Εγκαινιάστηκε με καθυστέρηση, αλλά δεν άνοιξε τις πύλες του για το κοινό. Φιλοδοξεί να συναγωνιστεί σε περιεχόμενο, δόξα και επισκέπτες το Β...
Εγκαινιάστηκε με καθυστέρηση, αλλά δεν άνοιξε τις πύλες του για το κοινό. Φιλοδοξεί να συναγωνιστεί σε περιεχόμενο, δόξα και επισκέπτες το Βρετανικό Μουσείο και το Λούβρο κι έχει εξασφαλίσει μία από τις βασικές προϋποθέσεις: διαθέτει στις συλλογές του κλεμμένα έργα τέχνης, η πατρίδα των οποίων διεκδικεί τον επαναπατρισμό τους, όπως ορισμένα από τα περίφημα χάλκινα γλυπτά του Μπενίν από τη Νιγηρία.
Κατάφερε πολύ πριν εγκαινιαστεί να αποτελέσει πεδίο σφοδρών αντιπαραθέσεων, ενώ από τις πρώτες κιόλας στιγμές της «λειτουργίας» του παρομοιάστηκε με κτίριο ασφαλιστικής εταιρείας και στα φόρα άρχισαν να βγαίνουν και τα πρώτα προβλήματα, όπως εκείνα στον κλιματισμό, που σύμφωνα με μερίδα επικριτών ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τα πολύτιμα εκθέματά του.
Κι όλα αυτά για ένα μουσείο που κόστισε 700 εκατ. ευρώ κι αποτελεί την πλέον πολυδάπανη επένδυση πολιτιστικού ενδιαφέροντος στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Αν αναζητήσετε την έδρα του ιδρύματος αυτού στον ευρωπαϊκό Νότο, πλανάσθε πλάνην οικτράν, διότι όλες οι παραπάνω αστοχίες, καθυστερήσεις και προβλήματα που έχουν ταυτιστεί με τα καθ’ ημάς συμβαίνουν στην καρδιά της Γερμανίας, και συγκεκριμένα στο Βερολίνο, εκεί όπου εδώ και λίγες ημέρες «λειτουργεί» ένα από τα πλέον αναμενόμενα και αμφιλεγόμενα μουσεία του κόσμου, το Χούμπολτ Φόρουμ.
Γλυπτά των Μάγια και ξύλινα σκάφη από τον Νότιο Ειρηνικό μέχρι αντικείμενα ασιατικής τέχνης, αλλά και ορισμένα που εστιάζουν στην ιστορία της πόλης του Βερολίνου συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πολλές χιλιάδες που φιλοξενούνται στις αίθουσες του ιδρύματος κι αποτελούν μέρος συλλογών οι οποίες συγκροτήθηκαν κατά μεγάλο ποσοστό την εποχή της αποικιοκρατίας.
Κι ίσως να περίμενε κάποιος οι αντιδράσεις που υπάρχουν για τη δημιουργία αυτού του μουσείου να είχαν στο επίκεντρό τους τον χαρακτήρα του: ένα ίδρυμα που παρουσιάζει λεηλατημένους θησαυρούς ως επί το πλείστον από διαφορετικές γωνιές του πλανήτη, σε μια εποχή που η Ευρώπη επιχειρεί να «ξεχάσει» το αποικιοκρατικό παρελθόν της και να διορθώσει τα λάθη της με συχνούς επαναπατρισμούς αρχαιοτήτων και έργων τέχνης προς τις χώρες καταγωγής τους.
Το κτίριο στο επίκεντρο
Η ένσταση των Γερμανών όμως έχει περισσότερο εθνικά χαρακτηριστικά και το κέντρο βάρους της σε μεγάλο βαθμό στο ίδιο το κτίριο, ένα πρόσφατα ανακατασκευασμένο μπαρόκ παλάτι, γνωστό ως το Παλάτι του Βερολίνου, το οποίο άρχισε να χτίζεται τον 15ο αι. Κατεδαφίστηκε το 1950 από την κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας, η οποία εγκατέστησε το κοινοβούλιο στη θέση του. Μετά την επανένωση Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας αποφασίστηκε να κατεδαφιστεί το Σπίτι του Λαού και να ανεγερθεί ένας κλώνος του αρχικού ανακτόρου, απόφαση που πολλοί θεωρούν ακόμη και σήμερα ως απόπειρα διαγραφής της ιστορίας της Ανατολικής Γερμανίας και επιστροφή ενός συμβόλου της απολυταρχίας.
Σχεδιασμένο από τον ιταλό αρχιτέκτονα Φράνκο Στέλα, το νέο κτίριο ενσωματώνει μοντέρνα στοιχεία – κομψούς εσωτερικούς χώρους και ορισμένα μινιμαλιστικά στοιχεία στις όψεις – στον μπαρόκ σχεδιασμό του αρχικού παλατιού και σαφώς απέχει πολύ από τον λαβύρινθο των 1.210 αιθουσών που διέθετε το κτίριο μετά τις συνεχείς επεκτάσεις και εσωτερικές αναδιαμορφώσεις, με αποτέλεσμα πολλοί να χαρακτηρίζουν το νέο εγχείρημα ως «βιτρίνα» ή «σκηνικό».
Ο κύριος ωφέλιμος χώρος που φτάνει τα 40.000 τ.μ. θα αξιοποιηθεί από το Ιδρυμα Πρωσικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς, το οποίο θα στεγάσει τις μη ευρωπαϊκές συλλογές του από τα μουσεία του Βερολίνου – Ντάλεμ, από το Πανεπιστήμιο Xoύμπολτ και από την κεντρική βιβλιοθήκη του κρατιδίου. Κομβικό ρόλο στη λειτουργία του νέου συγκροτήματος έχει κι ο κεντρικός χώρος εκδηλώσεων στο ισόγειο και το υπόγειο, η λεγόμενη Αγορά, που έχει δυνατότητα υποδοχής 15.000 επισκεπτών ημερησίως.
Οσο για το όνομά του, το αντλεί από τους αδελφούς Βίλχελμ και Αλεξάντερ Χούμπολτ, τον οραματιστή πολιτικό και γλωσσολόγο, στενό φίλο των Γκαίτε και Σίλερ, και τον φυσιοδίφη και εξερευνητή, το όνομα του οποίου έχει δοθεί από βουνοκορφή στη Βενεζουέλα μέχρι σε «θάλασσα» στην επιφάνεια της Σελήνης.
Ψηφιακά εγκαίνια
Η εντυπωσιακή εικόνα του μουσείου, που έπρεπε να ήταν έτοιμο ήδη από πέρυσι – και αφού είχε προηγηθεί σειρά άλλων καθυστερήσεων σε συνδυασμό με τις μακροχρόνιες έριδες σχετικά με τη φιλοσοφία της δημιουργίας του -, επισκιάστηκε και από την πανδημία που δεν επέτρεψε τη μεγαλοπρεπή τελετή που σχεδιαζόταν.
Περιορίστηκε σε ψηφιακά εγκαίνια κι άφησε χώρο για επιπλέον κριτική που σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασε στο σημείο να συγκριθεί η ανέγερσή του με την προβληματική κατασκευή του αεροδρομίου του Βερολίνου, το οποίο λειτούργησε το φθινόπωρο ύστερα από αναρίθμητα τεχνικά προβλήματα και καθυστέρηση εννέα ετών.
Οι υπεύθυνοι του μουσείου, αν και παραδέχονται πως υπάρχουν εκκρεμότητες και αστοχίες, όπως με τον κλιματισμό σε ένα τμήμα του κτιρίου, αρνούνται ότι τίθεται ζήτημα για τη σωστή συντήρηση των εκθεμάτων και βλέπουν πίσω από τις επιθέσεις ενδογερμανική διένεξη με τοπικιστικό χαρακτήρα, δείχνοντας μεταξύ άλλων ως υπεύθυνο το Μόναχο, που θέλει να υποτιμήσει την αξία και κατά συνέπεια την προσέλευση επισκεπτών στην πρωτεύουσα.
Οι πρώτοι επισκέπτες που θα περάσουν το κατώφλι του νέου μουσείου δεν θα έχουν πρόσβαση σε όλους τους χώρους του καθώς προβλέπεται το σταδιακό άνοιγμά τους μέσα στην επόμενη διετία. Σε λειτουργία θα βρίσκονται οι υπαίθριοι χώροι και η Αγορά, μια κινηματογραφική προβολή μεγάλης κλίμακας σχετικά με την ιστορία του χώρου και μια αρχαιολογική έκθεση στα θεμέλια του κτιρίου, στους κρατήρες που δημιουργήθηκαν από τα εκρηκτικά κατά την κατεδάφιση του αρχικού παλατιού.
Ωστόσο θα χρειαστεί χρόνος έως ότου βρεθούν στον τέταρτο όροφο, εκεί όπου έχει εγκατασταθεί ένα δίπολο – σύμβολο των πολλών διαφορετικών μηνυμάτων που φιλοξενεί. Σε έναν διάδρομο – κόμβο σύνδεσης πολλών αιθουσών «αντιπαρατίθενται» ένα άγαλμα του βασιλιά Φρειδερίκου Α’, του μονάρχη στον οποίο οφείλονται τα πρώτα αποικιακά εγχειρήματα της Πρωσίας, κι ένα εμβληματικό γλυπτό του εικαστικού Κανγκ Σουνκού – μια μαύρη μεσίστια σημαία ως υπενθύμιση των εγκλημάτων της αποικιοκρατίας.
Πηγή: Μ. Αδαμοπούλου, in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια