Ο πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης μιλάει για τις προκλήσεις της νέας εποχής και για τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα.
Ο πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης μιλάει για τις προκλήσεις της νέας εποχής και για τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα.
Στο Μουσείο Ακρόπολης δουλεύουν όλοι πυρετωδώς χωρίς να ξεχνούν να τηρούν ευλαβικά τα πρόσφατα επιβεβλημένα μέτρα προστασίας. Τζάμια καθαρίζονται, κολόνες βάφονται, και καθώς περπατάς στο έρημο εσωτερικό του με τους «μασκοφορεμένους» υπαλλήλους νιώθεις απρόσμενα μια ψυχική ανάταση παρά την ανοίκεια σιωπή σε χώρους που υπό κανονικές συνθήκες γεμίζουν ασφυκτικά με ενθουσιώδεις επισκέπτες.
Αυτό είναι στο κάτω-κάτω το μουσείο των σχεδόν 15 εκατομμυρίων επισκεπτών στα 10 χρόνια της λειτουργίας του, ένα κομψό, βαρύτιμο κόσμημα για την Αθήνα μέσα στο πάντοτε εντυπωσιακό κτίριο του Μπερνάρ Τσουμί, σταθερά ανάμεσα στα πέντε πιο δημοφιλή μουσεία αρχαιολογικού περιεχομένου στον κόσμο και στα 25 κορυφαία παγκοσμίως, οπότε νιώθεις ότι είναι ύβρις να το βλέπεις άδειο. Ο χειρισμός της πανδημίας δεν επέτρεπε βέβαια διακρίσεις και από τις 14 Μαρτίου παρέμενε κλειστό, όπως επέβαλλαν τα μέτρα πρόληψης.
Ωστόσο, ο κ. Δημήτριος Παντερμαλής, ο πρόεδρος του Μουσείου, η κεφαλή αλλά και η ψυχή του, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη σαρωτική επιτυχία του, είδε την περίοδο του εγκλεισμού σαν μια ευκαιρία για να ανανεώσει την εικόνα του Μουσείου, τις φωτιστικές πηγές του και να επιφέρει μικρές αλλαγές στη διάταξη και έκθεση των έργων. Για παράδειγμα, στην αίθουσα της αρχαϊκής Ακρόπολης μπορεί να δει κανείς θραύσματα έργων που έκαψαν οι Πέρσες, την Κόρη της Λυών με ένα καινούργιο εκμαγείο να συμπληρώνει το κομμάτι της που λείπει στη Γαλλία, μια προθήκη με τις χρωστικές, «όλες από το Λαύριο» που είχαν χρησιμοποιηθεί για τον χρωματισμό των γλυπτών της περιόδου.
Το Μουσείο άνοιξε τις πόρτες του την περασμένη Δευτέρα ανανεωμένο, αλλά με «περιορισμένες κρατήσεις» και με την εξαίρεση των Γερμανών «οι συνήθεις ύποπτοι» που είναι οι πιο συχνοί επισκέπτες του, δηλαδή οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Βρετανοί και βεβαίως οι Αμερικανοί, δεν θα περάσουν μέχρι νεωτέρας το κατώφλι του.
Ο κ. Παντερμαλής δεν τρέφει αυταπάτες. «Πιστεύω ότι η αλλαγή είναι βαθιά. Δεν υπάρχει παράδειγμα στην Ιστορία όπου όλος ο πλανήτης έμεινε στο σπίτι του για τρεις μήνες. Επιδημίες υπήρξαν άπειρες από την αρχαιότητα, αλλά το ερώτημα «υγεία ή οικονομία;» δεν υπήρξε ποτέ. Τώρα είναι άμεσο. Μπορεί να γλιτώσεις από την υγεία σου και να πεθάνεις από την οικονομία σου. Για τα μουσεία είναι εξαιρετικά κρίσιμα τα πράγματα. Μου λένε μερικοί: «Δεν σε πιάνει κατάθλιψη;». Εγώ είμαι περίεργος να δω πώς θα είμαστε. Με ιντριγκάρει αυτό. Θεωρώ αφελές να πιστεύεις ότι θα επανέλθεις. Δεν επανέρχεσαι. Είσαι πλέον κάτι άλλο».
Με ποιους τρόπους σκοπεύετε να αντιμετωπίσετε την επόμενη μέρα;
«Εμάς πάντα ο στόχος μας ήταν ο επισκέπτης του Μουσείου. Βέβαια, εάν διαμορφωθεί ο νέος επισκέπτης, θα αναταχθούμε και θα δούμε πώς μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε στο πλαίσιο και των δικών μας στόχων. Αλλά υπάρχουν μερικά βασικά πράγματα. Για παράδειγμα, πάντα είναι καλύτερο να έχεις πιο ευχάριστους χώρους. Πολλές φορές πηγαίνει κανείς σε μεγάλα μουσεία και νιώθει μια κατάθλιψη γιατί ο φωτισμός είναι παλιός, τα αντικείμενα σκονισμένα ή παρατημένα. Υπάρχουν αριστουργήματα τα οποία όμως δεν έχουν φρεσκαριστεί. Αυτό που έχουμε διαπιστώσει είναι ότι η ανανέωση σε ένα μουσείο είναι ένα πολύ βασικό στοιχείο. Δεν αναφέρομαι μόνο στη συντήρηση των έργων καθαυτών αλλά και στον εσωτερικό χώρο. Το να ανοίξουμε το Μουσείο και να ξεκινήσουμε ξανά ανανεωμένοι είναι ένα πλεονέκτημα το οποίο μπορούμε να διαχειριστούμε. Για τον κορωνοϊό δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι».
Σε τι συνίσταται ακριβώς αυτή η ανανέωση;
«Έχουν καθαριστεί χώροι που δεν μπορούσαν να καθαριστούν τόσα χρόνια γιατί το Μουσείο λειτουργούσε συνεχώς, επτά ημέρες την εβδομάδα. Για παράδειγμα, τμήματα της συλλογής, όπως το πίσω μέρος της οροφής στο κεντρικό κομμάτι στην αίθουσα του Παρθενώνα, ή και οι κλιματισμοί. Θα μου πείτε, τι είναι όλα αυτά; Ε, είναι! Γιατί μπαίνοντας μέσα αισθάνεσαι φρεσκάδα. Ακούγεται ίσως φτηνή αυτή η λέξη, αλλά για εμένα είναι πάρα πολύ σημαντική. Θεωρώ ότι είναι μια σημαντική παράμετρος για τα μουσεία την οποία δεν προσέχουμε συνήθως».
Δεν θα βοηθούσε και η διοργάνωση μιας περιοδικής έκθεσης για να τραβήξει το ενδιαφέρον του κοινού;
«Κοιτάξτε, αυτό είναι κάτι που με απασχόλησε πάρα πολύ προσωπικά. Όμως ένα μουσείο το οποίο έχει κόπωση όσον αφορά τη μόνιμη έκθεση και ζει από τις περιοδικές τι λόγο ύπαρξης έχει; Αν έχεις περιεχόμενο, δεν τις χρειάζεσαι. Εμείς έχουμε επικεντρωθεί στη μόνιμη έκθεση, καθώς είναι ανεξάντλητα τα ερωτήματα και οι προκλήσεις για τη βελτίωσή της. Το να ξαναδούμε πράγματα, να πούμε: «Αυτό δεν το στήσαμε σωστά, αυτό χρειάζεται διαφορετικό φωτισμό, δεν φαίνονται οι πτυχές» κ.ο.κ. Για παράδειγμα, με στεναχωρούσε που κιτρίνιζε η εικόνα των Καρυάτιδων από μακριά, τώρα είναι λαμπρή με τον νέο φωτισμό. Είναι αλλαγές τις οποίες αισθάνεται ασυνείδητα και ο επισκέπτης που δεν είναι ειδικός επί τέτοιων θεμάτων».
Θεωρείτε ότι αυτή η ανανέωση είναι ικανός πόλος έλξης για τον επισκέπτη;
«Ναι, γιατί θα δει αριστουργήματα αλλά και καινούργια πράγματα».
Στην περίοδο του εγκλεισμού αναδείχθηκε ο ψηφιακός τρόπος περιήγησης στα μουσεία. Με ποιους τρόπους μπορεί να βοηθήσει η τεχνολογία τα μουσεία στη μετά COVID-19 εποχή;
«Αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Είναι ένα είδος διαφυγής. Εμείς το χρησιμοποιήσαμε διαφορετικά μέσα στο μουσείο. Εχουμε κάνει περίπου τριάντα ψηφιακές εφαρμογές για να αναδείξουμε τα ίδια τα ευρήματα. Δεν το κάναμε για να μη χαθούμε. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να χαθεί ένα μουσείο σαν κι αυτό».
Θα βάζατε σύγχρονη τέχνη στο Μουσείο για να τραβήξετε την προσοχή του κοινού;
«Όχι».
Για ποιον λόγο;
«Διότι έχω βάλει σύγχρονη αρχιτεκτονική. Διότι δεν παίζω με τις τέχνες. Μου είπαν να βάλω κάτι δίπλα στις Καρυάτιδες. Τι να βάλεις; Είναι πάντως ένα δύσκολο κεφάλαιο η σύγχρονη τέχνη, γιατί περνάς σε έναν χώρο διαφορετικό που είναι σε μεγάλο βαθμό και χώρος καλλιτεχνικού χρηματιστηρίου. Μπορεί ένας καλλιτέχνης να είναι άσημος και για κάποιους λόγους να βγαίνει μπροστά και να τον βλέπουμε παντού και άλλος που είναι επίσης σπουδαίος να χάνεται. Επειτα, κατανοώ τους ανθρώπους που λένε: «Δεν το καταλαβαίνω». Θυμάμαι, είχα πάει με τον γιο μου όταν ήταν μικρός στο Λονδίνο και επισκεφθήκαμε το Victoria & Albert. Εκεί σε μια έκθεση είδαμε δύο πίνακες λευκούς. Με ρώτησε τι νόημα είχαν και πραγματικά προσπαθούσα να βρω κάτι που να μπορεί να το καταλάβει. Και μετά πήγαμε πιο πέρα και είχε ένα πτώμα αγελάδας που το έτρωγαν τα σκουλήκια. Δεν μπορούσα να του πω κάτι. Από την άλλη μεριά, μου αρέσει η σύγχρονη αρχιτεκτονική πάρα πολύ, η οποία είναι και αυτή σύγχρονη τέχνη. Εκεί καταλαβαίνω αυτό το παιχνίδι που κάνει ο αρχιτέκτονας με τα υλικά. Εμείς το καινούργιο που δημιουργήσαμε είναι ένα σύγχρονο περιβάλλον για έργα που έχουν ηλικία 2.500 χρόνια».
Μουσεία όπως το Λούβρο κάνουν πολύ τολμηρές κινήσεις προσέγγισης ενός ευρύτερου κοινού. Για παράδειγμα, η κίνηση να παραχωρηθούν αίθουσες για τα γυρίσματα βιντεοκλίπ στην Μπιγιονσέ και στον Jay-Z είχε ως αποτέλεσμα μια εντυπωσιακή αύξηση της επισκεψιμότητας.
«Είμαστε διαφορετικοί από το Λούβρο. Ως σύνολο στεγάζει αριστουργήματα, αλλά έχει υποστεί μια επικοινωνιακή κόπωση. Θα έχετε προσέξει ότι όλος ο κόσμος βρίσκεται μπροστά από τη Νίκη της Σαμοθράκης ή την Αφροδίτη της Μήλου. Αίθουσες με καταπληκτικά ελληνικά αγγεία είναι άδειες, δεν υπάρχει ψυχή ζώσα σε αυτές. Εγώ πιστεύω ότι το μουσείο θέλει αυτό που λέμε «ζωντάνια». Εάν το αφήσεις μόνο του, με τον αυτόματο πιλότο δεν πάει. Ο κόσμος πηγαίνει επειδή είναι κάποια εμβληματικά έργα και επειδή όντως είναι εντυπωσιακό το Λούβρο. Για να λέμε και τα σωστά, το Λούβρο ανανεώθηκε πολύ με την πυραμίδα και με τα καταστήματα στον υπόγειο χώρο που είναι ένα είδος πολυαγοράς».
Υπάρχει κάποιο αρχαιολογικό μουσείο του εξωτερικού που θεωρείτε πρότυπο;
«Κοιτάξτε, είναι μερικά πράγματα που δεν τα λέμε και πρέπει να αρχίσουμε να τα κάνουμε. Τα ευρωπαϊκά μουσεία, κατά κανόνα, είναι μουσεία τα οποία έχουν συγκεντρώσει αντικείμενα από εδώ κι από εκεί και τα δείχνουν. Επίσης, για πολλά έργα έχει αποσιωπηθεί η προέλευση ή ο τρόπος απόκτησης γιατί δεν ήταν δόκιμος. Εδώ έχουμε ένα μουσείο το οποίο έχει την πηγή του δίπλα και λέει: «Ορίστε, από αυτά τα κτίρια είναι αυτά τα γλυπτά». Αυτό δεν είναι απλώς μια πρόσθετη πληροφορία αλλά η ουσία των πραγμάτων. Θεωρώ ότι η Ελλάδα πρέπει να προβάλλει παγκοσμίως τα μουσεία που συνδέονται με αρχαιολογικούς χώρους. Είναι κάτι το μοναδικό. Εχουν και η Τουρκία, η Ιταλία και η Γαλλία μερικά, αλλά τα περισσότερα είναι δικά μας. Ετσι το μουσείο δεν είναι απλώς ένας χώρος όπου εναποθέτεις θησαυρούς αλλά ένας χώρος ο οποίος έρχεται και συμπληρώνει τον ιστορικό αρχαιολογικό χώρο».
Νομίζω ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματά σας πέρα από τη μεγάλη επισκεψιμότητα του Μουσείου Ακρόπολης είναι ότι καταφέρατε να αναδείξετε την αυθύπαρκτη αξία του με ή χωρίς τα κλεμμένα Γλυπτά του Παρθενώνα.
«Είναι αλήθεια. Εγώ το θεωρούσα όνειδος το μουσείο αυτό να γίνει ένα μουσείο «εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν επί των ποταμών Βαβυλώνος». Δεν νομιμοποιούμαστε να κλαίμε. Να τα ζητούμε, να φωνάζουμε, να τα μελετούμε, να τα αναδεικνύουμε αλλά να κάνουμε σαν η Ακρόπολη να μην έδωσε τίποτε παρά μόνο αυτά είναι θεμελιώδες λάθος. Είναι ντροπή και προσβολή για την Ακρόπολη».
Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να γυρίσουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα;
«Για εμένα σημαντικό είναι το θέμα καθαυτό. Κοιτάξτε, υπάρχει το γεγονός της αρπαγής των Γλυπτών του Παρθενώνα και υπάρχει και η διαχείριση του θέματος, η οποία είναι εξίσου ενδιαφέρουσα και σημαντική και για εμάς και για τους Αγγλους. Εγώ δεν μπορώ να αντιμετωπίσω το θέμα αυτό με αφέλεια και έχω να πω ότι το βασικό ζήτημα είναι η επανένωση. Ας το πω απλά. Ενα είδος καλλιτεχνικής προσέγγισης για ένα έργο τέχνης είναι να το βλέπεις και σπασμένο, όπως ήρθε από την αρχαιότητα, αλλά να θέλεις να ξέρεις και ένα σύνολο, ειδικά αυτό το σύνολο το οποίο έχει μια εντελώς εμβληματική σημασία. Δεν μπορεί να χάσκει το μισό σώμα εδώ και το μισό στο Λονδίνο. Στο θέμα αυτό πρέπει να δώσουν απάντηση από το Βρετανικό Μουσείο. Να πουν «ναι, μας αρέσει να είναι διαμελισμένα τα έργα τέχνης». Δεν το λένε όμως, γιατί δεν μπορούν να το πουν. Βέβαια η συνέπεια της επανένωσης είναι η επιστροφή, αλλά είναι λάθος να την προτάσσουμε χωρίς να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει επανένωση. Δεν σημαίνει μόνο ότι βλέπεις ένα έργο ολοκληρωμένο αλλά ότι αρχίζει να αναδύεται το αρχαίο νόημα από αυτό. Αυτό είναι το ουσιώδες και γι’ αυτό είμαι κι εγώ τόσο φανατικά υπέρ της επανένωσης των Γλυπτών και τα άλλα τα θεωρητικά μού είναι τελείως αδιάφορα, είναι έξω από εμένα».
Η εκλογή του διευθυντή του Μουσείου πότε θα γίνει;
«Περιμένω από το υπουργείο να μου δώσει το πράσινο φως. Είμαστε έτοιμοι για την προκήρυξη».
Θα μπορούσαμε να δούμε και έναν ξένο στο τιμόνι του Μουσείου;
«Ναι, γιατί όχι; Να σας πω και την προσωπική μου άποψη. Κατά περιόδους κάποιος έχει μια ιδέα, η ιδέα φαίνεται νόστιμη αλλά τελικά αποδεικνύεται παταγώδης αποτυχία. Πήραν τον Χάρτβιγκ Φίσερ από τη Γερμανία και τον πήγαν στο Βρετανικό Μουσείο, είναι εκεί τρία-τέσσερα χρόνια, δεν έχει κάνει απολύτως τίποτε. Πήραν τον Νιλ Μακ Γκρέγκορ από το Βρετανικό Μουσείο και τον πήγαν στο Βερολίνο (σ.σ.: στο Humboldt Forum), δεν έκανε τίποτε».
Γιατί πιστεύετε έγινε αυτό;
«Ακούστε, πάρτε μια ελιά και πηγαίντε να τη φυτέψετε στην Αγγλία. Ε, δεν θα πιάσει. Εχω ζήσει στη Γερμανία και γνωρίζω πάρα πολύ καλά πώς είναι η γερμανική δημόσια ζωή και πώς η ελληνική. Μπορώ να αντιμετωπίσω και τις δύο, αλλά πρέπει να είμαι διαφορετικός άνθρωπος. Διαφορετικός εκεί και διαφορετικός εδώ. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα πώς να αντιμετωπίσεις την ελληνική δημόσια ζωή, η οποία δεν είναι ένα απλό ζήτημα;».
Το νομικό καθεστώς στο οποίο υπόκειται το Μουσείο σάς έδωσε τουλάχιστον μια ελευθερία;
«Μας έδωσε μία άλφα ελευθερία. Αλλά είμαστε Δημόσιο».
Σε τι θα θέλατε περισσότερη ελευθερία;
«Δεν μπορώ να πω ότι δεν είμαι ικανοποιημένος με την ελευθερία που έχω, γιατί το να ζητάει κανείς την απόλυτη αποδέσμευση από την κρατική εξουσία είναι λάθος κατά την άποψή μου. Από τη στιγμή που η γενική συνταγματική αποδοχή μάς επιβάλλει, ορθά, ότι οι αρχαιότητες είναι δημόσιο αγαθό πρέπει να τις διαχειρίζεσαι με δημόσιους όρους. Κι εγώ είμαι υποχρεωμένος όπως όλοι να κάνω τους διαγωνισμούς μου, για κάθε μικρή δαπάνη να κάνω τη διαύγειά μου και να κάνω μέσω ΑΣΕΠ τις προσλήψεις του προσωπικού. Με τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που έχει αυτή η προσέγγιση, αλλά αυτή είναι του Δημοσίου».
Ποια είναι τα μειονεκτήματα;
«Το θέμα μου είναι να γίνεται ποιοτική και με λογική δαπάνη δουλειά. Η αξιοπιστία στην αγορά είναι πολύ δύσκολο πράγμα, και αυτό είναι που επιδιώκουμε. Φροντίζουμε να μην υπάρχει διαρροή χρημάτων και σεβόμαστε πάρα πολύ το δημόσιο χρήμα. Φτάνω εγώ, που δεν είναι η δουλειά μου, να τους λέω: «Δεν είναι δυνατόν να μας δίνετε αυτές τις τιμές». Είναι αναξιοπρεπές για εμένα να κάνω παζάρι, αλλά δεν το αντέχω. Σκέφτεται κάποιος: «Δημόσιο είναι, δεν βαριέσαι». Αλλά δεν είναι έτσι».
Πηγή: Μ. Αστραπέλλου, Το Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια