Εικόνα 1: Η επιτύμβια στήλη της Ζωσίμης, κόρης του Ηρακλέωνος. Συρία, 1ος αι. π.Χ. Κατά τον Πυθαγόρα, οι ψυχές των άωρων (πριν έρθει η ώ...
Σας έχει τύχει ποτέ να ζήσετε δύο συμπυκνωμένες ζωές, τη μία μέσα στην άλλη;
Εμένα μου συνέβη και μου συμβαίνει ακόμα. Και ζωντανή υπήρξα και νεκρή υπάρχω χωρίς να έχω πεθάνει εντελώς. Ξαφνιαστήκατε; Θα σας πω τι εννοώ.
Άωρος (1) κόρη είμαι, Ζωσίμη με αποκαλούν, δηλαδή ζωντανή νομίζω, κόρη του οπλοποιού Ηρακλέωνος από την Απάμεια της Συρίας. Όταν με έθαψαν και μου βάλανε τούτη την ταφόπλακα ήμουν 14 χρονών, 2 μηνών και 6 ημερών κορίτσι. Σχεδόν έτοιμη για γάμο. Το καμάρι του πατέρα μου! Τη μάνα μου δεν τη γνώρισα. Πέθανε στη γέννα μου προς μεγάλη δυστυχία του πατέρα μου, που όλοι στο σπίτι έλεγαν πως την αγαπούσε πολύ. Από τη μάνα μου άλλο παιδί δεν είχε.
Εγώ μεγάλωνα στο κέντρο της Απάμειας, όπως μεγαλώνουν όλα τα παιδιά του κόσμου, το έβλεπα αυτό στη γειτονιά μας, και στην αρχή δεν με πλήγωνε που ήμουν ορφανό, γιατί η Φίλιον η πρωτοδούλα μας από τα Πάταρα της Λυκίας με φρόντιζε σα μάνα και καλύτερα ακόμα. Φιλούσα τη φώναζα. Μου άρεσε καλύτερα. Έτσι, το όνομά της σήμαινε πολλή αγάπη για μένα.
Η ζωή μου κυλούσε παιδικά, με γέλια και χαρές, πολύ παιχνίδι με τις πλαγγόνες (2) και τα αθύρματά μου (3), κυνηγητό στην κουζίνα με τον Μέλανα, το μικρό βοηθό της Φιλούσας, ύστερα πάρτο κάτω το σακί με το στάρι μαζί με τ’ αυγά, αγριοφωνάρες της Φιλούσας, παντοφλιές στον Μέλανα, χασκογελούσα εγώ, θύμωνε αυτός και τον καλόπιανα μετά με μια μελόπιτα της Φιλούσας που έκλεβα κρυφά απ’ το ερμάρι.
Στις μεγάλες γιορτές της άνοιξης, καμαρωτή καμαρωτή εγώ, με κρατούσε ο πατέρας απ’ το χεράκι, ντυμένη με τον καλό μου τον γλαυκό χιτώνα και τα μαλλιά πλεξούδες, στολισμένα με λουλουδένιο στεφάνι και πορφυρές κορδέλες.
Ζωή παιδική, ωραία. Και μετά που μεγάλωσα και θυμάμαι περισσότερα πράγματα, πάλι ωραία ήτανε. Αφιέρωσα τις μακριές πλεξούδες μου στη Δερκετώ (4), τη Συρία θεά, μαζί με τα παιχνίδια μου, μάθαινα αργαλειό πλάι στη Φιλούσα, στο λανάρισμα (5) δεν με έφτανε καμιά, έτσι έλεγε η Φιλούσα, και είχα σε απόσταση τον Μέλανα, γιατί πλέον δεν ήμασταν παιδιά. Έμαθα και να μετράω, ο πατέρας ήταν ανένδοτος σε αυτό, σπουδαγμένος βλέπεις στας Αθήνας, έλεγε η αριθμητική θα με βοηθήσει να υπολογίζω τις προμήθειες του σπιτιού, όταν θα γίνω και γω κυρά. Ξέρω κάπως ανάγνωση και γραφή, αλλά δεν είμαι πολύ καλή, μπερδεύω το δ και το ρ λέει ο πατέρας, τα γράφω ανάποδα. Εμένα βέβαια δεν με πειράζει. Πάντα καταλαβαίνω τι αττικούρες (6) γράφω στην πινακίδα και ας με μαλώνει ο πατέρας.
Την ορφάνια από μάνα την ένιωσα βαθιά μες το πετσί μου, όταν ο πατέρας μου αποφάσισε να νυμφευτεί ξανά. Σε μένα δεν είπε τίποτα, αλλά κρυφάκουσα που το συζητούσε με τους φίλους του ένα βράδυ στον ανδρώνα. Εκείνοι του εύχονταν βίον ανθόσπαρτον και πίνανε στην υγειά του και στην υγειά της μέλλουσας νύφης. Κάλλιον ή Καλλιστώ τη λέγανε. Δεν πολυκατάλαβα. Μόνο ότι ήτανε λέει πολύ όμορφη και ότι ο πατέρας ήταν τυχερός που τη βρήκε! Έτσι, θα πρόσφερε μια μάνα και σε μένα!
Τα κατοπινά τι να σας τα εξιστορήσω; Παρότι έκλαψα πικρά και έπεσα ικέτις στα πόδια του πατέρα μου να μη γίνει ο γάμος, δεν ήθελα μάνα εγώ, είχα τη Φιλούσα, εκείνος ήταν ανένδοτος. Μάλιστα, θύμωσε τόσο πολύ μαζί μου που τη μέρα του γάμου, με κλείδωσε στο γυναικωνίτη.
Και έτσι την τελευταία πανσέληνο του έβδομου μήνα (7) η Κάλλιονκαλλιστώ ήρθε κυρά στο σπίτι μας. Την επόμενη μέρα το βράδυ, με φώναξαν για να την γνωρίσω. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το σκοτεινό βλέμμα που μου έριξε, χαιρετώντας με μέ ψεύτικο χαμόγελο. Πωπω! Τι έκανε ο πατέρας μου! Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί μου…τι κακό προαίσθημα, σαν πλουτώνειο χάδι στη ράχη…
Τις επόμενες μέρες προσπαθούσα να είμαι αόρατη. Ο πατέρας έφευγε χαμογελαστός απ’ το σπίτι το πρωί για το οπλοποιείο, η Κάλλιονκαλλιστώ έμενε μέχρι αργά το μεσημέρι ξαπλωμένη στο συζυγικό κρεβάτι και ύστερα έβγαζε απ’ το κλειδωμένο ερμάρι κάτι γυάλινα μπουκαλάκια με χρωματιστό υγρό και τα πασπάτευε μουρμουρίζοντας. Λάδι ήτανε; άρωμα; δεν ξέρω, ούτε η Φιλούσα ήξερε ούτε ο Μέλανας που ρώτησα. Ύστερα, τα ξαναέβαζε στη θέση τους, αφού τα δίπλωνε καλά καλά με μεταξωτό πανί, διπλοκλείδωνε το ντουλάπι, έβαζε το κλειδί στην αρμαθιά στη μέση της και κατέβαινε στο τραπέζι για φαγητό λίγο πριν επιστρέψει ο πατέρας.
Και οι μέρες περνούσαν ίδιες κι απαράλλαχτες, μόνο που μια παρατίλτρια (8) άρχισε να έρχεται τακτικά για την αποτρίχωση της νιόνυφης. Ώρες κρατούσε η περιποίηση! Πού να σιμώσουμε να δούμε! Μόλις μας έπαιρνε είδηση η μητριά μου, οι φωνές της έφταναν μέχρι τον κάτω δρόμο. Ούτε τη Φιλούσα συμπαθούσε, παρότι η κακομοίρα η πρωτοδούλα προσπαθούσε να την υπηρετεί όσο καλύτερα μπορούσε. Και όπως πάντα, όλα από τα χέρια της Φιλούσας περνούσανε. Η Κάλλιονκαλλιστώ στολιζόταν και φτιαχνόταν όλη μέρα. Το βράδυ στο νυφικό θάλαμο χαριζόταν στον πατέρα και κείνος δεν έλεγε κουβέντα, μήτε να τη μαλώσει που δεν ασχολιόταν με το νοικοκυριό μήτε που όλο ζητούσε ρούχα και στολίδια και ποτέ δεν της έφταναν όσα κι αν της πρόσφερε ο πατέρας που ξεπαραδιαζόταν. Τότε νομίζω ήταν που έμαθα τι είναι η δωδεκαμήχανη εταίρα (9). Της ξέφυγε πνιχτά η βρισιά της Φιλούσας, γιατί βρισιά είναι, μια μέρα που η Κάλλιονκαλλιστώ της πέταξε κατακούτελα τη χύτρα, γιατί δεν της άρεσε το φαγητό που μαγείρευε η δούλα.
Δεν άργησε ο καιρός που κρυφάκουγα συζητήσεις του πατέρα με τη δωδεκαμήχανη. Του ζητούσε να με παντρέψει γρήγορα, γιατί είχε έρθει λέει ο καιρός μου και έπρεπε να πάω στο σπίτι του αντρός μου. Δίσταζε λίγο ο πατέρας, να περιμένουμε λίγο ακόμα έλεγε, δεν υπήρχε βιάση, να δέσει το κορμί μου πρώτα, γιατί ήμουνα λιπόσαρκη… τίποτα η άλλη. Δεν άκουγε κουβέντα. Επέμενε να γίνει τουλάχιστον η εγγύηση (10) και αργότερα ο γάμος. Είχε μάλιστα υπόψη της και ένα καλό παιδί. Προίκα δεν θα χρειαζόταν μεγάλη. Κλονιζόταν ο πατέρας, θα δούμε έλεγε και προσπαθούσε να αποφύγει τη στανική επιμονή της.
Με τούτα και με κείνα μια μέρα εγώ, το καμάρι του πατέρα μου, αρρώστησα βαριά. Πονούσε η κοιλιά μου, ξέρναγα αίμα και χολή σαν θανατοπαρμένη, τρεις μέρες βάστηξε το μαρτύριο, ήρθε ο γιατρός με κοίταξε, ζουλούσε από δω, πίεζε από κει, εξέταζε παραπέρα, κουνούσε το κεφάλι του. Καταπλάσματα, μαντζούνια γιατρικά, να πιω το ένα, να φτύσω τ’ άλλο…τίποτα. Ο πόνος, πόνος.
Την τρίτη μέρα κοιμήθηκα. Τον είδα τον πατέρα μου στην άκρη του κρεβατιού να κρατάει το κεφάλι με τα δυό του χέρια, η Κάλλιονκαλλιστώ να του χαϊδεύει τρυφερά την πλάτη με σαρδόνιο χαμόγελο αδιόρατο στα χείλη. Η Φιλούσα με δάκρυα στα μάτια με σκέπασε καλά να μην κρυώνω, τυλίχτηκα στο χνούδι. Χνούδι νεκρικό, γιατί ακολούθησαν όλα τα γνωστά που ξέρετε στις κηδείες των καθωσπρέπει οικογενειών, που θάβουν το μοναχοπαίδι τους.
Νάμαι και γω στη μαρμαρένια σαρκοφάγο, παγερή και αμίλητη, στην άλλη ζωή μου που σας έλεγα πρωτύτερα. Νεκρή και όχι. Ο Χάρων δε με πήρε. Συμπυκνωμένες ζωές, λέει, δεν παίρνει. Και γω έχω δυό: τη μια μέσα στην άλλη. Μα πώς; Γιατί; Τι είμαι εγώ;
-Δες την ταφόπλακά σου, μου είπε στο τέλος. Κοίτα καλά. Πώς περιμένεις να πεθάνεις εντελώς;
Ααα! Οι ανοικτές παλάμες του βίαιου και ανεξήγητου θανάτου! Άρα, η κατάρα με κρατάει νεκροζώντανη. Ποιανού κατάρα; Ποιανού επίκληση; Του πατέρα;
-Τράβα σαν σκιά ονείρου στο ερμάρι του νυφικού θαλάμου. Άνοιξέ το, Ζωσίμη. Θα καταλάβεις, είπε ο Χάρων. Οι σκιές τα βλέπουν και τα ξέρουν όλα. Τα παλιά και τα τρέχοντα, καμιά φορά και τα μελλούμενα.
Κατάλαβα. Ακόμα σκιά είμαι. Δεν ανήκω μήτε στους νεκρούς μήτε στους ζωντανούς. Το ερμάριο διπλοκλειδωμένο. Κανείς δεν ξέρει πώς έγινε και πέθανα. Και γω που τα βλέπω και τα ξέρω όλα τώρα, καταλαβαίνω πως λάθεψα. Το λέει καθαρά το όνομά μου. Ζωσίμη. Αυτή που μπορεί να ζει, όχι η ζωντανή.
Σημειώσεις:
(1) Άωρος = άγουρη, μικρή σε ηλικία, ανώριμη (α- στερητικό + ώρα)
(2) πλαγγόνες= κούκλες
(3) αθύρματα= παιγνίδια
(4) Δερκετώ= Συριακή θεά ή Συρία θεά ή Dea Syria στα λατινικά
(5) λανάρισμα= επεξεργασία μαλλιού ή λιναριού (με χτένισμα), ώστε να γίνει κατάλληλο για κλώσιμο
(6) αττικούρες= (εννοείται) αττική διάλεκτος
(7) κατά το αττικό ημερολόγιο, 7ος μήνας ήταν ο Γαμηλιών (αντιστοιχεί στο Γενάρη περίπου), αφιερωνόταν στην Ήρα και τότε θεωρούταν κατάλληλη εποχή για γάμους
(8) παρατίλτρια= δούλα που αποτριχώνει τις γυναίκες (παρατίλλω= αποτριχώνω)
(9) δωδεκαμήχανη εταίρα= εταίρα που μηχανεύεται (επινοεί, γνωρίζει) δώδεκα ερωτικές στάσεις, δώδεκα ερωτικά κόλπα
(10) εγγύηση= εγγύη (αρχ.), αρραβώνας
Βιβλιογραφία
Βασιλική Χριστοπούλου
Αρχαιολόγος, ΜΑ
Άωρος (1) κόρη είμαι, Ζωσίμη με αποκαλούν, δηλαδή ζωντανή νομίζω, κόρη του οπλοποιού Ηρακλέωνος από την Απάμεια της Συρίας. Όταν με έθαψαν και μου βάλανε τούτη την ταφόπλακα ήμουν 14 χρονών, 2 μηνών και 6 ημερών κορίτσι. Σχεδόν έτοιμη για γάμο. Το καμάρι του πατέρα μου! Τη μάνα μου δεν τη γνώρισα. Πέθανε στη γέννα μου προς μεγάλη δυστυχία του πατέρα μου, που όλοι στο σπίτι έλεγαν πως την αγαπούσε πολύ. Από τη μάνα μου άλλο παιδί δεν είχε.
Εγώ μεγάλωνα στο κέντρο της Απάμειας, όπως μεγαλώνουν όλα τα παιδιά του κόσμου, το έβλεπα αυτό στη γειτονιά μας, και στην αρχή δεν με πλήγωνε που ήμουν ορφανό, γιατί η Φίλιον η πρωτοδούλα μας από τα Πάταρα της Λυκίας με φρόντιζε σα μάνα και καλύτερα ακόμα. Φιλούσα τη φώναζα. Μου άρεσε καλύτερα. Έτσι, το όνομά της σήμαινε πολλή αγάπη για μένα.
Η ζωή μου κυλούσε παιδικά, με γέλια και χαρές, πολύ παιχνίδι με τις πλαγγόνες (2) και τα αθύρματά μου (3), κυνηγητό στην κουζίνα με τον Μέλανα, το μικρό βοηθό της Φιλούσας, ύστερα πάρτο κάτω το σακί με το στάρι μαζί με τ’ αυγά, αγριοφωνάρες της Φιλούσας, παντοφλιές στον Μέλανα, χασκογελούσα εγώ, θύμωνε αυτός και τον καλόπιανα μετά με μια μελόπιτα της Φιλούσας που έκλεβα κρυφά απ’ το ερμάρι.
Στις μεγάλες γιορτές της άνοιξης, καμαρωτή καμαρωτή εγώ, με κρατούσε ο πατέρας απ’ το χεράκι, ντυμένη με τον καλό μου τον γλαυκό χιτώνα και τα μαλλιά πλεξούδες, στολισμένα με λουλουδένιο στεφάνι και πορφυρές κορδέλες.
Ζωή παιδική, ωραία. Και μετά που μεγάλωσα και θυμάμαι περισσότερα πράγματα, πάλι ωραία ήτανε. Αφιέρωσα τις μακριές πλεξούδες μου στη Δερκετώ (4), τη Συρία θεά, μαζί με τα παιχνίδια μου, μάθαινα αργαλειό πλάι στη Φιλούσα, στο λανάρισμα (5) δεν με έφτανε καμιά, έτσι έλεγε η Φιλούσα, και είχα σε απόσταση τον Μέλανα, γιατί πλέον δεν ήμασταν παιδιά. Έμαθα και να μετράω, ο πατέρας ήταν ανένδοτος σε αυτό, σπουδαγμένος βλέπεις στας Αθήνας, έλεγε η αριθμητική θα με βοηθήσει να υπολογίζω τις προμήθειες του σπιτιού, όταν θα γίνω και γω κυρά. Ξέρω κάπως ανάγνωση και γραφή, αλλά δεν είμαι πολύ καλή, μπερδεύω το δ και το ρ λέει ο πατέρας, τα γράφω ανάποδα. Εμένα βέβαια δεν με πειράζει. Πάντα καταλαβαίνω τι αττικούρες (6) γράφω στην πινακίδα και ας με μαλώνει ο πατέρας.
Την ορφάνια από μάνα την ένιωσα βαθιά μες το πετσί μου, όταν ο πατέρας μου αποφάσισε να νυμφευτεί ξανά. Σε μένα δεν είπε τίποτα, αλλά κρυφάκουσα που το συζητούσε με τους φίλους του ένα βράδυ στον ανδρώνα. Εκείνοι του εύχονταν βίον ανθόσπαρτον και πίνανε στην υγειά του και στην υγειά της μέλλουσας νύφης. Κάλλιον ή Καλλιστώ τη λέγανε. Δεν πολυκατάλαβα. Μόνο ότι ήτανε λέει πολύ όμορφη και ότι ο πατέρας ήταν τυχερός που τη βρήκε! Έτσι, θα πρόσφερε μια μάνα και σε μένα!
Τα κατοπινά τι να σας τα εξιστορήσω; Παρότι έκλαψα πικρά και έπεσα ικέτις στα πόδια του πατέρα μου να μη γίνει ο γάμος, δεν ήθελα μάνα εγώ, είχα τη Φιλούσα, εκείνος ήταν ανένδοτος. Μάλιστα, θύμωσε τόσο πολύ μαζί μου που τη μέρα του γάμου, με κλείδωσε στο γυναικωνίτη.
Και έτσι την τελευταία πανσέληνο του έβδομου μήνα (7) η Κάλλιονκαλλιστώ ήρθε κυρά στο σπίτι μας. Την επόμενη μέρα το βράδυ, με φώναξαν για να την γνωρίσω. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το σκοτεινό βλέμμα που μου έριξε, χαιρετώντας με μέ ψεύτικο χαμόγελο. Πωπω! Τι έκανε ο πατέρας μου! Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί μου…τι κακό προαίσθημα, σαν πλουτώνειο χάδι στη ράχη…
Τις επόμενες μέρες προσπαθούσα να είμαι αόρατη. Ο πατέρας έφευγε χαμογελαστός απ’ το σπίτι το πρωί για το οπλοποιείο, η Κάλλιονκαλλιστώ έμενε μέχρι αργά το μεσημέρι ξαπλωμένη στο συζυγικό κρεβάτι και ύστερα έβγαζε απ’ το κλειδωμένο ερμάρι κάτι γυάλινα μπουκαλάκια με χρωματιστό υγρό και τα πασπάτευε μουρμουρίζοντας. Λάδι ήτανε; άρωμα; δεν ξέρω, ούτε η Φιλούσα ήξερε ούτε ο Μέλανας που ρώτησα. Ύστερα, τα ξαναέβαζε στη θέση τους, αφού τα δίπλωνε καλά καλά με μεταξωτό πανί, διπλοκλείδωνε το ντουλάπι, έβαζε το κλειδί στην αρμαθιά στη μέση της και κατέβαινε στο τραπέζι για φαγητό λίγο πριν επιστρέψει ο πατέρας.
Και οι μέρες περνούσαν ίδιες κι απαράλλαχτες, μόνο που μια παρατίλτρια (8) άρχισε να έρχεται τακτικά για την αποτρίχωση της νιόνυφης. Ώρες κρατούσε η περιποίηση! Πού να σιμώσουμε να δούμε! Μόλις μας έπαιρνε είδηση η μητριά μου, οι φωνές της έφταναν μέχρι τον κάτω δρόμο. Ούτε τη Φιλούσα συμπαθούσε, παρότι η κακομοίρα η πρωτοδούλα προσπαθούσε να την υπηρετεί όσο καλύτερα μπορούσε. Και όπως πάντα, όλα από τα χέρια της Φιλούσας περνούσανε. Η Κάλλιονκαλλιστώ στολιζόταν και φτιαχνόταν όλη μέρα. Το βράδυ στο νυφικό θάλαμο χαριζόταν στον πατέρα και κείνος δεν έλεγε κουβέντα, μήτε να τη μαλώσει που δεν ασχολιόταν με το νοικοκυριό μήτε που όλο ζητούσε ρούχα και στολίδια και ποτέ δεν της έφταναν όσα κι αν της πρόσφερε ο πατέρας που ξεπαραδιαζόταν. Τότε νομίζω ήταν που έμαθα τι είναι η δωδεκαμήχανη εταίρα (9). Της ξέφυγε πνιχτά η βρισιά της Φιλούσας, γιατί βρισιά είναι, μια μέρα που η Κάλλιονκαλλιστώ της πέταξε κατακούτελα τη χύτρα, γιατί δεν της άρεσε το φαγητό που μαγείρευε η δούλα.
Δεν άργησε ο καιρός που κρυφάκουγα συζητήσεις του πατέρα με τη δωδεκαμήχανη. Του ζητούσε να με παντρέψει γρήγορα, γιατί είχε έρθει λέει ο καιρός μου και έπρεπε να πάω στο σπίτι του αντρός μου. Δίσταζε λίγο ο πατέρας, να περιμένουμε λίγο ακόμα έλεγε, δεν υπήρχε βιάση, να δέσει το κορμί μου πρώτα, γιατί ήμουνα λιπόσαρκη… τίποτα η άλλη. Δεν άκουγε κουβέντα. Επέμενε να γίνει τουλάχιστον η εγγύηση (10) και αργότερα ο γάμος. Είχε μάλιστα υπόψη της και ένα καλό παιδί. Προίκα δεν θα χρειαζόταν μεγάλη. Κλονιζόταν ο πατέρας, θα δούμε έλεγε και προσπαθούσε να αποφύγει τη στανική επιμονή της.
Με τούτα και με κείνα μια μέρα εγώ, το καμάρι του πατέρα μου, αρρώστησα βαριά. Πονούσε η κοιλιά μου, ξέρναγα αίμα και χολή σαν θανατοπαρμένη, τρεις μέρες βάστηξε το μαρτύριο, ήρθε ο γιατρός με κοίταξε, ζουλούσε από δω, πίεζε από κει, εξέταζε παραπέρα, κουνούσε το κεφάλι του. Καταπλάσματα, μαντζούνια γιατρικά, να πιω το ένα, να φτύσω τ’ άλλο…τίποτα. Ο πόνος, πόνος.
Την τρίτη μέρα κοιμήθηκα. Τον είδα τον πατέρα μου στην άκρη του κρεβατιού να κρατάει το κεφάλι με τα δυό του χέρια, η Κάλλιονκαλλιστώ να του χαϊδεύει τρυφερά την πλάτη με σαρδόνιο χαμόγελο αδιόρατο στα χείλη. Η Φιλούσα με δάκρυα στα μάτια με σκέπασε καλά να μην κρυώνω, τυλίχτηκα στο χνούδι. Χνούδι νεκρικό, γιατί ακολούθησαν όλα τα γνωστά που ξέρετε στις κηδείες των καθωσπρέπει οικογενειών, που θάβουν το μοναχοπαίδι τους.
Εικόνα 2: Οι φύλακες του χρόνου. Σύνθεση από τον Manfred Kielnhofer |
-Δες την ταφόπλακά σου, μου είπε στο τέλος. Κοίτα καλά. Πώς περιμένεις να πεθάνεις εντελώς;
Ααα! Οι ανοικτές παλάμες του βίαιου και ανεξήγητου θανάτου! Άρα, η κατάρα με κρατάει νεκροζώντανη. Ποιανού κατάρα; Ποιανού επίκληση; Του πατέρα;
-Τράβα σαν σκιά ονείρου στο ερμάρι του νυφικού θαλάμου. Άνοιξέ το, Ζωσίμη. Θα καταλάβεις, είπε ο Χάρων. Οι σκιές τα βλέπουν και τα ξέρουν όλα. Τα παλιά και τα τρέχοντα, καμιά φορά και τα μελλούμενα.
Κατάλαβα. Ακόμα σκιά είμαι. Δεν ανήκω μήτε στους νεκρούς μήτε στους ζωντανούς. Το ερμάριο διπλοκλειδωμένο. Κανείς δεν ξέρει πώς έγινε και πέθανα. Και γω που τα βλέπω και τα ξέρω όλα τώρα, καταλαβαίνω πως λάθεψα. Το λέει καθαρά το όνομά μου. Ζωσίμη. Αυτή που μπορεί να ζει, όχι η ζωντανή.
Σημειώσεις:
(1) Άωρος = άγουρη, μικρή σε ηλικία, ανώριμη (α- στερητικό + ώρα)
(2) πλαγγόνες= κούκλες
(3) αθύρματα= παιγνίδια
(4) Δερκετώ= Συριακή θεά ή Συρία θεά ή Dea Syria στα λατινικά
(5) λανάρισμα= επεξεργασία μαλλιού ή λιναριού (με χτένισμα), ώστε να γίνει κατάλληλο για κλώσιμο
(6) αττικούρες= (εννοείται) αττική διάλεκτος
(7) κατά το αττικό ημερολόγιο, 7ος μήνας ήταν ο Γαμηλιών (αντιστοιχεί στο Γενάρη περίπου), αφιερωνόταν στην Ήρα και τότε θεωρούταν κατάλληλη εποχή για γάμους
(8) παρατίλτρια= δούλα που αποτριχώνει τις γυναίκες (παρατίλλω= αποτριχώνω)
(9) δωδεκαμήχανη εταίρα= εταίρα που μηχανεύεται (επινοεί, γνωρίζει) δώδεκα ερωτικές στάσεις, δώδεκα ερωτικά κόλπα
(10) εγγύηση= εγγύη (αρχ.), αρραβώνας
Βιβλιογραφία
- Η λατρεία των Συριακών θεοτήτων στη Ρώμη
- Γαμήλια έθιμα της αρχαιότητας και η θέση της γυναίκας στο γάμο
Βασιλική Χριστοπούλου
Αρχαιολόγος, ΜΑ
Πολύ όμορφο κείμενο/ιστορία/μυθοπλασία!
ΑπάντησηΔιαγραφή