Θραύσμα μελανόμορφου κανθάρου από την Ακρόπολη της Αθήνας με ίχνη καύσης, όπου εικονίζεται ο Αχιλλέας να χαϊδεύει ένα από τα άλογα του...
Oταν ο περιηγητής και γεωγράφος Παυσανίας, που έζησε τον 2ο αιώνα, επισκέφθηκε την Αθήνα, έγραψε τις εντυπώσεις του στα Αττικά. Κατά την επίσκεψή του στην Ακρόπολη, το βλέμμα του τράβηξαν κάποια παλιά χάλκινα αγάλματα της Αθηνάς. Δεν ήταν η ομορφιά που τον έκανε να τα παρατηρήσει πιο προσεκτικά, αλλά τα μελανά τους σημάδια. «Επέλαβε γαρ και ταύτα η φλοξ», όπως έγραψε στο ημερολόγιό του. «Τα είχε πάρει και αυτά η φλόγα», παρατηρούσε ο γεωγράφος, όταν ο βασιλιάς είχε κυριέψει την πόλη που είχε ερημώσει από τον αξιόμαχο πληθυσμό της.
Ο βασιλιάς που αναφέρει ο Παυσανίας δεν ήταν άλλος από τον Ξέρξη, ο οποίος έξι αιώνες πριν από την επίσκεψη του περιηγητή, πυρπόλησε την αρχαία πόλη της Αθήνας και την έκαψε συθέμελα. Τότε σημειώνεται και η πρώτη μεγάλη εκκένωση πόλης της αρχαιότητας για τη διάσωση του πληθυσμού της, την οποία περιγράφει ο Πλούταρχος στο «Βίοι Παράλληλοι». Η φωτιά ήταν και τότε ο εχθρός μιας κατοικημένης και καταπράσινης περιοχής, όχι ως φαινόμενο φυσικής καταστροφής αλλά ως πράξη πολέμου.
Κι όμως, ο πόνος από την αναγκαστική εγκατάλειψη των εστιών των ανθρώπων είναι διαχρονικός, όπως παρατηρεί στην «Κ» η δρ Μαρία Λαγογιάννη, αρχαιολόγος και πρώην διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ). «Οι εικόνες που βλέπουμε τώρα με τους ανθρώπους που φεύγουν από τα σπίτια τους λόγω της φωτιάς είναι εικόνες που έχουν ζήσει κι άλλοι πριν από εμάς. Ο πόνος είναι κοινός», σημειώνει.
Στην έκθεση «Οι μεγάλες νίκες. Στα όρια του μύθου και της Ιστορίας», που παρουσιάζεται στο ΕΑΜ και ξεκίνησε πριν από την πρόσφατη συνταξιοδότηση της κ. Λαγογιάννη, το βάρος πέφτει στις νίκες των αρχαίων Ελλήνων στη Μάχη των Θερμοπυλών και τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας κατά τους Περσικούς Πολέμους. Στις οκτώ ενότητες της έκθεσης παρουσιάζονται διάφορα επεισόδια από τις μάχες εναντίον των Περσών και αντικείμενα, όπως το κράνος του Μιλτιάδη, οι αιχμές βελών από το πεδίο της μάχης στις Θερμοπύλες, η πολεμική εξάρτυση των οπλιτών, αλλά και θραύσματα αγγείων και αγάλματα με τα ίχνη της φωτιάς πάνω τους από την πυρπόληση της Αθήνας.
Οι Αθηναίοι, όμως, αρνούνταν να εγκαταλείψουν την πόλη τους. «Οι πολλοί χαλεπώς ήκουον», γράφει ο Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής – Κάμιλος, εκδ. Ζήτρος), το νέο της εκκένωσης, «γιατί αν έχαναν τα ιερά των θεών και τους τάφους των πατέρων τους, ούτε τη νίκη χρειάζονταν ούτε τη σωτηρία τους αναγνώριζαν». Η άρνησή τους να φύγουν για να σωθούν ήταν τόσο μεγάλη που ο Θεμιστοκλής αναγκάστηκε να τους πείσει χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα, «παρουσιάζοντας σε αυτούς θεϊκά σημάδια και χρησμούς». Αρχικά, τους έπεισε ότι ο ιερός «δράκοντας» της θεάς Αθηνάς εγκατέλειψε τον σηκό του ναού, πράγμα που σήμαινε ότι και η προστάτιδα θεά έφυγε από την πόλη και άρα έπρεπε και εκείνοι να κάνουν το ίδιο. Επειτα προσπαθούσε να επηρεάσει τον λαό λέγοντας ότι τα ξύλινα τείχη της πόλης «μηδέν άλλον δηλούσθαι» αλλά τα πλοία και την πορεία προς τη Σαλαμίνα. Οταν πια αποδέχτηκαν και ψήφισαν υπέρ της εκκένωσης της Αθήνας, οι ηλικιωμένοι, οι γυναίκες και τα παιδιά μεταφέρθηκαν στην Τροιζήνα, στην οποία τους έκαναν δεκτούς και τους φρόντισαν με δημόσια δαπάνη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η δραματική περιγραφή του Πλούταρχου, σημειώνει η κ. Λαγογιάννη, καθώς όλη η Αθήνα μπαίνει στα πλοία για να φύγει: «Εκπλεούσης δε της πόλεως», γράφει ο ιστορικός και όπως σημειώνει στα σχόλια της έκδοσης του Ζήτρου ο Γιώργος Ράπτης, ο Πλούταρχος προσωποποιεί την Αθήνα που «εκπλέει» στο σύνολό της προς την Τροιζήνα και ερημώνει πριν από την εισβολή του Ξέρξη.
Ο σκύλος του Ξανθίππου
Ενα από τα πιο συγκινητικά αποσπάσματα του «Θεμιστοκλή» είναι εκείνο που αναφέρεται στην πίστη των ζώων στους κηδεμόνες τους την ώρα πριν από τη μεγάλη καταστροφή. «Τα ήμερα ζώα των σπιτιών τους», γράφει ο Πλούταρχος, «έτρεχαν κι αυτά μαζί κλαψουρίζοντας και ακολουθώντας τα αφεντικά τους που επέβαιναν στα πλοία». Ο σκύλος του Ξανθίππου, όμως, πατέρα του Περικλή, δεν άντεξε τον αποχωρισμό και έπεσε στη θάλασσα. Ο σκύλος κολυμπώντας ακολούθησε την τριήρη που μετέφερε τον Ξάνθιππο μέχρι τη Σαλαμίνα και μόλις έφτασε έχασε τις αισθήσεις του και ξεψύχησε.
Για τους αρχαίους Ελληνες η οικολογία και ο σεβασμός στο περιβάλλον εκφράζονταν μέσα από τους μύθους και τους νόμους. Η σύνδεση της Αθήνας με τη θεά Αθηνά και την ελιά, η αυστηρή νομοθεσία που επέβαλε τη θανατική ποινή σε όποιον έκοβε τα ιερά ελαιόδεντρα, οι απαγορεύσεις για την κοπή κλαδιών και δένδρων στα ιερά του Απόλλωνα, η πεποίθηση ότι τα δένδρα ήταν έμψυχα όντα και κατοικίες των νυμφών, δείχνουν τη σχέση της ζωής των αρχαίων με τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος. «Η φωτιά, η περιβαλλοντική καταστροφή ερμηνεύεται ως έσχατη εκδίκηση του εχθρού και τεκμηριώνεται σε συνθήκες πολέμου», μας λέει η κ. Λαγογιάννη και μας θυμίζει τον θρήνο της Εκάβης στις Τρωάδες, που ζητούσε να πεθάνει μέσα στις φλόγες παρά να εγκαταλείψει την Τροία που καιγόταν.
Οπως είπαμε και στην αρχή, ο πόνος του ανθρώπου όταν καλείται να εγκαταλείψει το σπίτι του και τον τόπο του είναι διαχρονικός. Αν κάτι μας δείχνει η αρχαία Ιστορία και μπορεί να σταθεί σαν σημάδι ελπίδας για να καταπραΰνει τον πόνο όσων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για να σωθούν από τις πρόσφατες πυρκαγιές, είναι η επόμενη μέρα και η δύναμη ψυχής του ανθρώπου. Η πυρπόληση της Αθήνας από τον Ξέρξη και έπειτα από τον Μαρδόνιο οδήγησε στην ανοικοδόμηση της πόλης από τους ίδιους τους Αθηναίους, που είχαν σωθεί χάρη στον Θεμιστοκλή. Το 477 π.Χ., δύο χρόνια μετά τις Πλαταιές, οι Αθηναίοι έστησαν στη μέση της Αγοράς τα αγάλματα των δύο Τυραννοκτόνων, ο Αισχύλος δίδαξε τους Πέρσες και ο Περικλής ξεκινούσε ένα μεγάλο πρόγραμμα ανοικοδόμησης με το οποίο χτίστηκε, μεταξύ άλλων, ο Παρθενώνας. Αρκεί να υπάρχει σχέδιο.
Πηγή: Σ. Ιωαννίδης, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια