Τμήμα γύψινου τόξου με ανάγλυφη διακόσμηση, άρτια δουλεμένη, αν και φθαρμένη κατά τόπους. Η άντυγα του τόξου, δηλαδή η εσωτερική κοίλη επιφά...
Τμήμα γύψινου τόξου με ανάγλυφη διακόσμηση, άρτια δουλεμένη, αν και φθαρμένη κατά τόπους. Η άντυγα του τόξου, δηλαδή η εσωτερική κοίλη επιφάνειά του, κοσμείται με σειρά πεντάφυλλων ανθεμίων που περιβάλλονται από πλαίσια σε μορφή βλαστού. Στην όψη του μετώπου διαμορφώνονται σε δύο επίπεδα δύο ζώνες. Η μικρότερη φέρει διακόσμηση αλυσοειδούς πλέγματος, ενώ η μεγαλύτερη είναι ημιτελής. Μία αυλάκωση ορθογώνιας διατομής σχηματίζεται στην πίσω πλευρά.
Στο Βυζαντινό Μουσείο Ιωαννίνων εκτίθεται μία σειρά αναγλύφων κατασκευασμένων από γύψο με εξαιρετικά επιμελημένη επεξεργασία, τα οποία προέρχονται από διάφορους βυζαντινούς ναούς της Ηπείρου. Αποτελούν κυρίως τμήματα πεσσίσκων τέμπλου, επιστυλίων, θωρακίων, τοξωτών υπέρθυρων κ.α. που χρονολογούνται στην υστεροβυζαντινή περίοδο και αποτελούν ένδειξη για την ευρεία διάδοση της διακόσμησης αυτής στην Ήπειρο, τουλάχιστον κατά τον 13ο αι. Η εξέτασή τους αποκαλύπτει την ύπαρξη κοινών προτύπων με τα αντίστοιχα μαρμάρινα ανάγλυφα της ίδιας περιόδου.
Η χρήση του γύψου, γνωστή ήδη στην αρχαία Αίγυπτο και αργότερα στην κλασική, ελληνιστική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, επιβιώνει και κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Στον ελλαδικό χώρο, τα παλαιότερα βυζαντινά ανάγλυφα κατασκευασμένα από γυψοκονίαμα χρονολογούνται στον 10ο αι. Το υλικό αυτό είναι ξηρή σκόνη γύψου αναμεμειγμένη με νερό, από την οποία προκύπτει μία πλαστική μάζα. Αυτή, στη συνέχεια, μπαίνει σε καλούπια για να πάρει την επιθυμητή μορφή , αποκτώντας ταυτόχρονα ιδιαίτερη σκληρότητα σε μικρό χρονικό διάστημα. Κατά τη βυζαντινή εποχή η τεχνική εξελίσσεται με την προσθήκη οπλισμού στο εσωτερικό των αναγλύφων, συνήθως ξύλινου ή από καλάμια, για μεγαλύτερη ευστάθεια, ενώ φθάνει σε υψηλό επίπεδο με την κατασκευή αναγλύφων δύο επιπέδων. Στην Ήπειρο η χρήση γύψινων κατασκευών πρέπει να ήταν διαδομένη και πιθανόν σχετιζόταν με την οικονομική κατάσταση των δωρητών - αφού τα μαρμάρινα γλυπτά είχαν μεγαλύτερο κόστος - καθώς και με τη γενικότερη έλλειψη μαρμάρου. Για τους ίδιους λόγους ο γύψος προτιμάται και σήμερα στην κατασκευή διακοσμητικών ή και δομικών στοιχείων αντί του μαρμάρου ή λίθου.
Το γύψινο τόξο 590 προέρχεται από τον υστεροβυζαντινό ναό των Ταξιαρχών στην Κωστάνιανη Ιωαννίνων, ο οποίος αποτελεί το μοναδικό μνημείο βυζαντινής περιόδου στον νομό Ιωαννίνων που έχει διατηρήσει πλήρως τον εικονογραφικό του διάκοσμο.
Αρ. καταγραφής: 590
Χρονολόγηση: 13ος αι.
Μέγιστες σωζόμενες διαστάσεις: 0,42 (μήκος) Χ 0,22 (πλάτος) Χ 0,14 (ύψος)
Ναός Ταξιαρχών, Κωστάνιανη Ιωαννίνων
Σταματία Κορτζή
Αρχαιολόγος Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων
Πηγή: Στ. Κορτζή, Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια