Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Πώς σώθηκαν τα αρχεία του 1821

Με ποιον τρόπο γλίτωσαν τα τεκμήρια της Επανάστασης από την καταστροφή. Ο «ένδοξος ρακοσυλλέκτης» Γιάννης Βλαχογιάννης και η προσπάθει...

Πώς σώθηκαν τα αρχεία του 1821

Με ποιον τρόπο γλίτωσαν τα τεκμήρια της Επανάστασης από την καταστροφή. Ο «ένδοξος ρακοσυλλέκτης» Γιάννης Βλαχογιάννης και η προσπάθειά του να διαφυλάξει την ιστορική μνήμη ψάχνοντας κυριολεκτικά στα σκουπίδια. Ο Καραϊσκάκης, ο Βενιζέλος και η ίδρυση των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Με ποιον τρόπο, άραγε, μια ιστορία εξοικονόμησης χώρου και απαλλαγής από το «περιττό» χαρτί συνδέεται με τη διάσωση της μνήμης της Επανάστασης του 1821; Σε ποιο σημείο η αμέλεια και η αδιαφορία συναντώνται με την ανανέωση του ενδιαφέροντος; Είναι στ' αλήθεια δυνατόν μια ατομική προσπάθεια να κατάφερε να πολλαπλασιάσει αποφασιστικά τη σημερινή τεκμηριωτική μας δυνατότητα; Αναζητώντας τις απαντήσεις ο πρόεδρος της Εφορείας των Γενικών Αρχείων του Κράτους Νικόλαος Καραπιδάκης, καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, μιλάει για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης στα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους: 

«Την περίοδο για την οποία μιλάμε ό,τι διασώζεται από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του '21 οφείλεται είτε σε τυχαίους λόγους είτε σε μηχανισμούς συμβολικούς» θα πει. «Πολλά από τα στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν την ιστορία της Επανάστασης περνούν στην αδιαφορία. Aπεμπολείται αυτό που λέμε αρχειακή τεκμηρίωση και η Ιστορία γράφεται από ανθρώπους που την έζησαν και παραθέτουν τα απομνημονεύματά τους. Τέτοιοι ήταν ο Τρικούπης, ο Νικόλαος Δραγούμης, ο Ρήγας Παλαμήδης... Οσο για τα αρχεία, είχαν συγκεντρωθεί και αποθηκευθεί στα διάφορα υπουργεία. Βεβαίως, όταν λέμε ελληνικό υπουργείο τον 19ο αιώνα μιλάμε για ενοικιασμένες οικίες οι οποίες εξυπηρετούσαν τη γραφειοκρατική δουλειά και, αν τύχαινε να διαθέτουν κάποιο υπόγειο, εκεί στοίβαζαν και ορισμένα αρχεία. Δεν υπήρχε η έννοια των μεγάλων αποθηκευτικών χώρων που χαρακτήριζαν τα οργανωμένα κράτη της αντίστοιχης περιόδου, τη Γαλλία ή τη Γερμανία για παράδειγμα».

Η προσπάθεια την οποία κατέβαλε η Βουλή περί το 1855 να συγκεντρώσει στη Βιβλιοθήκη της ό,τι αφορούσε τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες της Επανάστασης σκόνταψε στα αδιέξοδα φύλαξης, καθώς το υλικό ήταν πολύ σε σχέση με τις υπάρχουσες δυνατότητες. «Οι όποιες απόπειρες έγιναν να βρεθεί λύση έπεσαν θύματα του λαϊκισμού της εποχής. Οι εφημερίδες άρχισαν να δημοσιεύουν άρθρα του τύπου "αντί να κάνουμε οικονομίες, πληρώνουμε για τα Αρχεία". Αυτό κάποιες οθωνικές κυβερνήσεις αλλά και άλλες, μεταγενέστερες, τις φόβισε και τις αναχαίτισε» εξηγεί ο κ. Καραπιδάκης. Έτσι, προκειμένου να εξοικονομηθεί χώρος, άρχισε να επικρατεί η τακτική του πετάγματος, της καταστροφής.

«Καταστροφή δεν σήμαινε απαραίτητα μια παράνομη πράξη, υπήρχε μια διαδικασία» λέει και πάλι ο πρόεδρος της Εφορείας των Γενικών Αρχείων του Κράτους. «Συνερχόταν μια επιτροπή από ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, καθόλου αμόρφωτους ανθρώπους, στους οποίους ετίθετο το ερώτημα εάν τα έγγραφα για τα οποία καλούνταν να αποφασίσουν έχουν υπηρεσιακή αξία. Εάν το ερώτημα που ετίθετο αφορούσε την ιστορική αξία τους, προφανώς η απόφασή τους θα ήταν διαφορετική. Ήταν όμως πονηρό κι επομένως έδιναν τη συγκατάθεσή τους. Έτσι άρχισαν να πετάγονται αρχεία. Επειδή όμως το χαρτί του 19ου αιώνα ήταν καλύτερης ποιότητας από το σημερινό, καθώς η κατασκευή του ήταν φυσική και όχι χημική, χρησίμευε κάλλιστα για περιτύλιγμα σε μια εποχή που δεν υπήρχε πλαστικό. Μετά την άδεια καταστροφής, λοιπόν, οι δημόσιες υπηρεσίες τα πωλούσαν και εξασφάλιζαν ένα μικρό εισόδημα, το οποίο αναδιανεμόταν στους υπαλλήλους. Τα χάρτινα αρχεία αγοράζονταν από χονδρεμπόρους, οι οποίοι τα διοχέτευαν στη λιανική».

Αμέλεια και ενδιαφέρον

Σταδιακά το φαινόμενο προσελκύει το ενδιαφέρον των ανθρώπων που ασχολούνται με την Ιστορία. Αλλωστε σιγά-σιγά φεύγουν από τη ζωή όσοι έζησαν την Επανάσταση. Μετά το 1870 δεν υπάρχει κανείς που μπορεί να γράψει απομνημονεύματα. Κεντρικό πρόσωπο στην ανανέωση του ενδιαφέροντος είναι ο Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945). Πολυσχιδής πνευματική προσωπικότητα, λογοτέχνης, λαογράφος, ιστορικός αλλά και παιδαγωγός, καταγόταν από το Σούλι και μεγάλωσε στη Ναύπακτο. Στην Αθήνα ήρθε για σπουδές. Συνειδητοποίησε ότι στην πρωτεύουσα κυκλοφορούν πολλά πεταμένα αρχεία και έχοντας πάθος για την περίοδο της Επανάστασης αρχίζει να συλλέγει. Ηδη από τα τέλη του 19ου αιώνα καταρτίζει μια μεγάλη συλλογή εγγράφων.

«Δεν σημαίνει ότι πριν ή μετά ή παράλληλα με τον Βλαχογιάννη δεν υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι ασχολούνταν με τα αρχεία, αλλά αυτοί ενδιαφέρονταν για τα παλαιότερα της Επανάστασης» εξηγεί ο κ. Καραπιδάκης. «Ως τα τέλη του 19ου αιώνα η αρχειακή μόδα ήταν ο Μεσαίωνας: η βυζαντινή περίοδος, η φραγκοκρατία και, ως έναν βαθμό, η Τουρκοκρατία. Τα συγκεκριμένα αρχεία δεν έχουν σχέση με αυτά του '21. Η πρωτοτυπία του Βλαχογιάννη ήταν ότι στράφηκε στα αρχεία της Επανάστασης, λίγο πριν και λίγο μετά. Επιτυγχάνει μια ουσιώδη τομή: τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τα μεσαιωνικά αρχεία στα νεότερα».

Αγώνας για τη διάσωση της μνήμης

Ο Βλαχογιάννης, στον οποίο έχουν κατά καιρούς αποδοθεί προσωνυμίες όπως αυτές του «ένδοξου ρακοσυλλέκτη» και του «μύστη της εθνικής ιστορίας», διεξήγαγε έναν άοκνο και συστηματικό αγώνα προκειμένου να διασώσει, πολλές φορές τυχαία, ιστορικά τεκμήρια κυριολεκτικά μέσα από τα σκουπίδια. Ήρθε αντιμέτωπος με τη σκόνη και τη μούχλα παλαιών σπιτιών της Αθήνας, έψαχνε ακούραστα σε παλαιοπωλεία, παλιά τυπογραφεία, μπακάλικα, αποθήκες γεμάτες με άχρηστο χαρτί και σε μάνδρες οικοδομικών υλικών. Αναζητούσε τα χαρτιά του «Μεγάλου Αγώνα» που θεωρούνταν άχρηστα από τις δημόσιες υπηρεσίες και κατέληγαν να πωλούνται στους μικρομπακάληδες, στους στραγαλατζήδες, στους καστανάδες, στους πλανόδιους ψαράδες και στις δημόσιες τουαλέτες προκειμένου να εξυπηρετήσουν την αγορά της Αθήνας. Παρότι φτωχός - στηριζόταν στο εισόδημα που του εξασφάλιζαν τα ιδιαίτερα μαθήματα τα οποία παρέδιδε - πλήρωνε ο ίδιος τα αποκτήματά του, ενώ δεν ήταν σπάνιες και οι αντεγκλήσεις του με κρατικούς φορείς.

Κομβικό σημείο στην ιστορία του Βλαχογιάννη ήταν η μεγάλη καταστροφή αρχείων του Ελεγκτικού Συνεδρίου το 1893. Το βάρος των «άχρηστων χαρτιών» υπολογίστηκε στις 20.000-30.000 οκάδες, δημοσιεύθηκε η απόφαση για τη δημοπρασία εκποίησης, τα αρχεία φορτώθηκαν σε κάρα και πετάχτηκαν σε μια μάντρα της οδού Αθηνάς για να έχουν τη δυνατότητα να τα βλέπουν οι πλειοδότες. Μόλις έμαθε ο Βλαχογιάννης για το ενδεχόμενο της καταστροφής των σημαντικών αυτών εγγράφων, πήγε στη μάντρα κι άρχισε να επιλέγει όσα χαρτιά μπορούσε, αγοράζοντάς τα μάλιστα στη διπλάσια τιμή από αυτήν που ζητούσε ο πωλητής. Προκειμένου να βρει τα χρήματα στερούνταν τα απαραίτητα ή απευθυνόταν σε ανθρώπους που πίστευε πως θα ευαισθητοποιούνταν απέναντι στην καταστροφή τόσο σημαντικών τεκμηρίων. Ετρεχε για δανεικά και ταυτόχρονα προσπαθούσε να δημιουργήσει θόρυβο γύρω από το θέμα ελπίζοντας να προσελκύσει το ενδιαφέρον ανθρώπων οι οποίοι διέθεταν εξουσία και χρήμα. Στη συνέχεια, πηγαίνοντας στο Φάληρο, όπου κατέληξαν τα χαρτιά πουλημένα σε ένα χαρτοποιείο, κατάφερε να αναβάλει την πολτοποίησή τους και άρχισε να τα αγοράζει με δόσεις. Με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε να διασώσει μέρος του αρχείου του Ρήγα Παλαμήδη και άλλες συλλογές σημαντικών εγγράφων και σημειωμάτων.

Το τραύμα και η αλλαγή στάσης 

«Η παρ' ολίγον καταστροφή πολλών σημαντικών αρχείων θα αποτελέσει τραύμα για την κοινωνία και θα δώσει ένα επιχείρημα στον Βλαχογιάννη προκειμένου να κάνει το θέμα πολιτικό» εξηγεί ο κ. Καραπιδάκης. «Όταν αλλάζουν τα πράγματα μετά το 1909 και έχοντας καταφέρει να γνωρίσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο μέσω της οικογένειας Μπενάκη, ο Βλαχογιάννης θα πείσει τον νέο κυβερνήτη της χώρας να αλλάξει η πολιτική έναντι των αρχείων. Έτσι με τον Νόμο 380 που ψηφίζει η Βουλή θα ιδρυθούν το 1914 τα Γενικά Αρχεία του Κράτους με πρώτο διευθυντή τον Βλαχογιάννη. Θα παραμείνει στη θέση ως το 1937 έχοντας δωρίσει στη νεοσύστατη υπηρεσία την πολύτιμη προσωπική του συλλογή»

Η κίνηση αυτή θα οδηγήσει όμως σε νέες δυσκολίες: «Το 1914 σημαίνει το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων» θυμίζει και πάλι ο πρόεδρος της Εφορείας των ΓΑΚ. «Απ' εκεί που η Ελλάδα ήταν ένα κράτος το οποίο έφτανε ως τον Βόλο, την Εύβοια και τις Κυκλάδες, διπλασιάστηκε. Με άλλα λόγια, μια υπηρεσία που ιδρύθηκε το 1914 με σκοπό να διαχειριστεί τις αρχειακές παραλείψεις του κράτους μέχρι τότε, βρίσκεται από τη γέννησή της κιόλας αντιμέτωπη με πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις, αφού παράλληλα με την επικράτεια είχαν διπλασιαστεί και τα αρχεία. Έτσι προέκυψε η ανάγκη να ιδρυθεί ένα αρχείο ανά νομό και κατ' αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν κι άρχισαν να λειτουργούν τα περιφερειακά αρχεία, ξεκινώντας από τα μέρη με τη μεγαλύτερη αρχειακή σημασία: την Ύδρα και τις Σπέτσες. Η πρώτη-πρώτη προσέγγιση ήταν ιστορική».

Η εμμονή με τον Καραϊσκάκη

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης ασχολήθηκε με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη επί 58 ολόκληρα χρόνια. Από το 1887, όταν διάβασε για πρώτη φορά τη βιογραφία του γραμμένη από τον Δημήτριο Αινιάνα, ως το 1945 που άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα σε ηλικία 78 ετών. Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη δική του βιογραφία του ήρωα της Επανάστασης, την οποία είχε αρχίσει να γράφει στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής - στις 2 Αυγούστου 1943 συγκεκριμένα - εξακολουθώντας να συγκεντρώνει, παράλληλα, νέα στοιχεία.

Το υλικό που κατάφερε να συλλέξει για τον Καραϊσκάκη - και περιλαμβάνεται στον έκτο και τελευταίο κατάλογο της Συλλογής Βλαχογιάννη στα Γενικά Αρχεία του Κράτους - είναι εντυπωσιακό: 18 ογκώδεις φάκελοι και χιλιάδες αντίγραφα ιστορικών εγγράφων, δελτία και αποκόμματα εντύπων τοποθετημένα μέσα σε 12 μεγάλα μεταλλικά κιβώτια.

«Ο Βλαχογιάννης είχε μια μανία να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα, τα οποία βέβαια υπαγορεύονταν σε μεγάλο βαθμό και από την ανάγκη του να ζήσει, να συντηρηθεί» εξηγεί ο κ. Καραπιδάκης. «Έκανε μεταφράσεις αρχαίων συγγραφέων, φροντιστηριακά λυσάρια, τα οποία εκείνη την εποχή ήταν πολύ υψηλού επιπέδου, έγραφε πολλά βιβλία, έκανε πολλά ταξίδια προκειμένου να βρει αρχεία... Ύστερα, προκειμένου να γράψει βιβλία για τα θέματα που τον ενδιέφεραν, έπρεπε να μαζέψει το υλικό, κι αυτό ήταν τρομερά χρονοβόρο. Έπαιρνε αρχεία από τον σωρό κι έπρεπε να τα ταξινομήσει, να τα οργανώσει, δεν ήταν εύκολο... Το να ταξινομήσεις ένα αρχείο μπορεί να πάρει και πέντε κι έξι χρόνια. Ακόμη έχουμε αρχεία από τον 19ο αιώνα που δεν έχουν ταξινομηθεί... Ο Βλαχογιάννης ήταν και λογοτέχνης, η μεγάλη του δραστηριότητα ήταν λογοτεχνική. Αξίζει να πω πως ο Κ.Θ. Δημαράς τον κατατάσσει σε επίπεδο υψηλότερο από τον Παπαδιαμάντη... Κατά τη γνώμη μου δεν είναι έτσι, αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν σημαντικός. Δεν ησύχαζε ποτέ. Ήθελε να τα αγκαλιάσει όλα. Ήθελε να συλλάβει την ψυχή του λαού. Στο αρχείο του υπάρχουν φάκελοι για τα πάντα: γιατροσόφια, ιστορία του σιταριού, ιατρικά».

Υπήρχε, άραγε, κάποιος ιδιαίτερος λόγος που ώθησε τον Βλαχογιάννη να ασχοληθεί σχεδόν εμμονικά με τον Καραϊσκάκη; Ο κ. Καραπιδάκης απαντά καταφατικά. «Ο Βλαχογιάννης ερμηνεύει παλιές ιστορίες και σκελετούς μέσα από το ντουλάπι» θα πει. Θυμίζει πως είχε καταγωγή από το Σούλι και μεγάλωσε στη Ναύπακτο. «Αυτά μάς παραπέμπουν στη μία από τις δύο σημαντικές συνιστώσες που οδήγησε και σε εμφύλιο με την άλλη. Αναφέρομαι στους κλεφταρματολούς που συγκρούστηκαν σε έναν αιματηρότατο εμφύλιο (1823-1827) με την άλλη συνιστώσα, τους προύχοντες των νησιών και της Πελοποννήσου. Ο Βλαχογιάννης πιάστηκε σε αυτή τη φάκα και όλη του η προσπάθεια είχε σκοπό να αποδείξει ότι την Επανάσταση την έκαναν οι Ρουμελιώτες ενώ οι Πελοποννήσιοι και οι νησιώτες περνούσαν τον καιρό τους να συνθηκολογούν με τους Τούρκους. Το πάθος του με τον Καραϊσκάκη αλλά και με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο οφείλεται στο ότι οι δυο τους ενσάρκωναν για τον ίδιο το εξιδανικευμένο πρότυπο του αγνού αγωνιστή.

Έχει ενδιαφέρον αυτό, γιατί αργότερα, στα χρόνια της Κατοχής, η οπτική αυτή πέρασε στη ρητορική της εαμικής αντίστασης σε μια προσπάθεια να δοθούν από νωρίς πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά στο κίνημα... Η ουσία είναι πάντως είναι πως αν κάποιος σήμερα θέλει να γράψει μια νέα βιογραφία του Καραϊσκάκη αποκλείεται να μη δει τη Συλλογή Βλαχογιάννη. Γενικότερα, η ίδια η τεκμηριωτική μας δυνατότητα για την περίοδο της Επανάστασης του 1821 θα ήταν μικρότερη χωρίς αυτόν».


Πηγή: Τουλάτου Ίσμα Μ., Το Βήμα

Δεν υπάρχουν σχόλια