Η συζήτηση για τις μελλοντικές τους προοπτικές δεν είναι καινούργια, αλλά ίσως σήμερα είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Η διάγνωση της κρίσης τ...
Η συζήτηση για τις μελλοντικές τους προοπτικές δεν είναι καινούργια, αλλά ίσως σήμερα είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Η διάγνωση της κρίσης των ανθρωπιστικών σπουδών, όπως το θέτει ένας από τους ακαδημαϊκούς αυτού του μικρού αφιερώματος, έχει γίνει πλέον βεβαιότητα εντός και εκτός συνόρων. Μπορεί να ανακοπεί η φθίνουσα πορεία τους; Με αφορμή την ημερίδα που διοργανώνει το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης για το μέλλον των ανθρωπιστικών σπουδών στην Ελλάδα (Τρίτη, 3 Ιουνίου) η «Κ» ζήτησε από πέντε καθηγητές και ομιλητές της ημερίδας την άποψή τους.
Κωστής Κορνέτης
Επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης
Απαιτούνται πολιτικές που θα ενισχύουν την ορατότητά τους
Η συζήτηση για την κρίση των ανθρωπιστικών σπουδών έχει πλέον περάσει από τη διάγνωση στην επιβεβαίωση: τμήματα φιλολογίας, φιλοσοφίας, αρχαιολογίας και ιστορίας συρρικνώνονται ή κλείνουν διεθνώς, ενώ η φοιτητική προσέλευση μειώνεται δραματικά. Αλλωστε οι σπουδές αυτές δεν εξασφαλίζουν επαγγελματική αποκατάσταση – τουλάχιστον όχι άμεσα. Κι όμως, ο μαρασμός τους ισοδυναμεί με αυτοχειρία· γιατί οι δεξιότητες που καλλιεργούν οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες –κριτική σκέψη, ερμηνευτική ικανότητα, κατανόηση διαφορετικών πολιτισμών– είναι ακριβώς εκείνες που απαιτεί το αβέβαιο μέλλον μας.
Τι μπορεί να γίνει; Σίγουρα θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν: μέσα από τον δημιουργικό διάλογο με τις ψηφιακές τεχνολογίες, τη διεπιστημονικότητα, την κοινωνική παρέμβαση – και, πάνω απ’ όλα, με μια γενναία πολιτική στήριξη που θα αναγνωρίσει πως χωρίς τις ανθρωπιστικές επιστήμες δεν θα υπάρχει δημοκρατική σκέψη με βάθος. Απαιτούνται πολιτικές που θα ενισχύουν την ορατότητα και τη χρησιμότητά τους: από τη στήριξη διεπιστημονικών ερευνητικών κέντρων και προγραμμάτων, μέχρι τη θεσμική διασύνδεση με την εκπαίδευση, τα ΜΜΕ, τα μουσεία, την τοπική αυτοδιοίκηση. Θα πρέπει, τέλος, να υπερασπιστούμε την υποτιθέμενη «αχρηστία» τους – δηλαδή της ικανότητάς τους να θέτουν ερωτήματα που άλλες επιστήμες αγνοούν σχετικά με τη μνήμη, τη λήθη, την εξουσία, τη δικαιοσύνη. Το ζητούμενο δεν είναι η απλή επιβίωση, αλλά η επανατοποθέτησή τους στο επίκεντρο μιας παιδείας που διαμορφώνει σκεπτόμενους πολίτες – όχι απλώς μελλοντικούς εργαζομένους.
Χριστίνα Κουλούρη
Ιστορικός, πρύτανης Παντείου Πανεπιστημίου
Χρησιμοθηρική αξιολόγηση των πτυχίων
Οι ανθρωπιστικές σπουδές, που κάποτε αποτελούσαν την κορωνίδα των πανεπιστημιακών τμημάτων, προσελκύουν όλο και λιγότερους φοιτητές για πολλούς λόγους. Υπάρχει, κατ’ αρχάς, μια χρησιμοθηρική αξιολόγηση των πτυχίων που σταθμίζεται με βάση την αγορά εργασίας και τη μονοσήμαντη αντιστοίχιση σπουδών και επαγγέλματος. Το πανεπιστήμιο εμφανίζεται να προσφέρει περισσότερο κατάρτιση και λιγότερο παιδεία, κάτι που βλάπτει πρωτίστως τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Επιπλέον, επειδή τα διεθνή βιβλιομετρικά συστήματα στα οποία στηρίζονται οι αξιολογήσεις των πανεπιστημίων έχουν βασιστεί στο μοντέλο των θετικών επιστημών, τμήματα ανθρωπιστικών επιστημών εμφανίζονται χαμηλά στις επιστημονικές ταξινομήσεις, δίνοντας τη λανθασμένη εντύπωση ότι υστερούν σε επιστημονικό κύρος. Η αξιοδότηση πανεπιστημιακών τμημάτων σύμφωνα με τις διεθνείς κατατάξεις –τα περίφημα rankings των πανεπιστημίων– επηρεάζει αναπόφευκτα και τις επιλογές των υποψήφιων φοιτητών. Επηρεάζει όμως και τη χρηματοδότηση, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος συνεχούς συρρίκνωσης της έρευνας στα πεδία των ανθρωπιστικών επιστημών.
Είναι δύσκολο να αλλάξει αυτή η τάση, επειδή ακριβώς έχει παγκόσμια χαρακτηριστικά, ωστόσο υπάρχει μια στροφή προς την απασχόληση αποφοίτων ανθρωπιστικών σπουδών από εταιρείες και βιομηχανίες επειδή οι απόφοιτοι αυτοί διαθέτουν τις λεγόμενες «ήπιες δεξιότητες» και κριτική σκέψη. Αφετέρου, οι ανθρωπιστικές επιστήμες οφείλουν να αναπροσαρμόσουν τα προγράμματα σπουδών τους με βάση διεπιστημονικές προσεγγίσεις και μάλιστα σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογίες. Μπορούμε, τέλος, να θυμίσουμε στις κοινωνίες αυτό που φαίνεται να ξεχνούν, δηλαδή τι σημαίνει η ανθρωπιστική παιδεία για το μέλλον τους και τη συνοχή τους.
Αγγέλα Καστρινάκη
Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης
Ο φόβος της ετεροαπασχόλησης και της ανεργίας
Οταν τελείωνα τις σπουδές μου το 1984 θα μπορούσα να διοριστώ αναπληρώτρια στη μέση εκπαίδευση και έναν χρόνο αργότερα να μονιμοποιηθώ. Συμφοιτητές και συμφοιτήτριες έσπευδαν να τελειώσουν τις σπουδές τους πάνω στα τέσσερα έτη. Τώρα η προοπτική εργασίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δημόσια και ιδιωτική, συμπεριλαμβανομένων των φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων μαθημάτων, είναι αχνή και ο διορισμός σχεδόν άπιαστος. Πώς να μη ναυαγήσουν οι ανθρωπιστικές σπουδές στην Ελλάδα; Γιατί να τις επιλέξουν τα παιδιά, όταν τους περιμένει ετεροαπασχόληση ή ανεργία;
Χθες βράδυ, περπατώντας στην πόλη με συνάδελφο, πέσαμε πάνω σε μια καταπληκτική φοιτήτρια. Της είπαμε με ενθουσιασμό να έρθει στα μεταπτυχιακά μας. Και έπειτα μελαγχολήσαμε: έχει προοπτική ακαδημαϊκής καριέρας αυτό το κορίτσι; Οταν οι τάξεις μας συρρικνώνονται, νέοι συνάδελφοι θα εκλέγονται και θα προσλαμβάνονται με το σταγονόμετρο.
Υπάρχουν δυνατότητες ανάκαμψης; Ευτυχώς ναι. Γιατί οι άνθρωποι πάντα θα χρειάζονται τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την τέχνη, την ιστορία. Οι σπουδές δεν θα ξαναγίνουν ποτέ μαζικές, καθότι οι δημογραφικές προβλέψεις είναι εναντίον τους: παιδάκια θα γεννιούνται ολοένα και λιγότερα. Υπάρχουν όμως και θα αυξάνουν οι μεγαλύτερες ηλικίες. Θεωρώ ότι ένα μέρος των σπουδών που προσφέρουμε πρέπει να στραφούν προς τα εκεί: να εκπαιδεύσουμε εκπαιδευτές των μεγαλύτερων ηλικιών. Για την επιβίωσή μας, για την κοινωνική συνοχή και για την προσφορά ευζωίας.
Κώστας Κωστής
Ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ
Η υπερπροσφορά εγγυάται τη φθίνουσα ποιότητα
Υπάρχουν δύο όψεις στον τρόπο που μπορούμε να παρακολουθήσουμε την κατάσταση των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών στην Ελλάδα. Πρώτα απ’ όλα υπάρχει ένα ζήτημα προσφοράς, που δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητικό. Πολύ μεγάλος αριθμός πανεπιστημιακών τμημάτων στα οποία εισάγονται φοιτητές με χαμηλές βάσεις και αποφοιτούν χωρίς να έχουν τις στοιχειώδεις γνώσεις στον τομέα τους. Τα τμήματα αυτά, σκορπισμένα σε όλη την Ελλάδα, μπορεί να ικανοποιούν τις ανάγκες του πολιτικού συστήματος και σε κάποιες περιπτώσεις των τοπικών κοινωνιών –για τον λόγο αυτό άλλωστε υπάρχουν–, αλλά σίγουρα δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τις ποιοτικές απαιτήσεις που θα έπρεπε να έχουμε για τους τομείς αυτούς. Η υπερπροσφορά αυτή δεν μπορεί παρά να εγγυάται τη φθίνουσα ποιότητα των επί μέρους κλάδων των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών.
Από την άλλη πλευρά, ζούμε σε κοινωνίες οι οποίες αξιολογούν τις κοινωνικές επιδόσεις μέσω του χρήματος και το χρήμα αυτό μπορεί να βρεθεί κυρίως σε τομείς πολύ διαφορετικούς από εκείνους που μας απασχολούν εδώ. Επομένως, το κοινωνικό κύρος των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών μειώνεται συνεχώς προς όφελος των τεχνολογικών και χρηματοοικονομικών κλάδων.
Προς την ίδια κατεύθυνση δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι οι νεότερες γενιές με δυσκολία μπορούν να επενδύσουν χρόνο στο διάβασμα, γεγονός που περιορίζει σημαντικά τη ζήτηση για ειδικότητες που αναγκαστικά προϋποθέτουν προσπάθειες πάνω σε ένα κείμενο, ακόμη κι αν αυτό είναι σε ηλεκτρονική μορφή. Το μέλλον επομένως δεν φαντάζει αισιόδοξο για τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, πολύ περισσότερο που δεν υπάρχει προοπτική για μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, το οποίο έχει μεγάλη ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση.
Μάικλ Χέρτσφελντ
Ανθρωπολόγος, ομότιμος καθηγητής Κοινωνικών Σπουδών, Χάρβαρντ
Θύματα της σημερινής πνευματικής λεηλασίας
Ενα βασικό πρόβλημα των ανθρωπιστικών μελετών γενικά είναι ότι απαιτούν ανθρωπιά. Παγιδευμένες μεταξύ των αυτοματισμών της γραφειοκρατικής αντίληψης του έργου των πανεπιστημίων αφενός και της παραγωγής όλο και πιο αφηρημένων θεωρητικών προσεγγίσεων αφετέρου, δύσκολα αντιστέκονται στη σημερινή νεοφιλελεύθερη και ωφελιμιστική αγορά ιδεών, στη γοητεία των πιο άμεσα κατανοητών φυσικών επιστημών. Εξάλλου κινδυνεύουν να είναι ανάμεσα στα πρώτα θύματα της πνευματικής λεηλασίας που διαδραματίζεται αυτή τη στιγμή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκείνο που βλέπουμε στο Χάρβαρντ, παραδείγματος χάριν, αποτελεί την έναρξη μιας φανερά εχθρικής εκστρατείας κατά της διανόησης, που οι λαϊκιστές της Ακροδεξιάς θεωρούν, δικαιολογημένα ενόψει των θέσεών τους, μια εχθρική δύναμη που διαψεύδει διαρκώς τις συνωμοτικές θεωρίες τους, καθώς αποκρούει τον ολοκληρωτισμό που θα ήθελαν να επιβάλουν στον κόσμο ολόκληρο. Καταλαβαίνουν δηλαδή ότι επιστήμες όπως η Ιστορία, η Κοινωνική Ανθρωπολογία και η Κοινωνιολογία, αλλά και η κριτική ανάλυση της Λογοτεχνίας και της Τέχνης, είναι σε θέση να αντιστέκονται στις προσπάθειές τους να διαμορφώσουν έναν κόσμο χωρίς την ελευθερία να εκφραζόμαστε, να διαμορφώνουμε γνώμες που δεν συμπίπτουν πάντα, αλλά που και στη διαφωνία ακονίζουν το τόσο πολύτιμο δώρο της καλοπροαίρετης κριτικής.
Πηγή: Σ. Ιωαννίδης, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια