Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Αλκιβιάδης Γκινάλης: Ο Έλληνας αρχαιολόγος που φέρνει στο φως μια λησμονημένη Κωνσταντινούπολη

Ο Αλκιβιάδης Γκινάλης μπροστά στο νοσοκομειακό συγκρότημα. Αρχαιολόγος φιλοπράγμων και ερευνητής πολύτροπος, ο καθηγητής Αλκιβιάδης Γκινάλης...

Ο Αλκιβιάδης Γκινάλης μπροστά στο νοσοκομειακό συγκρότημα.
Ο Αλκιβιάδης Γκινάλης μπροστά στο νοσοκομειακό συγκρότημα.

Αρχαιολόγος φιλοπράγμων και ερευνητής πολύτροπος, ο καθηγητής Αλκιβιάδης Γκινάλης είναι ο μοναδικός -σήμερα- Έλληνας αρχαιολόγος στην Τουρκία, ο οποίος ιχνηλατεί το απύθμενο παρελθόν της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης, φέρνοντας στο φως ξεχασμένα λιμάνια και άγνωστα κεφάλαια της ναυτικής της παράδοσης. Με την επιμονή του ερευνητή που αφουγκράζεται τις σιωπές της ξηράς και του βυθού, αντλεί πολύτιμα τεκμήρια από τα θαλάσσια ιζήματα της Πόλης, ξετυλίγοντας το νήμα μιας ιστορίας που ακόμη δεν έχει γραφτεί: Της ιστορίας των περιχώρων της.

Στο Κιουτσούκτσεκμετζέ της Κωνσταντινούπολης — γνωστή ως «Μικρό Συρτάρι» κατά τη Βυζαντινή περίοδο — η θάλασσα συνεχίζει να ξεβράζει θραύσματα ενός άλλου Βυζαντίου: ενός κόσμου λιμανιών, ναυτικών διαδρομών, παράκτιων οικισμών και μιας πολυκύμαντης βυζαντινής μνήμης. Κι εκεί, όπου το χώμα κρύβει μνήμες αιώνων, συνάντησε το Ethnos.gr τον Έλληνα αρχαιολόγο. Με σκονισμένα από το χώμα ρούχα και πρόσωπο καμένο από τον ήλιο της ανασκαφής, ο Αλκιβιάδης Γκινάλης εργάζεται αθόρυβα εδώ και τέσσερα χρόνια, ανασύροντας ξεχασμένους θησαυρούς του βυζαντινού παρελθόντος.


Η θέση της λιμνοθάλασσας Κιουτσούκτσεκμετζέ.
Η θέση της λιμνοθάλασσας Κιουτσούκτσεκμετζέ.

Ήταν πριν από 6 χρόνια, το 2019, όταν ο Έλληνας επιστήμονας, αναγνωρισμένος ειδικός στην ενάλια αρχαιολογία, κλήθηκε από τη διευθύντρια του αρχαιολογικού χώρου του Κιουτσούκτσεκμετζέ, την καθηγήτρια Σενγκιούλ Αϊντινγκιούν του Πανεπιστημίου Κοτζάελι (Νικομήδεια) της Τουρκίας, προκειμένου να μελετήσει αρχαιολογικά ευρήματα λιμενικών εγκαταστάσεων στα δυτικά προάστια της Κωνσταντινούπολης και συγκεκριμένα στη λιμνοθάλασσα του Κιουτσούκτσεκμετζέ.

Με τη σκαπάνη της επιστήμης και τη γνώση της ιστορίας, κλήθηκε να ανασυστήσει το παλίμψηστο της σχέσης του Βυζαντίου με το υγρό της στοιχείο και να φωτίσει την αμφίδρομη εξάρτηση μιας Πόλης που βασικά οικοδομήθηκε πάνω στη θάλασσα.


Η καταγραφή λιμενικών εγκαταστάσεων με σύγχρονες μεθόδους.
Η καταγραφή λιμενικών εγκαταστάσεων με σύγχρονες μεθόδους.

Ο Έλληνας αρχαιολόγος δέχτηκε την πρό(σ)κληση και ανέλαβε τη διερεύνηση και τεκμηρίωση των υποθαλάσσιων και παραθαλάσσιων καταλοίπων, συμβάλλοντας καθοριστικά στην καταγραφή της ναυτικής ιστορίας και της σημασίας της βυζαντινής Θράκης για τη μητρόπολη-Κωνσταντινούπολη.

«Ξεκίνησα να ασχολούμαι με την περιοχή του Κιουτσούκτσεκμετζέ το 2020 - εν μέσω της πανδημίας - με επιφανειακές έρευνες και αναλύσεις κατασκευαστικού υλικού, αλλά δεν μπορούσα να προχωρήσω ακόμα σε ανασκαφές λόγω της υγειονομικής κατάστασης. Τις πρώτες ανασκαφές τις ξεκίνησα το 2021. Μέσω της πρώτης ανασκαφής, μιας λιμενικής υποδομής, ανακαλύψαμε ότι η κεντρική προβλήτα χρονολογείται στον 15ο με 17ο αιώνα και σχετίζεται με ένα πρώιμο οθωμανικό χωριό, το Αλίμπεη, το οποίο, ωστόσο, είχε χτιστεί πάνω σε υποδομές προηγούμενων περιόδων», επισημαίνει στο Ethnos.gr ο Έλληνας αρχαιολόγος.


Προβλήτα οθωμανικών χρόνων
Προβλήτα οθωμανικών χρόνων


Βυζαντινές ρίζες και οθωμανικές μεταμορφώσεις

Εξετάζοντας, στη συνέχεια, με τη χρήση σύγχρονων μεθόδων την πολεοδομική γεωγραφία της περιοχής, κατάφερε τελικά να εντοπίσει λίγο βορειότερα μια άγνωστη μέχρι πρότινος βυζαντινή θέση, η οποία περιλάμβανε ένα εκτεταμένο νοσοκομειακό συγκρότημα ή κάποιο είδος θεραπευτικού κέντρου με ένα λιμάνι, το οποίο ίσως να λειτουργούσε ως λοιμοκαθαρτήριο (ή αλλιώς Λαζαρέτα), τόσο για την Κωνσταντινούπολη, όσο και για την θρακική ενδοχώρα.

«Επειδή ειδικεύομαι στα λιμάνια και τις λιμενικές εγκαταστάσεις και την ενάλια (υποθαλάσσια) αρχαιολογία, με κάλεσαν κυρίως να εξερευνήσω αυτή τη λιμενική εγκατάσταση και το σχετικό υδάτινο περιβάλλον αυτής της περιοχής. Επειδή όμως δεν βρέθηκε ακόμα η υστερορωμαϊκή και βυζαντινή θέση, όπως αρχικά θεωρούσαν οι Τούρκοι συνάδελφοί μου, συνέχισα τη μελέτη μου λίγο πιο βόρεια», εξηγεί.


Η πόλη Ρήγιον και η Εγνατία Οδός: ένα σταυροδρόμι στον Μαρμαρά

Ο πυρήνας της έρευνάς του στράφηκε σε μια ξεχασμένη, αλλά κομβική πόλη: το Rhegion ή Ρήγιον, που λειτουργούσε ως θαλάσσιος πρόλογος της Μητρόπολης ήδη από τον 4ο αιώνα, όταν η Κωνσταντινούπολη γίνεται η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.


Ο Α. Γκινάλης καταγράφει κίονα στο Ρήγιον.
Ο Α. Γκινάλης καταγράφει κίονα στο Ρήγιον.

Εκεί, ο Έλληνας αρχαιολόγος ανακαλύπτει ένα κρίσιμο θαλάσσιο πέρασμα ανάμεσα στη θάλασσα του Μαρμαρά και τη Μαύρη Θάλασσα μέσω του Βαθυνία Ποταμού. Ο ποταμός αυτός εκτείνεται από τη λιμνοθάλασσα του Κιουτσούκτσεκμετζέ στα νότια μέχρι τη βυζαντινή λίμνη Δέρκων στα βόρεια, συνδέοντας το Ρήγιον με τη Φιλαία. Συνεπώς, αποτελούσε μια εξαιρετικά σημαντική εναλλακτική υδάτινη διαδρομή έναντι του Βοσπόρου.


Ο Βαθυνίας Ποταμός συνδέοντας τη θάλασσα του Μαρμαρά με τον Εύξεινο Πόντο.
Ο Βαθυνίας Ποταμός συνδέοντας τη θάλασσα του Μαρμαρά με τον Εύξεινο Πόντο.

«Όλα ξεκινούν γύρω στον 5ο αιώνα. Επί αυτοκρατορίας Θεοδοσίου η πόλη επεκτείνεται με τα τείχη και τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης αναπτύσσονται και γίνονται η αγροτική και βιοτεχνική ζώνη της Πόλης. Το Ρήγιον ήταν μια σημαντική πόλη και λιμάνι, πάνω στην είσοδο της λιμνοθάλασσας και του Βαθυνία Ποταμού, καθώς και την Εγνατία Οδό. Συνεπώς, υπήρχε σημαντικός θαλάσσιος σταθμός που λειτουργούσε ως κέντρο μεταφόρτωσης βιοτεχνικών και αγροτικών προϊόντων μεταξύ της θρακικής ενδοχώρας και της λιμνοθάλασσας προς την Κωνσταντινούπολη», επισημαίνει.


Το νοσοκομείο-καραντίνα

Η σημαντική ανακάλυψη του αρχαιολόγου Γκινάλη, ο οποίος διευθύνει τις ανασκαφές εδώ και τέσσερα χρόνια, είναι το λιμάνι μέσα στη λιμνοθάλασσα του Κιουτσούκτσεκμετζέ -κοντά στην πόλη του Ρήγιου – και η λειτουργική σύνδεση του λιμανιού με ένα λοιμοκαθαρτήριο για το πλήρωμα των πλοίων – μέρος του οποίου είχε αποκαλυφθεί το 2015 από Τούρκους αρχαιολόγους. Το νοσοκομειακό συγκρότημα φέρεται να λειτουργούσε από τον 5ο έως τον 14ο αιώνα, δηλ. μέχρι περίπου την Άλωση της Πόλης.


Φοιτητές του Αλκ. Γκινάλη σκάβουν τη λιμενική ζώνη του λοιμοκαθαρτηρίου.
Φοιτητές του Αλκ. Γκινάλη σκάβουν τη λιμενική ζώνη του λοιμοκαθαρτηρίου.

«Ήταν ένα νοσοκομείο ή κάποιο είδος θεραπευτικού κέντρου. Πριν φτάσουν τα πλοία στα λιμάνια και τις μεγάλες πόλεις, έπρεπε να κάνουν στάση σε κάτι που το ξέρουμε και εμείς από τη σύγχρονη ιστορία: στα Λαζαρέτα ή Λοιμοκαθαρτήρια».

Λαζαρέτο ονομάζεται ο χώρος υποδοχής όπου έμπαινε σε καραντίνα το ναυτικό πλήρωμα. Ήταν πάντα μακριά από τον οικισμό και κοντά του είχε συνήθως ένα λιμάνι, όπου τα πλοία έκαναν στάση για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μέχρι να γίνει η κάθαρση των ναυτικών από τις ασθένειες που τυχόν έφεραν. Συνήθως για 10 μέρες. Εάν σε αυτές τις 10 μέρες δεν εμφανίζονταν αρρώστιες, τότε οι ναυτικοί και το φορτίο στα πλοία, έπαιρναν την άδεια να μπουν στα λιμάνια και τις πόλεις.

Όπως επισημαίνει ο Έλληνας αρχαιολόγος, οι Τούρκοι συνάδελφοί του δεν γνώριζαν πώς συνδέεται αυτό το συγκρότημα με την ευρύτερη περιοχή και την λιμνοθάλασσα.

Αλλά «η ανακάλυψη του λιμένα και η σύνδεσή του με το νοσοκομείο έδωσε την απάντηση», σημειώνει.


Το λιμάνι των αρρώστων

Η αρχική αναγνώριση του χώρου, τον οποίο έφερε τελικά στην επιφάνεια η σκαπάνη του Αλκιβιάδη Γκινάλη και των φοιτητών του, έγινε το 2010, με τις πρώτες συστηματικές ανασκαφές να ξεκινούν το 2013–2014. Παρά τον αρχικό στόχο να εντοπιστεί προϊστορικός χώρος, οι Τούρκοι αρχαιολόγοι υπό την καθοδήγηση της καθηγήτριας Σενγκιούλ Αϊντινγκιούν, γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι βρίσκονταν μπροστά σε ένα βυζαντινό συγκρότημα μοναδικής σημασίας.

Η εγκατάσταση περιλάμβανε ένα νοσοκομείο και ένα παρακείμενο μαρτύριο για τους ασθενείς που κατέληγαν. Oλόκληρο το συγκρότημα αποκαλύφθηκε ότι είχε σχεδιαστεί με φροντίδα και πολυτέλεια, όπως λέει ο Έλληνας αρχαιολόγος. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σε σημεία του συγκροτήματος βρέθηκαν μαρμάρινες επενδύσεις και σπάνιος πορφυρίτης λίθος, μία εξαιρετικής αξίας πέτρα που εισάγονταν από την Αίγυπτο – στοιχείο που μαρτυρεί τη σημασία και το κύρος της εγκατάστασης.

Το αρχιτεκτονικό σχήμα αρχικά οδήγησε τους Τούρκους αρχαιολόγους στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τρίκλιτη Βασιλική. Ωστόσο, η απουσία της συνήθους αψίδας και η ύπαρξη διπλού κυκλικού χώρου, καθώς και οι ανασκαφικές ενδείξεις από μικρά δωμάτια περιμετρικά, τα ιατρικά εργαλεία και τα αγγεία με ιατρικό περιεχόμενο, οδήγησαν σε νέα ερμηνεία: ο χώρος ήταν ιατρικός και όχι θρησκευτικός.

Η ανασκαφή ανέδειξε εγκαταστάσεις, όπως λουτρά, αποχωρητήριο, μικρούς θαλάμους και πιθανό αγίασμα στο κέντρο, υποδεικνύοντας λειτουργίες απολύτως συνυφασμένες με την περίθαλψη. Χάρη στην έρευνα του Έλληνα αρχαιολόγου ήρθε επίσης στο φως κι ένας κεντρικός οδικός άξονας που συνδέονταν με την ήδη ανασκαφείσα αρχαιολογική θέση (νοσοκομείο-λιμάνι).

Η γεωφυσική έρευνα αποκάλυψε, επίσης, ότι κάτω από την επιφάνεια του εδάφους εκτείνεται ένα πλούσιο αρχαιολογικό στρώμα. Τα πρώτα οικοδομήματα φαίνεται πως κατασκευάστηκαν στα τέλη του 4ου–αρχές του 5ου αιώνα, ενώ κατά τον 6ο–7ο αιώνα, υπό την απειλή των Σλάβων και άλλων επιδρομέων, ανεγέρθηκε περιμετρική οχύρωση για την προστασία της περιοχής.

Η ανακάλυψη, επομένως, του νοσοκομείου και του λιμανιού δεν φωτίζει απλώς έναν ακόμη βυζαντινό χώρο. Αποκαλύπτει ένα βυζαντινό θεραπευτικό κέντρο που εντάσσεται σε ένα πυκνό δίκτυο οικισμών, που μέχρι σήμερα παρέμενε στην αφάνεια.


Λιμάνι χωρίς όνομα...

Το όνομα του λιμανιού, που έφερε στο φως η σκαπάνη του Αλκιβιάδη Γκινάλη, παραμένει, ωστόσο, έως και σήμερα άγνωστο.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η ονομασία «Βαθονέια», που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να ταυτοποιηθεί η ανασκαφική θέση, βασίστηκε σε μια ελληνιστική πηγή, η οποία κάνει λόγο για την ύπαρξη ενός οικισμού πλησίον του ομώνυμου Βαθυνία Ποταμού. Η αρχική αυτή συσχέτιση αποδείχθηκε, ωστόσο, λανθασμένη, καθώς το λιμάνι που εντοπίστηκε δεν ταυτίζεται με τον συγκεκριμένο οικισμό, ούτε χωροταξικά ούτε χρονικά.

«Το λιμάνι δεν έχει επίσημο όνομα, ούτε και η θέση», υπογραμμίζει ο Έλληνας αρχαιολόγος, ο οποίος προτιμά να αναφέρεται στην ανασκαφή του με τις σημερινές τοπωνυμίες «Κιουτσούκτσεκμετζε» ή «Φιρούζκιοϊ».


Τα υλικά ευρήματα της ανασκαφής

Κλασσικά, όταν κανείς σκάβει ένα λιμάνι βρίσκει ευρήματα, τα οποία έχουν να κάνουν με εισαγωγές και εξαγωγές προϊόντων. Αλλά το συγκεκριμένο λιμάνι δεν ήταν εμπορικό, εξυπηρετούσε αποκλειστικά τη μεταφορά ασθενών και ναυτών σε ένα βυζαντινό νοσοκομείο.

Επομένως, τα αρχαιολογικά ευρήματα που ήρθαν στο φως από τον Αλκιβιάδη Γκινάλη δεν περιορίζονται σε συμβατικούς εμπορικούς αμφορείς – αν και εντοπίστηκαν πολυάριθμα τέτοια αγγεία που μετέφεραν λάδι, κρασί και άλλες βασικές ύλες. Ανακαλύφτηκαν κυρίως μικροί αμφορείς (Unguentaria-Βαλσαμάρια), που φαίνεται να χρησίμευαν για τη μεταφορά φαρμακευτικών ελαίων και ειδικών ιατρικών ουσιών. Πλάι τους, ανευρέθηκε πλήθος κεραμικών σκευών καθημερινής χρήσης, προσωπικά αντικείμενα, ζώνες, νομίσματα και άλλα τεκμήρια της ζωής των Βυζαντινών.

Οι αμφορείς και τα νομίσματα χρονολογούνται μεταξύ 5ου και 7ου αιώνα μ.Χ., με πιο ενδεικτικό εύρημα ένα νόμισμα της εποχής των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Ιουστίνου Β’ (565-578 μ.Χ.) και Τιβερίου Β’ (578-582 μ.Χ.).


Σχίζα ή Μελετιάδα; Το νέο αρχαιολογικό στοίχημα του Αλκιβιάδη Γκινάλη

Ο Έλληνας αρχαιολόγος, μετά τη σημαντική αυτή ανακάλυψη του βυζαντινού λιμανιού του νοσοκομείου στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, προετοιμάζει τώρα το επόμενο βήμα, στη βόρεια όχθη της λίμνης Κιουτσούκτσεκμετζέ, εκεί όπου ενδέχεται να εντοπίζονται τα απομεινάρια μιας άλλης χαμένης βυζαντινής πόλης: της Σχίζας ή της Μελετιάδας.

Σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές, η περιοχή φιλοξενούσε έναν από τους δύο οικισμούς, ταυτοχρόνως σημαντικούς και άγνωστους μέχρι σήμερα στην αρχαιολογική κοινότητα.

Οι γεωφυσικές διασκοπήσεις αποκαλύπτουν έναν χώρο εντυπωσιακών διαστάσεων, με εμφανή τα κατάλοιπα μίας μεγάλης αστικής δομής: δημόσια κτήρια, δεξαμενές (κινστέρνες), οικίες, σημαντικό τμήμα οχυρωματικού περιβόλου και, κυρίως, ένα εκτενές παραθαλάσσιο λιμάνι. Τα στοιχεία αυτά ενισχύουν την υπόθεση του ερευνητή πως δεν πρόκειται για έναν δευτερεύοντα οικισμό, αλλά για μια οργανωμένη πόλη με σημαίνοντα ρόλο στο δίκτυο της βυζαντινής περιφέρειας της Κωνσταντινούπολης.


Το οχυρωματικό περίβολο της πιθανής Σχίζα
Το οχυρωματικό περίβολο της πιθανής Σχίζα.

«Πιστεύω πως η θέση αυτή μπορεί να ταυτιστεί με ένα από τα δύο τοπωνύμια που παραμένουν μέχρι σήμερα αρχαιολογικά άγνωστα: τη Σχίζα ή τη Μελετιάδα», αναφέρει. «Έχουμε βεβαιωμένα δύο ξεχωριστούς οικισμούς με δύο αντίστοιχα λιμάνια στη βόρεια όχθη της λίμνης», επισημαίνει. «Ακόμη δεν έχουμε ξεκινήσει ανασκαφές λόγω έλλειψης χρηματοδότησης, την οποία τώρα προσπαθούμε να πάρουμε». Ιδανικά θα ξεκινήσει εντός του 2025/2026.

Η σημασία της έρευνας του Έλληνα αρχαιολόγου υπερβαίνει τα μέχρι σήμερα δεδομένα. Αν επιβεβαιωθεί η ταύτιση με τη Σχίζα – την οποία ο Γκινάλης θεωρεί ως πιθανότερη – τότε πρόκειται για ανακάλυψη ενός σημαντικού κόμβου στα όρια της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης, μιας πόλης και όχι ενός απλού επαρχιακού οικισμού.


Ο Έλληνας που δείχνει στους Τούρκους ότι η αρχαιολογία δεν είναι... μαστίγιο και σόου

Στόχος του Έλληνα αρχαιολόγου δεν είναι απλώς η αποκάλυψη αρχιτεκτονικών λειψάνων, αλλά και η καλλιέργεια μιας νέας επιστημονικής κουλτούρας στο πεδίο της τουρκικής αρχαιολογίας.

«Μέσα από την ανασκαφή προσπαθώ να εκπαιδεύσω τους φοιτητές, ως νέα γενιά αρχαιολόγων, και να μεταλαμπαδεύσω τις ορθές μεθοδολογικές πρακτικές», αναφέρει, γιατί η αρχαιολογική πράξη οφείλει να κατανοηθεί ως εργαλείο ερμηνείας της ιστορίας και όχι ως μία φολκλορική απεικόνιση ρομαντισμού και θεάματος.

«Η αρχαιολογία δεν είναι παράσταση τύπου Ιντιάνα Τζόουνς. Είναι σκληρή δουλειά και θέλει υπομονή και επιστημονική ακρίβεια», λέει χαρακτηριστικά.

Ακόμη κι ο ίδιος δεν περιορίζεται στο ρόλο του παρατηρητή: συμμετέχει ενεργά στις εργασίες, σκάβει, καθαρίζει, εξηγεί.

«Όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, πρέπει να καθοδηγείς στο πεδίο. Μόνο έτσι μεταδίδεις τον ενθουσιασμό και τη σοβαρότητα του έργου στους φοιτητές και στους εργάτες», αναφέρει.

«Πολλές φορές ακούς σχόλια όπως “σιγά, δύο πέτρες είναι”. Οπτικά, πράγματι μπορεί να φαίνεται ασήμαντο. Όμως οι λεπτομέρειες, τα μικρά και φαινομενικά ασήμαντα ευρήματα, είναι εκείνα που αφηγούνται την αληθινή ιστορία. Ο κάθε πόντος του εδάφους κρύβει επεισόδια πάνω από χίλια χρόνια· και γι’ αυτό επιμένω να φτάσω βαθιά, να φέρω στο φως ολόκληρα οικοδομήματα και τα αποτυπώματα των ανθρώπων που έζησαν εδώ», δηλώνει με πάθος ο Αλκιβιάδης Γκινάλης στο Ethnos.gr.

Παρότι ο τουρκικός νόμος είναι όλο και πιο περιοριστικός για τους ξένους ερευνητές ως προς τη διδασκαλία, ο καθηγητής πραγματοποιεί σεμινάρια και επιτόπιες εκπαιδευτικές δράσεις.

Αλλά «η αρχαιολογία δεν μαθαίνεται μόνο στις αίθουσες», θα πει. «Εδώ, στο πεδίο, διδάσκεις την επιστήμη, μέσα από την πράξη».

Ακόμα και το καθάρισμα γίνεται από τους φοιτητές. Πρέπει να γνωρίσουν όλα τα στάδια: από τη χειρωνακτική εργασία μέχρι την τεκμηρίωση και την ερμηνεία.


Ένα πάρκο ιστορίας με ελληνική υπογραφή

Στο ερώτημα για τη μελλοντική αξιοποίηση της ανακάλυψης, ο Αλκιβιάδης Γκινάλης δηλώνει πως υπάρχει η πρόθεση να δημιουργηθεί ένας αρχαιολογικός χώρος ανοιχτός στο κοινό, ένα είδος αρχαιολογικού πάρκου. Ωστόσο, «τούς λείπουν τα οικονομικά μέσα», αναφέρει με απογοήτευση.


Η μοναδική ελληνική σφραγίδα στις τουρκικές ανασκαφές

Στην Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη εξελίσσονται αυτήν την περίοδο βυζαντινές ανασκαφές, οι οποίες διεκπεραιώνονται κυρίως υπό την αιγίδα του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κωνσταντινούπολης.

Η παρουσία του Έλληνα αρχαιολόγου Αλκιβιάδη Γκινάλη αποκτά ξεχωριστή βαρύτητα, καθώς αποτελεί τη μοναδική ελληνική σκαπάνη, που συμμετέχει αυτή τη στιγμή σε ανασκαφές στην Τουρκία. Η συνεργασία του με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο συνιστά μια πρωτοφανή εξαίρεση, ειδικά σε έναν τόπο με τόσο πλούσιο ιστορικό και πολιτισμικό φορτίο.

Με την αφοσίωση και την επιστημονική του ευαισθησία, ωστόσο, ο Αλκιβιάδης Γκινάλης ανακαλύπτει κάτι πολύ παραπάνω από πέτρες και θεμέλια: στην Κωνσταντινούπολη, που αιώνια αλλάζει και ξαναχτίζεται, ένας Έλληνας αρχαιολόγος βγάζει στην επιφάνεια τις σιωπηλές βυζαντινές της όχθες.


Αλκιβιάδης Γκινάλης

Με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βιέννη, όπου σπούδασε Βυζαντινολογία και Κλασική Αρχαιολογία. Εξειδικεύτηκε ως Βυζαντινός Ενάλιος Αρχαιολόγος με έμφαση στη ναυτιλία και τις λιμενικές υποδομές της ύστερης αρχαιότητας και του μεσαίωνα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου ολοκλήρωσε το διδακτορικό του το 2014. Εργάστηκε ως υπότροφος Marie Curie στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης και ως κύριος ερευνητής σε γερμανικά και αυστριακά επιστημονικά ιδρύματα. Από το 2019 εργάζεται ως υπεύθυνος Αρχαιολόγος για την Ύστερη Αρχαιότητα και το Βυζάντιο, καθώς και διευθυντής του Αρχείου στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στην Κωνσταντινούπολη, όπου εστιάζει στη μελέτη ναυτικών δικτύων, στην αρχιτεκτονική λιμένων και το θαλάσσιο εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο.


Πηγή: Μ. Ζαχαράκη, Έθνος

Δεν υπάρχουν σχόλια