Η Χρύσα Μαλτέζου στη συνέντευξη τύπου για τα Διεθνή Βραβεία Ωνάση, Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2006. [Credit: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Παντελής Σαΐτας] Η ομ. καθη...
Η Χρύσα Μαλτέζου στη συνέντευξη τύπου για τα Διεθνή Βραβεία Ωνάση, Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2006. [Credit: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Παντελής Σαΐτας] |
Η ομ. καθηγήτρια Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, Αναστασία Παπαδία-Λάλα κι η αρχαιολόγος - βυζαντινολόγος, Ασπασία Λούβη Κίζη, σκιαγραφούν το πορτρέτο της μόλις πέμπτης γυναίκας τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών.
Η επιστήμων που άφησε «ξεχωριστό αποτύπωμα στη μελέτη της μεσαιωνικής ιστορίας μας», υπήρξε μόλις η πέμπτη γυναίκα, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Με την πολύχρονη ερευνητική της δραστηριότητα, η Χρύσα Μαλτέζου «συνέβαλε ουσιαστικά στη μελέτη του ενετοκρατούμενου Ελληνισμού», και υπηρέτησε επί 14 χρόνια (1998-2012) ως διευθύντρια το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, μοναδικό επιστημονικό ίδρυμα της Ελλάδας στο εξωτερικό, με έδρα στο ιστορικό συγκρότημα της θεσπισμένης το 1498 Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας.
Η εκδημία της σε ηλικία 84 ετών δίνει αφορμή για μια πρώτη αποτίμηση ενός έργου - πολύτιμης παρακαταθήκης που αφήνει στην επιστημονική κοινότητα και ευρύτερα στον ελληνισμό. Απευθυνθήκαμε στην Αναστασία Παπαδία-Λάλα ομότιμη καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, και την Ασπασία Λούβη Κίζη, αρχαιολόγο - βυζαντινολόγο, να σκιαγραφήσουν, από την δική της σκοπιά η κάθε μια, το επιστημονικό πορτρέτο της Χρύσας Μαλτέζου μέσα από την ανεκτίμητη προσφορά της.
Αναστασία Παπαδία - Λάλα: Ταυτίστηκε με την ανάπτυξη των σπουδών του ελληνοβενετικού κόσμου και με περιόδους μεγάλης δημιουργικότητας του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας
«Γνώρισα την Χρύσα Μαλτέζου πριν από 40 χρόνια στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας και έκτοτε σταθεροί υπήρξαν οι δεσμοί μας, επιστημονικοί και προσωπικοί. Με βαθιά λύπη για την αδόκητη εκδημία της αλλά και τον οφειλόμενο σεβασμό στους τρόπους και τις σιωπές που η ίδια επέλεξε ώς το τέλος, ανακαλώ μόνο τις πλούσιες βενετικές διαδρομές της, αφήνοντας έξω από τον δημόσιο λόγο βιώματα, εμπειρίες, συναισθήματα», μας λέει η κυρία Αναστασία Παπαδία - Λάλα.
- Κυρία Παπαδία, ποια η σημασία του επιστημονικού πεδίου που καλλιέργησε κι ανέδειξε η Χρύσα Μαλτέζου, δεδομένου του ότι τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούσαν κυρίως την Ιστορία των Ελλήνων στη διάρκεια της Λατινοκρατίας, διερευνώντας ποικίλες όψεις των σχέσεων μεταξύ της Δύσης και του μεταβυζαντινού ελληνισμού;
Η ακαδημαϊκός, ομότιμη καθηγήτρια του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Χρύσα Μαλτέζου, ιστορικός με επιβλητικό ερευνητικό έργο και ηγετική προσωπικότητα, στη μακρά επιστημονική της πορεία, θήτευσε σε διάφορα γεωγραφικά, θεσμικά, ακαδημαϊκά περιβάλλοντα και με διαφορετικές ιδιότητες– ερευνητική-συγγραφική, διδακτική, διευθυντική. Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπότροφος-ερευνήτρια στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, ερευνήτρια και ακολούθως Διευθύντρια του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, αργότερα στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, μέλος δεκάδων επιστημονικών εταιρειών και επιτροπών. Σε όλους τους μεγάλους αυτούς σταθμούς της, σημείο αναφοράς υπήρξαν οι σπουδές της περιόδου της βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο, σε σύνδεση με το Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας‧ μια επιστημονική περιοχή που καθόρισε τη ζωή της και παράλληλα που η ίδια καθοριστικά συντέλεσε στη διαμόρφωσή της, με τις εκατοντάδες μελέτες της, τη γόνιμη πανεπιστημιακή διδασκαλία, τα ερευνητικά προγράμματα που συντόνισε.
Ο όρος «βενετοκρατία» αντιστοιχεί στην ιστορία περιοχών του παραδοσιακού ελληνικού χώρου (Κρήτης, Ιόνιων Νησιών, Κύπρου, Πελοποννήσου κ.ά.), που από το 1204 ώς το 1797 αποτέλεσαν κατά καιρούς μέρος του βενετικού «Κράτους της Θάλασσας». Η βενετική κυριαρχία αναπτύχθηκε παράλληλα με άλλες εξουσίες στον ελληνικό χώρο (Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δυτικές ηγεμονίες, Οθωμανική Αυτοκρατορία) και τα εδαφικά όριά της επανειλημμένα αυξομειώθηκαν, κυρίως ως αποτέλεσμα των επτά βενετοοθωμανικών πολέμων στην ανατολική Μεσόγειο (15ος-18ος αι.). Η περίοδος της βενετοκρατίας συνιστά όψη τόσο της μεσαιωνικής-νεοελληνικής όσο και της βενετικής ιστορίας. Μακραίωνη, αλλά γεωγραφικά-χρονικά κατακερματισμένη, συχνά αναζητεί εντάξεις, όρια και τομές, μελετάται υπό το πρίσμα διάφορων ερμηνευτικών σχημάτων και εμφανίζει ιδιαίτερα ιστορικά χαρακτηριστικά: σύζευξη δυτικών θεσμών και πραγματικοτήτων (διοικητικών, εκκλησιαστικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτισμικών) με την εγχώρια βυζαντινή-ελληνική παράδοση‧ ανάδυση νέων ιδεολογικών σχημάτων, από την αντίθεση των εγχώριων πληθυσμών προς την καθολική Βενετία στη σταδιακή προσέγγισή της, λόγω και της οθωμανικής απειλής‧ συγκρότηση σύνθετων ταυτοτήτων, εθνοτικών, θρησκευτικών, κοινωνικών, με κυρίαρχο τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα, που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης, σε διάλογο με τον σύγχρονο ελληνικό κόσμο της όμορης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των ελληνικών παροικιών στην Ευρώπη.
Ιστοριογραφικά, η «βενετοκρατία» έχει μελετηθεί ήδη από τον 19ο αιώνα ως οργανικό, αλλά, κατά κανόνα, περιθωριακό τμήμα της ευρωπαϊκής, της βυζαντινής, της νεοελληνικής ιστορίας. Τις τελευταίες δεκαετίες, πάντως, η σπουδή της γνωρίζει αξιοσημείωτη ανάπτυξη και συγκροτεί αντικείμενο πανεπιστημιακών μαθημάτων και ερευνητικών προγραμμάτων. Η Χρύσα Μαλτέζου πρώτη δίδαξε την περίοδο αυτόνομα, στο πλαίσιο της «Μεσαιωνικής Ιστορίας», στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, συντελώντας στη δημιουργία μιας νέας γενιάς «βενετολόγων», ενώ συνέβαλε στην καλλιέργειά της στα ερευνητικά κέντρα τα οποία διηύθυνε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και στην Ακαδημία Αθηνών (Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού).
- Ποια η συμβολή της Χρύσας Μαλτέζου την περίοδο που βρέθηκε στο τιμόνι του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας από το 1998 ως το 2012 - θέση από την οποία δοκίμασε χαρές και λύπες;
Καθοριστικός παράγοντας στην ανάδειξη της βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο σε συγκροτημένο επιστημονικό πεδίο υπήρξε αναμφίβολα η ίδρυση στη Βενετία, τη δεκαετία του 1950, του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, μοναδικού επιστημονικού ιδρύματος της Ελλάδας στο εξωτερικό, με έδρα στο ιστορικό συγκρότημα της θεσπισμένης το 1498 Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας. Στηριγμένο στη γενναιόψυχη «δωρεά» της σύγχρονης Ελληνικής Κοινότητας Βενετίας, με σκοπό την προαγωγή των βυζαντινών και μεταβυζαντινών σπουδών, βάσει του πλούσιου ιστορικού υλικού, που απόκειται σε αρχεία, βιβλιοθήκες και μουσεία της Βενετίας, το Ελληνικό Ινστιτούτο εκ των πραγμάτων ταυτίστηκε με την έρευνα τόσο της βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο όσο και της ελληνικής παροικίας στην πόλη.
Η επιστημονική διαδρομή της Χρύσας Μαλτέζου αναπτύχθηκε παράλληλα με την εξέλιξη του ιδρύματος και, ειδικά σε δυο συγκυρίες, συνυφάνθηκε άμεσα με αυτό. Μέλος η ίδια της δεύτερης μόλις ομάδας υποτρόφων-ερευνητών του, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ανακάλυψε στα βενετικά αρχεία το ιστορικό εύρος της «βενετοκρατίας», μετουσιώνοντάς το σε επιστημονική ιστορία ήδη στις πρώτες από τις πολυάριθμες μελέτες της.
Τρεις σχεδόν δεκαετίες αργότερα, η Χρύσα Μαλτέζου επέστρεψε στη Βενετία ως Διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου, σε μια θητεία μακρόχρονη (1998-2012) και εξόχως παραγωγική, καίτοι όχι πάντοτε ανέφελη στη σχέση με εκπροσώπους του Ελληνικού Κράτους. Η κατά καιρούς προσπάθεια μείωσης του ιδρύματος και διεθνώς καταξιωμένων διευθυντών του είναι επίσημα γνωστή. Παρακάμπτοντας τα λυπηρά γεγονότα, με το μεγάλο ψυχικό κόστος για την Χρύσα Μαλτέζου, υπογραμμίζεται η δημόσια στήριξη στο Ελληνικό Ινστιτούτο της ελληνικής και διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, σε αναγνώριση του ρόλου του και ειδικά του έργου που με γνώση, εξωστρέφεια και διεθνές κύρος εκείνη ως Διευθύντρια είχε επιτελέσει.
Μέρος του αξιομνημόνευτου αυτού έργου αποτελούν και τα εξής: επιστημονική εποπτεία των υποτρόφων-ερευνητών του Ινστιτούτου και σημαντικές διεθνείς επιστημονικές συνεργασίες‧ έκδοση δεκάδων αυτοτελών μελετών για την ιστορία, τη φιλολογία, την ιστορία της τέχνης επί Βυζαντίου και επί βενετοκρατίας‧διοργάνωση πολυάριθμων επιστημονικών συνεδρίων στη Βενετία και στην Ελλάδα‧ προστασία και αξιοποίηση των πολιτιστικών θησαυρών του ιδρύματος: ταξινόμηση- καταλογογράφηση αρχειακού υλικού, ψηφιοποίηση πολιτιστικών κειμηλίων (χειρογράφων, εγγράφων, εικόνων), ανακαίνιση του Μουσείου Εικόνων, συντήρηση των εικόνων και ψηφιδωτών του Ναού του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, αποκατάσταση του ιστορικού μνημειακού συγκροτήματος του CampodeiGreci.
Η Χρύσα Μαλτέζου έχει τιμηθεί για το έργο της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με υψηλές διακρίσεις. Εξίσου σημαντική είναι η εμπεδωμένη στην κοινή συνείδηση ταύτισή της με την ανάπτυξη των σπουδών του ελληνοβενετικού κόσμου και με περιόδους μεγάλης δημιουργικότητας του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, που η ίδια με αφοσίωση περισσή επί δεκαετίες υπηρέτησε.
Το 2003 τιμήθηκε για την επιστημονική προσφορά της από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κύριο Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής. [Credit: Eurokinissi] |
Ασπασία Λούβη - Κίζη: Mεγάλη η πορεία της ως ερευνήτριας, ιστορικού, καθηγήτριας, πνευματικού ανθρώπου και έντιμης Ελληνίδας
- Κυρία Λούβη, η Χρύσα Μαλτέζου σε συνέντευξή της (Lifo/ 4-2-23) έχει αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών της σπουδών, γνώρισε ένα πρόσωπο που σφράγισε την πορεία της κι αυτός ήταν ο Διονύσιος Ζακυθηνός. «Ενας ευγενής επτανήσιος και ένας διαπρεπής Έλληνας ιστορικός που ασχολήθηκε με τη βυζαντινή περίοδο και τα μεταβυζαντινά χρόνια». Θα ήθελα να φωτίσετε μέσα από την γνώση αλλά και την προσωπική σας εμπειρία τη σχέση καθηγητή - σπουδάστριας, καθώς και την διαχείριση και την εξέλιξη της σπουδαίας κληρονομιάς του Ζακυθηνού από τη Χρύσα Μαλτέζου.
Η συνέντευξή της Χρύσας Μαλτέζου στην οποία αναφέρεστε δεν είναι τυχαία. Είναι το πολύ σύντομο βιογραφικό και ο απολογισμός της ζωής της υπογεγραμμένα από την ίδια και δεν επιτρέπει καμία αμφισβήτηση. Μας επιτρέπει μόνο να σταθούμε στην μεγάλη πορεία της ως ερευνήτριας, ιστορικού, καθηγήτριας, πνευματικού ανθρώπου και έντιμης Ελληνίδας.
Η δήλωσή της ότι ο δάσκαλός της, διαπρεπής Έλληνας ιστορικός Διονύσιος Ζακυθηνός σφράγισε την πορεία της είναι έκδηλη από τη αρχή ως τον τέλος της ζωής της.
Η ξεχωριστή σχέση που ενδέχεται να δημιουργηθεί ανάμεσα στον μαθητή και τον δάσκαλο, ξεκινά πάντα από τον θαυμασμό του μαθητή προς αυτόν και συνεχίζεται συνήθως στις περιπτώσεις μεταπτυχιακών σπουδών. Στην περίπτωση όμως της τότε μαθήτριας Χρύσας Μαλτέζου και του μεγάλου δάσκαλου Διονύσιου Ζακυθηνού τα μεγέθη είναι διαφορετικά και αποτελούν εξαίρεση για τα συνήθως αναμενόμενα.
Όταν ο Διονύσιος Ζακυθηνός διεπίστωσε, 40 περίπου χρόνια μετά την εκπόνησή και την δημοσίευση της διδακτορικής του διατριβής με θέμα “Le despotat grec de Morée. Histoire et politique Vie et institutions”, το κεφαλαιώδες έργο του απαιτούσε μια εμπεριστατωμένη επανέκδοση, επέλεξε να την εμπιστευτεί στην ήδη από τότε ξεχωριστή επιστήμονα Χρύσα Μαλτέζου. Η σημαντική επέμβαση απαιτούσε ενδελεχή, προσεκτική και χρονοβόρα μελέτη. Η Μαλτέζου έχοντας πλήρη συναίσθηση της τεράστιας ευθύνης της προχώρησε στην επισκόπηση της νέας βιβλιογραφίας βασισμένη στην κριτική ανάγνωση της εγκυρότητας των νέων δημοσιευμάτων και συνέβαλε ακόμα και στην συναγωγή συμπερασμάτων. Η ενημέρωση και η συμπλήρωση του βιβλίου του μεγάλου Ζακυθηνού έδωσε σ’ αυτό σύγγραμμα αναφοράς την διατήρησή του ως τέτοιου για τα τουλάχιστον επόμενα πενήντα χρόνια.
Χαρακτηριστικό της ποιότητας που παραμένει ακέραιη μέχρι σήμερα είναι ότι μετά το 1975 δεν υπάρχει καμία παραπομπή στο συγκεκριμένο έργο του Δ. Ζακυθηνού χωρίς να είναι υπογραμμισμένη η επανέκδοσή του από την Χ. Μαλτέζου.
Ακολούθησε η διδακτική, ερευνητική και συγγραφική πορεία της σχετικά με την βενετοκρατία στην Ελλάδα και κατά της διάρκεια της Βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Το συνολικό της έργο γνώρισε διεθνή αναγνώριση και όταν γύρισε στην Ελλάδα, η εκλογή της στην Ακαδημία Αθηνών ήταν μια φυσική συνέπεια για όσους γνώριζαν το έργο της.
Στις 6 Νοεμβρίου 2024 το Κέντρο Ερεύνης του Μεσαιωνικού και νέου Ελληνισμού πραγματοποίησε εκδήλωση αφιερωμένη στη μνήμη του Διονυσίου Ζακυθηνού με αφορμή τη δωρεά προς την Ακαδημία Αθηνών σώματος επιστολών που απευθύνονταν σ’ αυτόν. Η Χρύσα Μαλτέζου ήταν αυτή που προετοίμασε με την γνωστή μεθοδικότητα και αποτελεσματικότητά της την επεξεργασία του συγκεκριμένου αρχείου και ανέθεσε σε συγκεκριμένους εκλεκτούς μαθητές και συνεργάτες της, να μιλήσουν στην εκδήλωση έχοντας καθορίσει η ίδια την θεματολογία των διαλέξεων με βάση το περιεχόμενο του αρχείου. Η εκδήλωση απευθύνθηκε με σεβασμό στον δάσκαλο σε επιλεγμένο ακροατήριο ειδικών.
Το θέμα της για την προσωπικότητα του Ζακυθηνού, ως ιστορικού και ανθρώπου όπως πάντα τεκμηριωμένο, πρόδιδε ταυτόχρονα αναγνώριση και θαυμασμό. Η Χρύσα ήταν απούσα και το κείμενό της διαβάστηκε, χωρίς κανείς μας να υποψιαστεί ότι η απουσία της από την εκδήλωση, δεν οφειλόταν σε κάτι περαστικό.
Πρόκειται για την τελευταία επιστημονική εκδήλωση της Χρύσας Μαλτέζου, λίγο πριν από τον αιφνίδιο -για όλους εμάς- θάνατό της. Είναι δύσκολο να μην σκεφτεί κανείς ότι η απαρχή και το τέλος της μακράς της πορείας της Χρύσας Μαλτέζου στον χώρο της επιστήμης άνοιξε και έκλεισε με τη σκέψη και την φροντίδα της στον απαράμιλλο δάσκαλό της.
- Η Χρύσα Μαλτέζου είχε υπάρξει μέλος διοικητικών συμβουλίων σε Πολιτιστικά και Μορφωτικά Ιδρύματα (ΠΙΟΠ - ΜΙΕΤ) στα οποία εσείς βρεθήκατε σε θέσεις ευθύνης. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τη θητεία της σ′ αυτά και τη συνεργασία σας μαζί της;
Από όσο γνωρίζω η Χρύσα Μαλτέζου, όσες φορές της ζητήθηκε, έθεσε αφειδώλευτα στη διάθεση των Δ.Σ πολιτιστικών κοινωφελών Ιδρυμάτων το κύρος της, τις γνώσεις της και την αποτελεσματικότητά της. Αρκεί αυτά να ενέπνεαν την εμπιστοσύνη της, μετά την εξέταση των σκοπών, του συντελεσμένου έργου του και των δυνατοτήτων της διεύθυνσής του Ιδρύματος για την παραγωγή έργου.
Είχα την τιμή να συνεργαστώ με την Χρύσα Μαλτέζου όσο ήταν μέλος του ΔΣ του ΠΙΟΠ και του ΜΙΕΤ. Από την μεγάλη προσφορά της και στα δύο Ιδρύματα θα ξεχωρίσω δύο περιπτώσεις, οι οποίες έφεραν την σφραγίδα της γνώσης και της ποιότητας της.
Κατά την διάρκεια της θητείας της στο ΔΣ του ΠΙΟΠ πραγματοποιήθηκε ένα μεγάλο πρόγραμμα μεταφοράς τεκμηρίων τεχνολογίας από τα βενετικά αρχεία, στο Ίδρυμα. Έτσι το ΠΙΟΠ απέκτησε κατά τους πρώιμους χρόνους της ηλεκτρονικής εξέλιξης, μια βάση δεδομένων, που εξυπηρέτησε πολλούς ερευνητές, που εύρισκαν συγκεντρωμένα στο ΠΙΟΠ, όλα τα τεκμήρια της εξέλιξης της τεχνολογίας από τα μεσαιωνικά ως τα νεώτερα χρόνια στην Ελλάδα. Η προσβασιμότητα σ’ αυτά τα αρχεία οδήγησε στην οργάνωση συνεδρίων και στην δημοσίευση σημαντικών πληροφοριών για την εξέλιξη των τεχνολογικών υποδομών παραγωγής στις βενετοκρατούμενες περιοχές, που στη συνέχεια επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές της κατακτημένης ακόμα Ελλάδας.
Αφότου η Χρύσα Μαλτέζου ανέλαβε την αντιπροεδρία στο ΔΣ του ΜΙΕΤ ξεκίνησαν οι μελέτες και η συγκέντρωση τεκμηρίων για την δημιουργία μιας έκθεσης με θέμα «Πως μάθαιναν οι Έλληνες γράμματα από την Άλωση ως την Επανάσταση. 1453-1821». Την επιστημονική ευθύνη της έκθεσης, ανέλαβε η Χρύσα Μαλτέζου μαζί με τον καθηγητή Π. Κιτρομηλίδη, μέλος επίσης του ΔΣ του ΜΙΕΤ. Η εγκυρότητα των πληροφοριών για το πολυσυζητημένο και δύσκολο αυτό θέμα εξασφάλισε την μεγάλη επιτυχία της έκθεσης, στην οποία αξιοποιήθηκαν πολλά από τα τεκμήρια, που έχουν συγκεντρωθεί στο Παλαιογραφικό Αρχείο του Ιδρύματος, μαζί με άλλα που προέρχονταν από σημαντικά μουσεία και βιβλιοθήκες της Ελλάδας.
Πηγή: Κ. Λυμπεροπούλου, The Huffington Post
Δεν υπάρχουν σχόλια