Ελλειμμα 150 εκατομμυρίων δολαρίων αντιμετωπίζει το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, λόγω της πανδημίας «Κάθε έργο συλλογής που πωλείτ...
Ελλειμμα 150 εκατομμυρίων δολαρίων αντιμετωπίζει το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, λόγω της πανδημίας
«Κάθε έργο συλλογής που πωλείται δημιουργεί στο μουσείο από το οποίο φεύγει μια αναπηρία», λέει ο Κυριάκος Κουτσομάλλης, διευθυντής του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. Η συνομιλία μας αφορά την πρόσφατη είδηση για την απόφαση του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης (Met) να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με οίκους δημοπρασιών και επιμελητές προκειμένου να πουλήσει ορισμένα από τα έργα που κατέχει. Στόχος του μουσείου, όπως δήλωσε ο διευθυντής του, Μαξ Χολέιν, είναι να φροντίσει με αυτά τα κεφάλαια τις συλλογές του.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας New York Times, το μουσείο αντιμετωπίζει έλλειμμα 150 εκατομμυρίων δολαρίων λόγω της πανδημίας και προσπαθεί να εκμεταλλευθεί τη χαλάρωση των κανόνων που διέπουν τις πωλήσεις έργων τέχνης από τα μουσεία: στο παρελθόν όφειλαν να χρησιμοποιούν ανάλογα κεφάλαια μόνο για νέες αγορές. Από την περασμένη άνοιξη, όμως, και έως τις 10 Απριλίου 2022, επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τα έσοδα από τις πωλήσεις τέχνης για έξοδα που σχετίζονται με την άμεση φροντίδα των συλλογών.
«Παρότι οι απώλειες έργων είναι τραυματικές για μια συλλογή, αντιμετωπίζω την είδηση με πολλή κατανόηση», σχολιάζει ο κ. Κουτσομάλλης. «Διότι ξέρω πόσο δύσκολη είναι η παρούσα συνθήκη. Ολοι οι πολιτιστικοί οργανισμοί βρισκόμαστε με παθητικά “ανοίγματα” στους προϋπολογισμούς μας και το 2021 δείχνει ότι δεν θα μας βοηθήσει να αναπληρώσουμε τις απώλειες. Από την άλλη πλευρά, το Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή δεν θέλει ούτε να περιορίσει το προσωπικό του ούτε βεβαίως να πλήξει τη συλλογή του. Αλλωστε έχουμε καταστατικές δεσμεύσεις που μας απαγορεύουν την πώληση έργων τέχνης. Ενδεχομένως θα οδηγηθούμε σε ένα εσωτερικό δάνειο από το κεφάλαιο που διαθέτει το Ιδρυμα Γουλανδρή, το οποίο όμως πρέπει να επιστραφεί όταν αποκατασταθούν οι συνθήκες».
Τόσο το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, μέσω της προέδρου του Σάντρας Μαρινοπούλου, όσο και το Μουσείο Μπενάκη, μέσω του επιστημονικού διευθυντή του Γιώργη Μαγγίνη, μας τονίζουν ότι η στρατηγική τους δεν προβλέπει πρακτικές αντίστοιχες με εκείνες του Met για την ενίσχυση του προϋπολογισμού τους.
Αναγνωρίζουν βεβαίως ότι «η πανδημία έχει πλήξει σφοδρά τη λειτουργία και τη βιωσιμότητα των μουσείων, οργανισμών που βασίζονται στη συμμετοχή του κοινού και (σε μεγάλο βαθμό) στη φυσική παρουσία του», όπως σχολιάζει ο κ. Γιώργης Μαγγίνης.
Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης βασίζεται «στους Φίλους, στους χορηγούς, στο πωλητήριο και στο -e-shop, που καλύπτουν μεγάλος μέρος των αναγκών, ενώ από φέτος ο προϋπολογισμός θα ενισχυθεί επίσης από πολλές ψηφιακές δραστηριότητες – webinars, αφηγήσεις των εκθέσεων, εκπαιδευτικά προγράμματα στα σχολεία και για την οικογένεια τα Σαββατοκύριακα», λέει η κ. Μαρινοπούλου. Το Μουσείο Μπενάκη μάς παραπέμπει στην ιστοσελίδα «Στηρίζω το Μουσείο» στον ιστότοπο benaki.org και τονίζει πως «ο δεσμός εμπιστοσύνης που έχει σφυρηλατηθεί ανάμεσα στο Μουσείο Μπενάκη και στην κοινωνία δεν θα διαρραγεί, εφόσον μάλιστα η ελληνική πολιτεία συνεχίζει να αναγνωρίζει τη σημασία του πολιτισμού».
«Ενα μουσείο που είναι εξ ανάγκης κλειστό οφείλει να βρει τρόπους επιβίωσης για να μπορέσει στο μέλλον να συνεχίσει την προσφορά του», λέει η Μαρία Τσαντσάνογλου, αν. γενική διευθύντρια MOMus. «Πιστεύω πως στην Ε.Ε. γίνεται μια προσπάθεια υποστήριξης των μουσείων, ώστε να μην καταφύγουν σε πράξεις απόρριψης έργων από τις συλλογές τους για οικονομικό όφελος και από ανάγκη επιβίωσης. Το Δίκτυο Ευρωπαϊκών Μουσείων (NΕΜΟ) ζήτησε ρητώς “την έμπρακτη υποστήριξη των κυβερνήσεων προς τα μουσεία (…) καθώς δεν θα υπάρχει γρήγορη επιστροφή στους προηγούμενους φυσιολογικούς ρυθμούς”», προσθέτει και διευκρινίζει: «To MOMus είναι εποπτευόμενος φορέας του ΥΠΠΟΑ και οι συλλογές του οφείλουν να προστατεύονται από το ελληνικό Δημόσιο. Ειδικά για τη Συλλογή Κωστάκη, υπάρχει συγκεκριμένη ρήτρα που απαγορεύει την πώληση έργων. Μέχρι σήμερα το υπουργείο κάλυψε τις οικονομικές ζημίες από το μακρόχρονο lockdown και το κόστος των ειδικών προγραμμάτων απομακρυσμένης και ψηφιακής λειτουργίας».
Πηγή: Μ. Βασιλειάδου, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια