Σημαντικοί εικαστικοί δημιουργοί, ιερείς, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και ιστορικοί τέχνης, ξεκινούν από την ερχόμενη Δευτέρα 16/4 έως κα...
Σημαντικοί εικαστικοί δημιουργοί, ιερείς, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και ιστορικοί τέχνης, ξεκινούν από την ερχόμενη Δευτέρα 16/4 έως και τα μέσα Μαΐου (14/5) ένα γόνιμο διάλογο με το κοινό, στο αμφιθέατρο του ιδρύματος Θεοχαράκη.
Στο επίκεντρο θα βρεθεί η σύγχρονη βυζαντινή τέχνη που μοιάζει να παραπαίει ανάμεσα στη χειροτεχνία και τη ζωγραφική. Για το πρόσωπο του βυζαντινού τρόπου στις μέρες μας μιλήσαμε με τον Γιώργο Κόρδη που επιμελείται τη σειρά διαλέξεων στον κεντρικό πολυχώρο πολιτισμού της Αθήνας. Ο ζωγράφος, γνωστός από τη θητεία του στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και από την αγιογράφηση σύγχρονων μνημειακών ναών, θεωρείται από τους πιο παραγωγικούς και σημαντικούς πρεσβευτές μας στο εξωτερικό. Το εικονογραφικό του έργο είναι πασίγνωστο, μπορούμε μάλιστα να πούμε πως είναι από τα σημαντικότερα επιτεύγματα στο είδος που πέρασαν από καιρό τα όρια της Ελλάδας.
Από την Κύπρο έως τη Ρωσία, αλλά και σε χώρες όπως ο Λίβανος και η Ιταλία, ο Έλληνας δημιουργός έχει αφήσει ένα εντελώς προσωπικό, γι’ αυτό και αναγνωρίσιμο βλέμμα στη νέο-βυζαντινή τέχνη. Τα τελευταία χρόνια ο Κόρδης δίνει μαθήματα και εργάζεται σε ναούς στις ΗΠΑ και στον Καναδά, πρόσφατα και στην Αυστραλία, όπου ρίχνει τους καρπούς μιας πλούσιας ζωγραφικής παράδοσης.
- Αυτό που σήμερα -μετά τον Κόντογλου- ονομάζεται «αγιογραφία» πώς το αξιολογείτε; Πώς διαμορφώνεται στον τόπο μας η εικονογράφηση των ναών;
Η πρότασή μου δεν είναι διαφορετική από αυτήν του Κόντογλου. Αν δει κανείς τη ζωγραφική του, θα διαπιστώσει αμέσως πως είναι προσωπική. Είναι κοντά στα μεταβυζαντινά, κυρίως, αλλά έχει «πρόσωπο». Δεν τον μπερδεύεις με κάτι άλλο. Επομένως, ο Κόντογλου πρότεινε μια συνέχεια της παράδοσης με προσωπικό ύφος. Αυτό δεν ακολουθήθηκε όμως. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις (Κοψίδης), οι επίγονοι του Κόντογλου κατέληξαν σε μια φωτοτυπική αναπαραγωγή του παρελθόντος. Κατά τούτο είναι εξαιρετικά δύσκολο σήμερα να «κατηχηθεί» ένα σώμα, ν’ αρχίσει να βλέπει τη ζωγραφική ως ένα ζωντανό μέσο έκφρασης της εκκλησιαστικής εμπειρίας.
Εδώ θα ήθελα να σταθώ σε αυτό: υπάρχει μια διαστρεβλωμένη αντίληψη αυτού που ονομάζουμε παράδοση. Δυστυχώς, από τις αρχές του 20ου αι. και μετά δημιουργείται μια έννοια στατική - η παράδοση ταυτίζεται πλέον με κάτι τετελεσμένο και συνεπώς τελειοποιημένο στο παρελθόν και άρα «κλειστό», που δεν επιδέχεται καμία πρόοδο ή εξέλιξη αν προτιμάτε. Η αντίληψη αυτή παγιώνεται από τη δεκαετία του ’30 έως το 1970 περίπου, οπότε πλέον ζούμε μια σχεδόν σχιζοφρενική κατάσταση. Φοβάμαι λοιπόν πως η μεγάλη πλειοψηφία των πιστών εννοεί την παράδοση ως ένα γεγονός στατικό και μια πολύ μικρή ομάδα ανθρώπων προσπαθεί να ανοίξει το «δρόμο».
- Εσείς πώς εννοείτε την παράδοση;
Η παράδοση έχει συχνά ένα πυρήνα που έχει ουσία και δεν μπορεί να μεταβάλλεται, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια γλώσσα που διαμορφώνεται από την επίδραση εσωτερικών παραγόντων (θεολογικών, πνευματικών κ.α.), που πρέπει να εμπλουτίζεται διαρκώς από εξωτερικές προσλαμβάνουσες. Στη δεκαετία του ’30, επειδή ο Κόντογλου ήθελε να επαναφέρει τον βυζαντινό εικαστικό τρόπο, έκαμε ολόκληρο αγώνα και υπήρξε μέχρι και επέμβαση της Πολιτείας με σχετικό νόμο. Θεωρώ απαράδεκτο το ότι η Πολιτεία καθιερώνει δια νόμου έναν ζωγραφικό τρόπο. Ο τρόπος πρέπει να υποστηρίζεται από τον λαό και συνεπώς να προκύπτει από ένα σοβαρό εκκλησιολογικό λόγο, όχι να επιβάλλεται άνωθεν».
- Θα έβγαζε τέτοιο νόμο η Πολιτεία εάν δεν της το ζητούσε η διοικούσα Εκκλησία; Αλλά και η διοικούσα Εκκλησία δεν θα σκεπτόταν να ζητήσει τέτοιο νόμο, εάν δε φοβόταν ίσως ότι οι πιστοί θα στραφούν προς τη ναζαρηνή, τη δυτικότροπη εικονογραφία.
Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι έχουμε δώσει πειστική απάντηση στο αίτημα «να φύγουν τα ναζαρηνά και να έρθουν τα βυζαντινά». Η αιτιολογία που πρόβαλε ο Κόντογλου, ακολουθώντας τους Ρώσους της διασποράς, ήταν η εξής: «η βυζαντινή εικόνα είναι ορθόδοξη, γιατί το στυλ της εκφράζει την ορθόδοξη θεολογία». Έγινε επομένως μια ταύτιση του βυζαντινού στυλ με δογματικές αλήθειες. Αυτό, όμως, δημιουργεί μια σειρά από προβλήματα. Για παράδειγμα, έχουμε νατουραλιστικές ή ναζαρηνές εικόνες που είναι θαυματουργικές, αλλά που δεν θεωρούνται με το παραπάνω σκεπτικό δογματικά ορθές.
Ποιος όμως θα τολμούσε ν’ αποσύρει μια εικόνα με ιστορία στη ζωή της Εκκλησίας; Υπάρχουν πολλές τέτοιες εικόνες με μεγάλη σημασία για την Εκκλησία, όπως η Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα, η Παναγία η Γερόντισσα, η Παναγία της Τήνου, εικόνες που δεν είναι βυζαντινές. Επί πολλές δεκαετίες αυτές ήταν οι εικόνες που λειτουργούσαν μέσα στις εκκλησίες. Μέσα από αυτές πορεύτηκε το εκκλησιαστικό σώμα. Φοβάμαι ότι μέσα στο κλίμα της ιδεοληψίας που μας διακατέχει, πετάμε όλη αυτήν την παράδοση που δεν είναι ενιαία.
Θα πρέπει επομένως να κάνουμε μια σοβαρή αποτίμηση της ζωγραφικής μας παράδοσης. Πρέπει να δούμε όλη αυτήν την προσπάθεια ψύχραιμα, με σωστό μάτι και θ’ αποκομίσουμε χρήσιμα οφέλη για το πώς πορεύεται η εκκλησιαστική παράδοση. Τότε θα δούμε σε πόσο λαθεμένο δρόμο είμαστε.
- Ο πιστός, τελικά, μπορεί να αισθανθεί την εικόνα λατρευτικά όσο και αισθητικά;
Είναι εξαιρετικά δύσκολο σήμερα. Έχει χαθεί η φυσική συνέχεια, όπου με μικρά βήματα ενσωματώνονταν πράγματα στην εικονογραφία κι έτσι δε δυσκολευόταν ο πιστός να δεχθεί αυτή τη φυσική ροή. Σήμερα έχουμε φτάσει σε ένα αισθητικό ιδεολόγημα, όπου δύσκολα βλέπει κάποιος την ομορφιά στη δουλειά των νέων εικονογράφων - αντίθετα, αναγνωρίζει την εικόνα ως «σημείο/σύμβολο», κάτι που γίνεται αντιληπτό νοητά, όχι όμως και με τις αισθήσεις μας. Αυτό το γεγονός έχει την εξής συνέπεια: ο σύγχρονος πιστός αδυνατεί να λειτουργήσει αισθητικά. Δεν εννοώ ότι ο πιστός πρέπει να αναγνωρίζει υψηλές εικαστικές αξίες, αλλά «οφείλει» να αισθάνεται, να βλέπει – ας μου επιτραπεί η έκφραση – με το αίσθημα του πρωτόγονου ανθρώπου.
Δυστυχώς, φοβάμαι, όχι μόνο η εικονογραφία, αλλά όλες οι εκκλησιαστικές τέχνες δεν αποτελούν για τον σύγχρονο άνθρωπο τρόπο έκφρασης της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση, γιατί χάνεται πλέον η αίσθηση του «ζώντος σώματος». Το πρόβλημα επομένως, δεν αφορά μόνο στην εικονογραφία ή τη μουσική, αλλά στο εκκλησιαστικό σώμα και στη ζωή του μέσα στο σύγχρονο κόσμο ως σύνολο.
- Πώς μπορεί να αλλάξει αυτό;
Σε πρώτη φάση, κατά τη γνώμη μου, αυτό που πρέπει να γίνει είναι να δώσουμε πρόσωπο στην εκκλησιαστική μας ζωγραφική. Για παράδειγμα, τούτη η ζωγραφική είναι του Καρούσου, αυτή είναι του π. Σταμάτη Σκλήρη και πάει λέγοντας - δηλαδή, να γνωρίζει ο πιστός πως κάθε ζωγραφικός τρόπος είναι προσωπικό γεγονός, ακόμη κι αν οι δημιουργοί έχουν μεταξύ τους συγγένειες. Αρκεί, όμως, να μην είναι φωτοτυπίες. Σε δεύτερη φάση μπορεί αυτό να εξελιχθεί πιο δημιουργικά, αλλά τώρα δεν έχουμε πολυτέλεια για μεγάλες αλλαγές. Πρέπει να γίνει μια ήπια προσαρμογή για να μπορέσουν οι πιστοί να συμπορευτούν.
Στο Βυζάντιο δεν είχαμε δογματική κατανόηση της τεχνοτροπίας, γι’ αυτό και οι Βυζαντινοί ζωγράφιζαν με τον ίδιο τρόπο και θρησκευτικά και κοσμικά θέματα. Αν η τεχνοτροπία ήταν «ενδεδυμένη» με θεολογία και συνεπώς ταυτισμένη με δογματικές αλήθειες, δε θα τολμούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτήν την υποτιθέμενη «ιερή γλώσσα» για πράγματα προσωπικά. Θα αναφερθώ στο παράδειγμα του π. Σταμάτη Σκλήρη, που θεωρώ ότι οι λύσεις του μοιάζουν εκ πρώτης όψεως να μην είναι βυζαντινές, αλλά όμως έχουν βαθιά μέσα τους το πνεύμα και τη λογική των Βυζαντινών. Αυτή η ζωγραφική, λοιπόν, με ποια κριτήρια δεν μπορεί να λογίζεται ως φυσική συνέχεια της παράδοσης και να συνιστά αύξησή της;
- Η ομιλία σας στο ίδρυμα Θεοχαράκη (Δευτέρα 16/4) τιτλοφορείται «η βυζαντινή ζωγραφική ως τρόπος». Τι σημαίνει στις μέρες μας “βυζαντινό”;
Ο τρόπος που χτίζονται, αγιογραφούνται και «ντύνονται» οι Εκκλησίες σήμερα είναι συχνά τυχαίος και δε φαίνεται να διέπεται από κάποιο εσωτερικό εικαστικό και λειτουργικό-εκκλησιολογικό λόγο. Το λιγότερο που μπορεί να γίνει είναι κάποιοι άνθρωποι που έχουν εμπειρία ν’ αναλαμβάνουν την αισθητική διαμόρφωση ενός ναού.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπάρχει μια ενότητα στην εκκλησία. Ο κατώτερος κλήρος, οι παπάδες μας και οι επίτροποι καλούνται να διαχειριστούν μεγέθη, που σχεδόν πάντα τους υπερβαίνουν. Για παράδειγμα, χτίζεται ένα ναός, με εντελώς διαφορετικές διαστάσεις από αυτές που είχε τον 16ο αι. Πως θα αγιογραφηθεί; Μπορεί να μεταφερθεί αυτούσιο το μοντέλο μιας μικρής εκκλησιάς των μεταβυζαντινών χρόνων σε ένα σύγχρονο «μεγαθήριο» της Αθήνας; Και βέβαια αυτό που συμβαίνει είναι οι υπεύθυνοι να μεταφέρουν αυτούσιο αυτό που θεωρούν ως «βυζαντινό» χωρίς καμία διασκευή και τροποποίηση. Γίνεται απλώς ένα copy paste με τις ανάλογες συνέπειες.
Η ζωγραφική πρέπει να έχει λόγο εκκλησιαστικό που να δίνει μέσα στη διάρκεια του χρόνου λύσεις που ίσως δεν μοιάζουν φαινομενικά «βυζαντινές», αλλά που μπορούν να εντάσσονται και να συλλειτουργούν στο πνεύμα της εκκλησίας. Αν δε γίνει αυτό, δε θα μπορέσουμε ποτέ να προχωρήσουμε σε μια δημιουργική φάση της εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Θα μείνουμε προσκολλημένοι σε ένα παζλ λύσεων από το παρελθόν, προσπαθώντας να συνταιριάξουμε το ύφος, ας πούμε του 16ου αι. με μια αρχιτεκτονική του 14ου και κάποια διακοσμητικά του 12ου αι., δημιουργώντας ένα αλλοπρόσαλλο συμπίλημα από μη οργανικά κομμάτια.
Η επίσημη, θεσμική Εκκλησία δεν παίρνει ιδιαίτερη θέση σε τέτοια θέματα και έτσι διογκώνεται το πρόβλημα, το οποίο εκφράζεται γενικότερα στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δυστυχώς δεν το συζητά καθόλου αυτό. Έστω κι αν πολλοί άνθρωποι μοιράζονται σχετικούς προβληματισμούς, δεν αναζητούνται τρόποι αντιμετώπισης του θέματος. Κι αυτό είναι μια μεγάλη παγίδα για την Εκκλησία.
- Η ευθύνη η δική σας, των ζωγράφων; Ποια είναι η πρότασή σας προς ένα νέο εικονογράφο;
Οι αγιογράφοι αποτελούν εν μέρει κομμάτι του προβλήματος. Συχνά δεν έχουν την κατάλληλη παιδεία και δυστυχώς ακόμα δεν υπάρχει τμήμα πανεπιστημιακό ώστε να μπορούν νέοι άνθρωποι να μαθητεύσουν σωστά.
Υπάρχει, βέβαια, μια ομάδα αγιογράφων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν, αλλά σε αυτοί δε δίνεται συχνά η ευκαιρία. Τις δουλειές παίρνουν, κυρίως, όσοι αντιγράφουν λόγου χάρη το Θεοφάνη, τον Πανσέληνο κλπ, ενώ όσοι προσπαθούν να φέρουν κάτι καινούργιο, υποκύπτουν σε αυτό που ζητούν οι υπεύθυνοι των ναών. Έτσι όμως, έχει χαθεί ένα ζωτικό κριτήριο της παράδοσης: έχει χαθεί η ικανότητα στο εκκλησιαστικό σώμα να αναγνωρίζει στο καινούργιο το «συμβατό» με την παράδοση.
Θα πρέπει εδώ να τονιστεί αυτό: είμαστε η μόνη ορθόδοξη χώρα που δεν έχει επίσημη σχολή αγιογραφίας. Σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο υπάρχουν στις θεολογικές σχολές τμήματα αγιογραφίας και συντήρησης κι αντίστοιχα, τμήμα αγιογραφίας στις σχολές Καλών Τεχνών. Όποιος δηλαδή, θέλει να γίνει αγιογράφος παίρνει τη βασική θεολογική παιδεία και, ταυτόχρονα, παιδεία ζωγραφική. Στην Ελλάδα έχουμε εξαιρετικούς τεχνίτες, οι οποίοι όμως δεν είναι θεολογικά και αισθητικά καταρτισμένοι. Αυτό που λαμβάνουν οι σπουδαστές στη Σχολή Καλών Τεχνών είναι μια γερή ζωγραφική παιδεία, αλλά η εκκλησιαστική ζωγραφική έχει και άλλες προϋποθέσεις. Επομένως, το έλλειμμα παιδείας των αγιογράφων στην Ελλάδα είναι πολύ σημαντικό κεφάλαιο και σε αυτό θα πρέπει να σκύψουμε όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, η θεσμική Εκκλησία, τα Πανεπιστήμια και η Πολιτεία.
Οι πέντε διαλέξεις στο Ίδρυμα Θεοχαράκη (Βασ. Σοφίας 9 και Μέρλιν 1) κάθε Δευτέρα 18.00 – 20.00. Πληροφορίες – κρατήσεις στο τηλ. 2103611206
Λευκή γυναίκα. Ψηφιακή Ζωγραφική (100x100 εκ.) |
Η πρότασή μου δεν είναι διαφορετική από αυτήν του Κόντογλου. Αν δει κανείς τη ζωγραφική του, θα διαπιστώσει αμέσως πως είναι προσωπική. Είναι κοντά στα μεταβυζαντινά, κυρίως, αλλά έχει «πρόσωπο». Δεν τον μπερδεύεις με κάτι άλλο. Επομένως, ο Κόντογλου πρότεινε μια συνέχεια της παράδοσης με προσωπικό ύφος. Αυτό δεν ακολουθήθηκε όμως. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις (Κοψίδης), οι επίγονοι του Κόντογλου κατέληξαν σε μια φωτοτυπική αναπαραγωγή του παρελθόντος. Κατά τούτο είναι εξαιρετικά δύσκολο σήμερα να «κατηχηθεί» ένα σώμα, ν’ αρχίσει να βλέπει τη ζωγραφική ως ένα ζωντανό μέσο έκφρασης της εκκλησιαστικής εμπειρίας.
Εδώ θα ήθελα να σταθώ σε αυτό: υπάρχει μια διαστρεβλωμένη αντίληψη αυτού που ονομάζουμε παράδοση. Δυστυχώς, από τις αρχές του 20ου αι. και μετά δημιουργείται μια έννοια στατική - η παράδοση ταυτίζεται πλέον με κάτι τετελεσμένο και συνεπώς τελειοποιημένο στο παρελθόν και άρα «κλειστό», που δεν επιδέχεται καμία πρόοδο ή εξέλιξη αν προτιμάτε. Η αντίληψη αυτή παγιώνεται από τη δεκαετία του ’30 έως το 1970 περίπου, οπότε πλέον ζούμε μια σχεδόν σχιζοφρενική κατάσταση. Φοβάμαι λοιπόν πως η μεγάλη πλειοψηφία των πιστών εννοεί την παράδοση ως ένα γεγονός στατικό και μια πολύ μικρή ομάδα ανθρώπων προσπαθεί να ανοίξει το «δρόμο».
Saint Mary of Egypt. Αυγοτέμπερα σε ξύλο. |
Η παράδοση έχει συχνά ένα πυρήνα που έχει ουσία και δεν μπορεί να μεταβάλλεται, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια γλώσσα που διαμορφώνεται από την επίδραση εσωτερικών παραγόντων (θεολογικών, πνευματικών κ.α.), που πρέπει να εμπλουτίζεται διαρκώς από εξωτερικές προσλαμβάνουσες. Στη δεκαετία του ’30, επειδή ο Κόντογλου ήθελε να επαναφέρει τον βυζαντινό εικαστικό τρόπο, έκαμε ολόκληρο αγώνα και υπήρξε μέχρι και επέμβαση της Πολιτείας με σχετικό νόμο. Θεωρώ απαράδεκτο το ότι η Πολιτεία καθιερώνει δια νόμου έναν ζωγραφικό τρόπο. Ο τρόπος πρέπει να υποστηρίζεται από τον λαό και συνεπώς να προκύπτει από ένα σοβαρό εκκλησιολογικό λόγο, όχι να επιβάλλεται άνωθεν».
Εγώ. Ψηφιακή Ζωγραφική. (100x100 εκ.) |
Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι έχουμε δώσει πειστική απάντηση στο αίτημα «να φύγουν τα ναζαρηνά και να έρθουν τα βυζαντινά». Η αιτιολογία που πρόβαλε ο Κόντογλου, ακολουθώντας τους Ρώσους της διασποράς, ήταν η εξής: «η βυζαντινή εικόνα είναι ορθόδοξη, γιατί το στυλ της εκφράζει την ορθόδοξη θεολογία». Έγινε επομένως μια ταύτιση του βυζαντινού στυλ με δογματικές αλήθειες. Αυτό, όμως, δημιουργεί μια σειρά από προβλήματα. Για παράδειγμα, έχουμε νατουραλιστικές ή ναζαρηνές εικόνες που είναι θαυματουργικές, αλλά που δεν θεωρούνται με το παραπάνω σκεπτικό δογματικά ορθές.
Ποιος όμως θα τολμούσε ν’ αποσύρει μια εικόνα με ιστορία στη ζωή της Εκκλησίας; Υπάρχουν πολλές τέτοιες εικόνες με μεγάλη σημασία για την Εκκλησία, όπως η Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα, η Παναγία η Γερόντισσα, η Παναγία της Τήνου, εικόνες που δεν είναι βυζαντινές. Επί πολλές δεκαετίες αυτές ήταν οι εικόνες που λειτουργούσαν μέσα στις εκκλησίες. Μέσα από αυτές πορεύτηκε το εκκλησιαστικό σώμα. Φοβάμαι ότι μέσα στο κλίμα της ιδεοληψίας που μας διακατέχει, πετάμε όλη αυτήν την παράδοση που δεν είναι ενιαία.
Θα πρέπει επομένως να κάνουμε μια σοβαρή αποτίμηση της ζωγραφικής μας παράδοσης. Πρέπει να δούμε όλη αυτήν την προσπάθεια ψύχραιμα, με σωστό μάτι και θ’ αποκομίσουμε χρήσιμα οφέλη για το πώς πορεύεται η εκκλησιαστική παράδοση. Τότε θα δούμε σε πόσο λαθεμένο δρόμο είμαστε.
Last Supper 2 |
Είναι εξαιρετικά δύσκολο σήμερα. Έχει χαθεί η φυσική συνέχεια, όπου με μικρά βήματα ενσωματώνονταν πράγματα στην εικονογραφία κι έτσι δε δυσκολευόταν ο πιστός να δεχθεί αυτή τη φυσική ροή. Σήμερα έχουμε φτάσει σε ένα αισθητικό ιδεολόγημα, όπου δύσκολα βλέπει κάποιος την ομορφιά στη δουλειά των νέων εικονογράφων - αντίθετα, αναγνωρίζει την εικόνα ως «σημείο/σύμβολο», κάτι που γίνεται αντιληπτό νοητά, όχι όμως και με τις αισθήσεις μας. Αυτό το γεγονός έχει την εξής συνέπεια: ο σύγχρονος πιστός αδυνατεί να λειτουργήσει αισθητικά. Δεν εννοώ ότι ο πιστός πρέπει να αναγνωρίζει υψηλές εικαστικές αξίες, αλλά «οφείλει» να αισθάνεται, να βλέπει – ας μου επιτραπεί η έκφραση – με το αίσθημα του πρωτόγονου ανθρώπου.
Δυστυχώς, φοβάμαι, όχι μόνο η εικονογραφία, αλλά όλες οι εκκλησιαστικές τέχνες δεν αποτελούν για τον σύγχρονο άνθρωπο τρόπο έκφρασης της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση, γιατί χάνεται πλέον η αίσθηση του «ζώντος σώματος». Το πρόβλημα επομένως, δεν αφορά μόνο στην εικονογραφία ή τη μουσική, αλλά στο εκκλησιαστικό σώμα και στη ζωή του μέσα στο σύγχρονο κόσμο ως σύνολο.
- Πώς μπορεί να αλλάξει αυτό;
Σε πρώτη φάση, κατά τη γνώμη μου, αυτό που πρέπει να γίνει είναι να δώσουμε πρόσωπο στην εκκλησιαστική μας ζωγραφική. Για παράδειγμα, τούτη η ζωγραφική είναι του Καρούσου, αυτή είναι του π. Σταμάτη Σκλήρη και πάει λέγοντας - δηλαδή, να γνωρίζει ο πιστός πως κάθε ζωγραφικός τρόπος είναι προσωπικό γεγονός, ακόμη κι αν οι δημιουργοί έχουν μεταξύ τους συγγένειες. Αρκεί, όμως, να μην είναι φωτοτυπίες. Σε δεύτερη φάση μπορεί αυτό να εξελιχθεί πιο δημιουργικά, αλλά τώρα δεν έχουμε πολυτέλεια για μεγάλες αλλαγές. Πρέπει να γίνει μια ήπια προσαρμογή για να μπορέσουν οι πιστοί να συμπορευτούν.
Στο Βυζάντιο δεν είχαμε δογματική κατανόηση της τεχνοτροπίας, γι’ αυτό και οι Βυζαντινοί ζωγράφιζαν με τον ίδιο τρόπο και θρησκευτικά και κοσμικά θέματα. Αν η τεχνοτροπία ήταν «ενδεδυμένη» με θεολογία και συνεπώς ταυτισμένη με δογματικές αλήθειες, δε θα τολμούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτήν την υποτιθέμενη «ιερή γλώσσα» για πράγματα προσωπικά. Θα αναφερθώ στο παράδειγμα του π. Σταμάτη Σκλήρη, που θεωρώ ότι οι λύσεις του μοιάζουν εκ πρώτης όψεως να μην είναι βυζαντινές, αλλά όμως έχουν βαθιά μέσα τους το πνεύμα και τη λογική των Βυζαντινών. Αυτή η ζωγραφική, λοιπόν, με ποια κριτήρια δεν μπορεί να λογίζεται ως φυσική συνέχεια της παράδοσης και να συνιστά αύξησή της;
- Η ομιλία σας στο ίδρυμα Θεοχαράκη (Δευτέρα 16/4) τιτλοφορείται «η βυζαντινή ζωγραφική ως τρόπος». Τι σημαίνει στις μέρες μας “βυζαντινό”;
Ο τρόπος που χτίζονται, αγιογραφούνται και «ντύνονται» οι Εκκλησίες σήμερα είναι συχνά τυχαίος και δε φαίνεται να διέπεται από κάποιο εσωτερικό εικαστικό και λειτουργικό-εκκλησιολογικό λόγο. Το λιγότερο που μπορεί να γίνει είναι κάποιοι άνθρωποι που έχουν εμπειρία ν’ αναλαμβάνουν την αισθητική διαμόρφωση ενός ναού.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπάρχει μια ενότητα στην εκκλησία. Ο κατώτερος κλήρος, οι παπάδες μας και οι επίτροποι καλούνται να διαχειριστούν μεγέθη, που σχεδόν πάντα τους υπερβαίνουν. Για παράδειγμα, χτίζεται ένα ναός, με εντελώς διαφορετικές διαστάσεις από αυτές που είχε τον 16ο αι. Πως θα αγιογραφηθεί; Μπορεί να μεταφερθεί αυτούσιο το μοντέλο μιας μικρής εκκλησιάς των μεταβυζαντινών χρόνων σε ένα σύγχρονο «μεγαθήριο» της Αθήνας; Και βέβαια αυτό που συμβαίνει είναι οι υπεύθυνοι να μεταφέρουν αυτούσιο αυτό που θεωρούν ως «βυζαντινό» χωρίς καμία διασκευή και τροποποίηση. Γίνεται απλώς ένα copy paste με τις ανάλογες συνέπειες.
Η ζωγραφική πρέπει να έχει λόγο εκκλησιαστικό που να δίνει μέσα στη διάρκεια του χρόνου λύσεις που ίσως δεν μοιάζουν φαινομενικά «βυζαντινές», αλλά που μπορούν να εντάσσονται και να συλλειτουργούν στο πνεύμα της εκκλησίας. Αν δε γίνει αυτό, δε θα μπορέσουμε ποτέ να προχωρήσουμε σε μια δημιουργική φάση της εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Θα μείνουμε προσκολλημένοι σε ένα παζλ λύσεων από το παρελθόν, προσπαθώντας να συνταιριάξουμε το ύφος, ας πούμε του 16ου αι. με μια αρχιτεκτονική του 14ου και κάποια διακοσμητικά του 12ου αι., δημιουργώντας ένα αλλοπρόσαλλο συμπίλημα από μη οργανικά κομμάτια.
Η επίσημη, θεσμική Εκκλησία δεν παίρνει ιδιαίτερη θέση σε τέτοια θέματα και έτσι διογκώνεται το πρόβλημα, το οποίο εκφράζεται γενικότερα στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δυστυχώς δεν το συζητά καθόλου αυτό. Έστω κι αν πολλοί άνθρωποι μοιράζονται σχετικούς προβληματισμούς, δεν αναζητούνται τρόποι αντιμετώπισης του θέματος. Κι αυτό είναι μια μεγάλη παγίδα για την Εκκλησία.
Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ. Ψηφιακή Ζωγραφική (100x100 εκ.) |
Οι αγιογράφοι αποτελούν εν μέρει κομμάτι του προβλήματος. Συχνά δεν έχουν την κατάλληλη παιδεία και δυστυχώς ακόμα δεν υπάρχει τμήμα πανεπιστημιακό ώστε να μπορούν νέοι άνθρωποι να μαθητεύσουν σωστά.
Υπάρχει, βέβαια, μια ομάδα αγιογράφων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν, αλλά σε αυτοί δε δίνεται συχνά η ευκαιρία. Τις δουλειές παίρνουν, κυρίως, όσοι αντιγράφουν λόγου χάρη το Θεοφάνη, τον Πανσέληνο κλπ, ενώ όσοι προσπαθούν να φέρουν κάτι καινούργιο, υποκύπτουν σε αυτό που ζητούν οι υπεύθυνοι των ναών. Έτσι όμως, έχει χαθεί ένα ζωτικό κριτήριο της παράδοσης: έχει χαθεί η ικανότητα στο εκκλησιαστικό σώμα να αναγνωρίζει στο καινούργιο το «συμβατό» με την παράδοση.
Θα πρέπει εδώ να τονιστεί αυτό: είμαστε η μόνη ορθόδοξη χώρα που δεν έχει επίσημη σχολή αγιογραφίας. Σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο υπάρχουν στις θεολογικές σχολές τμήματα αγιογραφίας και συντήρησης κι αντίστοιχα, τμήμα αγιογραφίας στις σχολές Καλών Τεχνών. Όποιος δηλαδή, θέλει να γίνει αγιογράφος παίρνει τη βασική θεολογική παιδεία και, ταυτόχρονα, παιδεία ζωγραφική. Στην Ελλάδα έχουμε εξαιρετικούς τεχνίτες, οι οποίοι όμως δεν είναι θεολογικά και αισθητικά καταρτισμένοι. Αυτό που λαμβάνουν οι σπουδαστές στη Σχολή Καλών Τεχνών είναι μια γερή ζωγραφική παιδεία, αλλά η εκκλησιαστική ζωγραφική έχει και άλλες προϋποθέσεις. Επομένως, το έλλειμμα παιδείας των αγιογράφων στην Ελλάδα είναι πολύ σημαντικό κεφάλαιο και σε αυτό θα πρέπει να σκύψουμε όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, η θεσμική Εκκλησία, τα Πανεπιστήμια και η Πολιτεία.
Οι πέντε διαλέξεις στο Ίδρυμα Θεοχαράκη (Βασ. Σοφίας 9 και Μέρλιν 1) κάθε Δευτέρα 18.00 – 20.00. Πληροφορίες – κρατήσεις στο τηλ. 2103611206
- 16 Απριλίου, Γιώργος Κόρδης, ζωγράφος: Η βυζαντινή ζωγραφική ως τρόπος.
- 23 Απριλίου, Χρήστος Κεχαγιόγλου, ζωγράφος – Κώστας Λάβδας, ζωγράφος: Ποιος αντιγράφει καλύτερα; Η ελληνική ζωγραφική παράδοση µε τα µάτια ενός σύγχρονου ζωγράφου – μια συζήτηση για την ταυτότητα της σύγχρονης ελληνικής τέχνης.
- 30 Απριλίου, πατήρ Σταµάτης Σκλήρης, ζωγράφος: Βυζαντινή τέχνη και µοντερνισµός
- 7 Μαΐου, Ιωσήφ Βιβιλάκης, Καθηγητής Τμήματος Θεατρικών Σπουδών στο ΕΚΠΑ – π. Αλέξανδρος Καριώτογλου, Δρ. Θεολογίας-Θρησκειολογίας: Ποιος χώρος λατρείας;
- 14 Μαΐου, Μάνος Στεφανίδης, Συγγραφέας, κριτικός τέχνης, Αναπληρωτής Καθηγητής στο ΕΚΠΑ: Δέος και βυζαντινή παράδοση: προτάσεις ανανέωσης
Πηγή: Γ. Μυλωνάς, The Huffington Post
Δεν υπάρχουν σχόλια