Η θαυμαστή ιστορία ενός από τα σπουδαιότερα αρχαιολογικά μουσεία του κόσμου.
Η θαυμαστή ιστορία ενός από τα σπουδαιότερα αρχαιολογικά μουσεία του κόσμου.
Για όλους είναι απλώς το «Μουσείο». Ένας από τους σημαντικότερους χώρους έκθεσης αρχαίων ευρημάτων, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ένας χώρος όπου συναντιέται το παρελθόν με το παρόν. Η ιστορία με τη γνώση και την εμπειρία της ανακάλυψης. Το εκτυφλωτικό κόκκινο χρώμα τραβά το μάτι σαν μαγνήτης. Ό,τι και να πούμε, ακόμα και σήμερα, που η Πατησίων δεν είναι ο ακμάζων εμπορικός δρόμος άλλων δεκαετιών, που η περιοχή είναι πολύπαθη και υποβαθμισμένη, το μουσείο δεσπόζει σαν αλώβητο, με χαρακτήρα και υπόσταση σαν τους ανθρώπους και τις ιστορίες που το κατοικούν.
Κάθε έκθεμα του μουσείου κρύβει μια ιστορία. Είτε εκτεθειμένο στο θαυμασμό των επισκεπτών, είτε κρυμμένο βαθιά στις αποθήκες να περιμένει μια ευκαιρία να βγει στο φως. Το ίδιο το μουσείο έχει μια μεγάλη, μακρά και πολυτάραχη ιστορία. Στους διαδρόμους του συναντιέται η αρχαιολογία, η ιστορία της Ελλάδας, οι ιστορικές μορφές των αρχαιολόγων, με το παρόν που οικοδομείται μέσα από τα μάτια και τα ερωτήματα των θεατών. Σε λίγους μήνες το Μουσείο θα γίνει 150 ετών. Μόλις 36 χρόνια νεώτερο από το ελληνικό κράτος.
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο όταν άνοιξε |
Η ιστορία του ξεκίνησε από το αγαλματοστάσιο του ορφανοτροφείου της Αίγινας. Εκεί, στις 21 Οκτωβρίου του 1829 ιδρύθηκε το πρώτο ελληνικό μουσείο από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Από το όνομα αντιλαμβάνεται κανείς ότι αρχαιότητες εκείνη την εποχή ήταν τα αγάλματα. Μετά τη δολοφονία Καποδίστρια, το «Κρατικό Μουσείο Αρχαιοτήτων», σύμφωνα με την ονομασία που υπήρχε στο διάταγμα και με πρώτο έφορο τον Α. Μουστοξύδη, αποκτά τα μέτρα που το ορίζουν: «το δημόσιο αυτό κατάστημα μπορεί να πλουτιστεί βαθμηδόν με τα πολύτιμα της αρχαιότητας λείψανα τα οποία καλύπτει η γη της Ελλάδος». Αυτή ήταν στην ουσία η έναρξη των δημόσιων συλλογών της χώρας.
Δύο χρόνια αργότερα, ξεκινούν και οι δημόσιες συλλογές στην πόλη της Αθήνας, σε χώρους που ήταν κυρίως αρχαιολογικοί, όπως ο ναός του Ηφαίστου στο Θησείο. Οι ανάγκες αρχίζουν να γίνονται τεράστιες και ο τότε επιστάτης αρχαιοτήτων Κυριακός Πιττάκης, δηλώνει ότι έχει αρχαιότητες ακόμα και κάτω από το γραφείο του. Εν τω μεταξύ, το μουσείο της Αίγινας μετονομάζεται σε «Κεντρικό αρχαιολογικό μουσείο». Το 1835 ο ναός του Ηφαίστου ανακηρύσσεται ως το πρώτο κεντρικό μουσείο της νέας πρωτεύουσας του κράτους, της Αθήνας. Μέχρι τότε, ο ναός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο και το χαρακτηριστικό του παρωνύμιο ήταν Άη Γιώργης Ακαμάτης.
Το πρώτο σχέδιο για την κτίση Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, του Παντεχνείου όπως ονομάστηκε, εκπονήθηκε από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Λέο φον Κλέντσε το 1836. Ο τόπος στον οποίο θα το ανοικοδομούσαν, ήταν ο λόφος του αγίου Αθανασίου, δίπλα στο νεκροταφείο του Κεραμεικού. Το σχέδιο εγκαταλείφθηκε λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της χώρας.
Τέλος στα οικονομικά προβλήματα βάζει το 1856 ο Δημήτρης Μπερναρδάκης, εύπορος έμπορος από τη Ρωσία. Δίνει το τεράστιο, για εκείνη την εποχή, ποσό των 200.000 για την ανέγερση του μουσείου. Αργότερα, ο γιος του θα δώσει άλλες 100.000. Ο δημόσιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός που γίνεται το 1838, σκαλώνει πάλι στο θέμα του οικοπέδου. Τη λύση θα δώσει η Ελένη Τοσίτσα, η οποία έχει ήδη δωρίσει στο κράτος το οικόπεδο του Πολυτεχνείου. Χαρίζει και το διπλανό «παρέχουσα στο έθνος οικόπεδον ανάλογον και άξιο όπως πλησίον του πολυτεχνείου εγερθεί και του μουσείου». Η Τοσίτσα προείδε αυτό που συζητάμε ακόμα και σήμερα, την ένωση σε μια νησίδα πολιτισμού του Πολυτεχνείου και του Μουσείου.
Το μουσείο θεμελιώνεται το 1866 με τα σχέδια του Λούντβιχ Λάνγκε. Στα θεμέλιά του τοποθετήθηκε ένα ασημένιο μετάλλιο που είχε φιλοτεχνήσει ο Ιωάννης Κόσσος, ένας από τους πρώτους και πιο επιφανείς γλύπτες της απελευθερωμένης Ελλάδας. Από το 1874 και για μια δεκαετία μεταφέρονται στο μουσείο αρχαιότητες από διάφορα μέρη της Αθήνας και από την αρχαιολογική εταιρεία. Η ανέγερση του Μουσείου στην περιοχή της Πατησίων είχε εγείρει ουκ ολίγες αντιρρήσεις. Ανάμεσα στους διαφωνούντες και ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο οποίος θεωρούσε αδιανόητο την ανέγερση του μουσείου σε μια περιοχή που ήταν εκείνη την εποχή «εκτός πόλης». Στον Ραγκαβή όμως το μουσείο χρωστά την πρώτη μουσειολογική μελέτη που έγινε στην Ελλάδα, στην οποία προβλεπόταν τα εκθέματα να είναι με χρονολογική σειρά για την κατανόησή τους από το κοινό.
Την ίδια εποχή μπαίνουν οι βάσεις της νέας αρχαιολογίας. Ο Ερρίκος Σλήμαν γράφει στον βασιλιά για την ανάγκη στέγασης των θησαυρών που έχει βρει στις Μυκήνες. Υποστηρίζει προφητικά ότι οι αμύθητοι θησαυροί και τα αρχαιολογικά ευρήματα αυτά, θα τα θαυμάζει κάθε άνθρωπος που θα φτάνει στο μουσείο από όλα τα μέρη της γης, ευχόμενος οι θησαυροί να αποτελέσουν τη βάση του εθνικού πλούτου. Την ίδια εποχή, ο Κωνσταντίνος Καραπάνος, δικηγόρος από την Άρτα, δημοσιεύει το 1878 στο Παρίσι τις ανασκαφές που είχε διενεργήσει στη Δωδώνη και ο Ιωάννης Δημητρίου από τη Λήμνο, δωρίζει στο ελληνικό έθνος τη συλλογή του από 3.000 αιγυπτιακές αρχαιότητες. Την ίδια χρονιά που η Ελλάδα προσάρτησε τη Θεσσαλία, αρχίζει να λειτουργεί το μουσείο, δηλαδή η δυτική πτέρυγα, η προς την Πατησίων, η οποία έχει ολοκληρωθεί. Πέντε χρόνια αργότερα το 1886, τυπώνεται και ο πρώτος οδηγός του μουσείου στα ελληνικά.
Η «Μυκηναία Αίθουσα» όπως ολοκληρώθηκε το 1893 για να περιλάβει και να εκθέσει τη δόξα των «πολύχρυσων Μυκηνών» του Ερρίκου Σλήμαν και του πρωτεργάτη ανασκαφέα του ίδιου πολιτισμού, Χρήστου Τσούντα |
Ο αρχιτέκτονας Θεόφιλος Χάνσεν τροποποιεί τα αρχικά σχέδια του βαυαρού Λούντβιχ Λάνγκε τα οποία δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, ενώ αργότερα αρνείται να ολοκληρώσει το σχέδιο του μουσείου, το οποίο αναλαμβάνει ο μαθητής του, Ερνέστος Τσίλλερ. Αλλάζει το σχέδιο δραματικά και το προσαρμόζει στην οικεία μορφή του νεοκλασικού ρυθμού. Το ολοκληρώνει σε χρόνο ρεκόρ, μέσα σε ενάμισι χρόνο, το 1889 με διαμορφωμένο και τον κήπο. Ίσως οι βασιλικοί γάμοι του Κωνσταντίνου και της Σοφίας και ο γενικός ευπρεπισμός της Αθήνας επέσπευσε την ολοκλήρωση του έργου. Μέχρι τότε το Μουσείο προβάλλεται ως έργο της βασιλείας. Ο Χαρίλαος Τρικούπης δωρίζει τότε ένα περίφημο ερυθρόμορφο αγγείο, τον «κύλικα Τρικούπη». Δείχνει ιδιαίτερη μέριμνα για το μουσείο, κάνοντας έτσι την πολιτική του κίνηση. Το 1893 εκδίδεται το βασιλικό διάταγμα για την ίδρυση και λειτουργία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου «για την ανάπτυξιν του έρωτος προς τας τέχνας».
Στο μουσείο αρχίζει το σοβαρό έργο της καταγραφής των γλυπτών και της φύλαξής τους στις αποθήκες. Κάποια υπάρχουν μη καταγεγραμμένα μέχρι σήμερα. Καθώς οι δωρητές και ευεργέτες του μουσείου το εμπλουτίζουν με αμύθητους θησαυρούς, στις αρχές του 20ου αιώνα οι ανάγκες επέκτασής του αρχίζουν να γίνονται επιτακτικές. Η Πατησίων αποκτά μεγαλύτερη κίνηση, οι άμαξες περνούν, τα άλογα κοπρίζουν και παίρνεται η απόφαση να σταθμεύουν 150 μέτρα μακριά από το μουσείο.
Στο μουσείο υπάρχουν οι βαριές ξύλινες προθήκες και η αίθουσα των επιτυμβίων θερμαίνεται με σόμπες. Ήδη το 1910 υπάρχουν προβλήματα υγρασίας. Δώδεκα χρόνια αργότερα ο διευθυντής αρχαιοτήτων Κ. Κουρουνιώτης, ο οποίος είχε τεθεί επικεφαλής του τμήματος αρχαιοτήτων της ελληνικής διοίκησης της Σμύρνης, καταφέρνει μετά τη μικρασιατική καταστροφή να φέρει μερικά ευρήματα στην Αθήνα. Το μουσείο αποκτά τους πρώτους του «πρόσφυγες».
Το 1934 εγκαινιάζεται, σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα, η πρώτη περιοδική έκθεση του μουσείου με θέμα το Μινωικό πολιτισμό. Παρουσιάστηκαν τότε αντίγραφα διασήμων ευρημάτων των κρητικών ανασκαφών. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 και μέχρι το 1939 αρχίζει να κατασκευάζεται η νέα πτέρυγα του μουσείου επί της οδού Μπουμπουλίνας. Η επέκταση δεν μπόρεσε να αξιοποιηθεί λόγω της κήρυξης του πολέμου του 1940.
Τότε, το μουσείο γράφει το δικό του έπος, αυτό της απόκρυψης των αρχαιοτήτων. Ο Χρήστος και η Σέμνη Καρούζου, επιμελητές μέχρι τότε του μουσείου και έφοροι αργότερα, πρωταγωνίστησαν σε αυτή τη μοναδική επιχείρηση. Για να προστατέψουν τις αρχαιότητες από τους εναέριους κινδύνους, άρχισε η κατασκευή ορυγμάτων. Το Νοέμβριο του 1940, αγάλματα καλυμμένα με αδρανή υλικά θάφτηκαν κάτω από τη γη, καλύφθηκαν τα παράθυρα και τα μικρά αντικείμενα μπήκαν σε κάσες με άμμο. Όλοι δούλευαν ενάντια στο χρόνο με το φόβο της εισβολής των Γερμανών. Το μουσείο οχυρώνεται σε συνεργασία και με τις ξένες αρχαιολογικές σχολές. Την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, το μουσείο ήταν άδειο, ενώ τα αρχαία της χώρας ήταν στο επίκεντρο των συμβολισμών τόσο των κατακτητών, όσο και των εκπροσώπων της εθνικής αντίστασης, όπως μαρτυρούν οι αφίσες της εποχής.
Σέμνη και Χρήστος Καρούζος. Φωτογραφία από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 |
Το μουσείο περνά μαύρες μέρες στα δεκεμβριανά, όπως γράφει η Σέμνη Καρούζου, με μεγάλες ζημιές στους εξωτερικούς και εσωτερικούς του χώρους. Μέρος της στέγης κατέρρευσε και πυρπολήθηκε. Από την εποχή εκείνη διατηρούνται και σήμερα, για λόγους μνήμης, τα σημάδια των όλμων στο αίθριο του μουσείου. Τέλος του πολέμου και τα αρχαία βγαίνουν στο φως. Έμοιαζε με θαύμα η ακεραιότητα της διατήρησής τους.
Αρχίζει το 1947 η ανοικοδόμηση του μουσείου και οι εργασίες αποκατάστασής του. Την ίδια χρονιά εγκαινιάζεται η πρώτη επανέκθεση του μουσείου, με διαφορές από την προπολεμική αισθητική που υπαγορεύονται κυρίως από τα οικονομικά της εποχής. Μια δεκαετία αργότερα, στα εγκαίνια των μυκηναϊκών εκθεμάτων, όλοι βλέπουν για πρώτη φορά τις όρθιες προθήκες. Η «βικτωριανή εποχή» του μουσείου έχει τελειώσει.
Επόμενος σταθμός της επιστημονικής ακτινοβολίας του μουσείου, είναι η έκθεση στο μουσείο, εν είδει δανείου, των ευρημάτων των ανασκαφών του Μαρινάτου στη Σαντορίνη. Το 1976, τα ευρήματα της υπηρεσίας εναλίων αρχαιοτήτων και τα ευρήματα του Ζακ Υβ Κουστό του ναυαγίου των Αντικυθήρων που ήρθαν στο φως, πηγαίνουν στο Μουσείο για τη συντήρηση και τη φύλαξή τους.
Απόκρυψη του Εφήβου των Αντικυθήρων. Ιανουάριος 1941 στο Μουσείο |
Με το σεισμό του 1999 κλείνει ο πρώτος όροφος του μουσείου που έχει υποστεί φθορές, ενώ με την έκθεση «Εύθραυστη πολυτέλεια», κλείνει τις πόρτες του το 2002 και αρχίζουν οι εργασίες ανακαίνισης. Τα αρχαία εγκιβωτίζονται ξανά, θυμίζοντας την απόκρυψη του 1940, ενώ στις αποθήκες οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν έξι σκελετούς που ταυτοποιήθηκαν ότι είναι από το τάφο 6 του κύκλου Α’ των μυκηναϊκών ανασκαφών και θεωρούνταν χαμένοι από την εποχή του πολέμου.
Το 2004 το μουσείο ανοίγει ξανά. Τότε, συμβολικά, ο διευθυντής του Νίκος Καλτσάς βάζει σε ένα μέρος του κτιρίου ένα πέταλο και ένα νόμισμα του ενός ευρώ. Το κοινό αντιμετώπισε ένα «διαφορετικό» μουσείο φτιαγμένο με τον αφαιρετικό τρόπο της Σέμνης Καρούζου.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ιστορία του μουσείου μοιάζει με θαύμα. Επανεξέθεσε το σύνολο των Συλλογών του δύο φορές μέσα στα τελευταία 65 χρόνια, με δεκάδες χιλιάδες αρχαιότητες σε προθήκες και διακόσιες χιλιάδες καταγεγραμμένες στις αποθήκες του. Έχει εξυπηρετήσει χιλιάδες διαφορετικές μελέτες ειδικών επιστημόνων από όλο τον κόσμο, καθώς και δεκάδες περιοδικές εκθέσεις, ενώ εκπονεί και παρουσιάζει αναρίθμητα εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές και βέβαια, δέχεται ετησίως πολλές εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες.
Το μεγαλειώδες «Παιδί με το Άλογο» |
Οι εκθεσιακοί χώροι του Μουσείου καλύπτουν μια έκταση 8.000 τ.μ. στην οποία στεγάζονται οι πέντε μόνιμες συλλογές του. Η πρώτη από αυτές τις συλλογές είναι η Συλλογή Προϊστορικών Αρχαιοτήτων, που περιλαμβάνει έργα των μεγάλων πολιτισμών που αναπτύχθηκαν στο Αιγαίο από την 6η χιλιετία έως το 1050 π.Χ. (νεολιθικού, κυκλαδικού και μυκηναϊκού) και ευρήματα από τον προϊστορικό οικισμό της Θήρας. Η δεύτερη είναι η Συλλογή Έργων Γλυπτικής, που παρουσιάζει την εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής από τον 7ο αι. π.Χ. έως τον 5ο αι. μ.Χ., μέσα από μοναδικά έργα τέχνης. Αξιόλογα δείγματα των πλαστικών τεχνών κατά την αρχαιότητα παρουσιάζει η Συλλογή Αγγείων και Μικροτεχνίας, που περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά έργα της αρχαίας ελληνικής κεραμικής από τον 11ο αι. π.Χ. έως και τη ρωμαϊκή εποχή, καθώς και τη Συλλογή Σταθάτου, μια διαχρονική συλλογή μικροτεχνημάτων. Η Συλλογή Έργων Μεταλλοτεχνίας με πολλά μοναδικά πρωτότυπα έργα, αγάλματα, ειδώλια και έργα μικροτεχνίας. Τέλος, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο φιλοξενεί τη μοναδική για την Ελλάδα Συλλογή Αιγυπτιακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων με έργα τέχνης, που χρονολογούνται από την προδυναστική περίοδο (5000 π.Χ.) έως και τους χρόνους της ρωμαϊκής κατάκτησης.
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μουσείο, είναι τόπος αναφοράς των κατοίκων της πόλης. Είναι το σπουδαιότερο ελληνικό μουσείο χωρίς αμφιβολία, ένας μεγάλος θησαυρός σαν ακατέργαστο πετράδι. Το αίτημα όλων είναι να γίνει ένα μουσείο του 21ου αιώνα. Και αυτό θα συμβεί όταν πρώτη η πολιτική ηγεσία αντιληφθεί την αναγκαιότητα αυτή. Την προσαρμογή του στις νέες απαιτήσεις της εποχής, της επιστήμης, της τεχνολογίας, της επικοινωνίας. Η πολυσυζητημένη «εξωστρέφεια», για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σημαίνει μόνο ένα: Να μπει ένα από τα σπουδαιότερα αρχαιολογικά μουσεία του κόσμου στη λίστα με τα δέκα καλύτερα. Θα ήταν το καλύτερο δώρο για τα 150 του χρόνια.
Πηγή: Αργ. Μποζώνη, ελculture
Δεν υπάρχουν σχόλια