Ξενάγηση από τον καθηγητή Ν. Σταμπολίδη που επί 28 χρόνια ανασκάπτει την περιοχή αναδεικνύοντας τον αρχαιολογικό θησαυρό.
Ξενάγηση από τον καθηγητή Ν. Σταμπολίδη που επί 28 χρόνια ανασκάπτει την περιοχή αναδεικνύοντας τον αρχαιολογικό θησαυρό.
«Φαντάσου την Κρήτη, σαν το σώμα ενός ξαπλωμένου ανθρώπου. Στην θέση της καρδιάς του, είναι η Ελεύθερνα». Στεκόμαστε με τον Νίκο Σταμπολίδη, σε ένα ύψωμα στο ομώνυμο χωριό, 30 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από το Ρέθυμνο. Από εκεί κατοπτεύουμε την ευρύτερη περιοχή της πανεπιστημιακής ανασκαφής, η οποία ξεκίνησε το 1985. Μπροστά μας ένα τοπίο που κόβει την ανάσα, με την ομορφιά του. Σε πρώτο πλάνο ο λόφος του Πρινέ, που περιτριγυρίζεται από χαράδρες. Με ελιές, χαρουπιές, βελανιδιές, πρίνους, πλατάνια, δάφνες, πικροδάφνες και καρυδιές δίπλα στις αναβαθμίδες. Αυτό όμως που συναρπάζει είναι ο ορίζοντας.
Ο αρχαιολόγος με κρατά από το μπράτσο και με κατατοπίζει σε μια περιστροφή 360 μοιρών: από τη μια, η απρόσκοπτη θέα προς τον Ψηλορείτη. Τριγύρω τα Ταλαία Όρη, οι Αραβάνες και ο Τυμπανάτορας που έχει το όνομά του από την αρχαιότητα, μιας και κατά τη μυθολογία, οι Κουρήτες έκρουαν τις ασπίδες σαν τύμπανα στις κορφές των βουνών ώστε να μην ακούσει ο Κρόνος το κλάμα του μικρού Δία και τον καταπιεί σαν τα υπόλοιπα αδέλφια του. Στο βάθος, η θάλασσα στραφταλίζει σε μαυρόασπρους τόνους κάτω από τον δυνατό μεσημεριανό ήλιο του Αυγούστου. Και εμείς πατάμε τα χώματα, όπου είναι θαμμένη μία από τις σημαντικότερες πόλεις του νησιού, ανάμεσα στην Κνωσό και την αρχαία Κυδωνία.
Το χτυποκάρδι της κράτησε πολλούς αιώνες. Από τη Νεολιθική Εποχή ώς και τη βυζαντινή περίοδο, όταν χάνονται τα ίχνη της από τον χάρτη. Οταν το υπουργείο Πολιτισμού έδωσε την άδεια για να πραγματοποιηθεί εκεί η πανεπιστημιακή ανασκαφή κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι επρόκειτο για ένα παλίμψηστο με συνεχή ανθρώπινη παρουσία από το 3000 π.Χ, αρχιτεκτονήματα από τα ύστερα μινωικά χρόνια, ακμή στα χρόνια του Ομήρου και σπουδαία ανάπτυξη κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. Η συρρίκνωσή της κράτησε από τον 8ο μ.Χ. ώς και τον 13ο αιώνα. Τον 14ο αι. η Βενετία για να καταπολεμήσει τις εξεγέρσεις των ανυπότακτων Κρητών, απαγορεύει την κατοίκηση στην πόλη. Η σκαπάνη έχει εντοπίσει εκατοντάδες ευρήματα με αντικείμενα και οικήματα, αλλά η έρευνα έχει εστιαστεί κυρίως σ’ ένα νεκροταφείο των γεωμετρικών, αρχαϊκών χρόνων με πλούσια κτερίσματα. Σαν την άκρη του νήματος που θα μας οδηγήσει σε περαιτέρω ανακαλύψεις.
Επιβλητικό στέγαστρο
Προτού κατηφορίσουμε προς το επιβλητικό, αλλά κομψό στέγαστρο που προφυλάσσει τη νεκρόπολη, ο καθηγητής στον τομέα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Κρήτης, εξηγεί γιατί οι αρχαίοι επέλεξαν τη συγκεκριμένη θέση για να χτίσουν την πόλη: «Εποπτεύει τη θάλασσα, αλλά είναι αόρατη από τους εχθρούς που καταφτάνουν με πλοία. Απέχει μόνο μιάμιση ώρα πεζή από το επίνειό της. Βρίσκεται σε ύψωμα που είναι προσβάσιμο μόνον από έναν μικρό αυχένα, άρα έχει εξαιρετική φυσική οχύρωση. Κανένα βεληνεκές αρχαίου όπλου δεν την άγγιζε. Έχει κοντά τρεχούμενο νερό, και στην επικράτειά της δάση για ξυλεία, καλλιεργήσιμες εκτάσεις, βοσκοτόπια, λατομείο. Ακόμα και σήμερα έχουμε βρει 252 είδη βοτάνων που τα χρησιμοποιούσαν σε πολλά σκευάσματα. Και βέβαια το σημείο είναι οδικός κόμβος, για όσους διέσχιζαν το νησί είτε από Βορρά προς Νότο, είτε από Ανατολή προς Δύση. Πολλά κτερίσματα είναι εισηγμένα από το Αιγαίο, την Κύπρο, τη Μικρά Ασία, τη Φοινίκη κ.α., γεγονός που αποδεικνύει ότι η πόλη είχε ανεπτυγμένες εμπορικές σχέσεις πέραν του νησιού».
Φυσικό κάλλος
Αφήνοντας πίσω μας το σύγχρονο χωριό, μπαίνουμε στο αρχαιολογικό άλσος Ελευθερναίων, του οποίου η έκταση και το φυσικό κάλλος προστατεύεται από παλαιά και πρόσφατα νομοθετικά διατάγματα. Η ομάδα των αρχαιολόγων έχει κάνει ειδικές φυτεύσεις δένδρων για να οριοθετήσει μονοπάτια, ενώ το μουσείο που θα στεγάσει τα ευρήματα απέχει ελάχιστα και βρίσκεται στην πίσω πλευρά του λόφου. Αυτό που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη είναι πως η αρχαιολογική έρευνα έχει πλήρως σεβαστεί τη Φύση, σε τέτοιο βαθμό που κάποιος μπορεί εύκολα να κάνει ένα νοητό άλμα στον χρόνο και να φανταστεί πώς ήταν το περιβάλλον τότε που εποικίστηκε για πρώτη φορά η περιοχή.
Ο αρχαιολόγος το τονίζει: «Αυτή ήταν η μεγαλύτερή μας έγνοια. Μας ενδιέφερε να λειτουργήσει η Ελεύθερνα ως νέο μοντέλο για το πώς μπορούμε να αναδείξουμε αρχαιότητες. Δεν ακούγεται θόρυβος αυτοκινήτων. Εκτός από τα στέγαστρα, όλες οι παρεμβάσεις είναι διακριτικές για να παραμείνει παρθένο το τοπίο: ακόμα και για να σταματήσουμε τα νερά του χειμάρρου βάλαμε μεγάλες πέτρες και όχι τσιμέντο. Τα ηλεκτροφόρα καλώδια είναι υπόγεια, χορηγία της ΔΕΗ. Τα σκαλοπάτια είναι από πέτρα και χώμα. Όλα εδώ είναι χειροποίητα. Και το σπουδαιότερο; Από τα δικά μας χέρια, των αρχαιολόγων και των εργατών της ανασκαφής, η οποία χρηματοδοτείται από τον Πανεπιστήμιο Κρήτης», λέει ο Νίκος Σταμπολίδης. Και οι απαλλοτριώσεις των εκτάσεων; «Βρίσκω μόνος μου πόρους, απευθυνόμενος σε ιδιώτες που αγαπούν τον τόπο και θέλουν να κρατήσουν την ανωνυμία τους. Χάρις σε αυτούς μπορέσαμε να πάρουμε όλους τους αγρούς που συναπαρτίζουν το άλσος». Οι κάτοικοι είναι συνεργάσιμοι; «Νομίζω ότι έχουν όλοι συνειδητοποιήσει πως εδώ δεν πρόκειται ποτέ να γίνει ό,τι μας ενοχλεί στην Κνωσό, με σουβλατζίδικα και μαγαζιά με σουβενίρ πλάι στον αρχαιολογικό χώρο. Αγαπούν την ανασκαφή, την προστατεύουν και μας έχουν στηρίξει με κάθε τρόπο».
Μοναδική νεκρόπολη στα ομηρικά χρόνια σε όλη τη Μεσόγειο
Μια μεγάλη κατηφόρα μας οδηγεί στο στέγαστρο. Το μάτι του Σταμπολίδη γνωρίζει κάθε βράχο και κάθε δένδρο. Με ακαταπόνητη ενέργεια σκαρφαλώνει προς την ανασκαφή, χωρίς να τον πτοεί ο ήλιος και η ορθοστασία. Επειτα από τόσα χρόνια δουλειάς ξέρει το σκάμμα σαν την παλάμη του. Άλλωστε, ήταν από τις πρώτες του ανασκαφές, πριν ακόμα κλείσει τα 30 του χρόνια. Πέρασαν άλλα τόσα και είναι ακόμα εδώ, αφιερωμένος στο έργο. «Η ευρύτερη περιοχή της Ελεύθερνας χωρίστηκε το 1984 σε τρεις ζώνες. Πρώτα επέλεξαν ο Πέτρος Θέμελης και ο Θανάσης Καλπαξής. Εγώ πήρα τη δυτική μεριά από τον λόφο της Ακρόπολης. Είχα παρατηρήσει ότι το χώμα εδώ είχε μια γκρίζα απόχρωση, ενώ τριγύρω είναι κιτρινωπό. Συχνά, αυτό συμβαίνει από τα σάπια φύλλα των δένδρων. Μπορεί όμως και να αποδίδεται σε ίχνη καύσης ξύλου. Από την πρώτη τομή ήρθαν στο φως ευρήματα, σε βάθος ελάχιστων εκατοστών. Ήταν το κρεματόριο. Απεδείχθη ότι σε αυτό το σημείο οι αρχαίοι έκαιγαν τους νεκρούς τους. Επίσης, στις αναβαθμίδες υπήρχαν πολλά αρχαία μέλη που είχαν χρησιμοποιήσει οι κατοπινοί για οικοδομικά υλικά». Αυτονόητο το ερώτημα: χρειάζεται η τύχη στην αρχαιολογία; «Και βέβαια. Με ποια έννοια όμως; Ως συμπλήρωμα της γνώσης. Ο Ανδρόνικος ήξερε πού θα ψάξει για τη Βεργίνα. Η τύχη του ήταν ότι βρήκε έναν ασύλητο τάφο...» λέει ο καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Ειδικές θήκες για τα οστά
Στεκόμαστε στη νεκρόπολη των ομηρικών χρόνων, μοναδική στον χώρο της Μεσογείου. Δεν μπορεί κανείς να μη νιώσει τη συγκίνηση. Βλέπουμε τις ταφές, ορισμένες σε τεράστιους πίθους, κατόψεις από ταφικά μνημεία, σε έναν γοητευτικό δαίδαλο, που συνεχίζεται κάτω από τη γη, καθώς υπάρχουν πολλές χρονολογικές διαστρωματώσεις. «Όταν ολοκληρωθεί το έργο, θα φτιάξουμε ειδικές θήκες για να ξαναφέρουμε όλα τα οστά των νεκρών που μελετούν οι ανθρωπολόγοι. Εδώ ανήκουν, όχι στις αποθήκες των μουσείων. Ποιος είμαι εγώ που θα διαταράξω την ησυχία τους;».
Ο αρχαιολόγος βρίσκεται μέσα στο σκάμμα ανάμεσα σε σωρούς από πέτρες. Κινείται ανάμεσα στους τάφους και τις εποχές. Από τις τομές βρήκε πλήθος ευρημάτων τόσο για άνδρες πολεμιστές από την αριστοκρατία όσο και για γυναίκες που ανήκαν σε ξεχωριστή γενιά αλλά και απλές ταφές. Από τις πιο συγκινητικές ιστορίες είναι ένα αγόρι 12 ετών που έχει δίπλα στο μνήμα του τον τάφο του σκυλιού του. Γυναίκες από την ίδια αριστοκρατική οικογένεια που εντοπίστηκαν θαμμένες με περίτεχνα κοσμήματα.
Η σφαγή αιχμαλώτων
Και βέβαια, την ταφή που αποτελεί ίσως τη λύση στη διαφωνία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη για το αν οι Έλληνες σφάζουν τους αιχμαλώτους πολέμου. «Δεν αναφερόμαστε σε ανθρωποθυσίες αλλά στο δίκαιο του πολέμου, σε τελετουργική εκδίκηση. Βρήκαμε δίπλα στην ταφική πυρά ενός πρίγκιπα, ο οποίος έχασε τη ζωή του στη μάχη, το σκελετό ενός άλλου άνδρα που πρέπει να ήταν δεμένος πισθάγκωνα. Εκεί ήταν και ένα μαχαίρι, ένα πελέκι, μία ακονόπετρα. Ίχνη του κρανίου του εντοπίστηκαν αργότερα στα πόδια του πρίγκιπα και ήταν καψαλισμένα από την πυρά, γεγονός που μαρτυρά τη συγχρονία των γεγονότων. Ήταν ένας αιχμάλωτος πολέμου που σφαγιάστηκε σε αντίποινα. Ένας από τους εργάτες της ανασκαφής μου είπε τότε την ιστορία του Στεφανογιάννη, του Κρητικού ήρωα που εκτέλεσαν οι Γερμανοί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Έλληνες συμπολεμιστές του είδαν ποιος Γερμανός τον σκότωσε, μπήκαν νύχτα στον στρατώνα των εχθρών, τον απήγαγαν και τον σκότωσαν πάνω στον τάφο του Στεφανογιάννη για αντίποινα».
Κάθε ταφή έχει και τη δική της γοητευτική διήγηση. Έπειτα από δύο ώρες παραμονής στη νεκρόπολη, παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής προς το Ρέθυμνο, με ενδιάμεση στάση στο υπό ανέγερση μουσείο. Στο αυτοκίνητο ο Σταμπολίδης μου λέει τη δική του ιστορία σαν επίλογο της ξενάγησης: «Όταν πρωτοήρθα εδώ νέος, είπα μέσα μου πως, μέχρι να πάρω σύνταξη, θα έχω ανασκάψει όλη την Ελεύθερνα. Και το βουνό με άκουσε συγκαταβατικά και γέλασε με τα σχέδιά μου. Τώρα που μεγάλωσα και εγώ, αφουγκράζομαι το βουνό καλύτερα...».
Μουσείο-κιβωτός
Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό κτίριο που μοιάζει με καταφύγιο, σαν μια νοητή κιβωτό για τα ευρήματα. Αναμένεται να είναι έτοιμο το 2015 και ήδη έχει ολοκληρωθεί το κέλυφός του. Θα έχει εκθεσιακό χώρο για τα χιλιάδες ευρήματα από το νεκροταφείο και την πόλη, ώστε να μπορεί ο επισκέπτης να ανασυνθέσει το παλίμψηστο της Ελεύθερνας. Από την περίοπτη θέση του στο ύψωμα, φαίνεται ο λόφος της Ακρόπολης και το στέγαστρο, ολόκληρη η περιοχή που ήταν το ευρύτερο territorium της αρχαίας πόλης και φυσικά η κορυφή της Ίδης (Ψηλορείτης). Υπάρχει ειδικός σχεδιασμός για τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, αλλά και σύγχρονη μουσειολογική μελέτη για τους χώρους εργασίας και αποθήκευσης. Πρόκειται για ένα μουσείο με νέα φιλοσοφία που θα συμπληρώνει την περιήγηση των επισκεπτών στο αρχαιολογικό άλσος των Ελευθερναίων. Το έργο προχωρά με ταχύτατους ρυθμούς και ο Σταμπολίδης φροντίζει ως και την τελευταία λεπτομέρεια.
Πηγή: Μ. Πουρνάρα, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια