Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως σε μια βόλτα από τα Δικαστήρια μέχρι τον Αγ. Λουκά βρίσκονται «κρυμμένες» σπουδαίες αρχαιότητες, όπως σημ...
Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως σε μια βόλτα από τα Δικαστήρια μέχρι τον Αγ. Λουκά βρίσκονται «κρυμμένες» σπουδαίες αρχαιότητες, όπως σημαντικό τμήμα της μινωικής νεκρόπολης με θαλαμωτούς τάφους αλλά και ταφές των ιστορικών χρόνων;
Πρόκειται για τις πρώτες αρχαιολογικές ανακαλύψεις που έγιναν στη δυτική Κρήτη, στις αρχές του 20ου αιώνα, στις οποίες ρίχνουν «φως» σήμερα τα «Χ.ν» μέσα από μια ιστορική αναδρομή με την πολύτιμη αρωγή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων και συγκεκριμένα της προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων, Ελένης Παπαδοπούλου, της αρχαιολόγου Σοφίας Πρέβε και της αν. τμηματάρχη Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και Μουσείων, Αικατερίνης Τζανακάκη. Οι εντυπωσιακές αρχαιότητες, που υπογραμμίζουν τη σπουδαιότητα του αρχαιολογικού πλούτου των Χανίων, εκτίθενται στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο, στη Χαλέπα.
Αφορμή για το συγκεκριμένο αφιέρωμα απετέλεσε η έκδοση του πρωτεργάτη της Κρητικής αρχαιολογίας Στέφανου Α. Ξανθουδίδη με τίτλο «Ο Κρητικός Πολιτισμός- Τα εξαγόμενα των εν Κρήτη ανασκαφών», περιοδικό σύγγραμμα της Επιστημονικής Εταιρίας Αθηνών (τόμος 16ος), μια έκδοση του 1904 που φυλάσσεται στο Μουσείο Τυπογραφίας Γιάννη & Ελένης Γαρεδάκη (σχετικό αφιέρωμα δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 3ης Ιουλίου των «Χ.ν.»).
Στον συγκεκριμένο τόμο δινόταν περισσότερη έμφαση στα πρώτα αρχαιολογικά ευρήματα στην ανατολική Κρήτη (Κνωσός, Φαιστός, Μάλια κ.λπ.). Κάτι που ο Ξανθουδίδης – ο οποίος είχε διοριστεί Έφορος Αρχαιοτήτων επί Κρητικής Πολιτείας, θέση στην οποία παρέμεινε επί δεκαπέντε χρόνια (1900-1915) – εξηγεί στο βιβλίο του, επισημαίνοντας ότι τότε οι δυτικές περιοχές της Κρήτης δεν είχαν ερευνηθεί επαρκώς, παρά το γεγονός ότι αρχαιότητες των Ελληνικών χρόνων παρουσιάζονταν αφθονότερες στα δυτικά του νησιού. Στο βιβλίο αναφέρει χαρακτηριστικά: «στην ανατολική Κρήτη, μέχρι το 1904 δεν είχε βρεθεί ούτε ένα πήλινο αγγείο των κλασικών ελληνικών ρυθμών, ενώ κατά χιλιάδες ίσως αριθμούνται τα ευρεθέντα, προ της επαναστάσεως, στις δύο δυτικότερες επαρχίες, στην Κίσσαμο και στο Σέλινο, από τυμβωρύχους που συστηματικά πωλούσαν στους αρχαιοκάπηλους των Χανίων».
Σύμφωνα με την αν. τμηματάρχη Κατερίνα Τζανακάκη, ο Στ. Ξανθουδίδης, ως έφορος της νεοϊδρυθείσας αρχαιολογικής περιφέρειας δυτικής Κρήτης στην αρχή του 20ου αιώνα, διενεργεί τις πρώτες ελληνικές ανασκαφικές έρευνες. Γύρω στα 1900 ανέσκαψε ταφικό μνημείο πίσω από το κτήριο των Δικαστηρίων. Λίγο αργότερα, το 1902, κοντά στο σύγχρονο νεκροταφείο του Οσίου Λουκά ανέσκαψε 10 τάφους που περιείχαν, μεταξύ άλλων, μεγάλο χάλκινο κάτοπτρο, πήλινα ειδώλια και πλαγγόνες (αρχαίες κούκλες), καθώς και μολύβδινες κυλινδρικές πυξίδες. Στην ίδια ανασκαφή εντόπισε μαρμάρινη επιγραφή του 3ου αιώνα π.Χ. γραμμένη σε ιωνικό αλφάβητο. Τα περισσότερα από αυτά τα κτερίσματα εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1919, λίγα έτη πριν τον αδόκητο θάνατό του, ο Ξανθουδίδης αναφέρει ότι «…ἒξωθεν τῆς πόλεως τῶν Χανίων πρὸς χάραξιν ἁμαξιτῶν ὁδῶν…πρὸς τὸ μέγαρον τῶν δικαστηρίων…» εργάτες και καλλιεργητές των αγρών ανέσκαψαν αδιευκρίνιστο αριθμό κτιστών τάφων, από πλάκες ψαμμίτη, με κάλυψη από όμοιες πλάκες και εσωτερική επένδυση κονιάματος που περιείχαν λιτά κτερίσματα «…πήλινα μυροδόχα ληκύθια…, χαλκᾶ κάτοπτρα, στλεγγίδες… και πήλιναι πλαγγόνες». Ο Ξανθουδίδης έχοντας πλήρη γνώση της διασποράς των αρχαίων ταφικών θέσεων γύρω από την παλιά πόλη των Χανίων, στα ανατολικά, νότια και δυτικά, καθώς υπηρέτησε την περίοδο πριν τη διαμόρφωση της σύγχρονης πόλης, διατύπωσε την άποψη ότι αναμφίβολα η αρχαία Κυδωνία βρισκόταν στη θέση «…ἥν κατέχουσι τά σημερινά Χανία». Μάλιστα είναι ο πρώτος που παρατηρεί ότι ο αρχαίος οικισμός δεν περιορίζεται μόνο στις μέχρι τότε γνωστές περιοχές, δηλαδή μεταξύ Δημοτικού Κήπου και θάλασσας (βορειότερα αυτού), αλλά επεκτείνεται και πέραν από αυτές προς τη σημερινή Νέα Χώρα.
Όπως ανέφερε η προϊστάμενη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων, Ελένη Παπαδοπούλου, παρά το γεγονός ότι το αρχαιολογικό ενδιαφέρον για την περιοχή των Χανίων ήταν ιδιαίτερα έντονο κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, με τους αρχαιολάτρες κυρίως περιηγητές να κατακλύζουν τον τόπο, ωστόσο με την παρουσία του Στέφανου Ξανθουδίδη μετά το 1900 ως εφόρου στη δυτική Κρήτη, και με την ψήφιση βέβαια του αρχαιολογικού νόμου το 1899, όπου ορίζονται δύο Αρχαιολογικές περιφέρειες στην Κρήτη, δίνεται το έναυσμα για οργανωμένη πλέον αντιμετώπιση των ερευνών στην περιοχή των Χανίων.
Ας δούμε όμως αναλυτικά τι έφεραν στο φως οι πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές στα Χανιά:
Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Σοφία Πρέβε, τα περισσότερα επιλεγμένα, από τις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Χανίων, αντικείμενα προέρχονται από τη μεγάλη συστάδα Υστερομινωικών τάφων της ζώνης «Δικαστηρίων- Μαζαλή».
Στα τέλη του 19ου αι. η θέση αυτή (χαμηλό ύψωμα με την ονομασία «ισόπεδο Μαζαλή») περιλάμβανε το σημερινό Δικαστικό Μέγαρο με τις Φυλακές και τον εκτεταμένο αμπελώνα νότιά του. Στη θέση του ισοπέδου οικοδομήθηκε αργότερα ο μεγάλος ναός των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Στο ισόγειο εξάλλου της ΒΔ. πτέρυγας του δικαστικού μεγάρου ήταν εγκατεστημένο το Τυπογραφείο της Κρητικής Πολιτείας, με αποθήκη σε χωριστό κτήριο.
Χάλκινο βαρύ αγγείο. © ΥΠΠΟ/Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων |
Τον Μάρτιο του 1900 ορισμένα πήλινα αγγεία μαζί με χάλκινα σκεύη και όπλα, από τάφους στο ισόπεδο, παραδόθηκαν από τους κληρονόμους του κτήματος στο Μουσείο Χανίων. Δύο αντικείμενα της ομάδας εκείνης γλίτωσαν από την καταστροφική πυρκαγιά στο Μουσείο το 1934, όπως και από τη λαφυραγώγηση κατά τον Β’ Π. Πόλεμο. Εξ αυτών η χάλκινη υδρία της ΥΜΙΙΙΑ (περ. 1400- 1300 π. Χ.): βαρύ καλοδιατηρημένο αγγείο με απιόσχημο σώμα, στενό λαιμό και δύο λαβές. Ύψος 0,44 μ., διάμ. βάσης 0,175 μ.
Από την καταστροφή και τις απώλειες γλίτωσαν και αντικείμενα που προήλθαν από τους «σπηλαιώδεις» (θαλαμωτούς) τάφους που έφερε στο φως το 1913 η εκσκαφή για την οικοδόμηση της αποθήκης του Τυπογραφείου.
Ανάμεσά τους:
Λίθινο κύπελλο σε σχήμα φωλιάς πουλιού. © ΥΠΠΟ/Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων |
-λίθινο «φωλεόσχημο» κύπελλο (σχήμα που θυμίζει φωλιά πουλιού): από σκληρό ασβεστόλιθο λευκό και γκριζογάλανο. Ύψος 0,075 μ., διάμ. χείλους 0,55 μ. Πιθανό κειμήλιο, κατασκευασμένο κατά τη Μεσομινωική Ι περίοδο (περ. 2100- 1800 π. Χ.).
Εκτός από την ταφική τους χρήση, τα ωραία αυτά αγγεία έχουν κατά εποχές συνδεθεί με τελετουργικές και οικιακές δραστηριότητες.
Χάλκινο αγγείο. © ΥΠΠΟ/Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων |
Χάλκινος τριποδικός λέβητας. © ΥΠΠΟ/Εφορεία Αρχαιοτήτων |
-χάλκινος τριποδικός λέβητας. Κυλινδρικό σώμα με προχοή στο χείλος, τρία πόδια και μία σωζόμενη από τις δύο ραβδοειδείς λαβές, με φθορές στο σώμα. Ύψος 0,33 μ./, διάμ. χείλους 0,305 μ. ΥΜΙΙΙΙΑ περίοδος.
Τα χάλκινα σκεύη ήταν ακριβά αντικείμενα, δυσπρόσιτα για τους πολλούς και δήλωναν υψηλή οικονομική και κοινωνική θέση του νεκρού που συνόδευαν. Δυστυχώς δεν διατίθενται περισσότερα στοιχεία για τις ταφές αυτές.
Το έτος 1928, η Αρχαιολογική Εταιρεία διενήργησε ανασκαφή υπό τον Φοίβο Σταυρόπουλο «Νοτιοανατολικά των Δικαστηρίων, απέναντι από την οικία Χατζηδάκη», πιθανότατα στη σημερινή οδό Κ. Μάνου. Τουλάχιστον δύο θαλαμωτοί τάφοι της ΥΜΙΙΙΑ- Β ήρθαν τότε στο φως. Μεταξύ των ευρημάτων που διασώθηκαν από την έρευνα αυτήν είναι τα εξής:
Χάλκινο ξίφος. © ΥΠΠΟ/Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων |
Αιχμές βελών. © ΥΠΠΟ/Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων |
– τρεις χάλκινες αιχμές βελών. Δύο με βραχύ στειλεό, μία φέρει οπή. Μέγιστο μήκος 0,035 μ.
Χάλκινος δίσκος με λαβή από δόντι ιπποπόταμου. © ΥΠΠΟ/Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων |
– χάλκινος δίσκος κατόπτρου με τμήμα της οστέινης λαβής του. Η λαβή από δόντι ιπποπόταμου. Διάμ. δίσκου 0,176 μ., σωζ. μήκος λαβής περ. 0,13 μ.
Αρχαίο ξυράφι. © ΥΠΠΟ/Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων |
– χάλκινος ξυρός (ξυράφι) με φθαρμένη ακμή. Σωζ. μήκος 0,225 μ.
– πήλινη ραμφόστομη πρόχους. Ωραίο προϊόν του κεραμικού «Εργαστηρίου της Κυδωνίας». Ύψος 0,275 μ. ΥΜΙΙΙΒ περίοδος (περ. 1300- 1200 π. Χ.).
Κατά τα έτη 1919, 1926- 1928 πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες εκσκαφικές εργασίες για διάνοιξη δρόμων και οικοδόμηση κατοικιών στη σημερινή περιοχή Δεσποτικού- πρώην σφαιριστηρίου (και κινηματογράφου) «Ολύμπια» (την εποχή εκείνη είχε τις ονομασίες «κινηματοθέατρο Άπτερα» και «Ολύμπια», ιδιοκτησίας Σαββάκη). Αποκαλύφθηκε έτσι, από τον Στέφανο Ξανθουδίδη κυρίως, το δεύτερο σημαντικό τμήμα της μινωικής νεκρόπολης με θαλαμωτούς τάφους της ΥΜΙΙΙΑ- Β περιόδου, στα ευρήματα του οποίου συγκαταλέγεται:
Πήλινο θυμιατήρι.© ΥΠΠΟ/Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων |
– πήλινο θυμιατήρι. Ωραίο προϊόν του κεραμικού «Εργαστηρίου της Κυδωνίας». Ύψος περ. 0,140 μ. ΥΜΙΙΙΒ1 (1300- 1250 π. Χ.). Το φως του θυμιατηριού στους υπόγειους τάφους είχε τόσο πρακτική όσο και συμβολική σημασία.
Ο ίδιος είχε εντοπίσει νωρίτερα, σε εκσκαφικές εργασίες στην περιοχή του Αγίου Λουκά των αρχών του 20ού αι. (1902), για τις οποίες ελάχιστα στοιχεία διαθέτουμε, ταφές των ιστορικών χρόνων. Μία απ’ αυτές συνοδευόταν από:
Πήλινο ειδώλιο αγοριού που βρέθηκε στην περιοχή του Αγ. Λουκά. © ΥΠΠΟ/Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων |
-Πήλινο ειδώλιο ημικαθήμενου παιδιού (αγόρι που κάθεται οκλαδόν). Ύψος 0,090 μ. 4ος αι. π.Χ.
Σ.Σ Στοιχεία για τα αρχαία αντικείμενα από τις πρώτες ανασκαφές αντλήθηκαν κυρίως από το “La necropole du Minoen Recent III de la ville de la Canee” (Μ. Andreadaki- Vlasaki), στο Driessen J., Farnoux A., “La Crete Mycenienne”, 1997, 487- 509, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
Πηγή: Ελ. Φουντουλάκη, Χανιώτικα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια