Είναι συναρπαστικό να συνομιλείς με τον Νίκο Καλτσά. Διακεκριμένος αρχαιολόγος και επίτιμος διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσε...
Είναι συναρπαστικό να συνομιλείς με τον Νίκο Καλτσά. Διακεκριμένος αρχαιολόγος και επίτιμος διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ο Νίκος Καλτσάς έχει διανύσει μια θεαματική πορεία, όχι μόνο στο αυστηρό πλαίσιο της επιστήμης του, αλλά και στην προσπάθεια του να συμβάλλει καθοριστικά στην ανακαίνιση του σημαντικότερου μουσείου της χώρας.
Συναντηθήκαμε στη Νέα Υόρκη στο πλαίσιο της έκθεσης «Ένας Κόσμος Συναισθημάτων, Αρχαία Ελλάδα 700 π.Χ- 200 π.Χ»που διοργανώνει το Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο στις ΗΠΑ και στην οποία είναι συνεπιμελητής. Κουβεντιάσαμε για την τέχνη, την πολιτική, τα συναισθήματα. Διαπίστωσα πώς ακτινογραφεί ένα αγγείο του 4ου αιώνα π.Χ, διεισδύοντας στο μεγαλειώδες και, συχνά αινιγματικό, χωροχρόνο της ελληνικής αρχαιότητας. Χωρίς δέος και στόμφο, με τρόπο άμεσο, εύληπτο, αλλά και με άφθονο χιούμορ. Κατάλαβα, επίσης, την γνήσια αγωνία του ανθρώπου που εργάζεται ακούραστα πάνω στην επιστήμη του και επιθυμεί η Ελλάδα να μελετά, να θωρακίζει, να αναδεικνύει και να αξιοποιεί την πολιτιστική κληρονομιά της.
-Πότε προέκυψε η ιδέα για την έκθεση «Ένας Κόσμος Συναισθημάτων, Αρχαία Ελλάδα 700 π.Χ- 200 π.Χ.»;
Την ιδέα μου παρουσίασε πρώτη φορά πριν τρία χρόνια η κ. Αμαλία Κοσμετάτου, εκτελεστική διευθύντρια και διευθύντρια των πολιτιστικών προγραμμάτων του Ιδρύματος Ωνάση στις ΗΠΑ. Αφορούσε στην διοργάνωση μιας έκθεσης για τα συναισθήματα στην αρχαία Ελλάδα σε συνεργασία με τον κ. Άγγελο Χανιώτη και τον κ. Ι. Μυλωνόπουλο. Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την ιδέα, καθώς και αυτή τη συνεργασία και δέχτηκα αμέσως. Οι τρεις μας συνεργαστήκαμε πολύ καλά και δημιουργικά για την πραγματοποίηση της έκθεσης, αναλαμβάνοντας ο καθένας διαφορετικούς τομείς. Σημαντική, ωστόσο, ήταν η συμβολή της κ. Μιμίκας Γιαννοπούλου και της κ. Roberta Casagrande – Kim, καθώς και των αρχαιολόγων των Εφορειών Αρχαιοτήτων και των μουσείων, οι οποίοι έγραψαν τα λήμματα του καταλόγου.
-Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της έκθεσης είναι ότι δεν πρόκειται για μια παράθεση έργων τέχνης αλλά για μια προσέγγιση με ενιαία θεματική συνοχή και συνδυαστική οπτική. Κάπως έτσι δεν θα έπρεπε να είναι και οι αρχαιολογικές εκθέσεις που βλέπουμε στην Ελλάδα;
Οι περιοδικές εκθέσεις μόνο θεματικές πρέπει να είναι. Διαφορετικά σε τι διαφέρουν από τις μόνιμες εκθέσεις των Μουσείων, όπου κυρίως παρουσιάζεται η ιστορία της Τέχνης; Στην Ελλάδα αυτό έχει γίνει κατανοητό τα τελευταία χρόνια και πλην ελαχίστων εξαιρέσεων εφαρμόζεται. Θα πρέπει πάντως να λάβουμε υπόψη και την οικονομική διάσταση, το κόστος μιας τέτοιας έκθεσης. Οι Έλληνες αρχαιολόγοι έχουν αποδείξει ότι είναι σε θέση να πραγματευτούν άριστα ένα θέμα επιστημονικά, αλλά η υλοποίηση της έκθεσης είναι κάπως πιο περίπλοκο ζήτημα, αφού απαιτούνται εργασίες που κοστίζουν, όπως η κατασκευή βιτρινών, ειδικοί φωτισμοί, η έκδοση ενός καταλόγου, η πιθανή χρήση της νέας τεχνολογία και πολλά άλλα. Επίσης, για να καλυφθεί ένα θέμα οπτικά, με αντικείμενα από την αρχαιότητα, το πιο πιθανό είναι να απαιτηθεί η αναζήτηση έργων από πολλά μουσεία, συχνά και από μουσεία του εξωτερικού. Αυτό δημιουργεί ορισμένα ζητήματα, κυρίως οικονομικά, πέρα από τα διαδικαστικά, όπως η μεταφορά των έργων και η ασφάλιση τους.
-Η οικονομική διαχείριση δεν είναι ακριβώς κάτι στο οποίο τα καταφέρνει η χώρα μας.
Κοιτάξτε, το Υπουργείο δεν χρηματοδοτεί περιοδικές εκθέσεις, και ως ένα σημείο καλώς κάνει, αφού ούτε σε άλλες χώρες το κράτος χρηματοδοτεί εκθέσεις και δραστηριότητες μουσείων. Τα τελευταία χρόνια οι εκθέσεις που γίνονταν στην Ελλάδα βασίζονται στις χορηγίες. Οι δαπάνες για την έκθεση του ναυαγίου και του μηχανισμού των Αντικυθήρων που έγινε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αντιμετωπίστηκαν εξολοκλήρου από χορηγούς. Με την μεγάλη χορηγία της ελβετικής ωρολογοποιίας Hublot, αλλά και τις χορηγίες άλλων φορέων. Το έργο της ανάπλασης της Βιβλιοθήκης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου χρηματοδότησε αποκλειστικά το Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης. Πολλές εκθέσεις και δραστηριότητες έχουν καλυφθεί οικονομικά από χορηγίες. Πάντως και σε συζητήσεις που έχω κάνει με συναδέλφους, διευθυντές των μεγάλων μουσείων του εξωτερικού, υπάρχει πάντα το ζήτημα των χορηγιών και η ανησυχία του αν αυτές θα συνεχιστούν και ως πότε. Σήμερα, δημιουργείται η αίσθηση -και μακάρι να κάνω λάθος- ότι ακόμη και οι φορείς που συχνά χορηγούσαν τέτοιες δραστηριότητες έχουν κάπως αναδιπλωθεί λόγω της κρίσης και είναι περισσότερο συγκρατημένοι.
-Μήπως το θέμα δεν είναι αποκλειστικά οικονομικό; Υπάρχει σχεδιασμός και στρατηγική για τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και των ελληνικών μουσείων; Να ξέρει κάποιος να πει «ωραίες οι πέντε ιδέες, αλλά θα κάνουμε τη μια γιατί είναι πιο τεκμηριωμένη και εφικτή»;
Υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός, αλλά θα πρέπει να διαχωρίσουμε ορισμένα πράγματα. Υπάρχουν οι πάγιες ανάγκες και η υλοποίηση των εργασιών που πρέπει να γίνουν σε θέματα υποδομής και για τα οποία στην Ελλάδα, κατά κύριο λόγο υπεύθυνο είναι το Υπουργείο Πολιτισμού, αφού τα περισσότερα μουσεία είναι κρατικά. Από την άλλη μεριά υπάρχουν και οι ποικίλες δραστηριότητες των μουσείων, όπως για παράδειγμα οι περιοδικές εκθέσεις και τα διάφορα events που στηρίζονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Όσον αφορά στο θέμα της βελτίωσης των υποδομών, υπάρχουν σχεδιασμοί και πολλές προτάσεις με δυνατότητες υλοποίησης. Αρκεί να σας αναφέρω ότι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια άνοιξε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανακαινισμένων μουσείων στην Ελλάδα με εργασίες αυτεπιστασίας κυρίως από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων και το Υπουργείο, βασιζόμενες σε ευρωπαϊκά κονδύλια, όπως αυτά από το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και έπειτα από τα προγράμματα ΕΣΠΑ. Το έργο της ανακαίνισης του Εθνικού Μουσείου για παράδειγμα πραγματοποιήθηκε, έπειτα από σχετική εισήγηση μου το 2001, με πόρους από το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.
-Υποθέτω ότι το εγχείρημα της ανακαίνισης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε τότε είναι ένα κεφάλαιο από μόνο του.
Είναι πράγματι ένα κεφάλαιο από μόνο του που περιλαμβάνει τα υποκεφάλαια των δυσκολιών και εκείνα της ικανοποίησης από την υλοποίησή του. Η κυριότερη δυσκολία παρουσιάστηκε στην αρχή του έργου, στο στάδιο της δημοπράτησης και δε σας κρύβω ότι με κάποια λύπη θυμάμαι κάποια γεγονότα και ενέργειες, οι οποίες στην αφετηρία τους είχαν και μια απόχρωση ίσως πολιτική- κομματική.
Όταν προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός για την ανακαίνιση του κτηρίου, κατατέθηκαν ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του διαγωνισμού. Όχι γιατί ο διαγωνισμός δεν έγινε σωστά αλλά για τον υφιστάμενο νόμο, ο οποίος διευθετούσε το πώς πρέπει να γίνει ένας διαγωνισμός. Η ίδια εταιρία είχε καταθέσει ασφαλιστικά μέτρα για τα μουσεία της Ακρόπολης και της Ολυμπίας. Το δίλημμα με την περίπτωση του Εθνικού Μουσείου ήταν ή να περιμένουμε να εκδικαστούν τα ασφαλιστικά μέτρα (γιατί η απόφαση θα ήταν σίγουρα υπέρ του υπουργείου πολιτισμού) κάτι, όμως, που θα είχε ως συνέπεια να τραβήξει υπόθεση σε μάκρος, ή να βρεθεί μια άλλη λύση. Όταν κατέθεσα την πρόταση της ανακαίνισης στο Υπουργείο, είχα αναλάβει τη δέσμευση οι εργασίες να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες και το μουσείο να ανοίξει λίγο πριν από την έναρξή τους. Την ίδια περίοδο το μουσείο της Ακρόπολης δεν λειτουργούσε και πολλά άλλα μουσεία ήταν επίσης κλειστά. Ήταν αδιανόητο το Εθνικό Μουσείο να είναι κλειστό. Έτσι προκρίθηκε μια διαφορετική λύση: ένας νέος διαγωνισμός, ο οποίος θα προέβλεπε μειωμένες εργασίες για να μειωθεί αντίστοιχα και ο προϋπολογισμός, κάτι που θα απέκλειε τη συμμετοχή των «μεγαλοκαρχαριών». Έτσι και έγινε. Αλλά αυτό ήταν ένα τραύμα για μένα και τους συνεργάτες μου, γιατί είχε ως αποτέλεσμα και η ανακαίνιση να καθυστερήσει και να μην πραγματοποιηθούν ορισμένες εργασίες που θα βελτίωναν ακόμα περισσότερο το κτήριο του μουσείου και τη λειτουργικότητα των χώρων του.
-Αποχωρήσατε από τη διοίκηση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου το 2012, έπειτα από 11 χρόνια στο τιμόνι του και αμέσως μετά τα εγκαίνια της περίφημης έκθεσης για το ναυάγιο και τον μηχανισμό των Αντικυθήρων. Γιατί;
Γνωρίζω ότι πολλοί απόρησαν με την αποχώρησή μου από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και μάλιστα από μια τέτοια θέση. Προσωπικά, θεώρησα ότι είχε κλείσει ένας μεγάλος κύκλος, ο μεγαλύτερος της σταδιοδρομίας μου, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, και αποχώρησα συνειδητά, αν και θα μπορούσα να μείνω κάποια χρόνια ακόμα. Εκτός όμως από αυτό το «κλείσιμο του κύκλου» ήθελα να κάνω πράγματα που δεν μπορούσα να κάνω γιατί δεν μου επέτρεπαν ο χρόνος που ήταν όλος αφιερωμένος στον τεράστιο φόρτο εργασίας. Όπως γνωρίζετε, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι μια δημόσια υπηρεσία και όλες οι ευθύνες και το μάνατζμεντ -από το πιο επουσιώδες ζήτημα μέχρι το πιο σημαντικό- βρίσκονται στα χέρια του διευθυντή. Ο τρόπος διοίκησης ενός κρατικού μουσείου είναι εντελώς συγκεντρωτικός και ο διευθυντής δεν έχει δίπλα του ένα συμβούλιο για να τον στηρίζει. Κοντολογίς, δεν το «έβαλα στα πόδια» γιατί με κούρασε η δουλειά, αλλά γιατί ήθελα να δαπανήσω το χρόνο μου διαφορετικά. Άλλωστε δεν άφησα κάτι στη μέση. Κάποια πράγματα ολοκληρώθηκαν, αλλά είναι και τόσα άλλα μου μπορούν να κάνουν οι επόμενοι.
-Το έργο που αφήσατε συνέδραμε στο να ζωντανέψει ξανά το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και μάλιστα σε μια περιοχή της Αθήνας με πολλά προβλήματα. Πιστεύετε ότι υπάρχουν ακόμη πράγματα για να γίνουν στο μουσείο;
Δεν μπορεί ποτέ κανένας να πεις έφτιαξα ένα μουσείο και τελείωσε, αυτό ήταν. Το μουσείο είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ο οποίος για να συνεχίζει να είναι ζωντανός και να επιτελεί τον παιδευτικό και ψυχαγωγικό του ρόλο θα πρέπει να τροφοδοτείται συνεχώς. Να συνεχίζει τα εκπαιδευτικά προγράμματα του, τις περιοδικές εκθέσεις του, να βελτιώνει τη λειτουργία του και τις υποδομές του, να συντηρεί σε καλή κατάσταση τις μόνιμες εκθέσεις του και να εντάσσει στις δράσεις του οτιδήποτε νέο εμφανίζεται . Όταν κάνεις κάτι σήμερα, όσο ωραίο και πλήρες και αν φαίνεται, έπειτα από δεκαπέντε χρόνια, επειδή τα πράγματα αλλάζουν και εξελίσσονται, διαπιστώνεις ότι έχει ελλείψεις που μπορούν να διορθωθούν και να συμπληρωθούν. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να σημειώσω ότι για μένα προσωπικά, ο μοναδικός λόγος για τον οποίο θα συνέχιζα να παραμένω στο μουσείο θα ήταν η πραγματοποίηση του ονείρου της επέκτασής του. Η επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ήταν ένα εξαιρετικά σημαντικό πρόγραμμα, το οποίο αν και είχε εγκριθεί, δυστυχώς δεν προχώρησε.
-Πόσο σημαντική είναι η διάσταση της πολιτιστικής διπλωματίας που ασκείται μέσα από μια πρωτοποριακή έκθεση γνωριμίας με την ελληνική αρχαιότητα;
Δίχως συζήτηση η διάσταση αυτή είναι τεράστιας σημασίας. Όχι μόνο η έκθεση που είδατε σήμερα, αλλά κάθε θεματική έκθεση παίζει έναν πάρα πολύ σημαντικό ρόλο και πρέπει να το κατανοήσουμε. Τα αρχαιολογικά μουσεία διαθέτουν θησαυρούς, έργα εξαιρετικής τέχνης, αριστουργήματα, αλλά και ταπεινότερα, που παρουσιάζουν την καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα. Υπό αυτό το πρίσμα οι άνθρωποι επισκέπτονται τα μουσεία και βλέπουν την ιστορία της τέχνης. Ωστόσο, μια μόνιμη έκθεση έργων τέχνης είναι αδύνατο να αφηγηθεί τις εκατοντάδες ιστορίες που κρύβονται πίσω από αυτά τα έργα. Σε μια μόνιμη έκθεση δεν μπορεί ο επισκέπτης εύκολα να προσλάβει τα πάντα γιατί πρέπει να κάνει συνειρμούς και χρειάζεται καθοδήγηση. Δεν μπορείς να πεις τα πάντα με μια λεζάντα. Επομένως, ο ρόλος των περιοδικών εκθέσεων αποσκοπεί στο εξής: συγκεντρώνοντας ορισμένα έργα που συνάδουν με ένα θέμα, απλώνεται κανείς τόσο πολύ και με τόσο γοητευτικό τρόπο που μπορεί να παρουσιάσει ό,τι μπορείτε να φανταστείτε για την αρχαιότητα. Αυτό κερδίζει τον επισκέπτη και ο επισκέπτης -θα τολμούσα να πω- αν ήταν κάπως αδιάφορος σε σχέση με τις αρχαιότητες, μέσα από μια περιοδική έκθεση μπορεί να τις αγαπήσει. Μια περιοδική έκθεση, λοιπόν, επιτελεί έργο πολιτιστικής διπλωματίας σε υπέρτατο βαθμό.
-Πώς βλέπετε την συνδρομή της τεχνολογίας και των νέων εφαρμογών στη βελτίωση της εμπειρίας που προσφέρει ένα μουσείο;
Τα μέσα σύγχρονης τεχνολογίας με όλα αυτά που προσφέρουν σαφώς και πρέπει να υπάρχουν στα μουσεία. Στις μέρες μας, σχεδόν όλοι, κυρίως όμως οι νέοι είναι στενά δεμένοι με την νέα τεχνολογία. Το κινητό τους τηλέφωνο, το tablet είναι πλέον εξάρτημα του εαυτού τους –καλώς ή κακώς. Η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει επικουρικά, όχι μόνο στη ξενάγηση, αλλά και στην κατανόηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού μέσα από κατάλληλες εφαρμογές, οι οποίες θα δώσουν περισσότερες πληροφορίες από αυτές που προσφέρουν τα συμβατικά μέσα. Όμως πρέπει να εφαρμοστεί συστηματικά, μελετημένα και συνολικά, όχι με ημίμετρα. Έχουμε βαρεθεί πλέον τα «πιλοτικά προγράμματα» τα οποία μένουν εσαεί πιλοτικά!!
-Πόσο επίκαιρα είναι τα συναισθήματα των αρχαίων Ελλήνων που απεικονίζει η έκθεση;
Επειδή τα συναισθήματα δεν έχουν να κάνουν με την λογική ή με την κατάκτηση και την αποθήκευση γνώσεων, αλλά είναι κάτι πρωταρχικό -μια ψυχοσωματική αντίδραση- δεν έχουν αλλάξει από καταβολής κόσμου. Ο Δαρβίνος είχε δίκιο αναφορικά με ό,τι έγραφε για το συναίσθημα, ότι δηλαδή οι συναισθηματικές εκφράσεις είναι εγγενείς και συνεπώς ίδιες σε όλον τον κόσμο. Με τον καιρό, αλλάζουν κάπως μόνο τα ερεθίσματα που προκαλούν συναισθήματα, γιατί αλλάζει το κοινωνικό «περιβάλλον». Ωστόσο, αυτό καθαυτό το συναίσθημα δεν αλλάζει. Είναι ίδια η αγάπη, είναι ίδια η ζήλεια. Όπως φθονούσαν στην αρχαιότητα, έτσι φθονούμε και σήμερα, αλλά ίσως για λόγους, οι οποίοι έχουν ένα διαφορετικό περιτύλιγμα. Αυτό συνειδητοποιεί κανείς στην έκθεση. Μπορεί μέσα σε μια παράσταση πάνω σε ένα αγγείο ή σε ένα γλυπτό, σε μια μορφή, να δει τον εαυτό του, ένα φίλο του, έναν εχθρό του, να δει τι μπορεί να τον συγκινεί, να τον χαροποιεί, να τον λυπεί! Δουλεύοντας για αυτήν την έκθεση κι εγώ διαπίστωσα για παράδειγμα ότι αυτά που λέμε αρνητικά συναισθήματα είναι μάλλον περισσότερα αριθμητικά από τα θετικά. Απέναντι στην χαρά, στην αγάπη και τη φιλία αντιτίθενται η λύπη, ο φόβος, ο θυμός, το μίσος, η ντροπή, η ζήλεια, ο φθόνος, η εκδίκηση κλπ.
-Υπάρχει διαφορά στον τρόπο που οι αρχαίοι Έλληνες κωδικοποιούσαν τα συναισθήματα τους ανάλογα με την κάθε ιστορική περίοδο;
Βεβαίως υπάρχει. Η κάθε περίοδος στην αρχαιότητα και αντίστοιχα η τέχνη, μέσα από την οποία απεικονίζονται και εκφράζονται τα συναισθήματα, παρουσιάζει τεράστιες διαφορές ως προς τους κώδικες που χρησιμοποιεί για να απεικονίσει κάτι. Ας πούμε ένα επεισόδιο από μια τραγωδία ή ένα συμβάν από τον Τρωϊκό πόλεμο. Ο τρόπος που απεικονίζεται το ίδιο συμβάν στην αρχαϊκή εποχή είναι διαφορετικός από ό,τι στην ελληνιστική ή στην ρωμαϊκή. Γιατί η τέχνη έχει εξελιχθεί. Από την απολύτως κωδικοποιημένη τέχνη της αρχαϊκής εποχής, την συγκρατημένη τέχνη, πάμε στην ιδεαλιστική τέχνη της κλασικής εποχής, όπου όλες οι μορφές παρουσιάζονται εξιδανικευμένες. Για παράδειγμα, στην κλασική τέχνη δεν απεικονίζεται κανένας γέρος με γηρασμένο και πλαδαρό σώμα ή με αλλοιωμένο από ρυτίδες και πλαδαρότητα πρόσωπο. Μια γενειάδα σε ένα κατά τα άλλα σχεδόν αθλητικό κορμί, ή μια βακτηρία, σηματοδοτεί την ηλικία. Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν συγκεκριμένους κώδικες και σύμβολα για να χαρακτηρίσουν πράγματα. Από τον 4ο αιώνα και μετά, όμως, καθώς προχωράμε προς την ελληνιστική εποχή, αρχίζει ο ρεαλισμός. Δειλά στην αρχή και μετά εξελίσσεται με αλματώδη ρυθμό.
-Δηλαδή οι καλλιτέχνες απελευθερώνονται;
Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία της τέχνης, στις οποίες εμπνευσμένοι καλλιτέχνες έδωσαν ένα μικρό έναυσμα, εισήγαγαν δηλαδή μια καινοτομία σε αυτό που υπήρχε ως τότε. Την διακρίνουμε καθαρά, αλλά χωρίς θεαματικές διαφορές. Αυτό το καινούργιο, όμως, θα δώσει στους επόμενους καλλιτέχνες τη δυνατότητα, να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο, να προσθέσουν κάτι παραπάνω. Η μικρή κίνηση το κορμιού και των ποδιών και η κατάκτηση της τρίτης διάστασης στα γλυπτά της πρώιμης κλασικής περιόδου, μετά τους Περσικούς πολέμους, είναι οι καινοτομίες που θα απογειώσουν την τέχνη της κλασικής περιόδου η οποία στη συνέχεια, με ταχύτατα βήματα και τα νέα στοιχεία που θα προσθέτουν οι καλλιτέχνες του 4ου αιώνα π. Χ. θα φτάσει στο ρεαλισμό της ελληνιστικής εποχής.
-Θέλετε να μας εξηγήσετε τη διαφορά στη κωδικοποίηση των συναισθημάτων συγκρίνοντας τον τρόπο που απεικονίζεται ένα παρόμοιο θέμα στην κλασική εποχή και σε μια μεταγενέστερη;
Το είδαμε χαρακτηριστικά μέσα στην έκθεση. Πόσο εκ διαμέτρου αντίθετα απεικονίζεται η σκηνή με την θυσία της Ιφιγένειας σε ένα αγγείο του 4ου αιώνα (στο τέλος της κλασικής εποχής) και σε μια τοιχογραφία που τοποθετείται στο τέλος της ελληνιστικής εποχής ή στην πρώιμη ρωμαϊκή εποχή. Επιτρέψτε μου μια παρένθεση σχετικά με την απεικόνιση των μύθων. Οι αρχαίοι Έλληνες αγγειογράφοι απεικόνιζαν μόνο μια σκηνή, η οποία ήταν καθοριστική για να κατανοήσει κανείς ότι με τη σκηνή αυτή παριστάνεται μια ολόκληρη τραγωδία, το «μέρος αντί του όλου». Είναι πάντα η σκηνή, πέρα από την οποία δεν υπάρχει κάτι άλλο πιο τραγικό να συμβεί. Είναι η πράξη η οποία θα οδηγήσει στην κάθαρση, όπως λέει ο Αριστοτέλης.
Στο συγκεκριμένο αγγείο, λοιπόν, παριστάνεται ακριβώς η στιγμή της θυσίας της Ιφιγένειας από τον πατέρα της, δηλαδή απεικονίζεται ολόκληρη η τραγωδία. Ο Έλληνας καλλιτέχνης με τις καταβολές του ιδεαλισμού της κλασικής εποχής δεν έχει ακόμη προβεί σε κάτι «θεαματικό». Το γεγονός απεικονίζεται με συγκρατημένες κινήσεις των μορφών και ο θεατής εισπράττει το συναίσθημα του πατέρα που πρόκειται να θυσιάσει το παιδί του, παρότι ο Αγαμέμνονας στέκεται απλώς πίσω από τον βωμό και απλώνει το μαχαίρι προς την κόρη του. Η Ιφιγένεια στην πραγματικότητα μπορεί να είχε κλάψει ή να είχε διαμαρτυρηθεί γι αυτό που θα της συνέβαινε. Ο καλλιτέχνης όμως εδώ τη θέλει να στέκεται μπροστά στον βωμό με όλη τη σεμνότητα και την αξιοπρέπεια του εξιδανικευμένου ανθρώπου με ελαφρά σκυμμένο το κεφάλι, υπομένοντας την απόφαση του πατέρα της και τη θέληση των θεών.
Αντίθετα, στην τοιχογραφία από την Πομπηία το ίδιο επεισόδιο απεικονίζεται με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ο ζωγράφος χρησιμοποιεί διαφορετικά εκφραστικά μέσα. Η Ιφιγένεια σέρνεται βίαια από δυο ανθρώπους που πιθανότατα είναι ο Διομήδης και ο Οδυσσέας, ημίγυμνη με τα χέρια σηκωμένα ψηλά, δίνοντας την εντύπωση ότι προσπαθεί να αντισταθεί ή και ότι εκλιπαρεί τον οίκτο. Ο Αγαμέμνονας εικονίζεται στην άκρη της παράστασης, έχοντας το κεφάλι σκυμμένο και σκεπασμένο με τον μανδύα του: συντετριμμένος, γεμάτος ενοχές (;), μετανιωμένος(;). Το καλυμμένο πρόσωπο εκφράζει το μέγεθος της σιωπηρής οδύνης περισσότερο από οποιαδήποτε έκφραση ενός προσώπου. Είναι φανερό ότι ο καλλιτέχνης θέλησε να παρουσιάσει τον Αγαμέμνονα ως το πιο τραγικό πρόσωπο στη παράσταση, και εν τέλει η μορφή του ήρωα είναι αυτή που μάλλον κεντρίζει το ενδιαφέρον του θεατή και του δημιουργεί έντονα συναισθήματα και ταυτόχρονα ερωτηματικά. Αυτό, τουλάχιστον, βλέπω εγώ κι αυτή η εντύπωση μου δημιουργείται. Σε κάποιον άλλον θεατή θα μπορούσαν να κάνουν εντύπωση οι χειρονομίες της Ιφιγένειας. Αυτή δεν είναι η ομορφιά και το ενδιαφέρον μιας τέτοιας έκθεσης; ο καθένας να προσλαμβάνει και ορισμένα πράγματα διαφορετικά από τον άλλον; Θα μπορούσε πραγματικά να μιλάει κανείς πολύ ώρα γι αυτές τις δυο παραστάσεις, όπως και για πολλές άλλες που απεικονίζονται σε αγγεία ή γλυπτά.
-Πώς διαμορφώνεται η διαλεκτική ανάμεσα στην εκάστοτε πολιτική περίοδο και στον τρόπο έκφρασης του συναισθήματος;
Η κοινωνικοπολιτική κατάσταση ασφαλώς παίζει σημαντικό ρόλο στο πολιτιστικό γίγνεσθαι και ανάλογα διαμορφώνονται και τα εκφραστικά μέσα στην τέχνη και στο λόγο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τραγωδίες και οι κωμωδίες γράφτηκαν σε μια εξαιρετικά σημαντική ιστορική στιγμή και ότι αυτό το είδος αναπτύχθηκε στην Αθήνα. Η πολιτική κατάσταση επέτρεψε στους ποιητές να εκφρασθούν ελεύθερα και δημόσια προς τους πολίτες αυτής της πόλης-κράτους. Κι αυτό γιατί η ισηγορία, το να μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα και ισότιμα, είναι ένα από τα βασικά συστατικά της δημοκρατίας. Για αυτό το λόγο η ποίηση αυτή συνιστά υπέρτατη έκφραση δημοκρατίας.
-Πώς αποφασίσατε να γίνεται αρχαιολόγος;
Οι δάσκαλοι μου «φταίνε» για αυτό. Είχα την τύχη να έχω πολύ καλούς δασκάλους στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Το σημαντικότερο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να δεχθείς θετικά ερεθίσματα. Κατόπιν ανακαλύπτεις τι είναι αυτό που πραγματικά σε ενδιαφέρει. Τα μαθήματα αρχαιολογίας μου άνοιξαν έναν καινούργιο ορίζοντα, ο οποίος πιθανότατα συνδυάστηκε με μια έμφυτη τάση που είχα για τη μελέτη της τέχνης.
-Θυμάστε την πρώτη σας ανασκαφή;
Η πρώτη μου συστηματική ανασκαφή ήταν στο νεκροταφείο της Ακάνθου στη Χαλκιδική. Για την ακρίβεια, η πρώτη ανασκαφή που έκανα ως φοιτητής ήταν στους Φιλίππους, αλλά ο ρόλος μου τότε ήταν περιορισμένος. Το μεγάλο ενδιαφέρον μου δεν ήταν στραμμένο στα βυζαντινά μνημεία αλλά στα κλασικά. Η πρώτη αυτή ανασκαφή με γοήτευε, με συγκίνησε και με έκανε από πολύ νωρίς να νιώσω την συναισθηματική ένταση του να φέρνεις στο φως κατάλοιπα που ήταν κρυμμένα στη γη για χιλιάδες χρόνια. Τέτοια συναισθήματα βέβαια δεν παύει να νιώθει κανείς όσες ανασκαφές κι αν κάνει. Κάθε φορά είναι τα ίδια και νομίζω ότι θα συμφωνήσουν σε αυτό όλοι οι συνάδελφοι.
-Πείτε μου για την Μεταπολίτευση, την εποχή που ξεκινούσατε την πορεία σας στην αρχαιολογία και η οποία σήμερα μοιάζει σχεδόν «αρχαιολογική»...
Δεν ξέρω αν είναι «αρχαιολογική», γιατί για μένα το παρελθόν, εννοώ το δικό μου, μου φαίνεται πάντα τόσο κοντινό, σαν να το έζησα μόλις πριν από λίγο. Την ανάσα του δροσερού αέρα της μεταπολίτευσης την έζησαν όλοι αναμφίβολα και σε κάθε επίπεδο. Η δυνατότητα να εκφράζεις ελεύθερα τη σκέψη σου, τα συναισθήματά σου, τους προβληματισμούς σου, τις διαφωνίες σου, είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα για έναν άνθρωπο. Η δουλειά του αρχαιολόγου, πάντως, δεν ξέρω πόσο επηρεάστηκε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της πολιτικής κατάστασης. Δεν μπορούσα να διακρίνω διαφορές, γιατί δεν είχα δουλέψει στην περίοδο πριν τη μεταπολίτευση για να έχω ένα μέτρο σύγκρισης. Από ό,τι έχουμε διαβάσει στην ιστορία της αρχαιολογικής υπηρεσίας, υπήρχαν ανάλογες επιπτώσεις και σε αυτήν κατά τη διάρκεια πριν τη μεταπολίτευση. Οι απαιτήσεις, πάντως, ήταν αρκετά διαφορετικές από ό,τι είναι σήμερα, τουλάχιστον από έναν νεοδιορισμένο αρχαιολόγο. Οι πολλές γνώσεις σε θεωρητικό επίπεδο, η γνώση του να κάνεις μια σωστή ανασκαφή και η απόκτηση διοικητικής επάρκειας ήταν τα βασικά προσόντα για έναν «καλό» αρχαιολόγο. Ο τομέας διαχείρισης των μουσείων και της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν είχε τις διαστάσεις που πήρε μετά τη δεκαετία του ’90.
-Πώς βοηθούν διεθνείς οργανισμοί όπως η Unesco στην περαιτέρω ανάπτυξη της αρχαιολογικής κληρονομιάς;
Η Unesco κατά κύριο λόγο βοηθάει με την ένταξη μνημείων στον κατάλογο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, ένας θεσμός πολύ σημαντικός, που αναμφίβολα βοηθάει στη διάσωση και την προβολή τους. Πέρα από αυτό όμως, αν η κάθε χώρα και κάθε λαός δεν κατανοήσει τη σημασία της πολιτιστικής της κληρονομιάς και την ανάγκη αυτή να διασωθεί με όλα τα μέσα, τότε δεν γίνεται τίποτα.
-Πως σχολιάζετε τη διαχείριση της ανασκαφής της Αμφίπολης μια και η σχετική συζήτηση καλά κρατεί;
Επιτρέψτε μου να μην απαντήσω.
-Πώς βλέπετε την αρχαιολογική δραστηριότητα, χερσαία και ενάλια, που σημειώνεται στη χώρα μας σήμερα;
Η ενάλια αρχαιολογία στην Ελλάδα έχει εξελιχθεί και τεχνικά, ίσως όχι στο βαθμό που μπορεί να δραστηριοποιηθεί μια ξένη αποστολή με τα σύγχρονα μέσα που διαθέτει. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε το αχανές του αρχαιολογικού χώρου στην Ελλάδα. Είτε πρόκειται για ενάλιες αρχαιότητες είτε για χερσαίες. Σε όλη την επικράτεια πραγματοποιούνται ανασκαφές –είναι μεγάλος ο αριθμός τους- πολλές από τις οποίες είναι συστηματικές. Οι σωστικές ανασκαφές είναι το μεγάλο βάρος και η μεγαλύτερη ενασχόληση, αλλά και το πρόβλημα των περισσότερων Εφορειών Αρχαιοτήτων. Η μείωση του προσωπικού τα τελευταία χρόνια είναι ένα τεράστιο πρόβλημα, αφού όσοι αποχωρούν λόγω κυρίως της συνταξιοδότησης δεν αντικαθίστανται. Δεν είναι καθόλου ευχάριστο να βλέπει κανείς να συρρικνώνεται η Αρχαιολογική Υπηρεσία σε μια χώρα με τόσες αρχαιότητες και τόσες ανάγκες.
-Πώς είδατε το τελευταίο επεισόδιο που προκάλεσε συζητήσεις στο δημόσιο διάλογο σχετικά με την παραχώρηση του Παρθενώνα για εκμετάλλευση από έναν οίκο μόδας για μια επίδειξη ρούχων;
Η παραχώρηση μνημείων για την διεξαγωγή εκδηλώσεων είναι μέσα στο πλαίσιο της προσπάθειας να έρθει ο πολίτης κοντά στις αρχαιότητες και να μην τις βλέπει σαν κάτι το απρόσιτο, το «μην αγγίζετε»! Όμως, όπως σε όλα τα πράγματα κι εδώ υπάρχουν όρια. Η περίπτωση του Παρθενώνα είναι κάτι το ιδιαίτερο. Το μνημείο αυτό είναι πλέον στη συνείδηση όλων, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς ένα σύμβολο, μια «ιδέα» και χαίρομαι που το Υπουργείο δεν έδωσε την άδεια να γίνει αυτή η επίδειξη μόδας. Θα σας πω και κάτι, ίσως πολύ «απλοϊκό» που σκεφτόμουν εκείνες τις ημέρες. Επηρεασμένος και από την θλιβερή οικονομική κατάσταση στην οποία ζούμε δεν θα μου άρεσε μια υποχώρηση που ίσως θα μπορούσε να ερμηνευθεί άσχημα, ότι δηλαδή η Ελλάδα έχει τόσο ξεπέσει που εκμεταλλεύεται ακόμη και τον Παρθενώνα για κάποια εκατομμύρια Ευρώ. Υπάρχουν και κάποια πράγματα που είναι ανεκτίμητα και πέρα από κάθε οικονομικό όφελος, άυλα πλούτη με λάμψη γοήτρου και αξιοπρέπειας. Μέχρις έναν βαθμό αυτά κρατιούνται ακόμη στην Ελλάδα κι αυτό είναι ενθαρρυντικό.
Πηγή: Ν. Άγουρος, The Huffington Post
Δεν υπάρχουν σχόλια