Έντουαρντ Ντόντουελ, Η αφαίρεση των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν, 1801. Μπορεί η Ελλάδα να διεκδικήσει την επιστροφή των Γλυπτώ...
Έντουαρντ Ντόντουελ, Η αφαίρεση των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν, 1801. |
Μπορεί η Ελλάδα να διεκδικήσει την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα νομικά;
Το ερώτημα δεν είναι νέο, το αντίθετο μάλιστα, δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από την διερεύνηση του θέματος από το βρετανικό, δικηγορικό γραφείο των Τζέφρι Ρόμπερτσον, Νόρμαν Πάλμερ και Αμάλ Αλαμουντίν – Κλούνεϊ, με την τελευταία να επισκέπτεται για το σκοπό αυτό την Αθήνα, το 2014. Το εγχείρημα έκτοτε εγκαταλείφθηκε, μια νέα προσέγγιση έρχεται ωστόσο να προστεθεί τώρα, με την έρευνα της συγγραφέως και νομικής εμπειρογνώμονα στο διεθνές δίκαιο, δρος Κάθριν Τίτι, η οποία στο τελευταίο βιβλίο της «Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα και η Διεθνής Νομολογία» εξετάζει όλες τις υφιστάμενες δυνατότητες.
Ξεκινώντας από τις μηχανορραφίες του Έλγιν για την απόκτηση «άδειας κλοπής» ή αλλιώς ενός φιρμανιού, που θα του επέτρεπε την αρπαγή ελληνικών αρχαιοτήτων και περνώντας στην λεηλασία του Παρθενώνα και την πώληση των Γλυπτών στη Βρετανία η δρ Τίτι εξετάζει κυρίως, τους διάφορους νομικούς μηχανισμούς που μπορεί -ή όχι -να χρησιμοποιηθούν από την Ελλάδα. Και στο πλαίσιο αυτό επισημαίνει τις πιθανές λύσεις αλλά και τις ανεπάρκειες των διεθνών νόμων.
Όσο για τον Έλγιν, του επιφυλάσσει μία ακόμη «αναγνώριση», αφού τον παρομοιάζει στην αρχή του βιβλίου με τον ρωμαίο πολιτικό Γάιο Βέρρες, ο οποίος στην περίοδο που ήταν επίσημος κυβερνήτης της Σικελίας (73-71 π.Χ.), υφάρπαξε όλα τα έργα τέχνης. Προκαλώντας όμως, την οργή των συμπατριωτών του, μεταξύ των οποίων ο Κικέρων, που τον μήνυσε για την διαρπαγή αλλά και εκβιασμούς, βασανιστήρια και εκτελέσεις ενώ ήταν στην εξουσία.
Η συγγραφέας και νομική εμπειρογνώμονας Κάθριν Τίτι |
Κάτι αντίστοιχο ωστόσο, δεν συνέβη με τον Έλγιν στη Βρετανία, ει μη μόνον η ποιητική φωνή του λόρδου Βύρωνα ακούστηκε και η οργή κάποιων παρόντων στη λεηλασία του Παρθενώνα, όπως του αρχαιόφιλου Έντουαρντ Ντάνιελ Κλαρκ και του ζωγράφου ΄Εντουαρντ Ντόντουελ και άλλων, για τους οποίους η αποξήλωση και οι θραύσεις στο μνημείο μετέτρεψαν σε «λατομείο το έργο του Φειδία». (Κάποιοι από αυτούς πάντως, δεν άντεξαν στον πειρασμό και έκαναν και τις δικές τους κλοπές.)
Καίρια ζητήματα
Στο βιβλίο της η Τίτι περιγράφει την αδιαλλαξία της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία θεωρεί το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα ως «ιδιωτικό ζήτημα», που αφορά τους διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου, το οποίο προσδιορίζεται ως μη υπηρεσιακός δημόσιος φορέας (NDPB), αν και λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησής του από την κυβέρνηση.
Προτείνοντας ωστόσο, ορισμένα σημεία προς συζήτηση, που θεωρούνται καίρια. Όπως: Η καταστροφή και η αποσταθεροποίηση του Παρθενώνα που προκλήθηκε από την αφαίρεση των μαρμάρων από τον Έλγιν. Οι επικρίσεις που έγιναν εκείνη την εποχή. Η σημασία του Παρθενώνα παγκοσμίως και ειδικά η σημασία του για την Ελλάδα. Τα επανειλημμένα αιτήματα του ελληνικού έθνους για την επιστροφή τους από το 1833. Ο νομικός ορισμός τους ως «ακίνητα μέρη» ενός κτιρίου. Η παράνομη απόκτησή τους, που ενέχει διαφθορά (ένα έγκλημα που τότε τιμωρούνταν σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο). Ο επιπόλαιος έλεγχο των τίτλων. Και το αίτημα επιστροφής τους από τη Γερουσία των ΗΠΑ και την πλειοψηφία των μελών της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
Η ίδια εξάλλου, επιλέγει μια διπλωματική προσέγγιση στο θέμα. Μιλάει έτσι για «επιστροφή» των Γλυπτών και όχι «αποκατάσταση» -για την ακρίβεια η Ελλάδα χρησιμοποιεί τον όρο «επανένωση» – προκειμένου να αμβλυνθούν οι αντιδράσεις, κατά την άποψή της.
Πίνακας του Φρέντερικ Έντουιν Τσερτς, 1871. Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης. |
Νομικές προοπτικές
Καθηγήτρια στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας (CNRS) και στο CERSA, Πανεπιστήμιο Paris – Panthéon-Assas της Γαλλίας, η Κάθριν Τίτι, είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου (ESIL) και υπηρετεί ως Αναπληρώτρια Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Φόρουμ για το ISDS, το έργο του οποίου συμβάλλει στις συζητήσεις στην Ομάδα Εργασίας III της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο. Η έρευνά της σχετικά με τα Γλυπτά του Παρθενώνα αναφέρεται στις νομικές προοπτικές που προσφέρονται στο διεθνές δίκαιο και που η Ελλάδα θα μπορούσε τώρα να μελετήσει.
Αρχικά έτσι, φέρνει ως παράδειγμα την περίπτωση της Καμπότζης, που το 1962 κέρδισε την υπόθεση του Temple of Preah Vihear κατά της Ταϊλάνδης, προσφεύγοντας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Επισημαίνοντας όμως, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει περιορίσει τη δικαιοδοσία του διεθνούς δικαστηρίου μόνον σε διαφορές, που ανακύπτουν μετά την 1η Ιανουαρίου 1987 και ότι επιπλέον το Βρετανικό Μουσείο ισχυρίζεται, ότι τα μάρμαρα αποκτήθηκαν νόμιμα, επομένως το αίτημα για την επιστροφή τους δεν είναι θέμα διακρατικής διαμάχης.
Παράλληλα εξετάζει και νόμους που περιλαμβάνονται στη Συνθήκη της Χάγης και σχετίζεται με ένοπλες συγκρούσεις και κατοχή, επίσης τις Συμβάσεις της Unesco του 1970 και του 1995 Unidroit για κλεμμένες και παράνομα εξαχθέντα από τις χώρες τους πολιτιστικά αγαθά. Τέλος, εξετάζει και τη δυνατότητα προσφυγής ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (όπως είχαν υποστηρίξει οι διεθνείς δικηγόροι Ρόμπερτσον, Πάλμερ και Κλούνι), θεωρώντας πάντως, ότι δεν έχει καλές πιθανότητες επιτυχίας.
Γουίλιαμ Γκελ, Η αφαίρεση των Γλυπτών από τα αετώματα του Παρθενώνα από τον Έλγιν, 1801, Μουσείο Μπενάκη |
Το «μη» φιρμάνι
Η Κάθριν Τίτι παραθέτει όμως και την ιστορία των δραστηριοτήτων του Έλγιν, καταδεικνύοντας ξεκάθαρα την κλοπή που διαπράχθηκε. Όπως είναι γνωστό ο Έλγιν είχε βοηθούς του –ή πράκτορες, όπως τους αποκαλούσε- τον ιερέα δρα Φίλιπ Χαντ, τον γραμματέα στης πρεσβείας Γουίλιαμ Ρίτσαρντ Χάμιλτον και τον ιταλό ζωγράφο Τζιοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι, οι οποίοι εστάλησαν στην Αθήνα για να σχεδιάσουν και να φτιάξουν εκμαγεία μνημείων, συγκεκριμένα από την Ακρόπολη.
Στο βιβλίο περιγράφονται λεπτομερώς οι ραδιουργίες τους, καθώς παρουσιάζοντας μία επιστολή βεζίρη, ένα υπόμνημα, που φαινομενικά είχε συντάξει ο δρ Χαντ για τον Έλγιν –γνωστό μόνον στα ιταλικά- ξεκίνησαν την αφαίρεση των Γλυπτών από τον Παρθενώνα.
Η ίδια παραθέτει εξάλλου, την επιστολή, που έδινε την άδεια σε «πέντε άγγλους ζωγράφους» και όχι στις εκατοντάδες που εργάζονταν για τον Έλγιν «για να παρατηρήσουν, να μελετήσουν, να σχεδιάσουν… να στήσουν σκάλες προκειμένου να λάβουν εκμαγεία από γλυπτά», επίσης να σκάψουν στα θεμέλια για επιγραφές που μπορεί να είχαν θαφτεί στο έδαφος, αναφέροντας επίσης, ότι «δεν υπήρχε αντίρρηση για την αφαίρεση κάποιων (qualche) κομματιών πέτρας με επιγραφές και φιγούρες…».
Όπως επισημαίνει όμως η ερευνήτρια αυτή η επιστολή δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως επίσημο φιρμάνι, ούτε παρέχει άδεια για αφαιρέσεις τμημάτων από τον ίδιο τον Παρθενώνα, αλλά μόνον από το έδαφος, καθώς εκεί υπήρχαν πολλά ερείπια. Σημειώνει μάλιστα, ότι η λέξη «κάποιa» (qualche) δεν πρέπει να συγχέεται με τη λέξη «οποιαδήποτε» (qualsiasi).
Προσβλητικά επιχειρήματα
Όπως είναι γνωστό, η πώληση των Γλυπτών δεν ήταν προτεραιότητα του Έλγιν, αφού στόχος ήταν η διακόσμηση της έπαυλής του στο Μπρούμχολ. Μετά την υπηρεσία του όμως στην Κωνσταντινούπολη, τη φυλάκισή του στη Γαλλία με απ΄ευθείας εντολή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, την χρεωκοπία του και την αδυναμία να αντιμετωπίσει τα τεράστια χρέη του (δεν είχε καν πληρώσει τους βοηθούς του), η μόνη ελπίδα διάσωσης ήταν πλέον για εκείνον, οι ελληνικές αρχαιότητες.
Και εδώ η συγγραφέας παραθέτει τα επιχειρήματα των αγοραστών σύμφωνα με τα οποία: α) οι σύγχρονοι Έλληνες δεν κατάγονταν από τους αρχαίους Έλληνες β) μεγάλο μέρος της ζωφόρου ανασύρθηκε από ερείπια γ) τα μάρμαρα σώθηκαν από την καταστροφή (με την …βοήθεια δηλαδή του αλτρουισμού του Έλγιν) και δ) αυτοί που υποστηρίζουν την επιστροφή τους είναι πολιτιστικοί φασίστες.
Παράλληλα αναφέρει τις ερωτήσεις, που έθεσαν στον Έλγιν και τους βοηθούς του τα μέλη της επίλεκτης, κοινοβουλευτικής επιτροπής, που εξέτασε την αγορά των μαρμάρων και αναλύει τις «υπεκφεύγουσες, μπερδεμένες και αντιφατικές» απαντήσεις, όπως τις χαρακτηρίζει. Κάτι, που δεν ελήφθη υπ΄όψιν ωστόσο, καθώς όλα αυτά συνέβαιναν σε μια εποχή που η Βρετανία κέρδιζε τη Γαλλία και επιθυμούσε να επωφεληθεί πολιτιστικά από ένα τόσο πλούσιο απόκτημα.
Άρτσιμπαλντ Άρτσερ, Η προσωρινή αίθουσα για τα Γλυπτά του Έλγιν, το 1819 |
Οι αντιδράσεις
Το 1816 ο Έλγιν ζήτησε 62.440 λίρες για τα έξοδά του (δωροδοκίες) ενώ η επιτροπή ενέκρινε μόνον 35.000. Στην ψηφοφορία 82 μέλη του Κοινοβουλίου ψήφισαν υπέρ και μόνον 30 κατά. Έχουν σημειωθεί ωστόσο, και είναι καταγεγραμμένες ιστορικά, σημαντικές παρεμβάσεις βουλευτών εναντίον του Έλγιν. Όπως του Τόμας Μπάμπινγκτον, που μίλησε για «λαφυραγωγία», του Σάρτζεντ Μπεστ για «κατάχρηση εμπιστοσύνης» και του Τζον Νιούπορτ για «αδικαιολόγητη φύση της συναλλαγής».
Αλλά και τα ερωτήματα που τέθηκαν, όπως του λόρδου Όσολστον «αν ένας πρεσβευτής, που κατοικεί σε εδάφη ξένης δύναμης, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να οικειοποιείται τον εαυτό του και να αντλεί οφέλη από αντικείμενα, που ανήκουν σε αυτήν την εξουσία», ακολουθούμενο από την πρόταση του Χιου Χάμερσλι, ότι τα «τα μάρμαρα θα πρέπει κρατούνται ως εμπιστοσύνη για την Ελλάδα».
Η συγγραφέας εξάλλου, δεν παραβλέπει το γεγονός, ότι η απόφαση αγοράς μπορεί να περιελάμβανε και το σκεπτικό ότι τα μάρμαρα ανήκαν ήδη στη Βρετανία. Κι αυτό, γιατί ο Έλγιν είχε επίσημες δραστηριότητες και είχε εκμεταλλευτεί τη δωρεάν μεταφορά με βρετανικά, πολεμικά πλοία.
Για να καταλήξει πάντως, συμπερασματικά στο σήμερα, ότι η αναμενόμενη θέσπιση του λεγόμενου «Νόμου Χάρητος» θα μπορούσε να δώσει την ευχέρεια σε μουσεία της Βρετανίας να αντιμετωπίζουν με ευελιξία αιτήματα για επιστροφές πολιτιστικών αγαθών. Παρ΄ότι το Βρετανικό Μουσείο δηλώνει επ΄αυτού, ότι δεν υπάγεται σ΄αυτό το νόμο…
Πηγή: Μ. Θερμού, MonoNews
Δεν υπάρχουν σχόλια