Στην έκθεση «Δύο Συλλογές σμίγουν», εκτός από εκθέματα τα οποία βλέπουμε για πρώτη φορά, παρουσιάζονται και τα τελευταία συμπεράσματα έρε...
Στην έκθεση «Δύο Συλλογές σμίγουν», εκτός από εκθέματα τα οποία βλέπουμε για πρώτη φορά, παρουσιάζονται και τα τελευταία συμπεράσματα έρευνας για τη βυζαντινή ζωγραφική στη Βόρεια Ελλάδα. |
Η καινούργια περιοδική έκθεση με τίτλο «Δύο Συλλογές σμίγουν», που παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη, δίνει τη δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων στον επισκέπτη.
Μια έκθεση εικόνων έπειτα από πολλά χρόνια στο μουσείο, όπως λέει στην «Κ» η διευθύντριά του, Αγαθονίκη Τσιλιπάκου, όπου εκτός από εκθέματα τα οποία βλέπουμε για πρώτη φορά, παρουσιάζονται και τα τελευταία συμπεράσματα έρευνας για τη βυζαντινή ζωγραφική στη Βόρεια Ελλάδα και ειδικότερα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, του Αγίου Ορους και της Κεντροδυτικής Μακεδονίας.
«Πρόθεση είναι να συγκροτήσει μιαν ολότητα που προέκυψε από τη συνδυαστική μελέτη των αντικειμένων δύο συλλογών: εκείνης της Δημοτικής Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης και εκείνης του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού. Η μία συλλογή λειτουργεί συμπληρωματικά της άλλης καθώς μέσα από τη σύνθεση παρουσιάζονται οι ποικίλες εκφάνσεις της ορθόδοξης χριστιανικής τέχνης στους αιώνες μετά την Αλωση, εντασσόμενες στα κοινωνικοοικονομικά συμφραζόμενα. Ταυτόχρονα συμπληρώνεται και ο κατάλογος των πονημάτων επώνυμων αλλά και ανώνυμων ζωγράφων και εργαστηρίων, με έμφαση στην επικράτεια του βορειοελλαδικού χώρου που τελούσε υπό οθωμανική κυριαρχία και επίκεντρο την ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, τη Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος».
Με τη διοργάνωση αυτή, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού πραγματώνει τους σκοπούς ενός δανεισμού. Των εικόνων, και ιερών κειμηλίων από τη συλλογή της Δημοτικής Πινακοθήκης που του παραχώρησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης το 2015, με τη μορφή χρησιδανείου για 30 έτη, με σκοπό τη διαφύλαξη, συντήρηση και έκθεσή τους.
Βέβαια, η έγκριση της παραχώρησης, με υπουργική απόφαση, περιορίστηκε στα πέντε χρόνια αλλά με δυνατότητα συνεχούς ανανέωσης.
Πέρα από τη συμβατική υποχρέωση του μουσείου, στους χώρους των περιοδικών εκθέσεων σμίγουν δύο σημαντικές συλλογές και παρουσιάζονται συνολικά 129 πολιτιστικά αγαθά, φορητές εικόνες, αντικείμενα ιδιωτικής λατρείας, λειτουργικά σκεύη, άμφια, ιερά κειμήλια. Πενήντα από τις συλλογές της Δημοτικής Πινακοθήκης και 79 από τις συλλογές του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού που χρονολογούνται από τον 14ο έως και τις αρχές του 20ού αι. Εχει όμως σημασία ότι τα 85 από αυτά εκτίθενται για πρώτη φορά μετά τη συντήρηση και επιστημονική τεκμηρίωσή τους στο ΜΒΠ.
Για την κ. Τσιλιπάκου, υπάρχει ένας ακόμη λόγος. «Βασικός στόχος του μουσείου και προσωπικός μου, είναι πέρα από την ανάδειξη, να πειστεί η τοπική κοινωνία και ο δήμος ότι αυτή η συλλογή πρέπει να περιέλθει μόνιμα στο ΜΒΠ, γιατί εκεί είναι ο φυσικός της χώρος». Αυτή ήταν επιθυμία και των προκατόχων της.
Στην έκθεση, που διαρθρώνεται σε δύο βασικές ενότητες, σμίγουν ζωγράφοι, εργαστήρια, θέματα, νοήματα, συμβολισμοί και ο επισκέπτης έχει μια πλήρη εικόνα με τη βοήθεια και των τελευταίων πορισμάτων, μετά τη συντήρηση και τεκμηρίωση των εικόνων στο μουσείο, είτε του ίδιου είτε της Πινακοθήκης. Όσο για τον τίτλο της έκθεσης «Δύο συλλογές σμίγουν», τον έδωσε «η ύπαρξη στις δύο συλλογές, έργων του ίδιου ζωγράφου - εργαστηρίου με κοινό λειτουργικό σκοπό (εικόνες επιστυλίου) όχι όμως αναγκαστικά προερχόμενες από τον ίδιο ναό».
Τα εκθέματα χρονολογούνται από τον 14ο έως και τις αρχές του 20ού αιώνα. |
Αρχίζοντας την περιήγηση στην έκθεση από το ισόγειο και την εισαγωγική ενότητα, που σχηματίζουν πέντε υποενότητες, ο επισκέπτης μαθαίνει για την ταυτότητα των δύο συλλογών καθώς και τις λεπτομέρειες για τον μακροχρόνιο δανεισμό των εικόνων και ιερών κειμηλίων της συλλογής της Δημοτικής Πινακοθήκης στο ΜΒΠ. Συλλογή που αποτελείται από 123 φορητές εικόνες και ιερά κειμήλια, εκ των οποίων οι 63 προέρχονται από τον κοιμητηριακό ναό του νεκροταφείου της Ευαγγελίστριας, ο οποίος ιδρύθηκε το 1875 από το Σωματείο της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης και εντάχθηκαν στη συλλογή της Δημοτικής Πινακοθήκης το 1987 και το 1988. Ο μεγαλύτερος αριθμός τους χρονολογείται στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αι., υπάρχουν όμως και παλιότερες εικόνες (14ου-18ου αι.).
Όσο για τη συλλογή εικόνων του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού είναι από τις σημαντικότερες δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα με 1.025 εικόνες από τα τέλη του 12ου έως τον 20ό αιώνα. Τον κύριο κορμό της αποτελούν βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες που μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας μεταφέρθηκαν το 1916 για φύλαξη, μαζί με άλλα αντικείμενα, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα, όπου και παρέμειναν μέχρι το 1994. Στον κορμό αυτό προστέθηκε το 1987, με την εκτέλεση της διαθήκης του συλλέκτη Δημητρίου Οικονομόπουλου, ένα ακόμη ενδιαφέρον σύνολο μεταβυζαντινών κυρίως εικόνων.
Στον ανώγειο και τον όροφο όπου αναπτύσσεται η δεύτερη ενότητα σε εννέα υποενότητες, πραγματεύονται ζητήματα της μεταβυζαντινής εκκλησιαστικής ορθόδοξης ζωγραφικής στην οθωμανοκρατούμενη ελληνική επικράτεια, εστιάζοντας στη Μακεδονία, στη Θεσσαλονίκη και στο Αγιον Ορος. Η ορθόδοξη θρησκευτική ζωγραφική των φορητών εικόνων, όπως και η εντοίχια, στους μετά την Αλωση χρόνους, είναι άρρηκτα δεμένη με τη «μεγάλη παράδοση της βυζαντινής τέχνης», σημειώνεται στα επιτοίχια.
Παρουσιάζονται λεπτομέρειες για τις μετακινήσεις των ζωγράφων, τα δίκτυα επικοινωνίας, τα εργαστήρια ή τα οικογενειακά συνεργεία και τις συντροφιές που δραστηριοποιούνται κυρίως στον 17ο έως και τις αρχές του 20ού αι. Ανάμεσα στα εργαστήρια, δίνονται πληροφορίες για εκείνο του Αγίου Νικολάου Γούρνας Βέροιας, γνωστό από τη δράση του στην πόλη της Βέροιας τον 17ο αι. κατά την περίοδο αρχιερατείας του μητροπολίτη Ιωαννικίου (1638-1645), μετέπειτα πατριάρχη Αλεξανδρείας (1645-1657). Οπως προκύπτει από τη νεότερη έρευνα της κ. Τσιλιπάκου, πρόκειται για ζωγράφους κυρίως φορητών εικόνων. Πληροφορίες δίνονται και για το εργαστήριο της Αγιάς, τους «Καρπενησιώτες» ζωγράφους, ένα οργανωμένο εργαστήριο με φερόμενο «ιδρυτή» τον Νικηφόρο Α΄, από το Καρπενήσι, και δράση στον Άθω, αλλά και εκτός Αγίου Όρους, από το 1773 έως το 1890. Επίσης για τους Κολακιώτες ζωγράφους, οικογενειακά συνεργεία που δραστηριοποιούνταν κυρίως στις σημερινές περιφερειακές ενότητες Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Ημαθίας, Πιερίας και εργάζονταν μεμονωμένα ή συνεργάζονταν ανάλογα με τον όγκο της παραγγελίας.
Ποια είναι η επισκεψιμότητα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, ρωτάμε τη διευθύντριά του. «Το μουσείο έχει ανοδική πορεία. Από τους 50.000 επισκέπτες που είχε τα προηγούμενα χρόνια έφτασε τους 100.000 ετησίως. Τους χειμερινούς μήνες έχουμε περισσότερους επισκέπτες όπως παρατηρείται στα μουσεία της Θεσσαλονίκης.
Συγκεκριμένα, από τον Μάρτιο έως και τον Μάιο έχουμε μεγαλύτερη επισκεψιμότητα από τους άλλους μήνες, και είναι πράγματι εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς ότι το καλοκαίρι μπορεί να έχουμε το ίδιο ποσοστό επισκεπτών ή και μικρότερο από τον χειμώνα, παρότι υπάρχει το διευρυμένο ωράριο λειτουργίας».
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια