Ένας σπουδαίος Έλληνας νομισματολόγος και επιγραφολόγος ο Ιωάννης Τουράτσογλου αναγορεύεται την Πέμπτη 25 Μαΐου 12 μ. επίτιμος διδάκτο...
Ένας σπουδαίος Έλληνας νομισματολόγος και επιγραφολόγος ο Ιωάννης Τουράτσογλου αναγορεύεται την Πέμπτη 25 Μαΐου 12 μ. επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας Αρχαιολογίας (αίθουσα τελετών «Αλέξανδρος Παπαναστασίου» ) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Πρόκειται για μια οφειλόμενη τιμή σε έναν απόφοιτο με άριστα από το Τμήμα αυτό του ΑΠΘ, έναν διαπρεπή αρχαιολόγο, γνωστό για την ευρυμάθειά του και το σπιρτόζικο πνεύμα του, τον πρώην διευθυντή του Νομισματικού Μουσείου.
Ο Ιωάννης Τουράτσογλου γεννήθηκε το 1940 στη Θεσσαλονίκη από γονείς Κωνσταντινοπολίτες. Εισήλθε τον Μάρτιο του 1967 στην Αρχαιολογική Υπηρεσία όπου υπηρέτησε επί μια 35ετία σε διάφορες θέσεις. Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο και έχει λάβει πολλές τιμές και διακρίσεις. Με αφορμή την έκδοση ενός τόμου προς τιμήν του, μας είχε δώσει μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του για την «Ελευθεροτυπία». Γι' αυτό την παραθέτουμε εδώ ολόκληρη.
«Υπουργοί Πολιτισμού πέρασαν σαν να μην υπήρξαν»
Ένας σπουδαίος επιστήμονας μπορεί να είναι γοητευτικά αντισυμβατικός. Ένας δημόσιος λειτουργός αξίζει να θεωρείται επικίνδυνος για «εισαγωγή καινών δαιμονίων». Ο νομισματολόγος και επιγραφολόγος Ιωάννης Τουράτσογλου είναι όλα αυτά μαζί. Οι συνάδελφοί του τιμούν τα 35 χρόνια του στην Αρχαιολογική Υπηρεσία με την έκδοση «Κερμάτια Φιλίας». Κι εμείς του ζητήσαμε τη συνέντευξη που αρνιόταν πεισματικά όταν διηύθυνε το Νομισματικό Μουσείο και ξεχώριζε ανάμεσα στα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
Θεσσαλονικιός, από γονείς Κωνσταντινουπολίτες, μεγάλωσε ανάμεσα στην πλατεία Διοικητηρίου και την πλατεία Δικαστηρίων στη χωμάτινη (τότε) οδό Ολύμπου. Διαπρεπής νομισματολόγος και επιγραφολόγος, πολύγλωσσος, ποιητής, ευρυμαθέστατος, πάνω από όλα άνθρωπος καλού γούστου, ευγενής και ευφυής, ο Ιωάννης Τουράτσογλου ξεχώριζε όπου τον συναντήσαμε. Είτε ως διευθυντής του Νομισματικού Μουσείου, είτε ως μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, όπου διασκέδαζε την πλήξη του σκιτσάροντας τα πορτρέτα των παρισταμένων συναδέλφων του.
Πάντα σοβαρός, αντισυμβατικός, «ξεχώριζε από παιδί», λέει ένας φίλος του από παλιά, ο βυζαντινολόγος Χαράλαμπος Μπακιρτζής που τον θυμάται από το άγριο παιχνίδι στην αλάνα της γειτονιάς. «Άριστος μαθητής, ξεχώρισε στο σχολικό συγκρότημα τα 4ου Γυμνασίου Αρρένων, άριστος φοιτητής στο Ιστορικό Αρχαιολογικό της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, προκαλούσε το ενδιαφέρον των νεωτέρων κυρίως για το χάρισμά του να επικοινωνεί άνετα με καθηγητές και τους γνωστότερους φοιτητές», γράφει ο κ. Μπακιρτζής σκιαγραφώντας τον άνθρωπο και το έργο του στο εισαγωγικό σημείωμα δύο τόμων 1.200 σελίδων (συνολικού βάρους 6,5 κιλών!) που μόλις κυκλοφόρησαν προς τιμήν του.
Η μνημειώδης αυτή έκδοση με τον τίτλο «Κερμάτια Φιλίας» (κερμάτια=μικροπράγματα) οργανώθηκε από δυο-τρεις (από τους πολυπληθείς) φίλους του. Από τον Χαράλαμπο Κριτζά, πρώην διευθυντή του Επιγραφικού Μουσείου, την καθηγήτρια Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Στέλλα Δρούγου και τη διευθύντρια του Νομισματικού Μουσείου Δέσποινα Ευγενίδου. Εκατό επιστήμονες από την Ελλάδα και το εξωτερικό, έσπευσαν να ανταποκριθούν στο κάλεσμά τους (άλλοι τόσοι έμειναν παραπονούμενοι) και να προσφέρουν τον πνευματικό οβολό τους, αφιερώνοντάς του μια μελέτη για τη συμπλήρωση 35 χρόνων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Αυτή ακριβώς ήταν η αφορμή γι’ αυτή τη συνέντευξη, που είναι μάλλον η μοναδική που δέχθηκε ποτέ να δώσει.
Δεν είναι βαρύ το φορτίο να κλείνει κανείς 35 χρόνια στην Αρχαιολογική Υπηρεσία;
«Δεν θα ήθελα να γκρινιάξω κοιτάζοντας προς το πίσω. Νομίζω ότι είναι κέρδος για οποιονδήποτε έχει υπηρετήσει σε μια δημόσια υπηρεσία με επιστημονικό χαρακτήρα, όταν ορισμένες αρχές του έχουν γίνει αποδεκτές και συνεχίζουν να εφαρμόζονται και μετά την αποχώρησή του».
Εσείς, ένας μάλλον αντισυμβατικός άνθρωπος, πώς καταφέρατε να δημιουργήσετε μέσα από μια δημόσια υπηρεσία;
«Γιατί δεν έβλεπα την υπηρεσία ως καταναγκαστικά έργα».
Διαβάζω ότι ο Γεώργιος Μπακαλάκης σας μύησε στη Νομισματική και ο Μανόλης Ανδρόνικος στην Επιγραφική. Ξέρω όμως ότι έχετε ασχοληθεί και με τη γλυπτική και τα βυζαντινά. Εσείς, πού αισθάνεστε ότι ανήκει κυρίως ο εαυτός σας;
«Έχω αρνηθεί να βλέπω το φαινόμενο πολιτισμός, είτε είναι σύγχρονος, είτε αρχαίος, ως ένα κομμάτι, αλλά στην ολότητά του».
Η ενασχόλησή σας όμως με διάφορα θέματα δεν ήταν ένας κατακερματισμός;
«Αντίθετα. Είναι αρχαιογνωσία και, μάλιστα, με ουμανιστική διάθεση. Το ένα συμπληρώνει το άλλο, παρ’ όλο που φαίνονται ετερόκλητα».
Πού νιώθετε καλύτερα;
«Στον εαυτό μου. Δεν κάνω τον καμπόσο, ούτε τον ξερόλα. Εκείνος που θα πει «τα ξέρω όλα», είναι απλώς βλαξ. Αλλωστε παρά πολλές φορές η λεγόμενη εξειδίκευση οδήγησε στην αποχαύνωση. Στοιχείο της εποχής μας είναι η σύνθεση. Τι θέλω να πω; Μπορείς να εξηγήσεις τον 5ο αιώνα του Περικλή χωρίς να γνωρίζεις τα πολιτικά πιστεύω εκείνης της εποχής, χωρίς να μελετήσεις τη φιλοσοφία, τα κείμενα των σύγχρονων του τραγικών και κωμικών, όπως επίσης τις επιγραφές; Τίποτα δεν γίνεται με παρθενογένεση και τίποτα δεν δημιουργείται μέσα σε μια Σαχάρα».
Η Αρχαιολογία πως προέκυψε στη ζωή σας;
«Από το Γυμνάσιο μου άρεσε, δεν ξέρω για ποιο λόγο, προφανώς ρομαντικό. Σπούδασα στη Θεσσαλονίκη, τότε που οι σπουδές ήταν σπουδές με καθηγητές τον Γεώργιο Μπακαλάκη, τον Μανόλη Ανδρόνικο, τον Ιωάννη Κακριδή… για να περιοριστώ σε λίγους. Από νωρίς έμαθα ξένες γλώσσες γιατί έβλεπα πως χωρίς αυτές δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Υπήρχε η δυνατότητα τότε να γίνεις μέτοχος πολλών και ποικίλων γνώσεων. Βέβαια, δεν μετρούσες τις γνώσεις με τον αριθμό των σελίδων, ούτε με αποστήθιση».
Ξεκινήσατε από φοιτητής εργαζόμενος ένα καλοκαίρι στο Νομισματικό Μουσείο. Και μετά την περιπλάνησή σας σε άλλες Εφορείες, με πρώτη της Βέροιας, κλείσατε πάλι την καριέρα σας ως διευθυντής στο Νομισματικό. Τώρα, αισθάνεστε πως εκείνο το ρομαντικό εφηβικό σας όνειρο δικαιώθηκε;
«Την εποχή της Βέροιας θα άξιζε να τη δουν οι νεότεροι αρχαιολόγοι σε μια κινηματογραφική ταινία. Γιατί μερικά από αυτά που σήμερα θεωρούμε δεδομένα, τότε δεν υπήρχαν. Δηλαδή, για να κάνεις μια αυτοψία, μπορεί να έπρεπε να πάρεις γαϊδουράκι ή να πεζοπορήσεις ώρες. Επρεπε να επιτελέσεις το καθήκον σου δίχως αυτοκίνητο, δίχως fax και e-mail. Κοιτώντας πίσω έχω να πω ότι η εποχή μας πάσχει από πολύ ελεύθερο χρόνο, τον οποίο δυστυχώς καλύπτουν άλλοι για σένα. Ισως γι’ αυτό είμαστε και τόσο μόνοι.
Βρεθήκατε όμως σε αρκετές θέσεις ευθύνης και διεκδικήσατε κι εσείς αξιώματα, όπως λ.χ. του γεν. διευθυντή Αρχαιοτήτων. Εκείνη η αποτυχία σάς πίκρανε;
«Μπαααα…Ούτως ή άλλως αποτυχημένος θα ήμουν… Κάποτε, ξέρετε, ήμουν υποψήφιος για μια θέση στο Πανεπιστήμο Κρήτης. Δεν με έκριναν ικανό, λέγοντας ότι «θα εισάγω καινά δαιμόνια». Επειτα με έπαιρναν τηλέφωνο κάποιοι εκλέκτορες και μου έλεγαν «Μα, πώς έγινε αυτό;», «δεν θέλαμε να εξελιχθεί έτσι», «να ξανακάνουμε προκήρυξη μόνο για σένα…». Κι εγώ τους απάντησα κάπως αγενώς: «μα εσείς κριθήκατε. Δεν χρειάζεται να ξανακριθείτε!». Στην πραγματικότητα δεν ξέρω αν θα είχα να προσφέρω πολλά σε αυτόν τον χώρο».
Γιατί το λέτε αυτό; Η σχέση με τους νέους ανθρώπους μπορεί να είναι δημιουργική και αμφίδρομα καρποφόρα.
«Όντως, αλλά ούτε εσύ είσαι μηχανή, ούτε οι φοιτητές μια ανοικτή χοάνη που ρίχνεις μέσα τις γνώσεις σαν τσιμέντο. Οι νέοι πρέπει να έχουν ανησυχίες, κι όχι μόνο αυτές της νιότης τους. Πιστεύω πως έχεις να μάθεις από τους νέους και κυρίως να δείς ότι εκείνο που σε ακολουθεί, είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από εκείνο που προϋπήρξε. Αυτός είναι ένας διαρκής αγώνας και από τις δύο μεριές. Και δεν ξέρω αν έχουν τη διάθεση να αγωνιστούν, ιδίως εκείνοι που δηλώνουν επαναστάτες. Με απογοητεύουν γιατί γίνονται οι χειρότεροι υποστηρικτές συστημάτων. Αλίμονο, λοιπόν, στην επανάσταση που εγκαθιδρύεται. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο στα πολιτικά συστήματα».
Έκπληξη ή απογοήτευση έχετε εισπράξει από τους κατά καιρούς πολιτικούς προϊσταμένους σας;
«Ορισμένοι πέρασαν σαν να μην υπήρξαν. Ούτε καν ως διεκπεραιωτές».
Υπήρξε κάποιος που έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον για τον πολιτισμό;
«Δεν είμαι σίγουρος ότι άκουγαν πάντοτε. Κι εγώ δεν ήμουν σε αυτούς που θα τους ενημέρωναν. Ήθελα πάντα να είμαι στην ομάδα έκπληξης και αναφοράς σε δύσκολα θέματα, αυτά που οι πολιτικοί λένε πως έχουν «πολιτικό κόστος» και εννοούν βέβαια «κομματικό κόστος» γιατί η πολιτική δεν φταίει σε τίποτα. Θα προτιμούσα, πάντως, να ήταν πιο συμμετοχική η δημοκρατία μας. Να έχουν μεγαλύτερη υπευθυνότητα όλοι οι πολίτες και οι δημόσιοι υπάλληλοι φυσικά. Στην Ελλάδα, πολύ φοβάμαι, οι πολίτες σπανίζουν. Αλλιώς θα προσέχαμε πού ρίχνουμε τα σκουπίδια, πού ορθώνουμε μια πολυκατοικία στερώντας τον αέρα από τους γύρω. Η τρύπα του όζοντος στη συνείδησή μας είναι πολύ μεγάλη».
Ποια ήταν η καλύτερη στιγμή στην καριέρα σας;
«Όταν έφυγα. Αστειεύομαι, φυσικά. Ωστόσο, το σύστημα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται τους χρήσιμους ανθρώπους και μετά την απόσυρσή τους, μετά τη συνταξιοδότησή τους, όχι βέβαια κόβοντας θέσεις από τους νέους. Ωστόσο με απογοητεύει το ότι τόσα χρόνια δεν είδα μια βελτίωση που να προτρέχει των επιτευγμάτων του καιρού. Το να έχω έναν κομπιούτερ, που έχουν οι πάντες στο γραφείο τους, είναι αναμενόμενο. Γιατί όμως να μην υπάρχει ένας προγραμματισμός με κάποια διάρκεια; Για παράδειγμα: αποφασίζεται να ιδρυθεί ένα μουσείο κάπου, επειδή το θέλουν οι τοπικοί παράγοντες.
Ερχεται ο δήμος και χαρίζει το οικόπεδο, που βρίσκεται συνήθως στο μέσον του πουθενά. Δεν προηγείται μελέτη σκοπιμότητας, δεν εξετάζεται αν υπάρχει δυνατότητα στελέχωσής του με το απαραίτητο προσωπικό, ούτε καν η δυνατότητα πρόσβασης με μέσα μαζικής μεταφοράς. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Οταν γινόταν το Νομισματικό Μουσείο είχα σκεφθεί να βάλω γιγαντοαφίσες στα τρόλεϊ. Μου ζήτησαν γι’ αυτό 5 εκατ. δραχμές, αλλά στον προϋπολογισμό μας δεν υπήρχε για προβολή ούτε δραχμή. Μη βλέπετε τώρα που υπάρχουν χορηγοί… Αλλά και πάλι, νομίζετε πως μπορεί να συναγωνιστεί ένα κρατικό μουσείο το «Μπενάκη», για παράδειγμα, που καλύπτει τα μισά λειτουργικά του έξοδα από το κυλικείο;».
Τι θέση έχει η ποίηση και το χρήμα στη ζωή ενός νομισματολόγου;
«Η ζωή είναι ένα ποίημα. Αλλοι το διαβάζουν κι άλλοι το ζουν. Οσο για τον ποιητικό λόγο, δεν τον ξεχωρίζω από τον πεζό. Αν προσέξτε, πολλά από τα επιστημονικά μου κείμενα έχουν μια ποιητική χροιά. Κι επειδή δεν μπορείς να τεμαχίσεις την ψυχή ενός ανθρώπου, θέλω να πιστεύω ότι δεν θα μπορούσα να κατηγορηθώ για άσκοπο τεμαχισμό του εαυτού μου».
Πηγή: Ν. Κοντράρο-Ρασσιά, EnetPress
Δεν υπάρχουν σχόλια