Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για ένα μουσείο;

Διευθυντές και επικεφαλής μεγάλων ιδρυμάτων της χώρας απαντούν στο ερώτημα για τη σχέση με την κοινωνία και τους επισκέπτες, την κλιματική κ...

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για ένα μουσείο;


Διευθυντές και επικεφαλής μεγάλων ιδρυμάτων της χώρας απαντούν στο ερώτημα για τη σχέση με την κοινωνία και τους επισκέπτες, την κλιματική κρίση και την οικονομική βιωσιμότητα.


Νίκος Σταμπολίδης, 

Γενικός Διευθυντής Μουσείου Ακρόπολης


Υπολογισμοί όχι μόνο για την περίοδο των παχιών αγελάδων αλλά και των ισχνών.

Θα έλεγα ότι δεν μπορεί να έχουμε μια μονοσήμαντη απάντηση γιατί κάθε μουσείο και κάθε οργανισμός, ανάλογα με το νομό που το διέπει, αν είναι δηλαδή ένα μουσείο κρατικό, νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά διοίκησης και τα προβλήματα του είναι σαφές ότι θα διαφέρουν.

Τα κρατικά μουσεία είναι πάρα πολλά και όσα είναι απομακρυσμένα ίσως είναι και τα πιο ευάλωτα: πρέπει να κινούν κάθε φορά τις διαδικασίες- οικονομικές και τεχνικές- μέσα από ένα γραφειοκρατικό σύστημα, το οποίο από τη μια μεριά τα προφυλάσσει σε μεγάλο βαθμό, από την άλλη όμως πολλές φορές οι διαδικασίες καθυστερούν, καθώς οι αποφάσεις περνούν από διάφορα στάδια έως του ληφθούν κεντρικά.

Τα πέντε μουσεία- ΝΠΔΔ  δεν μπορώ να τα κρίνω, είναι πολύ νωρίς. Πρέπει να βρουν ένα modus vivendi κυρίως για θέματα οργανωτικά. Θα κριθούν μετά την παρέλευση τουλάχιστον τριετίας. 

Τα ιδιωτικά, πάλι, λειτουργούν με έναν αυτόνομο τρόπο και επομένως οι διοικήσεις τους αποφασίζουν κατά το δοκούν. Το κύριο πρόβλημα τους, βάσει και της πολυετούς εμπειρίας μου, είναι κυρίως οικονομικό. 

Το μουσείο  Ακρόπολης είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, καθώς πρόκειται για μουσείο αρχαιολογικού χώρου. Έχει δοκιμαστεί, καθώς σε λίγο θα γιορτάσει τα 15α του γενέθλια. Ιεραρχώντας τα πιο σημαντικά προβλήματά του ως πρώτο θεωρώ την ανάγκη σημειακής ανανέωσης του οργανογράμματός του. Επί παραδείγματι δεν μπορεί να πληρώνει το 30% του τζίρου του στον ΟΔΑΠ. Είναι ένα  αυτοχρηματοδοτούμενο μουσείο που πρέπει να υπολογίζει όχι μόνο την περίοδο των παχέων αγελάδων αλλά και των ισχνών. 

Ως δεύτερο θα έθετα το κτιριακό με την έννοια ότι  είναι ένα μουσείο λειτουργίας 15 χρόνων, με υποδομές του αγγίζουν και τα 20 έτη. Τα υλικά γηράσκουν, έχει περάσει η δεκαετία εγγύησης, πρέπει να ανανεώνονται. Η κλιματική αλλαγή επιβαρύνει την κατάσταση, οπότε είναι υποχρέωση μας να προνοήσουμε για την καλή κατάσταση του, καθώς η ασφάλεια και η θετική εμπειρία αποτελεί προϋπόθεση τόσο για τους εργαζομένους όσο και για τους επισκέπτες.  

Τέλος, ένα εν δυνάμει πρόβλημα είναι ο υπερτουρισμός. Προς το παρόν δεν το έχουμε αντιμετωπίσει καθώς λειτουργούμε ως συγκοινωνούντα δοχεία με τον Ιερό Βράχο οπότε οι επισκέπτες μοιράζονται. Υπάρχουν, ωστόσο, μερικές μέρες τον χρόνο που το μουσείο φτάνει τα όρια του. Είναι ένα πρόβλημα που ξέρουμε ότι υπάρχει, αλλά δεν έχουμε έρθει ακόμη αντιμέτωποι με αυτό στο σύνολο του.


Γιώργης Μαγγίνης, 

επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου  Μπενάκη


Κίνδυνος η ταύτιση με το παρελθόν, διάλογος με το παρόν

Μολονότι δεν με ενθουσιάζει το να γράφω για προβλήματα την Παγκόσμια Ημέρα Μουσείων, όταν θα έπρεπε να γιορτάζουμε όσα καθιστούν τα μουσεία αναγκαία και πολύτιμα –την προσβασιμότητα, τον συμπεριληπτικό χαρακτήρα, τη συμβολή τους στην καθημερινότητα–, ίσως πρέπει ν’ αδράξουμε την ευκαιρία για να αναφερθούμε στις προκλήσεις, οι οποίες μας δείχνουν τον δρόμο για τα επόμενα βήματά μας. Εάν το ερώτημα είχε τεθεί για τα μουσεία διεθνώς, θα διάλεγα ως μέγιστη πρόκληση την αυξανόμενη εξάρτηση των μουσείων από εκείνους που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητά τους, κρατικούς φορείς, μη κυβερνητικούς οργανισμούς ή ιδιώτες χρηματοδότες. Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι το κοινό εμπιστεύεται τα μουσεία περισσότερο από άλλους θεσμούς – σχολεία, πανεπιστήμια, εκδοτικούς οίκους, κοινωνικά δίκτυα, ακόμα και από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Αυτό το κεφάλαιο αξιοπιστίας είναι αξιοζήλευτο και ο έλεγχος επάνω του επιθυμητός. Τα μουσεία έχουν πέσει θύματα της δημοφιλίας τους, καθιστάμενα οντότητες με (τελικά) πολιτικό ρόλο. Καθώς όμως τα ελληνικά μουσεία συντριπτικά διαλαλούν την «επίσημη» ή την ευρύτερα αποδεκτή εκδοχή της ιστορίας και του πολιτισμού του τόπου, αυτή η διεθνής πρόκληση δεν φαίνεται να απειλεί ακόμα τη φερεγγυότητά τους. Πιστεύω ότι μεγαλύτερο κίνδυνο αποτελεί η ταύτιση των μουσείων μας με το παρελθόν, ταύτιση που με απογοήτευση διαπιστώνω ότι θεωρείται ακόμα αυτονόητη. Κι όμως, μολονότι η πλειονότητα των μουσείων περιέχει «παλαιά πράγματα», ο λόγος ύπαρξής τους δεν είναι το παρελθόν. Απαλλαγμένα από διδακτισμό, με κύρος, αίσθηση καθήκοντος, και ίσως με περισσότερο χιούμορ (η απουσία του χιούμορ στην Ελλάδα είναι πιο επικίνδυνη από τη διαδεδομένη φαιδρότητα), τα μουσεία οφείλουν να βρίσκονται σε διάλογο με την παρούσα συγκυρία, σε επαφή με τις κοινωνίες που εξελίσσονται γύρω τους. Οι ιστορίες που πρέπει να διηγηθούμε κατεξοχήν είναι οι ιστορίες των ανθρώπων που περνούν την πόρτα μας, όχι εκείνων που εκθέτουμε στις προθήκες μας. Οι μεν πρέπει να φωτίσουν και νοηματοδοτήσουν τις δε. Κι εδώ παίζεται το στοίχημα της επιβίωσης. Χρόνια μας πολλά!


Καθηγητές Παναγιώτης Π. Ιωσήφ και Ιωάννης Δ. Φάππας, 

Επιστημονικοί Διευθυντές  Moυσείου Κυκλαδικής Τέχνης


Σκέψη «έξω από το κουτί» και μακροημέρευση

Ζούμε σε μια εποχή που τα μουσεία  επαναπροσδιορίζουν τη θέση τους, τόσο σε σχέση με το κοινό τους, όσο και σε σχέση με τους διευρυμένους σκοπούς τους.  Τα μουσεία πλέον δεν είναι  μόνο κτήρια διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς και φιλοξενίας ή παρουσίασης εκθεμάτων. Πρέπει να είναι χώροι ανοιχτοί στις ανάγκες της κοινωνίας,  να αφουγκράζονται και να απαντούν στις ανάγκες της.  Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης ήδη από το 2016 δημιούργησε τμήμα κοινωνικών προγραμμάτων και ήταν πρωτοπόρο στον τομέα αυτό.  Το 2023 έκανε μια πολύ μεγάλη τομή στον χώρο των ελληνικών μουσείων, παρουσιάζοντας το Cycladic Identity, μια Πρωτοβουλία χρηματοδότησης προγραμμάτων στις Κυκλάδες, στους άξονες της βιοποικιλότητας, του πολιτισμού και της άϋλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Χρωστάμε ως Μουσείο την ύπαρξή μας στις Κυκλάδες και γι αυτό νιώθουμε την ανάγκη να προσφέρουμε πίσω σε αυτές. Να διατηρήσουμε, αποκαταστήσουμε και αναδείξουμε τη μοναδική τους ταυτότητα  που απειλείται από φαινόμενα όπως ο υπερτουρισμός και η κλιματική αλλαγή.  Και όλα αυτά παράλληλα με ένα δυναμικό και πλούσιο πρόγραμμα εκθέσεων,  ένα μοναδικό επιστημονικό και ερευνητικό  έργο υψηλών προδιαγραφών και ένα  αξιοζήλευτο εκπαιδευτικό  και κοινωνικό πρόγραμμα που κάθε χρόνο μας εκπλήσσει με την πρωτοπορία του.

Η μεγαλύτερη δυσκολία για την πραγματοποίηση αυτών των στόχων αφορά, σαφέστατα, στο οικονομικό σκέλος. Ιδιαιτέρως για ένα ιδιωτικό Μουσείο όπως το Κυκλαδικής Τέχνης, η διαρκής εύρεση πόρων αποτελεί κομμάτι ζωτικής σημασίας. Για να μπορεί, όμως, το Μουσείο να αντλεί πόρους θα πρέπει να ανακαλύπτει διαρκώς τον εαυτό του και να πρωτοπορεί. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για εμάς: να προσφέρουμε ποιοτικές και καινοτόμες δράσεις που θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον του κοινού. Να σκεφτούμε «έξω από το κουτί» καθώς έτσι θα εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα και τη μακροημέρευση του Μουσείου σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πολιτιστικό περιβάλλον στη χώρα μας και διεθνώς.


Δρ Αναστασία Γκαδόλου,

Γενική Διευθύντρια Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης


Η εξασφάλιση της ενεργής συμμετοχής του κοινού

Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη βιωσιμότητα και την επιτυχία ενός ελληνικού Μουσείου σήμερα είναι κατά τη γνώμη μου η αφύπνιση, η εξασφάλιση και η διατήρηση της εμπλοκής και συμμετοχής της κοινωνίας στο έργο του και στις ποικίλες δραστηριότητές του.  

Η συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων, στην προγραμματισμένη δράση και στις εκδηλώσεις είναι δυνατό να ενισχύσει το αίσθημα κοινοτικής συνοχής και αλληλεγγύης ενισχύοντας έτσι το δεσμό μεταξύ του μουσείου και της κοινωνίας.

Με τη συμμετοχή του κοινού, ένα μουσείο μπορεί να διαμορφώσει εκπαιδευτικά προγράμματα, περιοδικές εκθέσεις αλλά και πολλές άλλες δράσεις που να ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα και τις ανησυχίες του με απώτερο σκοπό την ευημερία τόσο του Μουσείου (οικονομική) όσο και της κοινωνίας (ψυχική) .

Κύριος στόχος ενός σύγχρονου μουσείου οφείλει να είναι η ανάδειξη του ρόλου που διαδραματίζει η υλική και άυλη πολιτιστική κληρονομιά στην ενίσχυση της κοινωνικής συμμετοχής και της άσκησης της ιδιότητας του πολίτη, να θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο, τονώνοντας την πρόσβαση και τη συμμετοχικότητα και προωθώντας την αλληλεπίδραση με το κοινό, με έμφαση στις τοπικές κοινότητες, τα παιδιά και τους νέους, καθώς και τα άτομα με αναπηρίες, προωθώντας έτσι την κοινωνική ένταξη και ενσωμάτωση. 

Μέσω νέων, καινοτόμων αρχιτεκτονικών, ψηφιακών και τεχνολογικών λύσεων, κάθε μουσείο μπορεί να βρει νέες, μικτές ή διευρυμένες χρήσεις και να μετατραπεί σε υψηλής λειτουργικότητας ζωντανό και ενεργό χώρο, ικανό να προωθήσει τη βιοποικιλότητα και την αναγέννηση. Ως αποτέλεσμα, αυξάνεται η κοινωνική, περιβαλλοντική και οικονομική του αξία, ενώ ενισχύεται και αναδεικνύεται η πολιτιστική του σπουδαιότητα μέσω μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης που επικεντρώνεται στην αναζωογόνηση, την προστασία και την προώθηση της πολιτιστικής κληρονομιάς σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. 

Όραμα μου για το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης το οποίο έχω την τιμή να διοικώ είναι η προώθηση της ενεργοποίησης της κοινότητας και η ενεργή συμμετοχή της σε ζητήματα διατήρησης και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς, διασφαλίζοντας ότι η τοπική κοινωνία θα συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση της εικόνας του Μουσείου του μέλλοντος.


Κυριάκος Κουτσομάλλης,

Γενικός Διευθυντής Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή 


Μουσείο ανοιχτό στην επικαιρότητα και τη διαφορετικότητα

Ένα μουσείο νεότερης και σύγχρονης τέχνης από την φύση του οφείλει να βιώνει τον χρόνο του, να καταγράφει τα γεγονότα, να καταρτίζει εύστοχους προγραμματισμούς να βάζει ανεξίτηλο στίγμα συνέπειας, φερεγγυότητας, αποτελεσματικότητας, επαγγελματισμού ώστε να κάνει τον πολιτισμό εργαλείο ανάπτυξης, κοινωνικής, οικονομικής, διπλωματικής και να παραμένει ενταγμένο στην τροχιά των διεθνώς πολιτιστικών δρωμένων, να χαίρει της εκτίμησης και της συναναστρεψιμότητας από φορείς οι οποίοι με συγκλίσεις και συνέργειες γράφουν την ιστορία τους στο πνεύμα των πρωτοπόρων που διαμόρφωσαν τα μεγάλα κινήματα της αμφισβήτησης του στατικά ωραίου για να ενεργήσουν  στις αρχές του πνευματικά δραστικού. 

Μέσα σ’ένα κλίμα ασταθών πολιτιστικών μεταλλάξεων το μουσείο του είδους καλείται να γράφει την δική του ιστορία. Να έχει επίγνωση της ευθύνης του, με διαρκή φροντίδα να παραμένει ζωντανό κύτταρο, ώστε να γίνεται εργαστήρι γόνιμων προβληματισμών, ζύμωσης ιδεών, θέσεων και αντιθέσεων, να μη μείνει στις παρυφές της επικαιρότητας σε χώρο άνυδρο από όπου θα προέλθει ο μαρασμός και η απραξία. 

Ένα μουσείο για να έχει προοπτική μέλλοντος, πρέπει να είναι ανοιχτό σε καινοτόμες ιδέες, που πιάνουν τον παλμό της εποχής και τον καταγράφουν. Να είναι ανοιχτό στην διαφορετικότητα, σε επίκαιρα θέματα που απασχολούν την κοινωνία: την κλιματική αλλαγή, την προστασία του περιβάλλοντος, την κοινωνική αδικία, την βία και άλλα θέματα στα οποία σπάνια πέφτει το φως των προβολέων. 

Αυτά αποτελούν μια διαρκή φροντίδα των υπευθύνων ενός μουσείου και προκαλούν μια διαρκή αγωνία ενώ συνεπάγονται δυσκολίες που αφορούν συγκυριακές αντίξοες καταστάσεις: όπως οικονομικούς περιορισμούς, μνημόνια, πανδημίες, όπως αυτή που επώδυνα βιώσαμε και συνεχίζει έντονα να μας απασχολεί. 


Μαρία Τσαντσάνογλου, 

Καλλιτεχνική Διευθύντρια του MOMus-Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη, Θεσσαλονίκη


Υποστελέχωση, κλιματική αλλαγή, ανοργάνωτος πολιτιστικός τουρισμός

Το Μουσείο Τέχνης δεν είναι διεκπεραιωτικόςοργανισμός εκθέσεων και ξεναγήσεων αλλά ο πιο προοδευτικός θεσμός της κοινωνίας, μια αλήθεια που μπορεί να ακούγεται αντιφατική διότι πολλ@ θα αντικρούσουν ότι η πραγματική πρόοδος βρίσκεται έξω από τους θεσμούς. Όμως το μουσείο διαφυλάττει και προωθεί την ελευθερία, την δημοκρατικότητα, την ανεκτικότητα, την πρωτοπορία και έχει στραμμένο το βλέμμα στο μέλλον και σε ό,τι επηρεάζει τις ανθρώπινες αξίες και το περιβάλλον. Αυτά απαιτούν επαγρύπνηση, ευαισθητοποιημένη ομάδα και είναι προκλήσεις που γεννούν μια σειρά από δυσκολίες τις οποίες, με τα σημερινά δεδομένα θα κατέτασσα ως εξής: 

- Υποστελέχωση. Το μουσείο τέχνης, για να ανταπεξέρχεται στους στόχους του, οφείλει να ενσωματώνει διαρκώς νέες ειδικότητες και διεπιστημονικά προγράμματα και να είναι ευέλικτο σε πρωτότυπες συνεργασίες, γεγονός που σχεδόν πάντα συγκρούεται με την υποχρηματοδότηση και τη γραφειοκρατία.

- Κατανόηση των ενδιαφερόντων του κοινού. Το κοινό του μουσείου τέχνης αλλάζει σε αντιστοιχία με τις κοινωνικές αλλαγές και προτεραιότητες. Ακόμη και οι φιλότεχνοι «θαμώνες» δεν αποτελούν πλέον σταθερή αξία. Πριν από 20 χρόνια ο κόσμος αγαπούσε τις εγκυκλοπαίδειες, πριν από 10 χρόνια τα εξειδικευμένα λεξικά, σήμερα προτιμά τους οδηγούς δεξιοτήτων. Αυτή η προσαρμοστικότητα πρέπει να υπάρχει και στα εκπαιδευτικά προγράμματα του μουσείου. Οι νέοι άνθρωποι βαριούνται τις διαλέξεις «γενικής φύσεως». Σε 10 ή σε 5 χρόνια όμως αυτό πάλι θα αλλάξει.

- Κλιματική αλλαγή και κτηριακά θέματα. Τα μουσεία απαιτούν διαρκή έλεγχο του μικροκλίματος και θα έπρεπε να βρίσκονται στην πρωτοπορία των καλών πρακτικών για φιλικές προς το κλίμα κατασκευές. Το ΜΟΜus αγωνίζεται να γίνει ένας πράσινος οργανισμός επισημαίνοντας με κάθε ευκαιρία ότι εκτός από τις κτηριακές και μηχανικές αλλαγές πρέπει να αλλάξουν και οι νοοτροπίες.

- Απουσία οργανωμένου πολιτιστικού τουρισμού. Με τόσα πολιτιστικά μνημεία και με αξιόλογο σύγχρονο πολιτισμό είναι αδιανόητο να μην υπάρχουν σταθερές και οργανωμένες συνέργειες πολιτιστικών φορέων, τουριστικών πρακτορείων και δημοσίων φορέων για τον τουρισμό και τον πολιτισμό, γεγονός που θα αναβάθμιζε ποικιλοτρόπως το επίπεδο της τουριστικής προσφοράς και ζήτησης. Τα άτομα που επισκέπτονται την Ελλάδα ξέρουν την Ακρόπολη, όμως αν θέλουν να γνωρίσουν κάτι περισσότερο δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός που θα τα καθοδηγήσει εύκολα.

Βέβαια, είναι σημαντικό για όλα τα προβλήματα να προτείνουμε λύσεις και να τις υποστηρίζουμε και μια τέτοια συζήτηση θα ήταν χρήσιμη.


Στέλλα Δ. Χρυσουλάκη, 

Γενική Διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου


Η εξωστρέφεια και η καινοτομία ως στρατηγική

Όταν, το 1977 το Διεθνές Συμβούλιο των Μουσείων καθιέρωσε την 18η Μαΐου ως μέρα γιορτής για τα Μουσεία του μικρού μας σύμπαντος, είχε κατά νου δύο τουλάχιστον κεφαλαιώδη ζητούμενα∙ τα Μουσεία όφειλαν να γίνουν οχήματα συνεργασιών και ανταλλαγών για να χαράξουν πορεία μέσα από τους πολιτισμούς του κόσμου και ακόμα, η εν λόγω πορεία θα έπρεπε να ξεπεράσει τα σύνορα των χωρών ώστε να ενισχύσει την αμοιβαία κατανόηση και διάδοση της γνώσης αλλά και να προσφέρει την χαρά της επικοινωνίας μεταξύ των λαών.

Μεσούσης λοιπόν της ανοίξεως, το σύνθημα για την Διεθνή Ημέρα των Μουσείων επαναπροσδιορίζει εκείνο το παλιό κι όμως ακόμα ζητούμενο αίτημα της Παιδείας «Ανοίξτε τα παράθυρα» για να φωτίσει ο ήλιος τα γλυπτά, για να πετάξουν οι ιδέες στον λαμπερό ορίζοντα…

Γιατί, θα πρέπει να το παραδεχτούμε, όσο σημαντικές και αν είναι οι Συλλογές των Μουσείων, όσο σημαίνουσα η παρουσίαση του πολιτιστικού τους αποθέματος, όσο και αν διατυπώνεται με πληρότητα η αφήγηση των νοημάτων που τα εκθέματα περικλείουν, τα Μουσεία θα συνεχίσουν επ’ άπειρο να υπάρχουν εφ’ όσον υιοθετήσουν τη εξωστρέφεια και την καινοτομία ως στρατηγική, την εκπαίδευση του βλέμματος και την ενίσχυση της κριτικής σκέψης ως άξονες πολιτικής. Τότε μόνον τα Μουσεία θα κατοικηθούν από την κοινωνία και θα κατοικήσουν τον ελεύθερο χρόνο των ανθρώπων∙ όλων των ανθρώπων χωρίς αποκλεισμούς ή διακρίσεις.


Πηγή: Μ. Αδαμοπούλου, Τα Νέα

Δεν υπάρχουν σχόλια