Η μελέτη μεγάλου αριθμού βαρελιών οίνου της Ρωμαϊκής εποχής που διατηρήθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση και βρέθηκαν στη Ρενς της Γαλλίας επέτρε...
Η μελέτη μεγάλου αριθμού βαρελιών οίνου της Ρωμαϊκής εποχής που διατηρήθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση και βρέθηκαν στη Ρενς της Γαλλίας επέτρεψε στους αρχαιολόγους να μελετήσουν περαιτέρω πώς κατασκευάστηκαν, ποια υλικά χρησιμοποιήθηκαν και το ρόλο που έπαιξαν στο αρχαίο εμπόριο οίνου.
Τα τρία βαρέλια ανακαλύφθηκαν το 2008, κατά μήκος της δεξιάς όχθης του ποταμού Vesle που διασχίζει τη Ρενς, κατά τη διάρκεια αρχαιολογικής ανασκαφής.
Χρονολογούνται από τον 1ο αιώνα μ.Χ. έως τον 4ο αιώνα μ.Χ.. Τα τρία βαρέλια βρίσκονταν σε «εξαιρετική κατάσταση διατήρησης» και χρησιμοποιήθηκαν για την συλλογή ύδατος στο τέλος της εργασιακής λειτουργίας τους.
Ωστόσο, η ανάλυση δείγματος των βαρελιών ανέδειξε την ύπαρξη στοιχείων μηλικών και τρυγικών οξέων που είναι κοινοί δείκτες αλκοολικής ζύμωσης.
Επιπλέον, υπήρχαν σημάδια στα βαρέλια που έδειχναν ότι είχαν χρησιμοποιηθεί για το εμπόριο οίνου πριν τελικά επαναχρησιμοποιηθούν.
Κάθε βαρέλι είχε κατασκευαστεί από 22 έως 25 ξύλινες σανίδες, μήκους 2 μέτρων και είχε χωρητικότητα από 1.000 έως 1.200 λίτρα.
Ήταν τέτοια η κατάσταση διατήρησής τους που οι ερευνητές μπόρεσαν να εντοπίσουν πώς τα βαρέλια τοποθετήθηκαν στον χώρο και τον τόπο προέλευσης όλων των εξαρτημάτων τους.
Για παράδειγμα, το ξύλο που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή τους δεν ήταν δρυς αλλά ευρωπαϊκό έλατο (Abies alba). Στη συνέχεια, οι σανίδες διαμορφώθηκαν, όπως είναι μέχρι σήμερα, με εργαλεία ξυλουργικής σημάδια των οποίων εξακολουθούν να υπάρχουν στο εσωτερικό των σανίδων.
Τα στεφάνια κατασκευάστηκαν από δενδρύλλια λεπτοκαρυάς που σε μία περίπτωση (βαρέλι 354) στερεώθηκαν με χόρτο esparto το οποίο, σε αντίθεση με το έλατο και την λεπτοκαρυά, δεν βρίσκεται στη βόρεια Ευρώπη αλλά στη Μεσόγειο. Τα άλλα στεφάνια δέθηκαν με κορδόνι που πιθανότατα προμηθεύτηκαν από τις τοπικές περιοχές.
Τα βαρέλια είχαν επίσης σφραγιστεί κατά τόπους με πίσσα, η οποία είναι γνωστό ότι η παραγωγή της την συγκεκριμένη περίοδο γινόταν με πυρογόνωση (είδος απόσταξης) από ξύλο πεύκου.
Τα βαρέλια φέρουν πολλά σημάδια και ίχνη που είτε προήλθαν από χτυπήματα είτε μαρκαρίστηκαν από τους κατασκευαστές και τους μετέπειτα ιδιοκτήτες των βαρελιών (όπως συμβαίνει και σήμερα).
Συνολικά βρέθηκαν 45 σημάδια στην επιφάνεια των τριών βαρελιών. Όπως εξηγούν οι ερευνητές: «Οι κατασκευαστές των βαρελιών χρησιμοποίησαν αυτά τα σημάδια για να χαρακτηρίσουν το έργο τους με το όνομά τους ή εκείνο του ιδιοκτήτη του εργαστηρίου, καθορίζοντας αναμφίβολα με τον τρόπο αυτό την ποιότητα και το κόστος του εμπορεύματος, στα πλαίσια των οργανωμένων πωλήσεων οίνου. Ο βαρελοποιός που συγκεντρώνει τις ξύλινες σανίδες στο εργαστήριό του αφήνει έναν άλλο τύπο σημαδιού, το σήμα αναφοράς, το οποίο χρησιμοποιείται κατά την συναρμολόγηση προκειμένου να εξασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή τοποθέτηση των σανίδων.
«Η συναρμολόγηση πραγματοποιούταν από έμπειρο τεχνίτη, καθώς η δύναμη, η σφράγιση και η ανθεκτικότητα του βαρελιού εξαρτιόταν από την τεχνική του. Μόλις το βαρέλι ήταν έτοιμο, ο βαρελοποιός χάραζε το σήμα του πάνω του με την βοήθεια ενός καυτού σίδερου. Αυτά τα μεγάλα επώνυμα σημάδια βρίσκονται στο κάτω μέρος των βαρελιών, συχνά τοποθετημένα στο κέντρο, εγκάρσια και ακριβώς πάνω από την οπή της τάπας.
Επιπλέον, ο έμπορος που ήταν ο κάτοχος των βαρελιών τοποθετούσε τα δικά του σημάδια, έτσι ώστε τα βαρέλια να μπορούν να σταλούν στον προμηθευτή οίνου, ο οποίος στη συνέχεια θα γεμίσει το βαρέλι και θα το επιστρέψει στον εν λόγω έμπορο.
Σύμφωνα πάντα με την έρευνα: «Τα επώνυμα σήματα των εμπόρων οίνου εμφανίζονται συχνά ως σφραγίδες στο πώμα των βαρελιών. Μόλις γεμίσει το βαρέλι, ήταν υποχρεωτικό να προστεθεί ένα σημάδι. Αυτή είναι η περίπτωση του βαρελιού 378 με το σήμα «COSAT» της Ρενς, το οποίο επαναλαμβάνεται τρεις φορές, με τις σφραγίδες να έχουν τοποθετηθεί οι μισές στο ύψος του πώματος και οι άλλες μισές στις οπές».
Επιπλέον, εάν ο έμπορος είχε προ-πωλήσει ένα βαρέλι, πρόσθεταν μερικές φορές σήματα για να χαρακτηρίσουν τον τελικό πελάτη, ενώ εκείνοι που έστελναν τα βαρέλια (και μεγάλο μέρος του εμπορίου οίνου διακινούνταν μέσω του ποταμιού) το σφράγιζαν επίσης.
Επίσης, πολλές από τις σανίδες φέρουν γκράφιτι στα εξωτερικά πέλματα τους, πολλά από τα οποία είναι ονόματα ενώ όταν ακολουθείται από τη λέξη «fecit» (λατινική λέξη για το εποίησε / δημιούργησε), πιθανώς υποδηλώνει τον ίδιο τον οινοποιό.
Σε ορισμένες περιπτώσεις σημειώνεται επίσης ο τύπος του οίνου και η ποσότητα που αποστέλλεται. Ανάμεσα σε αυτά βρίσκονται βαρέλια οίνου για το στρατό αλλά και για εμπόρους και ταβέρνες. Αυτό υποδεικνύει ότι τα βαρέλια χρησιμοποιήθηκαν για πολλαπλούς σκοπούς κατά τη διάρκεια της ζωής τους, η οποία δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Ωστόσο, διάφορες μελέτες προτείνουν ότι η διάρκεια ζωής ενός τέτοιου βαρελιού μπορούσε να διαρκέσει έως 25-30 χρόνια.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα: «Έτσι καθίσταται σαφές ότι συμμετείχαν πολλοί διαφορετικοί παράγοντες στην οινοποιία. Αυτή συγκεντρώνει αμπελουργούς, τεχνίτες, εμπόρους, χορηγούς, μεταφορείς και ορκωτούς αντιπροσώπους σε μία αξιόλογη κλίμακα γεωγραφικού, επαρχιακού και οικονομικού πεδίου, με βάση –όπως ήταν η αρχαία κλωστοϋφαντουργία– στη συνεργασία ενός αρκετά μεγάλου αριθμού εξειδικευμένων τεχνιτών».
Τα υπολείμματα του βαρελιού εκτίθενται στη Ρενς ως μέρος μιας έκθεσης που χρηματοδοτείται από την Champagne Taittinger.
Αυτά δεν είναι τα πρώτα βαρέλια του συγκεκριμένου τύπου που έχουν βρεθεί. Παρόμοια έχουν ανακαλυφθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι την Ουγγαρία και τη Ρουμανία, αλλά λόγω της οργανικής τους φύσης είναι σπάνια η εύρεσή τους και συνεπώς η ανακάλυψή τους είναι πάντα αξιοσημείωτη.
Το εμπόριο οίνου στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο, ήταν μια ακμάζουσα βιομηχανία. Ωστόσο, ενώ τα αγγεία κεραμικής, οι διάσημοι αμφορείς, χρησιμοποιήθηκαν ως επί το πλείστον σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, στα βόρεια κλίματα χρησιμοποιήθηκαν τα βαρέλια - τα οποία κατασκευάζονταν από τους λαούς της Κελτικής, πριν την άφιξη των Ρωμαίων.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι, με εξαίρεση ορισμένα βαρέλια που βρέθηκαν σε μια τοποθεσία κοντά στη Μασσαλία, κανένα βαρέλι ρωμαϊκής εποχής (μέχρι στιγμής) δεν βρέθηκε νότια της Λυών, ούτε στα Πυρηναία της Ισπανίας ή στις Άλπεις της Ιταλίας ή στις ακτές της Αδριατικής.
Υποδεικνύοντας τη σημασία των ποταμών στο αρχαίο εμπόριο οίνου για τη μεταφορά των εμπορευμάτων, η πλειοψηφία των βαρελιών έχει βρεθεί κατά μήκος μεγάλων υδάτινων οδών, όπως ο Ροδανός, ο Ρήνος, ο Δούναβης και ο Μοζέλλας.
Μπορείτε να διαβάσετε στο περιοδικό ανοικτής πρόσβασης Gallia, την πλήρη δημοσίευση.
Πηγή: The Archaeology News Network
Δεν υπάρχουν σχόλια