Δαμασκό.
Είχε τη μεγαλύτερη στέγη αρχαίου θεάτρου, η οποία φαίνεται πως κατέρρευσε από πυρκαγιά γιατί στη νεότερη εποχή, το 1858, βρέθηκε από τον Κυριάκο Πιττάκη, κατά τις ανασκαφές για την αποκάλυψη του μνημείου, ένα παχύ στρώμα στάχτης, όπως επίσης σπασμένα κεραμίδια, ξύλα καμένα και σιδερένια καρφιά μεγάλων διαστάσεων. Η πυρκαγιά συνδέεται με την καταστροφική μανία των Ερούλων το 267 μ.Χ. από την οποία δεν γλίτωσε το Ηρώδειο.
Ο κ. Κορρές εστιάζει στη στέγη του Ηρωδείου, γιατί η ύπαρξή της αγνοούνταν. Ο έμπειρος μελετητής των μνημείων της Ακρόπολης υποστηρίζει ότι η στέγη του Ηρωδείου «αποτέλεσε παγκόσμιο ρεκόρ μέγιστου ανοίγματος έως και το 19ο αιώνα!». Έχει άνοιγμα 50 μέτρων. «Δύναται μετά πάσης βεβαιότητος να λεχθεί ότι το Ηρώδειο υπήρξε το υψηλότερο κτήριο της χώρας ώς την εποχή της κατασκευής του ξενοδοχείου "Χίλτον", ενώ τη δεύτερη θέση ώς τα μέσα του 20ού αιώνα κατείχαν δύο επίσης ρωμαϊκά κτήρια: το λεγόμενον Οκτάγωνον κι η λεγόμενη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης». Συσχετίζει το κατασκευαστικό αυτό θαύμα με την τεχνογνωσία που είχε αποκτηθεί στα ρωμαϊκά χρόνια με τις γέφυρες. Για παράδειγμα αναφέρει τη γέφυρα του Τραϊανού (105 μ.Χ.), έργο του διάσημου Απολλόδωρου από τη Δαμασκό.
«Η στέγη του Ηρωδείου, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, αποτέλεσε παγκόσμιο ρεκόρ μέγιστου ανοίγματος έως και τον 19ο αιώνα (...), ενώ τη δεύτερη θέση έως τα μέσα του 20ού αιώνα κατείχαν δύο επίσης ρωμαϊκά κτίρια: το λεγόμενον Οκτάγωνον και η λεγόμενη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης», αναφέρει ο κ. Κορρές σε τεύχος του περιοδικού «Ανθέμιον» της Ένωσης Φίλων Ακροπόλεως, που είναι αφιερωμένο ολόκληρο στον Ηρώδη Αττικό και την εποχή του.
Πώς όμως έγινε δυνατό αυτό το θαύμα; Πώς κατάφεραν όμως οι τεχνίτες εκείνης της εποχής να κατασκευάσουν μια ενιαία στέγη, χωρίς ενδιάμεσους στύλους, με άνοιγμα τόσο μεγάλο, κάτι που σήμερα θεωρείται μάλλον ανέφικτο; «Η λύση βρίσκεται μάλλον στον τρόπο κατασκευής των ρωμαϊκών γεφυρών και όχι μόνο των ρωμαϊκών στεγών», αναφέρει ο μελετητής.
Οι παρατηρήσεις του κ. Κορρέ σε λεπτομέρειες επί του σωζόμενου μνημείου αποδεικνύουν πως ήταν εφικτό. Βέβαια, η κατασκευή της στέγης, που ήταν κωνική, θα πρέπει να διήρκεσε περί τα τρία χρόνια, ενώ ολόκληρο το κτήριο οικοδομήθηκε σε 8 με 9 χρόνια. Η προμήθεια της ξυλείας για τη στέγη (έμβαδού 3 στρεμμάτων) θα πρέπει να υπήρξε μια ξεχωριστή και πολυδάπανη εργολαβία, καθώς χρειάστηκαν 3.000 δέντρα (κέδροι, κυπαρίσσια), βάρους 750-800 τόνων. Αν προστεθεί και το βάρος των κεραμιδιών, που υπολογίζεται σε 180 τόνους, πρόκειται για μια γιγάντια στέγη βάρους 1.000 τόνων.
Η τεχνολογία για την κατασκευή αυτού του έργου ήταν ασύλληπτη για τα δεδομένα της εποχής, οπότε πιθανότατα επιστρατεύτηκαν μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν για τις γέφυρες, σύμφωνα με το μελετητή. Η στέγη κατασκευάστηκε δύο φορές. Μία στο έδαφος, στο χώρο της Στοάς Ευμένους, που είχε μετατραπεί σε εργοτάξιο και όπου γίνονταν τα τεστ αντοχής της κατασκευής, και άλλη μία φορά πάνω σε ειδικά ικριώματα σε ύψος 30 μ. από το έδαφος, για την τελική τοποθέτησή της. Εσωτερικά, το Ηρώδειο διέθετε απίστευτο πλούτο. «Η ορχήστρα του ήταν στρωμένη με λευκές και μαύρες πλάκες μαρμάρου. Οι τοίχοι κοσμούνταν με πολύχρωμα μάρμαρα. Τα εδώλια ήταν φτιαγμένα από συμπαγές μάρμαρο». Χορηγός του, ο πάμπλουτος Ηρώδης ο Αττικός, ο οποίος το αφιέρωσε στη μνήμη της πρόωρα χαμένης συζύγου του, Ρήγιλλας.
«Η Στέγη του Ηρωδείου δεν ήταν συνηθισμένη, αλλά έγινε δυνατή επειδή οι Ρωμαίοι μεταφέρανε τις καταπληκτικές ανακαλύψεις τους για τη γεφυροποιία. Γι' αυτό κι ένα μέρος του βιβλίου αναφέρεται στις ρωμαϊκές γιγάντιες γέφυρες που έγιναν στην Ευρώπη. Η Στέγη του Ηρωδείου αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ, δεν ξανάγινε στέγη με τόσο μεγάλο άνοιγμα παγκοσμίως» εξηγεί ο καθηγητής, που έλυσε το μυστήριο της κατασκευής της, το οποίο απασχολούσε επί μακρόν τους ειδικούς.
«Το 'κλειδί' για την επίλυση του αινίγματος είναι ότι η Στέγη του Ηρωδείου δεν έγινε με την τεχνική σχεδιασμών στεγών, αλλά με τις μεθόδους σχεδιασμού γεφυρών. Με αυτή μου την ιδέα και με τις γνώσεις γύρω από τις ρωμαϊκές γέφυρες δόθηκε η εξήγηση για τη στέγαση του Ηρωδείου» επισημαίνει ο κ. Κορρές.
Πώς ξεκίνησαν όλα
«Η αφορμή για να κοιτάξω με προσοχή το ζήτημα δόθηκε το 1985, έτος εορτασμού της κηρύξεως της Αθήνας ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης. Τότε είχαμε την ιδέα να παρουσιάσουμε διάφορες εκθέσεις, ιστορικές, αρχαιολογικές, τοπιογραφικές, αρχιτεκτονικές, που θα αναφέρονταν στην Αθήνα. Σ' εμένα έπεσε η ενότητα "Αρχαία Αθήνα". Σκέφτηκα λοιπόν να ετοιμαστούν μακέτες που να δείχνουν διαχρονικά την εξέλιξη κατά κύριο λόγο της Ακρόπολης, ακολούθως και της πόλης» αναφέρει.
Το πρόβλημα προέκυψε στην τέταρτη κατά χρονολογική σειρά μακέτα, που αφορούσε τον Ιερό Βράχο και τα μνημεία του από την κλασική εποχή ως τον 2ο αι. μ.Χ. «Πώς έπρεπε να απεικονιστεί το Ηρώδειο; Ως ένα ανοιχτό θέατρο, όπως της Επιδαύρου; Μπορούσα βέβαια να καταφύγω στην υπεκφυγή, να το έδειχνα υπό κατασκευή, οπότε θα έκρυβα την αμηχανία μου μπροστά στο ζήτημα. Σκέφτηκα όμως ότι θα ήταν ένας πολύ εύκολος τρόπος να παρακάμψω την ανάληψη κάποιας ευθύνης σε ένα παλιό επιστημονικό ερώτημα. Αποφάσισα έτσι να βρω τη λύση» εξηγεί.
Η έρευνα και οι οξείς παρατηρήσεις του τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το Ηρώδειο ήταν στεγασμένο, γι' αυτό και στη μακέτα -που σήμερα εκτίθεται μαζί με τις υπόλοιπες στο Μουσείο της Ακρόπολης- το Ηρώδειο απεικονίζεται με στέγη.
«Κρατάμε όμως ότι ο πρώτος που ήταν βέβαιος ότι το κτίριο είχε στέγη, αν και δεν ήταν σε θέση να την αναπαραστήσει, ήταν ο Σέρτζιο Ιβάνοφ, ένας από τους τρεις αρχιτέκτονες που μελέτησαν το Ηρώδειο το 1858, όταν δηλαδή ολοκληρώθηκαν οι ανασκαφές στο μνημείο. Έκτοτε υπήρξε πόλωση. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι δεν είχε στέγη για τον απλούστατο λόγο ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον. Όποιον και να ρωτούσατε θα σας έλεγαν ότι ο χώρος ήταν τεραστίων διαστάσεων για να γεφυρωθεί αυτή η έκταση χωρίς ενδιάμεσα στηρίγματα, ενώ ακόμα κι αυτοί που κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανό επιστημονικά το θέμα, έμεναν πάντα με το πρόβλημα ότι κάτι τέτοιο ήταν οριακά δυνατόν» επισημαίνει ο κ. Κορρές.
Τα χρόνια πέρναγαν. Η μακέτα με το στεγασμένο Ηρώδειο φωτογραφήθηκε και δημοσιεύτηκε αρκετές φορές από επιστήμονες κυρίως ξένους, οι οποίοι έλεγαν ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι έγκυρο. Ωσότου πριν από 10 και πλέον χρόνια δύο Ιταλοί κλασικοί αρχαιολόγοι σε μελέτη τους για τον Ηρώδη τον Αττικό και το Ηρώδειο είπαν ότι ως προς τη στέγη ο κ. Κορρές είχε κάνει λάθος.
«Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε, ήμουν πολύ τυχερός ως τότε να μην με έχουν πιάσει να έχω κάνει λάθος. Στενοχωρήθηκα γιατί ήμουν βέβαιος ότι δεν είχαν προσέξει καλά. Έτσι, σ' ένα συνέδριο στη Ρώμη, συνάντησα τον Ιταλό συνάδελφο κ. Γκάλι, έναν εκ των αρχαιολόγων, που εν τω μεταξύ είχε γίνει καθηγητής. Τον πιάνω και του λέω ‘βρε παιδί μου, γιατί το έγραψες;'. Μου λέει ‘κι εσύ έδωσες μια μακέτα χωρίς να έχεις αναφέρει την παραμικρή απόδειξη, έτσι κι εμείς θεωρήσαμε ότι ήταν απλώς μια υπόθεση'. Του είπα ότι δεν είναι μια υπόθεση, αλλά ότι έγινε μετά από πολύ σοβαρή μελέτη και του τα εξέθεσα τα κύρια επιχειρήματα του Σέρτζιο Ιβάνοφ και προσέθεσα και το δικό μου, τις θερμικές βλάβες (σσ. ότι οι θερμικές βλάβες των λίθων στο Ηρώδειο ήταν τόσο εκτεταμένες που μόνο μια πυρκαγιά στη στέγη του θα μπορούσε να προκαλέσει). Γούρλωσε τα μάτια ο συνάδελφος, μου είπε ότι λυπάται πάρα πολύ και ότι στην πραγματικότητα δεν είχε καταλάβει» διηγήθηκε με έμφαση.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο καθηγητής δέχτηκε «πιέσεις» από συναδέλφους του, κυρίως ξένους, για τη δημοσίευση των ερευνών του. Η κατάλληλη συγκυρία ήρθε όταν του προτάθηκε να κάνει ένα ακόμα βιβλίο από τη σειρά των Εκδόσεων «Μέλισσα».
Ο τόμος «Η Στέγη του Ηρωδείου και άλλες γιγάντιες γεφυρώσεις» αποτελείται από τρία μέρη και τέσσερα παραρτήματα. Το πρώτο μέρος είναι μια μυθοπλασία. «Αισθανόμουν πάντα την ανάγκη να γράψω μια μικρή μυθοπλασία γύρω από τα πρόσωπα. Έχει μείνει το μνημείο, αλλά κάποιοι άνθρωποι το έφτιαξαν. Έτσι έγραψα μια εξιστόρηση με τη μορφή διαλόγου, σαν θεατρικό έργο, όπου παρελαύνουν διάφορα πρόσωπα, τα οποία μιλάνε, λένε τους καημούς τους, διαφωνούν, συμφωνούν, υπάρχουν ίντριγκες, γίνεται μια πλεκτάνη, πλέκεται ένα μυστήριο. Στο τέλος υπάρχει και μια έκπληξη, μια ανατροπή, που θα μπορούσε να είναι η αρχή μιας επόμενης ιστορίας» σημειώνει.
Το δεύτερο μέρος αφορά το επιστημονικό θέμα του Ηρωδείου και της Στέγης, καθώς και άλλα, που αναφέρονται στην πολεοδομία της αρχαίας γειτονιάς. Γιατί, όπως εξηγεί ο κ. Κορρές, «το Ηρώδειο δεν ξεφύτρωσε εκεί. Έγιναν αγορές, απαλλοτριώσεις, διοικητικές πράξεις για να αποκτήσει το έδαφος τόσο κοντά στην Ακρόπολη». Τέλος, το τρίτο μέρος «μιλά» για τις γιγάντιες γεφυρώσεις.
Από τα παραρτήματα, το πρώτο αναφέρεται στη Στοά του Ευμένους, που «κατά κάποιο τρόπο προσδιόρισε το Ηρώδειο, καθώς τα δύο κτίρια ενώνονται, είναι δεμένα 'σφιχτά' μεταξύ τους» όπως λέει ο ίδιος. Ακολουθεί άλλο ένα παράρτημα με το αυτούσιο κείμενο της ανασκαφής του μνημείου, όπως το έγραψε ο ανασκαφέας του Κ. Πιττάκης περί τα μέσα του 19ου αι., ενώ το τρίτο παράρτημα αναφέρεται σε ένα μικρό μνημείο που ήταν εντοιχισμένο στο Ηρώδειο και το οποίο ήταν αφιερωμένο στον Γάλλο φιλέλληνα Φαβιέρο.
Τέλος, το τέταρτο παράρτημα, που συνέγραψε η αρχιτέκτων μηχανικός και καθηγήτρια μουσικής. Σύλβια Κουτρούλη, αφορά την αρχαία ελληνική μουσική, ένα θέμα που έχει ιδιαίτερη συνάφεια με το μνημείο, όπου κατά κύριο λόγο ανέβαιναν μουσικά έργα.
Στον τόμο, που φυλλομετρά περίπου 200 σελίδες, συμπεριλαμβάνονται 130 εικόνες, από τις οποίες οι 100 είναι σχέδια του Μ. Κορρέ, ενώ το βιβλίο προβλέπεται να κυκλοφορήσει και στην αγγλική γλώσσα.
Οι παρατηρήσεις του κ. Κορρέ σε λεπτομέρειες επί του σωζόμενου μνημείου αποδεικνύουν πως ήταν εφικτό. Βέβαια, η κατασκευή της στέγης, που ήταν κωνική, θα πρέπει να διήρκεσε περί τα τρία χρόνια, ενώ ολόκληρο το κτήριο οικοδομήθηκε σε 8 με 9 χρόνια. Η προμήθεια της ξυλείας για τη στέγη (έμβαδού 3 στρεμμάτων) θα πρέπει να υπήρξε μια ξεχωριστή και πολυδάπανη εργολαβία, καθώς χρειάστηκαν 3.000 δέντρα (κέδροι, κυπαρίσσια), βάρους 750-800 τόνων. Αν προστεθεί και το βάρος των κεραμιδιών, που υπολογίζεται σε 180 τόνους, πρόκειται για μια γιγάντια στέγη βάρους 1.000 τόνων.
Η τεχνολογία για την κατασκευή αυτού του έργου ήταν ασύλληπτη για τα δεδομένα της εποχής, οπότε πιθανότατα επιστρατεύτηκαν μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν για τις γέφυρες, σύμφωνα με το μελετητή. Η στέγη κατασκευάστηκε δύο φορές. Μία στο έδαφος, στο χώρο της Στοάς Ευμένους, που είχε μετατραπεί σε εργοτάξιο και όπου γίνονταν τα τεστ αντοχής της κατασκευής, και άλλη μία φορά πάνω σε ειδικά ικριώματα σε ύψος 30 μ. από το έδαφος, για την τελική τοποθέτησή της. Εσωτερικά, το Ηρώδειο διέθετε απίστευτο πλούτο. «Η ορχήστρα του ήταν στρωμένη με λευκές και μαύρες πλάκες μαρμάρου. Οι τοίχοι κοσμούνταν με πολύχρωμα μάρμαρα. Τα εδώλια ήταν φτιαγμένα από συμπαγές μάρμαρο». Χορηγός του, ο πάμπλουτος Ηρώδης ο Αττικός, ο οποίος το αφιέρωσε στη μνήμη της πρόωρα χαμένης συζύγου του, Ρήγιλλας.
«Η Στέγη του Ηρωδείου δεν ήταν συνηθισμένη, αλλά έγινε δυνατή επειδή οι Ρωμαίοι μεταφέρανε τις καταπληκτικές ανακαλύψεις τους για τη γεφυροποιία. Γι' αυτό κι ένα μέρος του βιβλίου αναφέρεται στις ρωμαϊκές γιγάντιες γέφυρες που έγιναν στην Ευρώπη. Η Στέγη του Ηρωδείου αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ, δεν ξανάγινε στέγη με τόσο μεγάλο άνοιγμα παγκοσμίως» εξηγεί ο καθηγητής, που έλυσε το μυστήριο της κατασκευής της, το οποίο απασχολούσε επί μακρόν τους ειδικούς.
«Το 'κλειδί' για την επίλυση του αινίγματος είναι ότι η Στέγη του Ηρωδείου δεν έγινε με την τεχνική σχεδιασμών στεγών, αλλά με τις μεθόδους σχεδιασμού γεφυρών. Με αυτή μου την ιδέα και με τις γνώσεις γύρω από τις ρωμαϊκές γέφυρες δόθηκε η εξήγηση για τη στέγαση του Ηρωδείου» επισημαίνει ο κ. Κορρές.
Πώς ξεκίνησαν όλα
«Η αφορμή για να κοιτάξω με προσοχή το ζήτημα δόθηκε το 1985, έτος εορτασμού της κηρύξεως της Αθήνας ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης. Τότε είχαμε την ιδέα να παρουσιάσουμε διάφορες εκθέσεις, ιστορικές, αρχαιολογικές, τοπιογραφικές, αρχιτεκτονικές, που θα αναφέρονταν στην Αθήνα. Σ' εμένα έπεσε η ενότητα "Αρχαία Αθήνα". Σκέφτηκα λοιπόν να ετοιμαστούν μακέτες που να δείχνουν διαχρονικά την εξέλιξη κατά κύριο λόγο της Ακρόπολης, ακολούθως και της πόλης» αναφέρει.
Το πρόβλημα προέκυψε στην τέταρτη κατά χρονολογική σειρά μακέτα, που αφορούσε τον Ιερό Βράχο και τα μνημεία του από την κλασική εποχή ως τον 2ο αι. μ.Χ. «Πώς έπρεπε να απεικονιστεί το Ηρώδειο; Ως ένα ανοιχτό θέατρο, όπως της Επιδαύρου; Μπορούσα βέβαια να καταφύγω στην υπεκφυγή, να το έδειχνα υπό κατασκευή, οπότε θα έκρυβα την αμηχανία μου μπροστά στο ζήτημα. Σκέφτηκα όμως ότι θα ήταν ένας πολύ εύκολος τρόπος να παρακάμψω την ανάληψη κάποιας ευθύνης σε ένα παλιό επιστημονικό ερώτημα. Αποφάσισα έτσι να βρω τη λύση» εξηγεί.
Η έρευνα και οι οξείς παρατηρήσεις του τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το Ηρώδειο ήταν στεγασμένο, γι' αυτό και στη μακέτα -που σήμερα εκτίθεται μαζί με τις υπόλοιπες στο Μουσείο της Ακρόπολης- το Ηρώδειο απεικονίζεται με στέγη.
«Κρατάμε όμως ότι ο πρώτος που ήταν βέβαιος ότι το κτίριο είχε στέγη, αν και δεν ήταν σε θέση να την αναπαραστήσει, ήταν ο Σέρτζιο Ιβάνοφ, ένας από τους τρεις αρχιτέκτονες που μελέτησαν το Ηρώδειο το 1858, όταν δηλαδή ολοκληρώθηκαν οι ανασκαφές στο μνημείο. Έκτοτε υπήρξε πόλωση. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι δεν είχε στέγη για τον απλούστατο λόγο ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον. Όποιον και να ρωτούσατε θα σας έλεγαν ότι ο χώρος ήταν τεραστίων διαστάσεων για να γεφυρωθεί αυτή η έκταση χωρίς ενδιάμεσα στηρίγματα, ενώ ακόμα κι αυτοί που κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανό επιστημονικά το θέμα, έμεναν πάντα με το πρόβλημα ότι κάτι τέτοιο ήταν οριακά δυνατόν» επισημαίνει ο κ. Κορρές.
Τα χρόνια πέρναγαν. Η μακέτα με το στεγασμένο Ηρώδειο φωτογραφήθηκε και δημοσιεύτηκε αρκετές φορές από επιστήμονες κυρίως ξένους, οι οποίοι έλεγαν ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι έγκυρο. Ωσότου πριν από 10 και πλέον χρόνια δύο Ιταλοί κλασικοί αρχαιολόγοι σε μελέτη τους για τον Ηρώδη τον Αττικό και το Ηρώδειο είπαν ότι ως προς τη στέγη ο κ. Κορρές είχε κάνει λάθος.
«Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε, ήμουν πολύ τυχερός ως τότε να μην με έχουν πιάσει να έχω κάνει λάθος. Στενοχωρήθηκα γιατί ήμουν βέβαιος ότι δεν είχαν προσέξει καλά. Έτσι, σ' ένα συνέδριο στη Ρώμη, συνάντησα τον Ιταλό συνάδελφο κ. Γκάλι, έναν εκ των αρχαιολόγων, που εν τω μεταξύ είχε γίνει καθηγητής. Τον πιάνω και του λέω ‘βρε παιδί μου, γιατί το έγραψες;'. Μου λέει ‘κι εσύ έδωσες μια μακέτα χωρίς να έχεις αναφέρει την παραμικρή απόδειξη, έτσι κι εμείς θεωρήσαμε ότι ήταν απλώς μια υπόθεση'. Του είπα ότι δεν είναι μια υπόθεση, αλλά ότι έγινε μετά από πολύ σοβαρή μελέτη και του τα εξέθεσα τα κύρια επιχειρήματα του Σέρτζιο Ιβάνοφ και προσέθεσα και το δικό μου, τις θερμικές βλάβες (σσ. ότι οι θερμικές βλάβες των λίθων στο Ηρώδειο ήταν τόσο εκτεταμένες που μόνο μια πυρκαγιά στη στέγη του θα μπορούσε να προκαλέσει). Γούρλωσε τα μάτια ο συνάδελφος, μου είπε ότι λυπάται πάρα πολύ και ότι στην πραγματικότητα δεν είχε καταλάβει» διηγήθηκε με έμφαση.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο καθηγητής δέχτηκε «πιέσεις» από συναδέλφους του, κυρίως ξένους, για τη δημοσίευση των ερευνών του. Η κατάλληλη συγκυρία ήρθε όταν του προτάθηκε να κάνει ένα ακόμα βιβλίο από τη σειρά των Εκδόσεων «Μέλισσα».
Ο τόμος «Η Στέγη του Ηρωδείου και άλλες γιγάντιες γεφυρώσεις» αποτελείται από τρία μέρη και τέσσερα παραρτήματα. Το πρώτο μέρος είναι μια μυθοπλασία. «Αισθανόμουν πάντα την ανάγκη να γράψω μια μικρή μυθοπλασία γύρω από τα πρόσωπα. Έχει μείνει το μνημείο, αλλά κάποιοι άνθρωποι το έφτιαξαν. Έτσι έγραψα μια εξιστόρηση με τη μορφή διαλόγου, σαν θεατρικό έργο, όπου παρελαύνουν διάφορα πρόσωπα, τα οποία μιλάνε, λένε τους καημούς τους, διαφωνούν, συμφωνούν, υπάρχουν ίντριγκες, γίνεται μια πλεκτάνη, πλέκεται ένα μυστήριο. Στο τέλος υπάρχει και μια έκπληξη, μια ανατροπή, που θα μπορούσε να είναι η αρχή μιας επόμενης ιστορίας» σημειώνει.
Το δεύτερο μέρος αφορά το επιστημονικό θέμα του Ηρωδείου και της Στέγης, καθώς και άλλα, που αναφέρονται στην πολεοδομία της αρχαίας γειτονιάς. Γιατί, όπως εξηγεί ο κ. Κορρές, «το Ηρώδειο δεν ξεφύτρωσε εκεί. Έγιναν αγορές, απαλλοτριώσεις, διοικητικές πράξεις για να αποκτήσει το έδαφος τόσο κοντά στην Ακρόπολη». Τέλος, το τρίτο μέρος «μιλά» για τις γιγάντιες γεφυρώσεις.
Από τα παραρτήματα, το πρώτο αναφέρεται στη Στοά του Ευμένους, που «κατά κάποιο τρόπο προσδιόρισε το Ηρώδειο, καθώς τα δύο κτίρια ενώνονται, είναι δεμένα 'σφιχτά' μεταξύ τους» όπως λέει ο ίδιος. Ακολουθεί άλλο ένα παράρτημα με το αυτούσιο κείμενο της ανασκαφής του μνημείου, όπως το έγραψε ο ανασκαφέας του Κ. Πιττάκης περί τα μέσα του 19ου αι., ενώ το τρίτο παράρτημα αναφέρεται σε ένα μικρό μνημείο που ήταν εντοιχισμένο στο Ηρώδειο και το οποίο ήταν αφιερωμένο στον Γάλλο φιλέλληνα Φαβιέρο.
Τέλος, το τέταρτο παράρτημα, που συνέγραψε η αρχιτέκτων μηχανικός και καθηγήτρια μουσικής. Σύλβια Κουτρούλη, αφορά την αρχαία ελληνική μουσική, ένα θέμα που έχει ιδιαίτερη συνάφεια με το μνημείο, όπου κατά κύριο λόγο ανέβαιναν μουσικά έργα.
Στον τόμο, που φυλλομετρά περίπου 200 σελίδες, συμπεριλαμβάνονται 130 εικόνες, από τις οποίες οι 100 είναι σχέδια του Μ. Κορρέ, ενώ το βιβλίο προβλέπεται να κυκλοφορήσει και στην αγγλική γλώσσα.
Πηγή: Αγγ. Κώττη, Έθνος , Ν. Κοντράρου-Ρασσιά, Ελευθεροτυπία , Τα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια