Η εικόνα που έχουμε για το παρελθόν δεν είναι στατική. Αλλάζει ανάλογα με τις αντιλήψεις των ειδικών και του κοινού για την ιστορική ‘...
Η εικόνα που έχουμε για το παρελθόν δεν είναι στατική. Αλλάζει ανάλογα με τις αντιλήψεις των ειδικών και του κοινού για την ιστορική ‘αξία’ της κάθε περιόδου και επηρεάζεται από το τι επιλέγουμε κάθε φορά να προβάλουμε σε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους κτλ. Οι επιλογές αυτές δε βασίζονται αποκλειστικά σε επιστημονικά κριτήρια. Συχνά έχουν αισθητικά, ιδεολογικά ή πολιτικά συμφραζόμενα.
Στην Ελλάδα η ιδεολογική υπεροχή της ‘αρχαιότητας’ θεωρείται αξιωματική. Αυτό συχνά οδηγεί σε μια υποβάθμιση πιο πρόσφατων περιόδων της ιστορίας, ενίοτε δε και της σύγχρονης πολιτιστικής δημιουργίας. Ωστόσο, τελευταία ακούγονται φωνές που διεκδικούν μια πιο διαλεκτική σχέση μεταξύ αρχαίας και νεώτερης κληρονομιάς. Στη συζήτηση αυτή θα διερευνηθούν τα αξιολογικά κριτήρια που καθορίζουν την πολιτισμική διαχείριση σε επίπεδο νομοθεσίας, αρχαιολογικής πρακτικής και ιδεολογίας και οι αλλαγές που έχουν συμβεί από τον 19ο αιώνα έως σήμερα. Μερικά από τα ερωτήματα που θα τεθούν είναι τα εξής:
- Πώς επιλέγουμε τι είναι σημαντικό να αναδειχθεί σε έναν αρχαιολογικό χώρο ή ένα μουσείο και τι όχι;
- Γιατί κάποιες ιστορικές περίοδοι αντιμετωπίζονται ως ‘υποδεέστερες’ από άλλες;
- Τι έχει αλλάξει στο νόμο και την αντίληψη του κοινού στη διάρκεια του χρόνου;
- Πώς συνδυάζεται η προστασία των μνημείων με τη ζωντανή λειτουργία μια πόλης;
- Πώς αποτιμούμε σήμερα μεγάλης έκτασης αρχαιολογικά έργα εντός του αστικού ιστού, όπως η ανασκαφή της αρχαίας Αγοράς σε μια πρώην πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Πλάκας;
Ο επίκουρος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δημήτρης Πλάντζος καταθέτει σκέψεις για την πολιτισμική διαχείριση με αφορμή τη συζήτηση «Πόσο αρχαίο είναι το παρελθόν;» στην οποία συμμετέχει στις 16/3 (7 μ.μ. ), στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Αν κοιτάξουμε γύρω μας, στις πόλεις που ζούμε, θα συναντήσουμε σαφή ίχνη από αυτό που ονομάζουμε «παρελθόν». Ίσως να πρόκειται για «αρχαιότητες» ηλικίας χιλιάδων χρόνων ή για «βυζαντινά», που χρονολογούνται μερικούς αιώνες πριν, αλλά και για «νεοκλασικά» εκατό ή εκατόν πενήντα χρόνων. Η διατήρηση αυτών των υλικών καταλοίπων δεν είναι τυχαία. Έχουν επιλεγεί μέσα από πολύπλοκες, αν και συχνά αυτοσχέδιες, διαδικασίες που τα καθόρισαν εν τέλει ως άξια λόγου, ως «μνημεία» της καθημερινότητάς μας. Και αυτό δεν αποτελεί ελληνικό προνόμιο, αφού σε κάθε χώρα του κόσμου παρατηρείται λίγο-πολύ η ίδια διαδικασία, η ίδια συστηματική προσπάθεια να επενδυθεί το παρόν με εύγλωττα ίχνη του παρελθόντος.
Ποιο είναι, όμως, αυτό το παρελθόν;
Για την Ελλάδα, τα πράγματα ήταν μάλλον εύκολα: γενναιόδωρες δόσεις κλασικής αρχαιότητας, τόσο αγαπητής στους Φιλέλληνες ώστε να λειτουργήσει ως κίνητρο του ίδιου του φιλελληνισμού τους. Από μια στιγμή και μετά, και Βυζάντιο, όσο και Νεοκλασικισμός, αγαπητός σε εμάς λόγω των έντονων αναφορών του στο ελληνορωμαϊκό αρχιτεκτονικό ιδίωμα. Καθώς όμως οι δεκαετίες περνούν, και ο τραυματικός εικοστός αιώνας των δύο παγκοσμίων πολέμων και των αμέτρητων εθνικών περιπετειών δίνει τη θέση του στον εικοστό πρώτο, που μοιάζει ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του να εξελίσσεται σε αιώνα αναμέτρησης με την πολυπόθητη ευρωπαϊκή σύγκλιση, το παρελθόν μοιάζει διαρκώς να … μεγαλώνει.
Ενώ κάποτε ως αξιομνημόνευτο, «ιστορικό» παρελθόν θεωρούνταν η αρχαιότητα και ο μεσαίωνας, σήμερα τείνουμε να μνημειοποιήσουμε ακόμη και το πρόσφατο «χτες». Πρόκειται για μια τάση που παρατηρείται διεθνώς, και θεωρείται πλέον χαρακτηριστικό φαινόμενο της ύστερης νεωτερικότητας. Άτομα και ομάδες – εθνικές, τοπικές, κοινωνικές, έμφυλες – επιχειρούν την κατοχύρωση πνευματικών και πολιτισμικών γενεαλογιών μέσα από την διατήρηση, ανάδειξη και προβολή πολιτισμικών στοιχείων, υλικών ή άυλων, που προβάλλουν ως μνημεία του δικού τους παρελθόντος. Η δίψα αυτή για νέες προσωπικές ή συλλογικές αρχαιολογίες οδηγεί συχνά στην μνημειοποίηση του αστικού «τώρα»: έχουμε ήδη αρχίσει να μιλάμε, τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού, για την ανάγκη συντήρησης κτιρίων του 1960 και του 1970 – από κινηματογράφους και ξενοδοχεία μέχρι και πολυκατοικίες.
Πόλεμοι μνήμης
Ταυτόχρονα, στις πόλεις μας ξεσπούν συχνά και σφοδροί «πόλεμοι μνήμης», σχετικά με την αξία των υλικών καταλοίπων του παρελθόντος. Η αλήθεια είναι πως το ελληνικό κράτος στάθηκε μια μάλλον άστοργη μητριά απέναντι στα λεγόμενα «αλλότρια» μνημεία πολιτισμών που δεν θεωρούνται κομμάτι του δικού μας – ας θυμηθούμε την τύχη των ελληνικών τζαμιών για παράδειγμα.
Καθώς η προσπάθεια ανάδειξης της μνημειακότητας του χτες προϋποθέτει, εκτός από την διατήρηση ορισμένων λειψάνων, τον αφανισμό κάποιων άλλων, βλέπουμε ότι συχνά το αρχαιολατρικό ήθος που δεσπόζει στην ελληνική διοίκηση, όσο και τη δημόσια κουλτούρα, καθορίζει και τις συγκεκριμένες διαδικασίες «ιστορικής» επιλογής: στη χώρα μας, τα «επώνυμα» κλασικά λείψανα θεωρούνται εξ ορισμού σημαντικότερα τόσο από ό,τι προηγήθηκε όσο και από ό,τι ακολούθησε. Το πρόσχημα είναι πότε ο εκσυγχρονισμός και πότε η τουριστική ανάπτυξη, το βέβαιο όμως είναι ότι όσο «αρχαίο» κι αν είναι το παρελθόν, κατασκευάζεται συνεχώς εκ νέου, ακόμη και τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές.
Ο διευθυντής της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, δρ. Τζέιμς Ράιτ, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τους προβληματισμούς που θα θιχτούν στη δημόσια συζήτηση την οποία διοργανώνεται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης σε συνεργασία με το Ιρλανδικό Ινστιτούτο Ελληνικών Σπουδών, τη Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015, στις 19:00.
«Πόσο αρχαίο λοιπόν είναι το παρελθόν;», ήταν η πρώτη ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ προς τον συνομιλητή του, δανειζόμενο τον τίτλο της παραπάνω εκδήλωσης; «Η απάντηση είναι απλή, αλλά λίγο δύσκολη η εξήγησή της. Θα λέγαμε λοιπόν ότι το παρελθόν είναι το παρόν, επειδή είναι αυτό που βλέπουμε τώρα. Με αυτό το σκεπτικό, έχουμε τη δυνατότητα να φτιάξουμε πολλές αφηγήσεις για τον επισκέπτη, δηλαδή τι μπορεί να μάθει από το παρελθόν. Για παράδειγμα, μπορούμε να δείξουμε αντικείμενα από τη νεολιθική εποχή, αλλά και να δούμε τη σχέση της νεολιθικής με τη σημερινή ζωή», αναφέρει ο καθηγητής.
-Έχει όμως σχέση η σημερινή ζωή με τη νεολιθική; «Φυσικά και έχει», απαντά ο κ. Ράιτ. «Δεν τρώμε ‘ήμερο' σιτάρι; Δεν χρησιμοποιούμε τον πηλό στην κεραμική; Οι πρώτοι άνθρωποι που τα έκαναν αυτά ήταν οι νεολιθικοί και αυτό είναι μια πολύ ωραία αφήγηση», εξηγεί.
Ενδιάμεσα, ωστόσο, υπάρχουν μια σειρά από άλλες περιόδους, όπως η αρχαϊκή, η κλασική, η ρωμαϊκή, η βυζαντινή, η οθωμανική… «Για παράδειγμα, η οθωμανική αυτοκρατορία συνδέεται με το παρόν γιατί η κρίση που βιώνει η Ελλάδα έχει ρίζες σε αυτήν και στον αγώνα των Ελλήνων να γίνουν ένα κράτος κατ' εικόνα των ευρωπαϊκών. Η Ελλάδα όμως είχε προπορευτεί όλων. Όταν οι νεότεροι πολιτικοί φιλόσοφοι στην Ευρώπη διάβασαν τους ιστορικούς, όπως τον Θουκυδίδη και τον Ηρόδοτο, κατανόησαν αυτό που είχε συμβεί στην Αθήνα και στην Αττική τον 5ο αι. π. Χ. Βάσισαν δηλαδή τις γνώσεις τους πάνω στην ιδέα της αθηναϊκής δημοκρατίας και αυτονομίας», τόνισε, συνεχίζοντας το σκεπτικό του: «Μπορούμε λοιπόν να φτιάξουμε μια αφήγηση από τα ερείπια της Αρχαίας Αγοράς, όπως η Βασίλειος Στοά που ήταν η έδρα των αρχόντων ή το Βουλευτήριο, όπου συνεδρίαζε η Βουλή των 500, η οποία να μιλάει για την εξέλιξη της δημοκρατίας που ξεκίνησε στην Αθήνα. Να εξηγήσουμε ότι ‘το παρελθόν είναι το παρόν'. Έχουμε λοιπόν διάφορες αφηγήσεις που ενώνουν την αρχαιότητα με τη σημερινή πολιτική και οικονομική ζωή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι θεσμοί δεν εξελίχθηκαν ή δεν μεταμορφώθηκαν. Κατά τη γνώμη μου αυτό ενδιαφέρει ιδιαίτερα το ευρύ κοινό και δεν γίνεται συχνά», σημείωσε.
Με αφορμή την κλασική αρχαιότητα, γιατί κάποιες ιστορικές περίοδοι θεωρούνται περισσότερο σημαντικές από άλλες; «Ο Alois Riegl, που ήταν ιστορικός της τέχνης στη Βιέννη τον 19ο αιώνα, αναγνώρισε ότι η σημασία των αρχαιοτήτων αλλάζει από άνθρωπο σε άνθρωπο, δηλαδή κάποιος μπορεί να ενδιαφέρεται για τα νεότερα μνημεία, άλλος να προτιμά τα ρωμαϊκά κ.ο.κ. Έτσι, δεν μπορούμε να πούμε ότι μια εποχή ή ένα μνημείο είναι σημαντικότερο από άλλο. Για παράδειγμα, η κατεδαφισμένη σήμερα βυζαντινή εκκλησία που ήταν χτισμένη στον δυτικό τοίχο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού ίσως ήταν πολύ σημαντική. Πώς μπορούμε να το ξέρουμε όμως;», επισήμανε και συνέχισε: «Και όλα τα αρχαία από την οθωμανική εποχή που βρέθηκαν στην Αρχαία Αγορά ή στην Ακρόπολη, δεν θα έπρεπε κάποια να διατηρηθούν ώστε να διακρίνονται οι διάφορες εποχές; Ή να δώσουμε τη δυνατότητα να φανεί η στρωματογραφία για την κατανόηση των ιστορικών περιόδων; Σήμερα μπορούμε να πούμε ‘κρίμα' για όλα αυτά, είναι όμως κάτι που έχει γίνει και δεν αλλάζει», είπε, ενώ έφερε και το παράδειγμα των περίπου 500 ανθρώπων που άφησαν τα σπίτια τους για να διεξαχθούν οι ανασκαφές στην Αρχαία Αγορά τη δεκαετία του '30. «Τότε ήταν πολύ δύσκολο για τους κατοίκους. Εντάξει έγινε απαλλοτρίωση, πήραν χρήματα. Αλλά ποιος θέλει να φύγει από το σπίτι του;», αναρωτήθηκε ως προς τα τεκταινόμενα προ του 1931, χρονιά που ξεκίνησαν οι ανασκαφές στη γειτονιά γνωστή τότε με το όνομα Βρυσάκι. «Το όνομα ακόμα υπάρχει στην περιοχή. Γι' αυτό η απάντηση στο ‘πόσο αρχαίο είναι το παρελθόν' είναι μεν εύκολη, αλλά η εξήγηση είναι πιο περίπλοκη», τόνισε. Η παλιά γειτονιά πάντως συνεχίζει να "ζει" μέσα από ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό, καθώς η Σχολή χρησιμοποίησε εξαρχής πρακτικές συστηματικής αρχειοθέτησης, που αποδίδουν σήμερα ένα σπάνιο σε πληρότητα και συνοχή υλικό το οποίο πληροφορεί επαρκώς τόσο για την πρόοδο των ανασκαφών όσο και για τη σταδιακή μετατροπή της περιοχής σε έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα.
Το παράδειγμα της Αρχαίας Κορίνθου
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ ρώτησε και για την Αρχαία Κόρινθο, τη δεύτερη μεγάλη ανασκαφή που πραγματοποιεί η Σχολή από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο κ. Ράιτ δήλωσε αποφασισμένος και ενθουσιασμένος με το νέο πρόγραμμα ανάδειξης της περιοχής. «Η Σχολή σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κορίνθου φτιάχνει ένα σχέδιο πλαίσιο για την αρχαία Κόρινθο. Θέλουμε να γίνει ένα αρχαιολογικό πάρκο που θα περιλαμβάνει το λιμάνι του Λεχαίου, την αρχαία πόλη, μέχρι και την Ακροκόρινθο. Θα αποτελεί μια ενότητα που θα δείχνει πώς είναι σήμερα η πόλη, πώς ήταν τον 19ο αιώνα, την ενετική εποχή, την αρχαία. Είναι το πιο σπουδαίο πρόγραμμα που έχω στη Σχολή, μια ευκαιρία μοναδική να αναδειχτεί ένα τοπίο που δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Μια πόλη με ιστορία από τη νεολιθική εποχή ως σήμερα, την οποία μπορούμε να δείξουμε», είπε εμφατικά.
«Το θέμα είναι να συνδέσουμε όλες τις προσβάσεις, να βάλουμε ενημερωτικά κέντρα που να εξηγούν στον επισκέπτη ότι, για παράδειγμα, από τον προαστιακό σταθμό μπορεί να πάει κάτω στο Λεχαίο και να δει μια τεράστια παλαιοχριστιανική βασιλική του 5ου αι. μ. Χ. που είναι μεγαλύτερη από του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Και από εκεί να είναι εύκολο, ακολουθώντας ένα μονοπάτι με τα πόδια, το ποδήλατο, το αυτοκίνητο ή το πούλμαν, να φτάσει στην αρχαία Κόρινθο, να δει όλες τις φάσεις μέχρι τη σημερινή πλατεία. Επίσης, να βελτιώσουμε τη σύνδεση με την Ακροκόρινθο, να τοποθετήσουμε καλύτερες πινακίδες, κιόσκια, να υπάρχει δυνατότητα για εκπαιδευτικά προγράμματα κλπ. Είναι ένα μεγάλο πρόγραμμα που βρίσκεται σε εξέλιξη και δουλεύει γι' αυτό μια ολόκληρη ομάδα από αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες, πολιτικούς μηχανικούς. Επίσης, θα συνεργαστούμε με τη Δημαρχία και την Περιφέρεια», εξήγησε ο κ. Ράιτ.
Πόσο αρχαίο είναι το παρελθόν;
Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015 (ώρα 19.00)
James Wright
Καθηγητής Αρχαιολογίας, Διευθυντής της Αμερικάνικής Σχολής Κλασικών Σπουδών
Δάφνη Βουδούρη
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δικαίου και Πολιτικής Πολιτισμού, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δημήτρης Πλάντζος
Επίκουρος Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Συντονιστής: Νίκος Παπαδημητρίου
Αρχαιολόγος, Επιμελητής Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης
Πηγή: Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Δ.Πλάντζος, Αθηνόραμα, iefimerida, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια