Το σκοινί έχει αρματωθεί καλά. Οι πέτρες που οδηγούν στο παρακλάδι του σπηλαίου το οποίο οδηγεί στο σιφόνι των 730 μ. γλιστρούν. Χρειάζεται ...
Το σκοινί έχει αρματωθεί καλά. Οι πέτρες που οδηγούν στο παρακλάδι του σπηλαίου το οποίο οδηγεί στο σιφόνι των 730 μ. γλιστρούν. Χρειάζεται προσοχή. |
Είκοσι ένα χρόνια μετά την τελευταία εξερεύνηση, οι σπηλαιολογικοί σύλλογοι της Ελλάδας ένωσαν τις δυνάμεις τους για μια κατάδυση στο βαθύτερο σπηλαιοβάραθρο της χώρας, που βρίσκεται στην Κρήτη. Αυτή είναι η περιπέτειά τους.
Στροφές, στενοί δρόμοι και περάσματα μέσα από μικρά χωριά της Κρήτης, στους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Βορειοανατολικά του βουνού, κάπου στα 1.000 μέτρα υψόμετρο, κοντά στο χωριό Μελιδόνι, ο δρόμος τελειώνει. Είναι 10 Ιουνίου. Τα αμάξια σταματούν και δεκαέξι άτομα ξεφορτώνουν τις προμήθειες βάρους 400 κιλών: ορειβατικός εξοπλισμός, τσάντες, τρόφιμα, μπετόνια που θα γεμίσουν με νερό. Τις κουβαλούν στους ώμους τους και διασχίζουν ένα μονοπάτι για περίπου δυόμισι ώρες, μέχρι μια βραχοσκεπή, σε υψόμετρο 1.600 μέτρων. Εκεί, είκοσι μέρες αργότερα, στις 30 Ιουλίου, σαράντα άτομα από όλους τους σπηλαιολογικούς συλλόγους της χώρας έδωσαν ραντεβού και ξεκίνησαν την ανάβαση στα Λευκά Όρη, λαμβάνοντας μέρος στην εξερευνητική αποστολή του Γουργούθακα, του βαθύτερου σπηλαιοβάραθρου της Ελλάδας, που το βάθος του φτάνει τα 1.208 μέτρα. «Βέβαια, δεν ήταν μια απλή εξερευνητική αποστολή, όπως πηγαίνουν οι ορειβάτες στο βουνό. Υπήρξε μια δομημένη αποστολή, αποτελούμενη από εξερευνητές σπηλαιολόγους και επιστήμονες», αναφέρει ο Μάρκος Βαξεβανόπουλος, διδάκτωρ Γεωλογίας που συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αυστραλίας και αρχηγός της αποστολής.
Ο μαίανδρος, με βάθος μεταξύ 200 και 300 μέτρων, είναι το στενότερο τμήμα του σπηλαιοβάραθρου του Γουργούθακα και δυσκολεύει την προώθηση υλικών. |
Προϊστορία 32 ετών
Αν ένα drone απεικονίσει από ψηλά την τοποθεσία όπου βρίσκεται το σπηλαιοβάραθρο του Γουργούθακα, το μόνο που φαίνεται είναι μια τρύπα σε μια βραχώδη πλαγιά. Βάσει των πληροφοριών που παίρνουμε από τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύλλογο Χανίων, το σπήλαιο ανακαλύφθηκε το 1990 από Γάλλους εξερευνητές της ομάδας Catamaran από το Μονμπελιάρ της Γαλλίας. Για οκτώ συναπτά έτη πραγματοποιούσαν αποστολές μέσα στον Γουργούθακα. Το 1996 προσέγγισαν τα 452 μ. κάτω από τη γη, το 1997 άγγιξαν τα 1.000 (985 μ.) και τον Αύγουστο του 1998 έφτασαν στον πυθμένα του σπηλαιοβάραθρου, στα 1.208 μ. Σύμφωνα με τον Κώστα Αδαμόπουλο, μέλος της οργανωτικής ομάδας της αποστολής και σπηλαιολόγο, ήταν το 2001 που οι πρώτοι Έλληνες επιχείρησαν να κατέβουν στα βάθη της Γης. Σε αυτή την αποστολή βρισκόταν και ο ίδιος. Από τότε μέχρι σήμερα άλλαξαν πολλά. «Πρώτα απ’ όλα, ο φωτισμός είναι καλύτερος. Τα LED δεν συγκρίνονται με τις λάμπες πυρακτώσεως και αλογόνου. Σε πηγάδια χρειάζεται να φωτίσεις όσο πιο μακριά γίνεται, για να δεις το τι υπάρχει προς τα κάτω».
Επάνω, στα 700 μ. βάθος στήθηκε κατασκήνωση για τη διανυκτέρευση των σπηλαιολόγων.Οι υπόλοιπες φωτογραφίες τραβήχτηκαν στα 300 μ., όπου υπήρχε τηλεφωνικός σταθμός. |
Τι είναι σπηλαιοβάραθρο;
Μέχρι στιγμής σε αυτό το κείμενο, αναφερόμενοι στο σπηλαιοβάραθρο, έχουμε χρησιμοποιήσει τις λέξεις σπήλαιο, τρύπα και πηγάδι. Εξίσου δόκιμος είναι και ο όρος «βάραθρο», που συνειρμικά φέρνει στον νου μια αχανή ευθεία μέσα στο σκοτάδι. Η γεωμορφολογία του υπεδάφους, όμως, είναι πάντα πιο περίπλοκη από τις σκέψεις μας. «Υπάρχει μια κατακόρυφη είσοδος, ένα πηγάδι δηλαδή, που έχει βάθος 230 μέτρα. Συνεχίζει οριζόντια και υπάρχουν άλλα δύο πηγάδια βάθους 150 και 250 μέτρων. Στα 700 μέτρα υπάρχει ένα σιφόνι, δηλαδή μια λίμνη με νερό, και ακολουθεί μια σειρά από πηγάδια μέχρι τα 1.208 μέτρα», περιγράφει ο κ. Αδαμόπουλος.
Στα 300 και στα 700 μέτρα υπάρχουν τομές στο σπήλαιο, όπου στήθηκαν δύο σκηνές. Η πρώτη είχε το φαγητό, αλουμινοκουβέρτες και ένα γκαζάκι για το μαγείρεμα. Η δεύτερη ήταν πιο ευρύχωρη και χωρούσε έξι άτομα. «Όταν αρματώσεις και δουλεύεις μέσα στο σπήλαιο, βολεύει να μένεις εκεί μέσα. Το κατέβασμα κρατάει δυόμισι ώρες, το ανέβασμα περίπου πέντε με έξι. Σαν να ανεβοκατεβαίνεις επτά φορές με τα πόδια τον Πύργο Αθηνών». Γι’ αυτόν τον λόγο χρειάστηκε και η προπαρασκευαστική αποστολή τον Ιούνιο, θα καθιστούσε τη διαμονή και όλο το εξερευνητικό έργο εφικτό.
Από το σπήλαιο Κέραμος (κωδικός ΛΟ23) και σε βάθος 60 μ. γίνεται συλλογή νερού, από το οποίο καλύπτονται οι ανάγκες της αποστολής. Στη φωτογραφία βλέπουμε την ανάκτηση των δοχείων. |
Δυσκολίες και εμπόδια
Στόχος της αποστολής «ήταν να κάνουμε μια εξερευνητική βουτιά στα 700 μέτρα και να συλλέξουμε γεωλογικά δείγματα, να καταγράψουμε τη μικροπανίδα του σπηλαίου και να διαμορφώσουμε τον γεωλογικό χάρτη του με νέα μέσα», εξηγεί ο κ. Βαξεβανόπουλος. Η πρώτη δυσκολία ήταν ο συντονισμός. «Ήμασταν 40 άτομα από διαφορετικούς συλλόγους. Έπρεπε να ξεπεράσουμε τις προσωπικές μας νοοτροπίες, να συμφωνήσουμε σε πρακτικές και να οργανώσουμε την παραμικρή λεπτομέρεια: το πρόβλημα με το νερό, τις μετακινήσεις των υλικών, τη σπηλαιοδιάσωση και πιθανά σενάρια ατυχήματος. Για παράδειγμα, τι θα γινόταν αν κάποιος έσπαγε το πόδι του στα 300 μέτρα; Έπρεπε να είχαμε προνοήσει για ένα σπηλαιοδυτικό φορείο και τα σκοινιά», εξηγεί ο κ. Βαξεβανόπουλος, που ανέλαβε τον συντονισμό.
Το δεύτερο εμπόδιο αφορούσε την αποθήκευση του νερού και του φαγητού. Μέλη της αποστολής τον Ιούνιο εντόπισαν χιονούρες (σ.σ. τμήματα χιονιού σε σκιερά μέρη, το νερό των οποίων αποθήκευσαν σε βαρέλια, ούτως ώστε να χρησιμοποιηθούν τον Αύγουστο για πλύσιμο. Άλλοι κατέβαζαν βαρέλια στο σπήλαιο Κέραμος και τα γέμιζαν με νερό. Συγκεντρώθηκαν 870 λίτρα νερό, με τις καθημερινές ανάγκες ανά άτομο να υπολογίζεται σε τρία με τέσσερα λίτρα. Τα τρόφιμα τοποθετήθηκαν σε ένα άλλο βάραθρο, το Λιοντάρι, το οποίο είχε σταθερή θερμοκρασία έξι με οκτώ βαθμούς Κελσίου, όσους δηλαδή έχει ένα ψυγείο.
Η ομάδα εγκατέστησε τηλεφωνική γραμμή από τη βάση μέχρι την είσοδο και ύστερα περάστηκαν καλώδια μέσα στη σπηλιά, με τρεις συσκευές, στα 200, στα 300 και στα 700 μέτρα. Οι πλακέτες από όπου περνούν τα σκοινιά που συγκρατούν τους εξερευνητές, αντικαταστάθηκαν με ανοξείδωτες. Ένα ακόμη κώλυμα είχε να κάνει με την προστασία του περιβάλλοντος, το οποίο ξεπεράστηκε πιο εύκολα απ’ όλα. «Το παν ήταν η προστασία του σπηλαίου. Προσέχαμε να μην αφήσουμε πλαστικά και απορρίμματα μέσα πίσω μας. Ήταν αυτονόητο και κανόνας για μας».
Αυτοί που τα κατάφεραν
Το σπήλαιο δεν είχε αγγιχτεί για 21 χρόνια. Οι βραχυπρόθεσμοι στόχοι, δηλαδή ασφάλεια, τροφή και νερό, προστασία περιβάλλοντος, επιτεύχθηκαν. Όσο για τους μακροπρόθεσμους, που αφορούν την επιστημονική έρευνα, «συλλέχθηκαν σπάνια δείγματα πανίδας», λέει ο κ. Αδαμόπουλος. «Ζωντανά απολιθώματα, οργανισμοί που έχουν μείνει πολύ πίσω στην εξελικτική αλυσίδα και έχουν αργό μεταβολισμό, όπως μια σπηλαιώδης “συγγενής” της γαρίδας που βρέθηκε. Οι οργανισμοί έχουν προσαρμοστεί στους έξι βαθμούς Κελσίου. Δεν υπάρχουν ούτε μεταλλαξιογόνοι παράγοντες, όπως η ακτινοβολία του ήλιου, ούτε τροφή. Μόνο σκοτάδι και πέτρα».
Το τελευταίο σκοινί τραβήχτηκε στις 12 Αυγούστου. Η αποστολή στον Γουργούθακα όμως δεν τελειώνει εκεί. «Έχουμε άλλα δύο χρόνια αποστολών. Θέλουμε να ξαναβουτήξουμε στα 730 μέτρα και να επιχειρήσουμε μια πρώτη βουτιά στα 1.200. Θα έρθουν και άλλοι επιστήμονες για να γίνει ιχνηθέτηση, δηλαδή να ρίξουμε κατάλληλες ουσίες στο νερό του σπηλαίου, για να δούμε σε ποιες πηγές βγαίνει και να καταγράψουμε την κυκλοφορία του νερού στο υπόγειο σύστημα. Ήδη αρχίσαμε να οργανώνουμε την αποστολή του 2023», λέει ο κ. Βαξεβανόπουλος. Το μεγαλύτερο όμως στοίχημα με μια τέτοιου μεγέθους αποστολή, εκτός από το επιστημονικό ενδιαφέρον, είναι να δημιουργηθεί το ερέθισμα που θα κάνει τον κόσμο να ασχοληθεί με τη σπηλαιολογία. «Πολύς κόσμος νομίζει πως είναι κάτι εξειδικευμένο, ότι δεν θα μπορέσει να αντεπεξέλθει, γιατί πιστεύουν ότι πρέπει να είσαι πάρα πολύ γυμνασμένος ή επιστήμονας. Τίποτε από τα δύο δεν είναι απαραίτητο». Πάντως, τα 40 μέλη της αποστολής, κάποιοι με την επιστημονική τους ιδιότητα ως βιολόγοι και γεωλόγοι και κάποιοι άλλοι που έχουν διαφορετικό επάγγελμα αλλά είναι λάτρεις του αντικειμένου, δείχνουν πως η ελληνική σπηλαιολογία ξέρει και μπορεί να κερδίσει την προσοχή του κοινού. Οι συνθήκες ευνοούν. Απλώς θέλει χρόνο.
Πηγή: Π. Τσομπάνης, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια