Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Αρχαιολόγοι: Όχι στις «δανεικές κι αγύριστες» αρχαιότητες

Είναι καλό και σκόπιμο για τη χώρα να παραχωρούνται προς δανεισμό στο εξωτερικό έργα ελληνικών μουσείων για 25 χρόνια, με δυνατότητα παράτασ...

Αρχαιολόγοι: Όχι στις «δανεικές κι αγύριστες» αρχαιότητες

Είναι καλό και σκόπιμο για τη χώρα να παραχωρούνται προς δανεισμό στο εξωτερικό έργα ελληνικών μουσείων για 25 χρόνια, με δυνατότητα παράτασης επιπλέον 25, δηλαδή για μισό αιώνα;

Στο ερώτημα αυτό καλείται να απαντήσει σήμερα η Βουλή των Ελλήνων, κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου που έχει κατατεθεί από το υπουργείο Πολιτισμού και αφορά στη μετατροπή του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων σε Οργανισμό Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων.

Συγκεκριμένα, όμως, στο άρθρο 59, με τίτλο «Μακροχρόνια εξαγωγή αντικειμένων συλλογών μουσείων», μία διάταξη έχει προκαλέσει αντιδράσεις, αναφορικά με την διάρκεια του χρόνου δανεισμού αρχαίων και νεότερων μνημείων στο εξωτερικό.

Μάλιστα, η αρχική διάταξη προέβλεπε την εξαγωγή αρχαίων για 50 χρόνια (και άλλα 50 άπαξ), ενώ στη συνέχεια μειώθηκε ο χρόνος στο μισό (25 + 25 χρόνια). Και στην δεύτερη περίπτωση, ωστόσο, το ΥΠΠΟ δέχεται επικρίσεις, γιατί και πάλι ο χρόνος θεωρείται εξαιρετικά μεγάλος, αφού ο Αρχαιολογικός νόμος προβλέπει ως ανώτατο όριο εξαγωγής αρχαίων τα 5 χρόνια (με δυνατότητα παράτασης άλλα 5).

Σήμα κινδύνου συνεχίζει να εκπέμπει ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων για την πρόθεση της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη, να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου επιτρέποντας την μακρόχρονη εξαγωγή συλλογών Μουσείων έως και για μισό αιώνα (25+25 χρόνια) κόντρα στη νομοθεσία που ορίζει τη μουσειακή πολιτική της χώρας.

Μετά τις έντονες αντιδράσεις, η υπουργός τροποποίησε το εν λόγω άρθρο κατεβάζοντας το όριο στα 50 χρόνια (25+25). Παρ’όλα αυτά, οι αντιδράσεις παραμένουν έντονες και δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται, πως με αυτόν τον τρόπο νομιμοποιείται η αρπαγή των γλυπτών του Παρθενώνα και συνδέουν την διάταξη αυτή με προηγούμενη δήλωση του Κ. Μητσοτάκη στον Observer. O πρωθυπουργός, είχε ζητήσει από τον Βρετανό ομόλογό του να σταλούν τα Γλυπτά του στην Ελλάδα, ως δάνειο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και από την πλευρά της η Αθήνα θα στείλει «πολύ σημαντικά αντικείμενα», τα οποία δεν έχουν βγει ποτέ από τη χώρα μας, για να εκτεθούν στο Βρετανικό Μουσείο.

Η διάταξη που επιχειρείται να «περάσει»  με το άρθρο 59 στο νομοσχέδιο «Eκσυγχρονισμός, αναδιοργάνωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων και μετονομασία του σε Οργανισμό Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων (Ο.Δ.Α.Π.)», δημιουργήθηκε με αφορμή τον σχεδιασμό του Μουσείου Μπενάκη για την ίδρυση παραρτήματος στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, με συλλογές που ανήκουν στο ελληνικό δημόσιο.

Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων επισημαίνει ότι: «...οι σχετικές παράγραφοι των άρθρων 25 και 34 του Ν. 3028/02 παρέχουν επαρκές πλαίσιο και για μακροχρόνια εξαγωγή, με παρατάσεις ανά πενταετία, αφού ο Νόμος δεν θεσμοθετεί συγκεκριμένο ανώτατο όριο. Θεσμοθετεί όμως συγκεκριμένη διαδικασία, που είναι απαραίτητο να ακολουθείται για τις αρχαιότητες που ανήκουν κατά κυριότητα στο ελληνικό δημόσιο».


ΣΕΑ: Διάταξη - Προκάλυμμα για αλλαγή της Μουσειακής Πολιτικής


«Στο πλαίσιο των αρχών καλής νομοθέτησης, οι Υπουργοί οφείλουν να μην φέρνουν για ψήφιση στο Κοινοβούλιο φωτογραφικές διατάξεις. Ακόμη περισσότερο οφείλουν να μην χρησιμοποιούν συγκεκριμένες περιπτώσεις ως προκάλυμμα για να στηρίξουν διατάξεις που αλλάζουν άρδην τη μουσειακή πολιτική της χώρας και μάλιστα διατάξεις που ορίζουν τι θα συμβαίνει τα επόμενα… 100 χρόνια!» γράφει η ανακοίνωση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων. «Η επίκληση της εξωστρέφειας ως αιτιολόγηση της διάταξης είναι προσχηματική,  παραπλανητική και γίνεται κατ΄ επίφασιν. Έχει αποδειχθεί ότι οι μεγάλες περιοδικές εκθέσεις που έχει οργανώσει το ΥΠΠΟΑ, ανά τον κόσμο, και έχουν αναδειχθεί σε μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα, αποτελούν κύριες δράσεις εξωστρέφειας, προβολής της χώρας, με προεκτάσεις πολιτιστικής διπλωματίας, χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγει σε μακροχρόνιο δανεισμό.

»Στερείται δόκιμης πολιτικής ωριμότητας το να παρουσιάζεται η ρύθμιση εξαγωγής ελληνικών αρχαιοτήτων για 100 χρόνια (εν ολίγοις: χωρίς καμία πιθανότητα επιστροφής), το να ανακινείται μια τέτοιου τύπου αλλαγή στα δεδομένα διαχείρισης των ελληνικών αρχαιοτήτων, με αιτιολογική βάση μια πρόσκαιρη ανάγκη του Μουσείου Μπενάκη, η οποία μπορεί κάλλιστα να θεραπευτεί με τη γενναία στήριξη του ΥΠΠΟΑ και βέβαια με τις υπάρχουσες διατάξεις του Ν. 3028/02, όπως προαναφέρθηκαν;

»Η ανησυχητική αυτή ρύθμιση σε μία εποχή που το άλλοτε υπερδραστήριο μουσείο Μπενάκη επιχειρεί να επιβιώσει πάση θυσία, θέτει σειρά ερωτηματικών για σχέσεις πολιτικής πατρωνείας που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη θεσμοθέτηση μίας νέας αντίληψης για τις ελληνικές αρχαιότητες ως αντικειμένων συναλλαγής ανάμεσα σε ελληνικά μουσεία και φορείς του εξωτερικού» σημειώνει ο ΣΕΑ και καταθέτει τα ερωτήματα:

«Σχετίζεται η βιωσιμότητα του Μουσείου Μπενάκη με την εξαγωγή συλλογών ελληνικών αρχαιοτήτων στη Μελβούρνη; Υπονοείται ότι υπάρχει ή σχεδιάζεται να υπάρξει οικονομικό αντάλλαγμα για το Μουσείο Μπενάκη από τη συμφωνία μακροχρόνου δανεισμού των αρχαιοτήτων που ανήκουν στο ελληνικό δημόσιο; Θα είναι αυτή η μουσειακή πολιτική του ελληνικού δημοσίου ή/και των ελληνικών μουσείων (ειδικά των ιδιωτικών) από τούδε και στο εξής; Το ΔΣ του Μουσείου Μπενάκη και η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ οφείλουν να απαντήσουν ή να κατανοήσουν τι ακριβώς προτείνουν να θεσμοθετηθεί.

»Θα επαναλάβουμε ότι η σημερινή κατάσταση του Μουσείου Μπενάκη, με την αδυναμία να πληρώσει βασικές λειτουργικές του δαπάνες, αποδεικνύει για ακόμη μία φορά την τεράστια σημασία της κρατικής χρηματοδότησης του πολιτισμού, χωρίς την οποία κανένα μουσείο δεν μπορεί να επιβιώσει, πόσο μάλλον σε αυτή την περίοδο της πανδημίας. Θα επισημάνουμε για μια ακόμη φορά ότι ο πολιτισμός είναι δημόσιο αγαθό, όπως η υγεία, η παιδεία, η πρόνοια, και είναι αναγκαίο να προσφέρεται σε όλους και δωρεάν. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί η δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το Μουσείο Μπενάκη και η όποια στήριξη προσπαθεί να βρει από το εξωτερικό, να έχουν ως “αντάλλαγμα” την άνευ όρων παράδοση ελληνικών αρχαιοτήτων που ανήκουν στο ελληνικό δημόσιο, ανοίγοντας την όρεξη σε κάθε λογής Ιδρύματα ή Μουσεία του εξωτερικού να εποφθαλμιούν ότι μπορούν να ανοίξουν δικές τους συλλογές ελληνικών αρχαιοτήτων με τις ευλογίες του ελληνικού δημοσίου».


και με χθεσινή του ανακοίνωση, ο ΣΕΑ επισημαίνει:


Σήμερα, Πέμπτη 10/12/2020 το πρωί συζητείται στη Βουλή το σχέδιο νόμου «Αναδιοργάνωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων και μετονομασία του σε Οργανισμό Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων, ίδρυση ν.π.ι.δ. με την επωνυμία «Μουσείο-Ελαιοτριβείο Βρανά» στον Δήμο Λέσβου, προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς στο εξωτερικό, ρυθμίσεις για το ιστορικό μουσείο Κρήτης και το μουσείο «Φοίβος Ανωγειανάκης» και άλλες διατάξεις του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού»,  το οποίο συζητήθηκε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής στις 4, 7 και 8/12/2020. Παρά τη συζήτηση που έγινε, καθώς και κάποιες νομοτεχνικές βελτιώσεις που κατατέθηκαν, η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού επέλεξε να μην απαντήσει για μείζονα θέματα που έθεσε ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, ενώ χτες βράδυ κατέθεσε αιφνιδιαστικά τροπολογία με την οποία αλλάζει ολόκληρο το άρθρο 45 του Αρχαιολογικού Νόμου (Ν. 3028/02), που αφορά τη μουσειακή πολιτικής της χώρας, χωρίς να προηγηθεί καμία διαβούλευση, εντός ή εκτός του ΥΠΠΟΑ!

 

Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων ξεκαθαρίζει ότι:

Ως προς τη «Σύσταση και συγκρότηση ΔΣ του ΟΔΑΠ» (άρθρο 7 του σχεδίου νόμου): Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων εξαρχής έθεσε και επέμεινε στην ex officio θεσμική εκπροσώπηση του ανώτατου υπηρεσιακού παράγοντα, του εκάστοτε Γενικού Διευθυντή Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ώστε να διασφαλίζεται, σε θεσμικό αλλά και ουσιαστικό επίπεδο, η σχέση του Οργανισμού με την Αρχαιολογική Υπηρεσία, από την οποία προέρχονται άλλωστε τα έσοδά του (λειτουργία μουσείων και αρχαιολογικών χώρων). Δεν ζητήσαμε την εκπροσώπηση γενικώς κάποιου «αρχαιολόγου», απαιτήσαμε και συνεχίζουμε να απαιτούμε το 7μελές ΔΣ να έχει ex officio μέλος την κεφαλή της υπηρεσιακής ιεραρχίας της μεγαλύτερης Γενικής Διεύθυνσης του ΥΠΠΟΑ, που προΐσταται θεσμικά όλων των ειδικοτήτων που εργάζονται στην Υπηρεσία.

Ως προς το προτεινόμενο άρθρο «Μουσεία-Μακρόχρονη εξαγωγή αντικειμένων συλλογών μουσείων» (άρθρο 59 του σχεδίου νόμου – αριθμός τροπολογίας 650/23, βλ. συνημμένο). Κατόπιν των αντιδράσεων που υπήρξαν στην αρχική μορφή του άρθρου 59 του σχεδίου νόμου, χτες βράδυ κατατέθηκε στη Βουλή νέα εκδοχή του, η οποία αλλάζει συνολικά το ισχύον άρθρο 45 του Αρχαιολογικού Νόμου! Η αιφνιδιαστική αυτή ενέργεια της Υπουργού είναι εντελώς απαράδεκτη και θεσμικά και ουσιαστικά. Για ένα τέτοιο μείζον θέμα, που αφορά όλα τα Μουσεία της χώρας, δεν προηγήθηκε καμία διαβούλευση ούτε με τις αρμόδιες Υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, ούτε με τα σωματεία του ΥΠΠΟΑ και τους εργαζόμενους στα Μουσεία. Επιπλέον, δεν υπήρχε ούτε στην ανοιχτή διαβούλευση στο opengov ούτε καν τέθηκε προς συζήτηση στην Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής! Το άρθρο 45 του Αρχαιολογικού Νόμου εφαρμόζεται από το 2002 απρόσκοπτα, ενώ είναι ήδη σε εξέλιξη η εργασία και η διαβούλευση υπηρεσιακών επιτροπών για τα κριτήρια πιστοποίησης των Μουσείων, δημόσιων και ιδιωτικών, η οποία δε λαμβάνεται υπόψη στη μορφή του άρθρου αυτού.

Είναι εύλογη η υπόνοια ότι η αιφνίδια αλλαγή του άρθρου εξυπηρετεί την κυβερνητική εξαγγελία της αλλαγής της νομικής μορφής των μεγάλων δημόσιων Μουσείων (με τη μετατροπή τους σε ΝΠΔΔ με διορισμένα ΔΣ).

Επιπλέον, στη νέα μορφή του άρθρου:

Εισάγεται η πιστοποίηση των μουσείων, δημόσιων και ιδιωτικών, με μόνο τρία βασικά κριτήρια (παρ. 3), που δεν αντιστοιχούν στο σύνολο των λειτουργιών που εξυπηρετεί ένας μουσειακός οργανισμός σύμφωνα με τα διεθνή κριτήρια, ενώ ανοίγει το θέμα της διατήρησης ή μη των μουσείων σε λειτουργία (παρ. 5), με βάση τα ίδια κριτήρια. Εν ολίγοις, ανοίγει το δρόμο ώστε να πάψουν να λειτουργούν, και με τη βούλα του νόμου, τα μουσεία των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ που δεν έχουν στηριχτεί από το ΥΠΠΟΑ ώστε να έχουν επαρκές τακτικό προσωπικό για τη λειτουργία και την εξωστρέφειά τους!

Διατηρείται η απαράδεκτη ρύθμιση για την εξαγωγή συλλογών του ελληνικού δημοσίου που βρίσκονται σε ιδιωτικά Μουσεία, για 25+25 χρόνια. Για την ρύθμιση αυτή έχουμε επιχειρηματολογήσει επαρκώς στο από 7/12/2020 Συμπληρωματικό Υπόμνημα του Συλλόγου (βλ. συνημμένο).

Είναι απαράδεκτο να επιχειρούνται αλλαγές στον συνταγματικής περιωπής Αρχαιολογικό Νόμο  και να αποφασίζεται η μουσειακή πολιτική της χώρας με τροπολογίες που κατατίθενται κυριολεκτικά μέσα στη νύχτα! Για όλους τους παραπάνω λόγους, η τροπολογία αυτή πρέπει να αποσυρθεί πάραυτα, να μην ψηφιστεί και να επανέλθει η Υπουργός με νέα διάταξη, αφού αυτή τεθεί υπόψη των αρμοδίων Υπηρεσιών, των εργαζόμενων του ΥΠΠΟΑ και των Μουσείων, των σχετικών επιτροπών και με την από το νόμο οριζόμενη δημόσια διαβούλευση.

Ως προς το προτεινόμενο άρθρο «Ιδιωτική Μουσειακή Συλλογή του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης-τροποποίηση άρθρου 73 του Ν. 3028/02 (άρθρο 60 του σχεδίου νόμου), τα όσα αναφέρθηκαν από τον Σύλλογο στο από 7/12/2020 Συμπληρωματικό Υπόμνημα (βλ. συνημμένο) σε σχέση με τις αρχαιότητες που ανήκουν στο ΥΠΠΟΑ, και ιδίως αυτές που πρόκειται να εκτεθούν στο δημόσιο Μουσείο της Μεσσαράς, δεν απαντήθηκαν καν από την Υπουργό. Προκύπτει σαφέστατος κίνδυνος από την διάταξη αυτή και ζητάμε την άμεση απόσυρσή της ώστε να επανέλθει αποσαφηνισμένη μετά από διαβούλευση των αρμόδιων Υπηρεσιών και της ΕΚΙΜ.


Η απάντηση του ΥΠΠΟΑ

Αρχαιολόγοι: Όχι στις «δανεικές κι αγύριστες» αρχαιότητες

​Η στρατηγική με την οποία η Ελλάδα ξανασυστήνεται στον κόσμο, περιλαμβάνει και τη δυνατότητα ελληνικά έργα τέχνης να μπορούν να εκτεθούν, με φροντίδα και ασφάλεια, σε διάφορες γωνιές του κόσμου.

Στο πλαίσιο αυτό, η ρύθμιση για δυνατότητα δανεισμού κινητών μνημείων από τα ελληνικά μουσεία για 25 χρόνια -με δυνατότητα παράτασης για επιπλέον 25 χρόνια- ενισχύει την εξωστρέφεια του ελληνικού πολιτισμού.

Η Ελλάδα διεθνώς αναγνωρίζεται ως πρωτεύουσα δύναμη στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Θεωρούμε επιβεβλημένο λοιπόν να προβάλλομε τον ελληνικό πολιτισμό σε όλο τον κόσμο. Ιδιαίτερα μάλιστα σε περιοχές που υπάρχει έντονο το ομογενειακό στοιχείο, (Αυστραλία- ΗΠΑ) και δεν είναι το ίδιο εύκολο με κάποιον που μένει στην Ευρώπη, να επισκεφθεί την Ελλάδα. Οπότε με αυτό τον τρόπο ενισχύεται η ταυτότητα της ομογένειας, αναδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο το συγκριτικό πλεονέκτημα της πατρίδας της και έρχονται σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό, άνθρωποι σε όλο τον κόσμο.

Η ρύθμιση αφορά καταρχήν στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο έχει ήδη προσεγγιστεί από το Ελληνικό Μουσείο της Μελβούρνης –την τρίτη πόλη στον κόσμο με ομογενειακό πληθυσμό- προκειμένου να συστεγαστεί σε νέο κτήριο το οποίο κατασκευάζεται επί τούτου με τον διακριτό τίτλο «Μουσείο Μπενάκη Μελβούρνης». Στην πραγματικότητα δημιουργείται ένα μίνι Μουσείο Μπενάκη με εκπροσώπηση όλων των συλλογών του -αντίστοιχου του αθηναϊκού- με αντικείμενα προερχόμενα από τις αποθήκες του.

Τα μουσεία της χώρας μας διαθέτουν μερικές δεκάδες εκατομμύρια κινητά μνημεία, τα οποία φυλάσσονται στις αποθήκες τους. Από αυτά, κάποια, που επιλέγονται από τα ίδια τα μουσεία και αφού τύχουν της έγκρισης των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και φυσικά του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, σε απόλυτη εφαρμογή των διατάξεων του αρχαιολογικού νόμου (ν. 3028/2002), θα μπορούν να εκτίθενται ως ενιαία συλλογή με μακροχρόνιο δανεισμό σε μουσεία ή εκθεσιακούς χώρους του εξωτερικού διατηρώντας απαραιτήτως την ονομασία του μουσείου που δανείζει τα αντικείμενά του.

Είναι κάτι που έχουν κάνει μεγάλα μουσεία στον κόσμο, όπως το Μουσείο του Λούβρου. Υπό μία έννοια το Μουσείο Μπενάκη Μελβούρνης αντιστοιχεί στο Μουσείο του Λούβρου στο Αμπου Ντάμπι.

Είναι προτιμότερο τα κινητά μνημεία να μένουν «ξεχασμένα» στις αποθήκες των μουσείων μας, από το να αποτελούν τους πρέσβεις της Ελλάδας στο εξωτερικό; Είναι προτιμότερο να μένουν αφανή και άγνωστα στις αποθήκες, από το να γίνονται αντικείμενα θαυμασμού και ψυχαγωγίας σε φίλιες χώρες λάτρεις του ελληνικού πολιτισμού;

Είναι απολύτως σαφές ότι τα αντικείμενα που θα στέλνονται προς έκθεση ανήκουν στα μουσεία τα οποία τα στέλνουν γι΄ αυτό το σκοπό. Άλλωστε η αποστολή γίνεται με δική τους απόφαση και ύστερα από έγκριση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Ανήκουν στην Ελλάδα η οποία δίνει τη δυνατότητα να τα θαυμάσουν  άνθρωποι σε άλλες γωνιές του πλανήτη γεγονός που αποτελεί μεγάλη προβολή της χώρας και του πολιτισμού της.


Πηγή: ΣΕΑ, ΥΠΠΟΑ, Φ. Λαμπρίδη, TVXS, Μ. Θερμού, MonoNews





Δεν υπάρχουν σχόλια