Όταν επισκέπτεσαι το Μουσείο Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου στο καταπράσινο νησάκι των Ιωαννίνων, εντυπωσιάζεσαι από τα κειμήλια ...
Όταν επισκέπτεσαι το Μουσείο Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου στο καταπράσινο νησάκι των Ιωαννίνων, εντυπωσιάζεσαι από τα κειμήλια που εκτίθενται στον φιλόξενο χώρο της Μονής Αγίου Παντελεήμονος, τον χώρο που ο ραδιούργος λήσταρχος-ηγεμόνας είχε μετατρέψει σε εξοχική κατοικία.
Παλάσκες, πιστόλες, πίνακες, μεδουλάρια, γιαταγάνια, ηπειρώτικες παραδοσιακές φορεσιές, αναπαράσταση οντά, μια από τις φορεσιές της κυρα-Βασιλικής είναι ορισμένα από τα εκθέματα. Ανάμεσά τους, το χρυσό καριοφίλι του Αλή Πασά (1804), σκαλισμένο από μερακλήδες ηπειρώτες μάστορες, το τσιμπούκι του, κατασκευασμένο από ξύλο τριανταφυλλιάς και διακοσμημένο με κεχριμπάρια, χειρόγραφα, κοσμήματα, το ξιφίδιο του εθνικού ευεργέτη Απόστολου Αρσάκη, κουρτίνες με κεντημένη τη μονογραφή του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ (1808 -1836).
Εξίσου εντυπωσιάζεται κανείς όταν γνωρίζει την ιστορία του ανθρώπου που έδωσε στις αίθουσες του μουσείου αυτού τη μορφή που παρουσιάζουν σήμερα, που δημιούργησε και συντηρεί αυτήν τη συλλογή. Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ότι ο Φώτης Ραπακούσης, που αναλαμβάνει συχνά τον ρόλο ξεναγού, είναι ο ιδιοκτήτης της συλλογής. Ανέλαβε το μουσείο στο νησάκι έπειτα από διαγωνισμό, πληρώνοντας ενοίκιο στη μητρόπολη και στον Δήμο Ιωαννιτών. Η συλλογή του αποτελείται από 6.000 αντικείμενα, εκ των οποίων εκεί εκτίθενται τα 1.000.
Γεννήθηκε το 1955 στο Αηδονοχώρι της Κόνιτσας, Στανίτσα την ήξεραν οι παλιότεροι. Ο πατέρας του σκοτώθηκε από νάρκη στο βουνό. Ο ίδιος μεγάλωσε σε ορφανοτροφεία. «Στο πρώτο ορφανοτροφείο είχα ένα παράπονο κι έκλαιγα διαρκώς. Δεν μου είχε στείλει ποτέ κανείς γράμμα. Πριν από το φαγητό, θυμάμαι, μας έβαζαν στη γραμμή και μας μοίραζαν την αλληλογραφία, ενίοτε και κάποιο δεματάκι, συνήθως λίγες καραμέλες. “Φώτης Ραπακούσης” δεν είχαν φωνάξει ποτέ. Για να έχω την ψευδαίσθηση ότι κάποιος στέλνει και σ’ εμένα, μάζευα τους άδειους φακέλους που πέταγαν παιδιά. Γρήγορα απομυθοποιήθηκε κι αυτό γιατί έβλεπα ότι δεν είχαν το όνομά μου. Έτσι άρχισα να μαζεύω τα γραμματόσημα που είχαν πάνω τους, καθώς με μάγευαν οι απεικονίσεις τους: ήρωες της Επανάστασης, του Τρωικού Πολέμου, μορφές βυζαντινών. Τα έχω ακόμη. Ήταν η πρώτη συλλογή».
Φεύγοντας από το ορφανοτροφείο στα 17 του, αναζήτησε τις ρίζες του. «Ένας μακρινός συγγενής μου είπε: “Οταν μαζέψαμε τον πατέρα σου κομμάτια, βρήκαμε το πιστόλι που είχε πάντα μαζί του”». Το βρήκε πίσω από μια πέτρα στο πατρικό του. «Συγκλονίστηκα όταν το έπιασα στα χέρια μου, νόμισα ότι βρήκα τον πατέρα. Αυτό άλλαξε όλη μου τη ζωή», λέει στην «Κ».
Για χρόνια έκανε δουλειές του ποδαριού. Επέλεγε συνήθως ξυλουργεία, γιατί εκεί εξασφάλιζε και τον νυχτερινό ύπνο. «Το επάγγελμα που έκαναν οι φτωχοί Ηπειρώτες ήταν αυτό του αρτοποιού. Κανένας δεν πήγαινε να γίνει φούρναρης, ήταν δύσκολη δουλειά. Τη διάλεξα γιατί δεν είχα άλλους τρόπους. Δεν είχα πάει σχολείο και ό,τι έμαθα το έμαθα μόνος μου. Παντρεύτηκα μια φτωχή κοπέλα και μαζί δουλεύαμε σκληρά και συνάμα μαθαίναμε στο αρτοποιείο που νοικιάσαμε. Ο,τι περίσσευε αυτά τα χρόνια το μάζευα για τη διάσωση και περισυλλογή ελληνικών κειμηλίων και στην πορεία ηπειρώτικων κειμηλίων». Στο μεταξύ, ο φούρνος μεγάλωνε, απασχολούσε 30 εργαζομένους και επέτρεπε στον αυτοδίδακτο μελετητή να συνεχίζει τη δραστηριότητά του και τις ιστορικές του αναζητήσεις. «Έφτασα σε ένα σταυροδρόμι που έπρεπε να επιλέξω στάση ζωής. Το περίσσευμα έπρεπε να το μετατρέψω σε βίλες, αυτοκίνητα, μπουζούκια, μεγάλη ζωή ή κάτι πιο ουσιαστικό; Ακολούθησα τον άλλο δρόμο. Δεν το μετάνιωσα, παρότι στερήθηκα πολλά στη ζωή μου, όμως αμβλύνεται το συναίσθημα όταν ξέρω ότι προικίζω την πόλη μου. Αρχισα να διαχωρίζω τον εαυτό μου από κάποιους συλλέκτες της αστικής τάξης που επενδύουν σε έργα τέχνης για αποθησαύριση. Επέλεξα να μοιραστώ τη χαρά του συλλεκτισμού με όλο τον κόσμο. Με εκθέσεις κυρίως επετειακές». Σε μία απ’ αυτές γνώρισε τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο. «“Τι σκέφτεστε να κάνετε με αυτήν τη συλλογή;” με ρώτησε. Tου απάντησα πως το μόνο που έχει μείνει σ’ αυτήν τη χώρα είναι τα όνειρα. Ονειρεύομαι να φτιάξω ένα μουσείο». Του υποσχέθηκε πως είτε είναι Πρόεδρος είτε όχι θα έρθει να το εγκαινιάσει. Κι αυτό έκανε, στο πρώτο μουσείο στο κάστρο που λειτούργησε το 2000 και μέχρι το 2015. «Σήμερα είναι κλειστό. Πρέπει να αποκαταστήσω τη στέγη. Έχω έρθει σε συμφωνία με τον δήμο όταν τελειώσω το έργο να φτιάξω εκεί ένα νεότερο μουσείο κεραμικής που θα χαρίσω στον δήμο».
Σαράντα χρόνια φούρναρης του έδωσαν τη δυνατότητα να πάει στο νησάκι με πρόκληση του τότε δημάρχου Φίλιππα Φίλιου. Στη σχετική δημοπράτηση πλειοδότησε και «με δικά μου χρήματα χωρίς καμία συμβολή από κανέναν φτιάξαμε το μουσείο, το οποίο συντηρείται μόνον από το εισιτήριο (1 ευρώ για παιδιά, 2 για τα γκρουπ και κάποια μεμονωμένα 3 ευρώ), μένοντας ανοικτό από τις 8 το πρωί έως τις 10 το βράδυ τα καλοκαίρι και τον χειμώνα έως τις 7 το απόγευμα». Ο Φ. Ραπακούσης το εμπλουτίζει διαρκώς με χώρους και εκθέματα. «Μου τρώει τα σωθικά τι θα γίνει η συλλογή. Ίσως με τον νυν δήμαρχο Θωμά Μπέγκα, που με έχει στηρίξει ηθικά, βρούμε τρόπο για να προικίσω την πόλη μου». Δέχεται πάντως και πολλές χαρές. Όπως ένα δερμάτινο σελάχι, «φαρδιά ζώνη του 19ου αιώνα που έβαζαν τα μαχαίρια», που του έδωσε ο Κώστας Αλεξόπουλος από την Αρκαδία. «Τρελάθηκα από τη χαρά μου... Βλέπετε, δεν έχω μάθει να μου δίνουν».
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια