Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Εθνοκεντρικές θεωρήσεις πολιτισμικής συνέχειας και άλλες φαντασιώσεις…

Η πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature με τίτλο Genetic origins of the Minoans and Mycenaeans και αφορά ...

Εθνοκεντρικές θεωρήσεις πολιτισμικής συνέχειας και άλλες φαντασιώσεις…

Η πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature με τίτλο Genetic origins of the Minoans and Mycenaeans και αφορά τη γενετική καταγωγή δύο πολιτισμών της Αιγαιακής προϊστορίας, προσφέρει μια ιδανική αφορμή ώστε να ανοίξει σήμερα μια συζήτηση για τον αντίκτυπο που έχουν οι επιστημονικές έρευνες στο ευρύ κοινό.

Συγκεκριμένα, μια συζήτηση για τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που παρεμβάλλονται μεταξύ εργαστηρίου και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, αλλά κυρίως για την ίδια τη φύση των ερωτημάτων που θέτει η Αρχαιογενετική και για την κοινωνική ευθύνη που φέρει η επιστημονική κοινότητα. 

Η εν λόγω έρευνα έχει βασιστεί σε γενετικό υλικό μόλις 19 αρχαίων σκελετών από την Ελλάδα και την Τουρκία, κάποιοι από τους οποίους ανήκουν σε «Μινωίτες από την Κρήτη» και άλλοι σε «Μυκηναίους από την Ηπειρωτική Ελλάδα».

Οι κατηγοριοποιήσεις αυτές φαίνεται να αναβιώνουν αναχρονιστικές θεωρήσεις της ιστορικής-πολιτισμικής προσέγγισης στην αρχαιολογική σκέψη, δημιουργώντας την προβληματική εντύπωση ότι για μερικές χιλιάδες χρόνια στην περιοχή του Αιγαίου δρούσαν δύο διακριτοί πολιτισμοί, τόσο ομοιογενείς εσωτερικά, ώστε μόνο 10 και 9 σκελετοί, αντίστοιχα, να είναι αρκετοί για να ορίσουμε τη γενετική τους ταυτότητα.

Τα αρχαία δείγματα συγκρίνονται με «σύγχρονα ελληνικά δείγματα από την Ελλάδα και την Κύπρο» και αποδεικνύουν τη γενετική εγγύτητα μεταξύ «Μυκηναίων» -τουλάχιστον τεσσάρων από αυτούς- και σύγχρονων Ελλήνων, και έτσι επισφραγίζουν το γεγονός ότι η πληθυσμιακή ιστορία της Ελλάδας, από την προϊστορία μέχρι σήμερα, έχει χαρακτηριστικά σημαντικής γενετικής συνέχειας. 

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι η ίδια η μεθοδολογία της Αρχαιογενετικής επιβάλλει τη σύγκριση μεταξύ αρχαίων και σύγχρονων δειγμάτων.

Οι συσχετισμοί, λοιπόν, μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων του παρελθόντος και των εθνικών/εθνοτικών συνόλων τού σήμερα είναι αναπόφευκτοι, πράγμα που φαίνεται να προσφέρει σε ορισμένους ένα ιδανικό μέσο για να κατασκευάσουν γενεαλογίες καθαρότητας και συνέχειας από την Εποχή του Χαλκού μέχρι τη σημερινή πολιτισμικά περίπλοκη και πολιτικά τεταμένη Ελλάδα. 

Είναι, άλλωστε, η τρίτη έρευνα που πραγματοποιείται από μέλη της ίδιας ομάδας ερευνητών.

Τον Μάιο του 2013 δημοσιεύτηκε στο Nature Communications η μελέτη «Ένας ευρωπαϊκός πολιτισμός στη Μινωική Κρήτη κατά την εποχή του χαλκού», που επεδίωκε να ελέγξει με τη χρήση γενετικών δεικτών την υπόθεση του Άρθουρ Έβανς (Arthur Evans) ότι οι Μινωίτες έλκουν την καταγωγή τους από τη Βόρεια Αφρική.

Αφενός η θεωρία του Έβανς καταρρίφθηκε, αφετέρου οι ερευνητές κατέληξαν τότε στο συμπέρασμα ότι «ο πρώτος προηγμένος [!] ευρωπαϊκός πολιτισμός της Εποχής του Χαλκού», όπως επιλέγουν να χαρακτηρίσουν τον «Μινωικό πολιτισμό», έχει ισχυρότερες γενετικές σχέσεις με Νεολιθικούς και σύγχρονους Ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, αλλά και με τους σύγχρονους κατοίκους του οροπεδίου Λασιθίου. 

Η γενετική εγγύτητα μεταξύ των προϊστορικών και των σύγχρονων κατοίκων της Κρήτης τότε, του ευρύτερου ελλαδικού χώρου σήμερα, παρότι άσχετη με το αρχικό ερώτημα της έρευνας, προσφέρει τελικά στους Έλληνες ένα γενεαλογικά χρήσιμο παρελθόν, ευρωπαϊκό και απαλλαγμένο από ανεπιθύμητες προσμίξεις.

Η έρευνα αυτή κινείται σε δύο βασικούς ιδεολογικούς άξονες.

Αφενός, επισφραγίζει βιολογικά την πνευματική και πολιτισμική συνέχεια των κατοίκων της Κρήτης, από την προϊστορική εποχή μέχρι και σήμερα, και, αφετέρου, επαληθεύει και γενετικά το αφήγημα που ανάγει τη Μινωική Κρήτη σε κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. 

Τον Μάρτιο του 2017 επέστρεψαν με μία νέα δημοσίευση στο European Journal of Human Genetics, που αφορούσε τη γενετική ταυτότητα των σύγχρονων Πελοποννήσιων καταρρίπτοντας την υπόθεση του Φίλιπ Φαλμεράιερ (Philipp Fallmerayer) περί σλαβικής καταγωγής τους. Η Πελοπόννησος αποκαθίσταται κι εκείνη με τη σειρά της ως λίκνο, ως πηγή πολιτισμού.

Παρότι αυτή η έρευνα περιορίστηκε σε σύγχρονα δείγματα, στην κατακλείδα του άρθρου οι συγγραφείς επιφυλάσσονται ότι θα επιστρέψουν με μια αρχαιογενετική μελέτη που θα διερευνά -και θα αποδεικνύει (;)- τη σχέση μεταξύ των Μανιατών και των αρχαίων Λακώνων, καθώς επίσης και τη γενετική εγγύτητα μεταξύ των Τσακώνων και των αρχαίων Ιώνων. 

Το γεγονός ότι τέτοιες έρευνες είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στον ελληνικό και διεθνή Τύπο και το ότι τα αποτελέσματά τους αναδημοσιεύονται με διθυραμβικούς τίτλους σε ακροδεξιά ιστολόγια, αλλά και στον ιστότοπο της ίδιας της Χρυσής Αυγής, μάλλον δεν εκπλήσσει. 

Κοινά χαρακτηριστικά, άλλωστε, και των τριών ερευνών είναι τα μικρά και ενίοτε αχρονολόγητα δείγματα, οι απαρχαιωμένες αρχαιολογικές αναφορές, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο η γενετική πληροφορία αντιπαρατίθεται στην αβέβαιη φύση των ιστορικών πηγών και στην αμφισημία των αρχαιολογικών προσεγγίσεων ως μόνος πιθανός ρυθμιστής, καθώς μπορεί πλέον να απαντήσει με επιστημονική ακρίβεια ερωτήματα που μάταια απασχολούν τις «μαλακές» επιστήμες -όπως η Ιστορία και η Αρχαιολογία- επί δεκαετίες. 

Τελικά, στις έρευνες αυτές η Γενετική και η Αρχαιολογία περιπλέκονται σε ένα συνονθύλευμα μεθοδολογικών ατοπημάτων, ακατανόητης -για τους πολλούς- γενετικής ορολογίας και ιδεολογικών εμμονών.

Τα συμπεράσματά τους θα απασχολούσαν ενδεχομένως την αρχαιολογική σκέψη άλλων δεκαετιών, αλλά σήμερα είναι μάλλον παρωχημένα. 

* Η Κωνσταντίνα Καψάλη είναι αρχαιολόγος και το άρθρο αποτελεί μέρος επιστημονικής ανακοίνωσης που παρουσιάστηκε στους «Αρχαιολογικούς Διαλόγους 2017»

Πηγή: Κ. Καψάλη, Εφημερίδα των Συντακτών

Δεν υπάρχουν σχόλια