Καλό χωράφι Σισών Σημαντικά στοιχεία και νέα ευρήματα είδαν το φως της δημοσιότητας μετά τις ανακοινώσεις που έκαναν διαπρεπείς αρχαιο...
Καλό χωράφι Σισών |
Σημαντικά στοιχεία και νέα ευρήματα είδαν το φως της δημοσιότητας μετά τις ανακοινώσεις που έκαναν διαπρεπείς αρχαιολόγοι κατά τις εργασίες του 4ου Συνεδρίου με την επωνυμία «Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης», το οποίο διεξήχθη στο Ρέθυμνο από 24 έως 27 Νοεμβρίου και οργανώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, την τοπική Εφορία Αρχαιοτήτων και το Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Οι ανακοινώσεις είχαν τεράστιο ενδιαφέρον και κάλυψαν όλο το φάσμα των αρχαιολογικών ερευνών των τελευταίων ετών στο νησί μας.
Για το Ρέθυμνο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασαν τα νέα στοιχεία για σειρά από αρχαιολογικούς τόπους.
Οι ανασκαφές στο Καλό Χωράφι Σισών
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε η παρουσίαση των ευρημάτων από τη συστηματική ανασκαφή στο Καλό Χωράφι Μυλοποτάμου από την αρχαιολόγο και διευθύντρια της Εφορίας Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου κ. Αναστασία Τζιγκουνάκη.
Η εκτεταμένη μινωική εγκατάσταση που βρίσκεται στον όρμο με την ονομασία «Καλό Χωράφι», ανατολικά του παραθαλάσσιου οικισμού Μπαλί στη βόρεια ακτή της κεντρικής Κρήτης, εντοπίστηκε στην αρχή της δεκαετίας του 80 από τον συντηρητή της Εφορείας Λασιθίου Κωστή Νικάκη και το 2008 από την αρχαιολόγο του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου Κατερίνα Αθανασάκη.
Πρόκειται για θέση που εντάσσεται στη σειρά λιμενικών οικισμών της ευρύτερης περιοχής, από δυτικά προς ανατολικά, στη βόρεια ακτογραμμή του Πανόρμου, της Παναγίας του Χάρακα, της Κατεβατής και ανατολικά από το «Καλό Χωράφι» των Πέρα Γαλήνων. Στις θέσεις αυτές έχουν γίνει σωστικές ανασκαφές κατά το παρελθόν, ενώ ο αρχαιολογικός χώρος των Πέρα Γαλήνων ανασκάπτεται συστηματικά από τις αρχαιολόγους κ. Ελένη Μπάνου και κ. Ελένη Τσιβιλίκα και έχει αποκαλυφθεί μεγάλο τμήμα της σημαντικής αυτής εγκατάστασης.
Η ονομασία της θέσης παρουσιάζεται ήδη σε χάρτες τουλάχιστον από το 1651, όπως και η ονομασία των Πέρα Γαλήνων ενώ ο κοντινός ναός των 318 Θεοφόρων Πατέρων, που αναστηλώθηκε παράλληλα με την ανασκαφή, φέρει εγχάρακτη ημερομηνία 1658 στην είσοδο της τελευταίας κατασκευαστικής του φάσης. Επίσης, βρέθηκε σολντίνο στο επιφανειακό στρώμα στο χώρο της ανασκαφής.
Ο μινωικός παραθαλάσσιος οικισμός, ορίζεται επί λόφου φερόμενης ιδιοκτησίας Μαυρουδή και εκτείνεται έως την θάλασσα όπου ενδεχομένως κατολισθήσεις συμπαρέσυραν αρχιτεκτονικές δομές στο τμήμα αυτό, ενώ ένα μεγάλο εγκάρσιο τμήμα του χώρου έχει καταστραφεί κατά το πρόσφατο παρελθόν.
Ο σωζόμενος πυρήνας του οικισμού καταλαμβάνει τη δυτική πλευρά υψώματος με κλίση προς τα ΝΔ, στις παρυφές του οποίου εκτείνεται επίμηκες επίπεδο πλάτωμα όπου διακρίνονται ίχνη ισχυρού κτηρίου, ενώ στα ΒΔ του υψώματος αναπτύσσεται μικρή χερσόνησος και ΒΔ της απόκρημνος απρόσιτος κολπίσκος. Σε όλη την έκταση της πλαγιάς, καθώς και στο ΝΔ τμήμα της χερσονήσου διακρίνονται αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και πού μεγάλη συγκέντρωση κεραμικής μεσομινωικών ΙΙΙ-ΥΜΙ χρόνων, λίγη κεραμική της ΥΜΙΙΙ, ενώ στις νότιες παρυφές της πλαγιάς υπάρχει λίγη διάσπαρτη κεραμικής βυζαντινών και νεώτερων χρόνων.
Λόγω αρχαιοκαπηλικής δράσης στο χώρο κατά του 2008 και το 2012, έγινε από μικρή σωστική ανασκαφή, και αποκαλύφθηκε ένας μικρός χώρος που περιείχε πιθοειδές που το χείλος του στην επιφάνεια του εδάφους είχε προκαλέσει την προσοχή, με αποτέλεσμα λαθρανασκαφική δραστηριότητα και καταστροφή του άνω τμήματος του πιθοειδούς. Στον χώρο αυτό και σε βάθος μόλις 5 εκ. από την επιφάνεια αποκαλύφθηκαν αρκετά αγγεία κυρίως άωτα κωνικά κύπελλα. Παράλληλα, σε πολλά σημεία της κλιτύος του λόφου του χώρου διαπιστώθηκε ότι δημιουργούνται κατά τη διάρκεια του χειμώνα ρυάκια που συμπαρασύρουν αρχαία στρώματα και υπάρχει κίνδυνος καταστροφής των αρχαιολογικών στοιχείων.
Για τους παραπάνω λόγους έγινε οριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου. Στη συνέχεια ξεκίνησαν διαδικασίες απαλλοτρίωσης και συστηματικής ανασκαφής του, με χρηματοδότηση του Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης της Περιφέρειας Κρήτης και στη συνέχεια και των INSTAP και Ιδρύματος Ψύχα.
Το 2014 ανοίχτηκαν 4 τομές που μας αποκάλυψαν τμήματα συγκροτήματος και ισχυρό – από τη μια πλευρά του – τοίχο διαφορετικού προσανατολισμού, με ΥΜΙΙΙ κεραμική αλλά και εφυαλωμένη ενετική και το σολντίνο.
Από τότε έως σήμερα έχουν συνεχιστεί οι ανασκαφές, οι οποίες αποκαλύπτουν τον οικισμό και δίδουν συνεχώς κεραμική.
Συμπερασματικά, από τα έως τώρα δεδομένα, φαίνεται ότι
- οι ανασκαμμένοι, ολικώς ή μερικώς, χώροι της ΜΜΙΙΙ-ΥΜΙ περιόδου ανήκουν σε ένα οικοδομικό συγκρότημα
- για την κατασκευή των κτηρίων χρησιμοποιείται με μικτό τρόπο, τοπικός σχιστόλιθος και ασβεστόλιθος, σε περίπου ίδια αντιστοιχία
- η αρχιτεκτονική ΜΜΙΙΙ-ΥΜΙ περιόδου ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο
- ο προσανατολισμός των κτηρίων της ΜΜΙΙΙ-ΥΜΙ περιόδου είναι ΒΔ ΝΑ και ΝΔ-ΒΑ, ενώ των κτηρίων που φαίνεται να χρονολογούνται στην ΥΜΙΙΙ περίοδο είναι Β-Ν και Α-Δ. Ο οικισμός αυτός περιελάμβανε και Ιερό.
- σε ορισμένους τουλάχιστον χώρους (Χώρος 3, Χώρος 4, Χώρος 6) υπήρχε δεύτερος όροφος
- ενδεχομένως υπήρχε ιερό ή γίνονταν τελετουργίες στον άνω όροφο στην περιοχή των Χώρων 4, 3 και 6
- η εύρεση τμημάτων ελαφρόπετρας σε όλους σχεδόν τους χώρους του συγκροτήματος είναι μια ένδειξη θαλάσσιου σεισμικού κύματος έως την κορυφή του χαμηλού αυτού λόφου.
Η κ. Τζιγκουνάκη τόνισε κατά τη διάρκεια της παρουσίασης των στοιχείων αυτών στο συνέδριο του Α.Ε.Κ. ότι: «Πρόθεσή μας, με τη διενέργεια της συστηματικής ανασκαφής της μινωικής αυτής θέσης στο Καλό Χωράφι είναι κατ’ αρχήν η διάσωσή της στο χώρο και το χρόνο, εκτός δε την αποκάλυψη και ανάδειξη του χώρου, και την συμπλήρωση των γνώσεών μας για τους παραθαλάσσιους οικισμούς του βόρειου άξονα της Κρήτης και το ρόλο τους στο διακομιστικό εμπόριο, μελλοντικά να είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως σημαντικός πυρήνας επισκεψιμότητας, ώστε η ευρύτερη περιοχή να αξιοποιηθεί ποιοτικά σε συνδυασμό με το πολιτισμικό απόθεμα. Ακόμη, η συχνή και οργανωμένη παρουσία μας στο χώρο με τη συστηματική ανασκαφή, πιστεύουμε πως θα αποτρέψει τα φαινόμενα λαθρανασκαφών που παρατηρήθηκαν στο παρελθόν».
Η Μινωική πόλη και η Νεκρόπολη των Αρμένων
Μετά από αρκετά χρόνια ανασκαφών στην περιοχή των Αρμένων Ρεθύμνου οι αρχαιολόγοι έχουν μια σαφή και συνολική εικόνα τόσο της γνωστής νεκρόπολης όσο και για την ακριβή θέση της αρχαίας πόλης, η οποία προσδιορίζεται στον γειτονικό Κάστελο.
Νεκρόπολη Αρμένων |
Οι ανακοινώσεις των αρχαιολόγων Γιάννη Τζεδάκη και Βίκη Κολυβάκη έδωσαν όλα τα καινούργια στοιχεία, τα οποία σε συνδυασμό με τα μέχρι σήμερα γνωστά, συνθέτουν την επιστημονική γνώση που έχει κατακτηθεί μέσω της αρχαιολογικής σκαπάνης και της μελέτης επί των ευρημάτων.
Όπως είναι γνωστό έχουν ανασκαφεί 232 τάφοι και έχουν βρεθεί 1000 ανθρώπινοι σκελετοί, επιτύμβιες στήλες και κτερίσματα. Ένα οργανωμένο νεκροταφείο, το οποίο δίδει μία πλήρη εικόνα του πως οργανώνεται ένα νεκροταφείο της υστερομινωικής περιόδου, δηλαδή του 1400 με 1200 π.Χ.
Το επόμενο βήμα ήταν να ξεκινήσουν οι έρευνες για την μινωική πόλη, της οποίας οι νεκροί θάπτονταν εκεί και οι δύο αρχαιολόγοι έδωσαν σημαντικά στοιχεία για αυτό.
Όπως τόνισαν στην εισήγηση τους, τα στοιχεία που κατέδειξαν την πόλη στον σημερινό Κάστελο, είναι τα εξής: « Ήδη από το 1995 είχε ξεκινήσει συστηματική επιφανειακή έρευνα γύρω από τη Νεκρόπολη και κάλυψε έκταση από το Αμπελάκι έως το Γαλλιανό φαράγγι και από τους πρόποδες του όρους Βρύσινα έως το Βαλσαμόνερο στους άξονες βορρά-νότου και ανατολής-δύσης αντίστοιχα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν πολλά: ελάχιστα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της μινωικής περιόδου εντοπίστηκαν εξαίροντας την ΥΜΙ θέση Σκλαβογιανός και περισσότερα ευρήματα της Ρωμαϊκής-θέση Συκολάκκοι- Ενετικής και Οθωμανικής περιόδου με διάσπαρτη κεραμεική στην ευρύτερη περιοχή.
Από το 2001 είχε ξεκινήσει ερευνητικό πρόγραμμα γεωσκοπήσεων[1] -Geoscanning- με χρηματοδότηση από το INSTAP και των αντιστοίχων πανεπιστημίων και του H. Martlew Archaeological Foundation που στόχο είχε ακριβώς της εύρεση της Μινωϊκής πόλης. Το πρόγραμμα διήρκησε έως το 2010 και οι συνθήκες δεν ήταν πάντα εύκολες λαμβάνοντας υπόψην αρνητικούς παράγοντες όπως η υγρασία και το βραχώδες υπέδαφος. Από το 2001-2006 η έρευνα για την εύρεση της πόλης κινήθηκε σε δύο πόλους με την επιφανειακή έρευνα να λαμβάνει ταυτόχρονα και στοιχεία του προγράμματος. Έτσι, μινωϊκή κεραμεική, κυρίως από χρηστικά αγγεία, συλλέχθηκε νότιο-δυτικά της Νεκρόπολης καλύπτοντας την ευρύτερη περιοχή του οικισμού Κάστελλος έως το ναό του Αγ- Φανουρίου.
Η ανασκαφή στην περιοχή του Καστέλου ξεκίνησε το 2007, στη θέση «Λέσκα», νοτιο-δυτικά της Νεκρόπολης, όπου ανασκάφτηκε τετράγωνο δωμάτιο διαστ.4*4μ του οποίου οι τοίχοι ήταν εμφανείς. Ταυτόχρονα, στη γύρω περιοχή κάποιες από τις αποκατεστημένες παραδοσιακές κατοικίες χρησιμοποιούν οικοδομικό υλικό της Μινωικής περιόδου στο κατώτερο σημείο τους. Αυτό είναι έκδηλο και στο μονοπάτι που συνδέει τις προαναφερθείσες τομές με σύγχρονο οικισμό. Η ανασκαφή στον Κάστελο επικεντρώθηκε σε δύο θέσεις: στη θέση «Αρμιά» ιδιοκτησίας Ζανιδάκη και στη θέση «Μελισσόκηπος» ιδιοκτησίας Bedford και διήρκησε από το 2007-2011.
Νότια του σύγχρονου οικισμού και στη θέση «Αρμιά», ανασκάφτηκε Μινωϊκή αγροικία σε μία στάθμη, αποτελούμενη από τρία σωζόμενα δωμάτια.Από τα ευρήματα η χρήση της αγροικίας[2] έγινε από την ΥΜΙΙΙΑ έως και την ΥΜΙΙΙΒ2 περίοδο. Αφορμή για την ανασκαφή στη θέση «Μελισσόκηπος» βόρεια του οικισμού αποτέλεσαν οι μινωικοί δόμοι που αποτελούν τμήμα του νότιου τοίχου του οικοπέδου προς το μονοπάτι που οδηγεί στο ναό του Αγ-Γεωργίου. Αρχικά έγινε μερική αποχωμάτωση του χώρου, αφού είχε μπαζωθεί από υλικά της ανακαίνισης του γειτονικού κτιρίου.
Νεκρόπολη Αρμένων |
Οι τομές στο ανατολικό άκρο του οικοπέδου εμφάνισαν κτίριο ΥΜΙΙΙ περιόδου- η κεραμεική στο ανώτερο στρώμα ήταν ανάμεικτη- κατασκευασμένο από ασβεστόλιθο λευκού και ρόζ χρώματος. Πλησίον του βρίσκεται υπαίθριος πιθανόν χώρος με λειασμένο το βράχο με λάκκο. Η παρουσία χρωστικών ουσιών εκεί και η εύρεση λίθινων πελέκεων μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ίσως πρόκειται για χώρο εργαστηρίου.
Η τομή στο δυτικό άκρο του οικοπέδου παρουσιάζει μια αλληλουχία οικοδομικών φάσεων. Διακρίνονται μικρά δωμάτια, τμήμα επιμήκους διαδρόμου με σωζόμενο δάπεδο από μικρές πέτρες με προσανατολισμό βορρά-νότου, με τμήμα σκάλας από πλακοειδείς λίθους για τον όροφο και βόρειά τους χώρος, πιθανόν αποθηκευτικός, με χρωστικές ουσίες-pigments και συνδέεται με τον εργαστηριακό χώρο που προαναφέρθηκε.
Από τα μέχρι στιγμής ανασκαφικά δεδομένα εικάζεται ότι έχουμε δύο οικοδομικές φάσεις την ΥΜΙΙΙΑ περίοδο: στην πρώτη ανήκουν οι κατώτεροι τοίχοι από μικρές πέτρες και τα άωτα κύπελλα που βρέθηκαν μέσα στο διάδρομο, ενώ στη δεύτερη ανήκουν ο διάδρομος και οι τοίχοι με δομικό υλικό μεγάλες πέτρες και ογκολίθους, το κλιμακοστάσιο και τα άωτα κύπελλα κάτω από αυτό.
Η παρουσία τρίτης οικοδομικής φάσης την ΥΜΙΙΙΒ περίοδο ενισχύεται από την εύρεση άλλου δαπέδου στην ανατολική πλευρά της τομής και τοίχου διαφορετικής τεχνοτροπίας.
Η παραπάνω αναφορά στην ανασκαφή της μινωικής πόλης δείχνει από την αρχιτεκτονική και τα ευρήματά της τη σχέση που είχε με τη Νεκρόπολη.
Οι Μινωίτες χρησιμοποιούν το γεωλογικό ασβεστολιθικό υπόβαθρο το οποίο είναι εύκολο στην κατεργασία.
Από τη μελέτη της κεραμικής της πόλης που άρχισε το 2014 είναι προφανές ότι αυτή αποτελεί προϊόν του τοπικού εργαστηρίου με ήδη εντοπισμένες πηγές του πηλού και με περιορισμένη τυπολογία[3]: χρηστική κεραμική που έχει αποκαλυφθεί και στους δρόμους των τάφων. Οστά ζώων έχουν περισυλλεγεί σε μεγάλη ποσότητα, ενώ λιγοστά έχουν βρεθεί στη Νεκρόπολη.
Οι χρωστικές ουσίες που βρέθηκαν στη θέση «Μελισσόκηπος» και ο πιθανός εργαστηριακός χώρος επεξεργασίας τους είναι σημαντικός για την πόλη και τη Νεκρόπολη. Χρησιμοποιούνται για τη διακόσμηση της κεραμικής και των λαρνάκων και προέρχονται από ορυκτά οι πηγές των οποίων έχουν βρεθεί πλησίον ή στην ευρύτερη περιοχή. Σημειώνονται οι πηγές του χαλαζία και ασβεστίτη στην περιοχή του Καστέλου, αιματίτη, λεμονίτη, μολύβδου και θειούχων στο Άνω Βαλσαμόνερο τα οποία με την κατάλληλη κατεργασία αποδίδουν χρώματα αναλλοίωτα στην πάροδο των αιώνων.
Σε μία περιοχή όπου τις προηγούμενες χρονικές περιόδους δεν έχει βρεθεί μέχρι στιγμής κατοίκηση, ξαφνικά την ΥΜΙΙΙ περίοδο υπάρχει μια μεγάλη εγκατάσταση, αφού υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις στον άξονα βορρά-νότου. Ήδη από τη ΜΜ περίοδο η περιοχή «προστατεύεται» από τα ιερά κορυφής του Βρύσινα του Κάτω Βαλσαμόνερο και των Ατσιπάδων-χωρίς να έχει βρεθεί μέχρι στιγμής ΥΜ κατοίκηση».
Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, η Μινωική πόλη στον Κάστελο με τη συνολική προστασία, αλλά και εποπτεία του ευρύτερου χώρου και η μεγαλειώδης Νεκρόπολη σε θέση που επέτρεπαν οι γεωλογικοί παράγοντες ενισχύει τον έλεγχο του οδικού άξονα βορρά-νότου. Η διακίνηση αγαθών(αγροτικά, κτηνοτροφικά) και πρώτων υλών από και προς τα επίνεια που βρίσκονται στην ακτογραμμή του Γερανίου-Κουμπέ μέσω της κοιλάδας του Αγ-Βασιλείου προς το νότο.
Επιπλέον, ο κ. Τζεδάκης τόνισε, ότι «Οι άνθρωποι ήρθαν εκεί για έναν απλό λόγο. Ελέγχανε στον άξονα βορρά – νότου, τη διακίνηση των προϊόντων. Δηλαδή, έπρεπε να ελέγχουν για να μπορούν να στέλνουν και τους φόρους, γιατί υπήρχε φορολογία από τότε, η οποία ήταν το προϊόν. Έτσι, ένα τμήμα του προϊόντος πήγαινε στον άρχοντα, όχι του χωριού, αλλά της μεγάλης μινωικής πόλης, η οποία ας πούμε ήταν η Κνωσός. Η Κνωσός είχε εκπροσώπους της, οι οποίοι έμεναν εκεί, ελέγχανε τα εμπορεύματα, πέρνανε το ποσοστό και το στέλνανε.
Τα εμπορεύματα είναι ορυκτά για να γίνουν ημιπολύτιμοι λίθοι, είναι χαλκός που έρχεται από τους Καλούς Λιμένες, είναι τα αγροτικά, τα κτηνοτροφικά, το μαλλί.
Ήταν στον άξονα, γιατί αν δείτε σήμερα το χάρτη έχει δύο δρόμους. Ο ένας είναι του Αγίου Βασιλείου και ο άλλος του Αμαρίου. Από την πλευρά του Αμαρίου έχουμε πάλι τα ίδια, αλλά σε πρωιμότερη φάση. Φαίνεται ότι στην υστερομινωική αλλάζει το δρομολόγιο και έτσι έχουμε εκεί που είναι το παλιό ΚΤΕΟ, όπου υπάρχει μία άλλη εγκατάσταση που είναι 150 χρόνια πρωιμότερη. Αυτή εγκαταλείφθηκε και ανέβηκαν προς τα πάνω και ήρθαν προς τους Αρμένους.
Στους Αρμένους έχουμε βρει αγγεία με γραμμική β΄. έχουμε παραγωγή τέτοιων αγγείων, που έχουν βρεθεί στην Κνωσσό και την Πελοπόννησο, δηλαδή διακινούν μάλλον κρασί αυτά. Αυτοί οι μεγάλοι αμφορείς, έχουμε έναν από την Ελευσίνα, που λέει το όνομα της πόλης.»
Ως προς το όνομα της πόλης, οι δύο αρχαιολόγοι επισήμαναν, ότι «Τα τοπωνύμια ku-ta-to και da-22-to που εμφανίζονται σε σειρά πινακίδων γραμμικής Β της Κνωσού τοποθετούνται από τους μελετητές στο βόρειο τμήμα του νομού. Η παρουσία γραφής σε ευρήματα τόσο στη Νεκρόπολη όσο και στην Ελευσίνα και η εντατική διακίνηση πρώτων υλών, όπως ήδη σημειώθηκε, που πιστοποιείται και από την ανάγνωση των πινακίδων, μας οδηγεί στην παραδοχή ότι η πόλη αυτή είναι η μινωική da-22-to, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα».
Το Νεκροταφείο στο Σφακάκι Ρεθύμνου
Εκτενές τμήμα νεκροταφείου των ύστερων αρχαϊκών και πρώιμων κλασικών χρόνων έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην περιοχή Σφακάκι.
Νεκροταφείο Σφακάκι |
Όπως ανακοινώθηκε από τον αρχαιολόγο Επαμεινώνδα Καπράλο κατά τη διάρκεια των εργασιών του Αρχαιολογικού Έργου Κρήτης, το 2015 διενεργήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου ανασκαφική έρευνα στο οικόπεδο ιδιοκτησίας Ματθαίου Λαδάκη στο Σφακάκι Ρεθύμνου και χρηματοδοτήθηκε κατά μεγάλο μέρος της από τον ιδιοκτήτη.
Συνολικά αποκαλύφθηκαν 65 ταφές, χωρίς να υπήρχαν ενδείξεις περιτείχισης του χώρου του νεκροταφείου ή ύπαρξης κάποιου ταφικού περιβόλου, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι οι ταφές δεν είχαν τον ίδιο προσανατολισμό. Στην πλειονότητα τους, συνολικά 41, ο νεκρός είχε εναποτεθεί σε λακκοειδή τάφο, με αβαθές και αμελώς διανοιγμένο όρυγμα στο φυσικό έδαφος. Παράλληλα, 19 ήταν οι ενταφιασμοί σε πίθο ενώ βρέθηκαν και 5 εγχυτρισμοί σε αμφορείς και μικρά πιθοειδή αγγεία.
Η περίοδος χρήσης του νεκροταφείου εκτείνεται σε δύο τουλάχιστον περιόδους. Κάποιες ταφές σε πίθο είναι μεταγενέστερες μερικών ανοιχτών ταφών καθώς είναι εμφανώς διαταραγμένες για την εναπόθεση των πίθων. Επίσης, παρατηρήθηκαν αρκετές επάλληλες ταφές, με τον ενταφιασμό νεκρών στο αμέσως ανώτερο επίπεδο προγενέστερης ταφής.
Στις ανοιχτές ταφές οι νεκροί είχαν εναποτεθεί εκτάδην, σε ύπτια θέση. Το γεγονός, όμως, ότι είχαν ενταφιασθεί αμελώς και σε διάφορες στάσεις, σε συνδυασμό με τα πρόχειρα διανοιγμένα και πολύ αβαθή ορύγματα των λακκοειδών τάφων υποδηλώνει την αναγκαιότητα για την άμεση και βεβιασμένη ταφή τους, δηλαδή περιπτώσεις λιμού ή λοιμού.
Μακροσκοπικά παρατηρήθηκε ότι μεγάλος αριθμός των νεκρών τόσο στους πίθους όσο και στους λακκοειδείς τάφους ήταν πρόσωπα νεαρής ηλικίας, συμπεραίνοντας από το μικρό σχετικά ύψος των σκελετών τους, ενώ βρέθηκε και μία παιδική ταφή.
Μοναδική περίπτωση στο νεκροταφείο του Σφακακίου αποτελούν τα ευρήματα σε ένα ταφικό πίθο, το στόμιο του οποίου έφραζε ένα μικρότερο αγγείο, ένας αμφορέας. Τα λίγα σκελετικά κατάλοιπα που διατηρήθηκαν στον πίθο αλλά και στον αμφορέα συνηγορούν για την ύπαρξη ταυτόχρονης, διπλής ταφής, πιθανόν μίας μητέρας και του παιδιού της.
Σε άλλο ταφικό πίθος βρέθηκε η μοναδική περίπτωση καύσης στο νεκροταφείο του Σφακακίου. Πρόκειται, όμως, για δευτερογενή καύση, και όχι πρωτογενή, καθώς δεν έχουν εντοπιστεί ίχνη κάποιας ταφικής πυράς, τουλάχιστον στα όρια της έκτασης που διερευνήθηκε.
Εντοπίστηκαν, ακόμη, εγχυτρισμοί για τους οποίους έχουν χρησιμοποιηθεί αμφορείς αλλά και μικρού μεγέθους πιθοειδή αγγεία. Οι εγχυτρισμοί δεν διέσωζαν σκελετικά κατάλοιπα και πιθανόν να είχαν ενταφιασθεί βρέφη καθώς τα οστά τους είναι πολύ μικρά και δεν διασώζονται.
Οι ταφές περιείχαν λίγα σχετικά κτερίσματα, με εκείνες σε πίθο να είναι επιμελέστερα κτερισμένες από τις ανοιχτές ταφές, οι οποίες στην πλειονότητα τους ήταν ακτέριστες. Σε πολύ λίγες βρέθηκαν κάποια ευρήματα, κυρίως αγγεία και μόλις ένα κόσμημα.
Σημαντικό εύρημα αποτελεί το αγγείο που αποκαλύφθηκε τοποθετημένο ανεστραμμένα δίπλα στο κρανίο του νεκρού της ταφής. Πρόκειται για μία πλημοχόη με στιλπνό μελανό γάνωμα, και διακόσμηση από επάλληλες κατακόρυφες γλωσσοειδείς μικρές γραμμές στο επάνω τμήμα της, η οποία πιθανότατα έχει εισαχθεί από την Αττική. Η ονομασία της προέρχεται από το συνθετικό πλήμη (πλημμύρα) και το ρήμα χέω και χρησιμοποιούνταν για την μεταφορά αρωμάτων σε υγρή μορφή. Το αγγείο συνδέεται με τα έθιμα ταφής και τη νεκρική λατρεία. Το αγγείο χρονολογείται στο τέλος του 6ου αι. π. Χ. ή στο α΄ τέταρτο του 5ου αι. π. Χ.
Οι ταφές σε πίθο ήταν κτερισμένες με περισσότερη φροντίδα, πιο επιμελημένες και μεταξύ των ευρημάτων τους περιλαμβάνονται εκτός από αγγεία και κάποια κοσμήματα.
Σχετικά με την ανακάλυψη και την έρευνα στο νεκροταφείο, ο αρχαιολόγος κ. Καπράνος σημείωσε τα εξής: «Το τμήμα νεκροταφείου των ύστερων αρχαϊκών και πρώιμων κλασικών χρόνων που αποκαλύφθηκε στο Σφακάκι Ρεθύμνου είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς αποτελεί τμήμα μιας εκτεταμένης νεκρόπολης που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της σημαντικής αρχαίας πόλης του Σταυρωμένου η οποία αναπτύχθηκε στην ευρύτερη γεωγραφική ενότητα Σταυρωμένου – Χαμαλευρίου – Σφακακίου – Παγκαλοχωρίου, μιας πόλης ισχυρής που ήδη κατά την ύστερη αρχαϊκή και πρώιμη κλασική περίοδο φαίνεται να έχει επαφές και σχέσεις με σημαντικά κέντρα όπως η Αττική, όπως υποδηλώνεται από την εισαγωγή αγγείων.
Η εύρεση του εμπλουτίζει, ακόμη, τις γνώσεις μας για την χωροθέτηση των νεκροταφείων της αρχαίας πόλης του Σταυρωμένου, τα οποία αναπτύχθηκαν εκτός των τειχών του οικιστικού πυρήνα της πόλης. Δεδομένου ότι, στο παράκτιο τμήμα των οικισμών Σταυρωμένου και Σφακακίου, εκτός από το νεκροταφείο αυτό, έχουν ανασκαφεί τμήματα νεκροταφείων των ύστερων κλασικών και κυρίως των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, ενώ είναι ορατά ταφικά κατάλοιπα αντίστοιχων περιόδων κατά μήκος της ακτογραμμής, και ότι ανατολικά της κοίτης του Αρκαδιώτη ποταμού, στη θέση Παλαιόκαστρο αναπτύσσεται η λιμενική εγκατάσταση της αρχαίας πόλης του Σταυρωμένου, στην οποία, κατά τη διάρκεια εκτεταμένης στρωματογραφικής έρευνας αποκαλύφθηκαν οικιστικά κατάλοιπα και των κλασικών χρόνων, πιθανότατα ο ποταμός αποτελούσε το φυσικό όριο, εν είδει τειχών, μεταξύ της νεκρόπολης και του οικισμού. Εξάλλου, στο Παλαιόκαστρο, έχει βρεθεί και η επιτύμβια στήλη του 5ου αι. π. Χ. με παράσταση νεαρού κυνηγού.
Τέλος, το νεκροταφείο αυτό παρέχει σημαντική πληροφόρηση για τις ταφικές πρακτικές και τα ταφικά έθιμα της περιόδου, καθώς επιβεβαιώνεται ότι, εκτός των λακκοειδών τάφων, υπήρχε και η πρακτική του ενταφιασμού σε πίθο και του εγχυτρισμού κατά την ύστερη αρχαϊκή και πρώιμη κλασική περίοδο, γεγονός που για πρώτη φορά τεκμηριώνεται στην ευρύτερη γεωγραφική ενότητα Χαμαλευρίου – Σταυρωμένου – Παγκαλοχωρίου – Σφακακίου».
Ο άγνωστος ναός στην οδό Σουλίου Ρεθύμνου
Σημαντικές πληροφορίες για άγνωστο ναό που εντοπίστηκε στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου ανακοίνωσε ο αρχαιολόγος Κωστής Γιαμπιτζόγλου, ο οποίος στοιχειωθέτησε την άποψη, να ανήκε στο τάγμα των Δομινικανών μοναχών και να ανήκε στην Αγία Μαγδαληνή.
Όπως είπε, κατά την διάρκεια της ανακαίνισης καταστήματος στην οδό Σουλίου διαπιστώθηκε, ότι το δυτικό τμήμα του ισόγειου ενός διώροφου κτηρίου είχε τα μορφολογικά χαρακτηριστικά ενός ναού βενετικής περιόδου. Το κτήριο εξωτερικά ομοιάζει με πολλά άλλα κτήρια της Παλιάς Πόλης αφού η όψη του ισογείου διαμορφώνεται με ένα ευρύ τοξωτό άνοιγμα της οθωμανικής περιόδου, χαρακτηριστικό των καταστημάτων του 18ου και 19ου αι. Την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου του 2015 πραγματοποιήθηκε ανασκαφική έρευνα και διαπιστώθηκε ότι ο ναός είχε δύο κύριες οικοδομικές φάσεις.
Ο αρχικός ναός στεγάζεται με οξυκόρυφο θόλο που φέρει τρία ενισχυτικά τόξα που στηρίζονται σε προβόλους κοιλόκυρτης διατομής, στο ύψος της γένεσης της καμάρας. Στο ύψος της γένεσης της θόλου κατά μήκος, της βόρειας και της νότιας πλευράς της, διατρέχει ένας απλός ορθογωνικής διατομής κοσμήτης. Ο ναός έφερε μία μικρή τοξωτή είσοδο στο μέσον περίπου της βόρειας πλευράς του. Με βάση τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά όπως η έντονη οξυκόρυφη αψίδα αλλά και η μορφή των προβόλων του ο αρχικός ναός μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη του 14ου-αρχές του 15ου αι.
Στην δεύτερη φάση του ναού ανήκει η ανατολική επέκταση του. Ο ναός σε αυτή τη φάση είναι ιδιαιτέρα επιμήκης, με τον κατά μήκος άξονα του κάθετο στον άξονα της οδού Σουλίου έτσι ώστε η ανατολική πλευρά του να βρίσκεται πάνω στο δρόμο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η οδός Σουλίου, σύμφωνα και με τους χάρτες της βενετικής περιόδου είχε ήδη διαμορφωθεί κατά τον ύστερο 16ο αι. Η χωροθέτηση του ναού με την αψίδα του πάνω σε δρόμο δεν είναι ασυνήθιστη με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το ναό της Αγίας Παρασκευής στην οδό Νικηφόρου Φωκά. Στο μέσον περίπου του ναού αποκαλύφθηκαν τρεις κιβωτιόσχημοι τάφοι. Πρόκειται για επιμελημένους τάφους επιχρισμένους εσωτερικά οι οποίοι όμως ήταν χωρίς καλυπτήριες πλάκες, μπαζωμένοι και συλλημένοι. Ενδιαφέρον χαρακτηριστικό είναι το πυραμιδοειδές σχήμα τους, με τα τοιχώματα των μακριών πλευρών τους να διευρύνονται προς τη βάση, έτσι ώστε να διαμορφώνουν μεγαλύτερη βάση και μικρότερο στόμιο. Μόνα ευρήματα εκτός από μικρά τμήματα οστών αποτελούν σιδερένια καρφιά που παραπέμπουν στη χρήση καθελέτου, δηλαδή ξύλινου νεκρικού φορείου. Κατά μήκος της βόρειας πλευράς της επέκτασης αποκαλύφθηκαν ακόμη 4 λακκοειδείς τάφοι, σκαμμένοι στο χώμα και οι δύο από αυτούς διαμορφωμένοι περιμετρικά, όπως διαπιστώνεται από τα σωζόμενα τμήματα τους, από σειρά αργών λίθων. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι τρεις από αυτούς βρίσκονται σε διαφορετικές στάθμες γεγονός που υποδηλώνει ότι πρόκειται για διαδοχικές ταφές σε διαφορετικούς χρόνους, με την ταυτόχρονη ανύψωση της στάθμης του δαπέδου του ναού αφού αποκαλύφθηκαν τρία διαδοχικά δάπεδα από ισχυρό ασβεστοκονίαμα. Πρόκειται για μια διπλή ταφή, πιθανόν μητέρας με παιδί σε εναγκαλισμό. Και σε αυτές τις ταφές ανευρέθηκαν σιδερένια καρφιά από τρία σε κάθε ταφή στο ύψος της κεφαλής των νεκρών. Η λιγοστή κεραμική, μαγιόλικα και εφυαλωμένη που βρέθηκε στα βαθύτερα στρώματα της επέκτασης μας παραπέμπει στον ύστερο 16ο – πρώιμο 17ο αιώνα.
Την Οθωμανική περίοδο όπως προαναφέρθηκε η επέκταση του ναού καταστράφηκε από άγνωστης μέχρι στιγμής αίτια, ο ναός όπως έγινε στο σύνολο σχεδόν των ναών της Παλιάς Πόλης, άλλαξε χρήση και στη θέση της επέκτασης ανεγέρθηκε ένα διώροφο κτίριο που κάλυψε και τον αρχικό ναό.
Σχετικά με το ενδεχόμενο ο ναός να ανήκε στην Μονή των Δομινικανών μοναχών, οι οποίοι ιστορικά εγκαταστάθηκαν στο Ρέθυμνο κατά το διάστημα 1571-1573 ιδρύοντας ένα μικρό σταθμό-ξενώνα διερευνητικού χαρακτήρα, που εξυπηρετούσε κυρίως τα μέλη του τάγματος κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους στην Κρητική ενδοχώρα, ο κ. Γιαμπιστζόγλου δήλωσε τα εξής: «Με βάση νοταριακά έγγραφα του συμβολαιογράφου Καλλέργη, ο Γιάννης Γρυντάκης είχε προτείνει παλαιότερα ότι ο ναός της Άγιας Μαγδαληνής των Δομινικανών βρίσκεται πολύ κοντά στη Loggia της πόλης και του στενού των τσαγκαράδων, όπως ονομαζόταν η οδός Σουλίου τουλάχιστον από τις αρχές του 17ου αι. έως και το πρόσφατο παρελθόν. Την υπόθεση αυτή υιοθέτησε και ο ιστορικός Δημήτρης Κασαπίδης προτείνοντας τη θέση του ναού και της μονής στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από της οδούς Σουλίου, Παλαιολόγου και την πλατεία Τίτου Πετυχάκη. Η χωροταξική ένταξη της Αγ. Μαγδαληνής στην περιοχή αυτή, προκύπτει από 7 δημοσιευμένα συμβόλαια του έτους 1637, σύμφωνα με τα οποία ο Αλβίζε Μπέντη, κάτοικος του Χάνδακα, ενοικιάζει και πωλεί κτήρια, και καταστήματα σε ιδιώτες καθώς και κάποιο ακάλυπτο χώρο στο μοναστήρι της Αγίας Μαγδαληνής. Επομένως ο νέος ναός που ήρθε στο φως, μπορεί να ταυτιστεί με το ναό της Αγίας Μαγδαληνής των δομινικανών».
[1] 1η φάση. Υπό τη διεύθυνση του αποβιώσαντος σήμερα Dr. John Evans του πανεπιστημίου East London και της Eileen Chapell η οποία έκανε και την ανακοίνωση για το πρόγραμμα στο 10ο Διεθνές Κρητολογικό συνέδριο, Χανιά 2006.
[2] Παραδείγματα κατοικιών στη μινωική Κρήτη με όροφο.
[3] Εξαίρεση αποτελεί η κύλικα από το λάκκο 1 της «Αρμιά» της ΥΜΙΙΙΑ1, πιθανόν εργαστηρίου Κυδωνίας, και αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι μέχρι τώρα ότι το τοπικό εργαστήριο δίνει προιόντα από την ΥΜΙΙΙΑ2 περίοδο.
Πηγή: Μ. Κλάδος, Ρέθεμνος
Δεν υπάρχουν σχόλια