Στη Σύρο, ένα νησί γεμάτο ιστορία και πολιτισμό, η Αγγελική Κεχαγιά και ο Γιάννης Μπέκος, αλλιώς Arts and Crafts Syros, ζευγάρι στη δουλειά ...
Στη Σύρο, ένα νησί γεμάτο ιστορία και πολιτισμό, η Αγγελική Κεχαγιά και ο Γιάννης Μπέκος, αλλιώς Arts and Crafts Syros, ζευγάρι στη δουλειά και τη ζωή, μπαίνουν στα παλιά κτήρια της Ερμούπολης και ανακαλύπτουν τους θησαυρούς που περιμένουν κρυμμένοι κάτω από σοβάδες, βαφές και χρόνια μοναξιάς, φέρνοντάς τους ξανά στο φως.
Η Αγγελική Κεχαγιά είναι συντηρήτρια έργων τέχνης και ο Γιάννης Μπέκος είναι ζωγράφος. Μια συζήτηση μαζί τους είναι αρκετή να σε μαγέψει, καθώς σε ταξιδεύει σε σπίτια ξεχασμένα από το χρόνο, νεοκλασικά με μυστικά σε κάθε τοίχο, κλειδαμπαρωμένες πόρτες που ψιθυρίζουν θαύματα και ρομαντικές αφηγήσεις. Ένα έργο στην Ερμούπολη της Σύρου, από όπου κατάγεται η Αγγελική, τους έφερε κοντά, καθώς δούλευαν σε δύο διαφορετικά και ανταγωνιστικά συνεργεία αναστήλωσης του επιβλητικού κτηρίου του Επιμελητηρίου Κυκλάδων.
Μετά από χρόνια στην Αθήνα και αφού δοκίμασαν να στεριώσουν σε άλλα μέρη της Ελλάδας, αποφασίζουν το 2010 να εγκατασταθούν μόνιμα στη Σύρο και να συνεργαστούν, κάτι που τους δένει και περισσότερο σαν ζευγάρι. Η αρχή ήταν πολύ δύσκολη. Παρά τις γνωριμίες της Αγγελικής λόγω καταγωγής από το νησί, και αφού έκαναν μικρότερα projects όπως αναπαλαιώσεις εικόνων, δεν τους εμπιστεύονταν εύκολα μεγάλα έργα.
Το πρώτο τους break, που λένε, ήρθε από την εκκλησία. Ο Άγιος Νικόλαος, η Μεταμόρφωση, κάποιες άλλες μικρότερες εκκλησίες στη Σύρο, έγιναν τα πρώτα τους μεγάλα projects.
Σταδιακά, στόμα με στόμα, τους έμαθαν οι αρχιτέκτονες του νησιού, και απέκτησαν παράλληλα την άδεια να εκτελούν μελέτες για το Υπουργείο Πολιτισμού. Η συνέχεια ήρθε με ένα αρχοντικό σπίτι στη συνοικία Βαπόρια, το ξενοδοχείο Κάστρο, και μετά ακολούθησαν τα νεοκλασικά, που το ένα διαδέχεται το άλλο μέχρι και σήμερα.
Το χρονικό του χρόνου
Πόσος χρόνος απαιτείται, αλήθεια, για να αποκαλυφθεί και να αποκατασταθεί μία οροφογραφία; «Όταν ξεκινήσεις αυτή τη διαδικασία, μπορεί να συναντήσεις κρεμασμένα ταβάνια, οπότε να πρέπει πρώτα να κάνεις στερεώσεις, υποστυλώσεις, συμπληρώσεις. Για δύο με τρεις περίπου εβδομάδες είμαστε “στον αέρα” και προετοιμάζουμε την οροφή», λέει η Αγγελική. «Από κει και πέρα, το ευχάριστο, πιο “καθαρό” και γοητευτικό κομμάτι της δουλειάς, η αποκατάσταση, μας παίρνει δύο εβδομάδες».
Χώμα, σκόνη και άχαρες συνθήκες είναι καθημερινότητα για εκείνους, αλλά η αγωνία για το αποτέλεσμα υπερβαίνει την ταλαιπωρία της πρώτης φάσης. Παράλληλα, λογοδοτούν στο Υπουργείο, το οποίο δημιουργεί γραφειοκρατικά κολλήματα από τη μία και αγωνία στους ιδιοκτήτες από την άλλη, καθώς αισθάνονται ότι δεν έχουν οι ίδιοι έλεγχο στο τι θα συμβεί στην ιδιοκτησία τους.
Πολύ συχνά, ενώ οι δυο τους καταλαβαίνουν αμέσως μόλις μπουν σε ένα σπίτι τη γοητεία που μπορεί να κρύβει από πίσω του –λόγω διαίσθησης αλλά και λόγω πείρας– συναντούν αμφιβολία, αγωνία και δισταγμό, καθώς οι ιδιοκτήτες δεν μπορούν να φανταστούν πώς, σεβόμενοι την ιστορία, το σπίτι τους θα έχει μία σύγχρονη αίσθηση κι όχι εκείνη ενός μαυσωλείου. Τις περισσότερες φορές πιάνουν τους εαυτούς τους να αγωνιούν να πείσουν τον πελάτη να σεβαστεί το κτήριο και την πατίνα του χρόνου.
«Πολύ συχνά, βέβαια, πρέπει να συγκρατούμε και ο ένας τον άλλο να μην το παρακάνουμε με το ρετούς και την υπερβολική αποκατάσταση, να αφήνουμε λίγο να φαίνεται η παλαιότητα και η φθορά», λένε. «Είναι όλα θέμα χρυσής τομής».
Μαθαίνω ότι για να αναδειχθεί σωστά ο διάκοσμος που μπορεί να κρύβει ένα παλιό σπίτι, δεν αρκεί μόνο η σωστή δουλειά από την Αγγελική και τον Γιάννη. Παίζει ρόλο η επιλογή των υφασμάτων που θα ντύσουν τα έπιπλα, το πόσα στοιχεία του χώρου θα διατηρηθούν, όπως τα παράθυρα και οι πόρτες, το πώς θα αντιμετωπιστεί ένα παλιό πάτωμα. Συνεπώς, η δουλειά που έχουν κάνει μπορεί προδοθεί στη συνέχεια από το σύνολο, μιας και μιλάμε για σπίτια, ζωντανούς και πάλλοντες οργανισμούς με δικό τους χαρακτήρα και χαρακτηριστικά.
Κρυμμένα μυστικά
«Υπάρχουν απλά ταβάνια, υπάρχουν όμως και αριστουργήματα που μας καθηλώνουν με την τέχνη τους», λέει ο Γιάννης. «Πυκνά σε διάκοσμο, τρισδιάστατα. Συχνά συναντάμε τεχνίτες που έχουμε αποκαλύψει και ανακαλύψει σε πολλά άλλα σπίτια. Τους αναγνωρίζουμε αμέσως, από τα ίδια μοτίβα που επαναλαμβάνουν, τον τρόπο εκτέλεσης, το πώς αντιμετωπίζουν το φως και τη σκιά. Είναι σα να συνομιλούμε μαζί τους, τόσα χρόνια μετά».
Για πόσα χρόνια μετά μιλάμε, αλήθεια; «Τέλη του 1800, από το 1870 και μετά, ήταν μία περίοδος που έγιναν στη Σύρο τα περισσότερα από αυτά που ανακαλύπτουμε στη δουλειά μας. Συμβαδίζουν με την ίδια την ανάπτυξη της πόλης και μας δίνουν μία ξεκάθαρη εικόνα της πολιτιστικής της εξέλιξης εκείνη την εποχή», μου λένε.
Ενδιαφέρον έχει το πόση περισσότερη προσοχή δινόταν στα σαλόνια από ό,τι στα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού, κι ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον έχουν κάποια σπίτια που βλέπουν το φως μετά από δεκαετίες που έμειναν σφραγισμένα. «Εκεί βλέπεις όλη την ιστορία της εποχής, καθώς βρίσκεις ακόμη και τις πορσελάνες που έφερναν στη Σύρο από την Αγγλία, ή υφάσματα από το Παρίσι», μου λένε. «Βλέπεις επίσης το μεράκι των τεχνιτών, που ακόμη και στα υπόγεια, στα πιο ασήμαντα σημεία του σπιτιού, όπως την αποχέτευση, έφτιαχναν καμάρες. Αφιερώνονταν πραγματικά στην τέχνη».
Τα έργα Ιταλών τεχνιτών, που ήταν εκείνοι που πρωτοέκαναν τοιχογραφίες στο νησί, είναι πια πολύ οικεία στην Αγγελική και τον Γιάννη, καθώς και των Ελλήνων που μαθήτευαν κοντά τους και συνέχιζαν το έργο τους.
Πολύ περήφανοι είναι οι Arts and Crafts Syros για το αποτέλεσμα στο σπίτι του Σταύρου Κοή, ενός μεγάρου με χαρακτηριστική οροφογραφία και διάκοσμο. Εκεί ανακάλυψαν κι ένα σημείωμα στον τοίχο, γραμμένο στα γαλλικά. «Στον τοίχο κάποιου άλλου σπιτιού είχαμε βρει πάνω σε τοίχο ακόμη και το σχέδιο του μαραγκού για το πώς θα κόψει το χερούλι της κουπαστής στη σκάλα», θυμάται ο Γιάννης.
Μία ακόμη πιο υπέροχη έκπληξη τους επεφύλασσε το πρώτο γυμνάσιο Σύρου, ένα ιστορικό κτήριο (η υλοποίησή του οποίου, το 1834, οφείλεται στη χρηματοδότηση των ίδιων των νησιωτών και στην οργάνωση του Νεόφυτου Βάμβα και του Γεώργιου Σερούιου, ενώ μαθητές του υπήρξαν οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Ανδρέας Συγγρός, Μάνος Ελευθερίου, Γιαννούλης Χαλεπάς, Κώστας Μπέης και Κωνσταντίνος Βολανάκης). «Εκεί κληθήκαμε να δουλέψουμε τον τοίχο της αίθουσας «Παρθενώνας», ο οποίος κοσμείται από μία απεικόνιση του Παρθενώνα σε διαστάσεις περίπου 3 επί 6. και είχε κάποιες φθορές τις οποίες έπρεπε να αποκαταστήσουμε». μου λένε.
«Κάτω από τα ξεφλουδίσματα υπήρχε όμως ένας άλλος διάκοσμος, και καθώς ξύναμε ανακαλύψαμε μία φοβερή επιγραφή που έγραφε ότι ο κρυμμένος διάκοσμος έγινε επί δημαρχίας Αμβροσίου Δαμάλα το 1851, τη χρονιά που ήταν απόφοιτος ο Βολανάκης, τον οποίο κάποιες πηγές θέλουν να έχει ζωγραφήσει τον τοίχο. Μας ασκήθηκε πολλή πίεση να μην αφαιρέσουμε τον Παρθενώνα, καθώς είχε κι έντονη συναισθηματική αξία για πολύ κόσμο, ηλικιωμένους που θυμούνται τον τοίχο από την παιδική τους ηλικία, συνεπώς μπορέσαμε να διατηρήσουμε μόνο κομμάτια που αποκαλύψαμε από την κρυμμένη τοιχογραφία, μαζί με την επιγραφή».
Η Σύρος είναι το ιδανικό σημείο στο χάρτη
«Είμαστε πολύ τυχεροί που καθώς κάνουμε αυτή τη δουλειά βρισκόμαστε ταυτόχρονα σε αυτό το σημείο του πλανήτη. Ίσως μόνο εδώ να είχε τόσο αντικείμενο αυτό που κάνουμε», μου λέει η Αγγελική. «Οι εκκλησίες μας έχουν υπέροχες εικόνες, είναι σαν μουσείο. Στο τέμπλο της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία, οι εικόνες είναι ζωγραφισμένες γύρω στο 1850 από τον Νέστορα Βαρβέρη, έναν πορτρετίστα, τον μόνο που, μαζί με τον Γύζη, φιλοξενούνται στο Λούβρο».
Τη ρωτάω αν, μεγαλώνοντας στο νησί, είχε αίσθηση της ιστορικότητας του περιβάλλοντός της. «Τη θεωρούσα δεδομένη. Η γιαγιά μου ζούσε σε ένα σπίτι με ένα τεράστιο μπάνιο που είχε μία υπέροχη τοιχογραφία. Καθόσουν στο γιογιό και χάζευες το υπέροχο ταβάνι. Παράλληλα, βέβαια, έπρεπε να βάζεις κουβάδες από κάτω για να μαζεύεις τα νερά που έμπαζε!» θυμάται.
«Τα τελευταία δύο χρόνια, τόσο εδώ όσο και στην Αθήνα, έχει αυξηθεί κατακόρυφα η ζήτηση για αναπαλαιώσεις», λέει ο Γιάννης. Την ώρα που μιλάμε, τέσσερα διαφορετικά κτήρια βρίσκονται υπό αποκατάσταση στο νησί. «Αυτό έχει να κάνει με την άνοδο των αγοραπωλησιών, την είσοδο ξένων ιδιοκτητών στην εγχώρια αγορά, ακόμη και με το είδος του ανθρώπου που πλέον αποφασίζει να αγοράσει ένα νεοκλασικό σπίτι, που πλέον επενδύει συνειδητά στην ιστορικότητα και τον χαρακτήρα του κτηρίου, υπηρετώντας τη».
Πηγή: Ε. Παπαϊωάννου, OW
Δεν υπάρχουν σχόλια