Ένας από τους καλύτερους γνώστες της ανθρωπογεωγραφίας των ελληνικών μουσείων και τέως διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη μοιράζεται τις ...
Ένας από τους καλύτερους γνώστες της ανθρωπογεωγραφίας των ελληνικών μουσείων και τέως διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη μοιράζεται τις σκέψεις του για το ευρωπαϊκό παράδειγμα, τα διάσημα «άγνωστα» εκθέματα και την αδιαφορία για τα περιφερειακά ιδρύματα της χώρας.
Τον συναντήσαμε στη Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, στο Κολωνάκι, σε ένα διάλειμμα από τη συγγραφή δύο τουλάχιστον κειμένων. Το ένα είναι η ομιλία για την επερχόμενη τιμητική διάκριση του επίτιμου διδάκτορα (honoris causa) από τη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (19 Μαΐου).
Το άλλο, η προσωπική του συνεισφορά στον αναμνηστικό τόμο που επιμελείται –με κείμενα διαπρεπών επιστημόνων– για τον αρχαιολόγο Γιώργο Δεσπίνη (1936-2014), «έναν από τους “δασκάλους” μου και κορυφαίο ερευνητή μας σε διεθνές επίπεδο», όπως σημειώνει. Ο τέως διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη (επί 41 χρόνια) και νυν μέλος της Διοικητικής Επιτροπής του γνωρίζει όσο λίγοι την «ανθρωπογεωγραφία» των ελληνικών μουσείων.
Ειδικά από τη στιγμή που έχει συμβάλει στη διαμόρφωσή της. Ήταν το 1973 όταν ο Μαρίνος Καλλιγάς, πρώην διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, του πρότεινε να αναλάβει τη διεύθυνση του Μουσείου. Από τη στιγμή εκείνη ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για τη ριζική ανάπλαση του οργανισμού, που ολοκληρώθηκε ύστερα από 27 χρόνια. Στην πραγματικότητα, ο Άγγ. Δεληβορριάς παραλάμβανε μια ιδιωτική συλλογή και παρέδιδε ένα πολυδιάστατο, δυναμικό μουσείο. Η επέκταση της δραστηριότητάς του ήταν η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Οι νέοι καλλιτέχνες γνώριζαν τη γενναιοδωρία του παραρτήματος στην οδό Πειραιώς, η γειτονιά του Κεραμεικού αποκτούσε το μοναδικό Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης στην Ελλάδα και η οδός Κριεζώτου ένα ακόμη τοπόσημο, με το σπίτι του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα. Στο μεταξύ, ο ίδιος είχε αναγορευτεί το 1992 καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εξωστρέφεια και εσωστρέφεια
«Αυτό που έφερε το Μουσείο Μπενάκη ως πρόταση είχε φτάσει στους μουσειακούς οργανισμούς της περίφημης Εσπερίας τουλάχιστον πριν από 25 χρόνια. Και ποιο είναι αυτό; Ο ανοιχτός χώρος, η προσπάθεια να πείσεις το κοινό ότι ο χώρος αυτός του ανήκει δικαιωματικά, η προσπάθεια να τονώσεις, στο μέτρο του δυνατού, δύο φαινομενικά αντίθετους στόχους: από τη μια μεριά, την επιβεβλημένη εξωστρέφεια και, από την άλλη, την εξίσου επιβεβλημένη εσωστρέφεια. Κι αυτό επειδή δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μουσειακοί οργανισμοί είναι πρωτίστως επιστημονικοί. Και μόνο σαν τέτοιοι μπορούν να εκπληρώσουν τον προορισμό τους. Αν η Ελλάδα διαθέτει ένα αναξιοποίητο περιουσιακό στοιχείο αυτό είναι οι ερευνητές –και των μουσείων της».
Η οικονομική αξία του πολιτιστικού προϊόντος
«Με είχαν καλέσει πριν από χρόνια να μιλήσω στο Ίδρυμα Λεβέντη και το θέμα που επέλεξα αφορούσε την οικονομική διάσταση του πολιτισμικού προϊόντος. Ένα ζήτημα απέναντι στο οποίο η ελληνική πολιτεία είναι τουλάχιστον εχθρική. Έτσι κι αλλιώς, δεν χαρακτηρίζεται για οποιοδήποτε συγκεκριμένο πλάνο ή στρατηγική ή προγραμματισμό στα θέματα που αφορούν τον πολιτισμό. Και με την ευκαιρία να διορθώσουμε ένα λάθος: ο πολιτισμός δεν είναι μόνο τα μουσεία, αλλά είναι η έρευνα, η επιστήμη, η παλιά και η σύγχρονη τέχνη. Όλα αυτά που δικαιώνουν την ύπαρξή μας. Μετά την πτώση της Δικτατορίας είχαμε την αίσθηση ότι κάτι μπορεί να αλλάξει επί τα βελτίω. Ηπατήθημεν οικτρώς, που έλεγαν κι οι παλιότεροι. Με τις όποιες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα».
Κάν’ το όπως η Γαλλία
«Κι όμως, έχουμε θαυμάσιο έμψυχο δυναμικό. Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο έχουν γίνει πολλά πράγματα, στο Μουσείο της Ακρόπολης επίσης, στο Βυζαντινό ομοίως. Αλλά και σε αρκετά περιφερειακά. Ακούω τώρα ότι βραβεύτηκε το Μουσείο της Τεγέας (σ.σ.: από την κριτική επιτροπή του European Museum Forum στο Σαν Σεμπαστιάν της Ισπανίας), γεγονός που με συγκινεί και για ένα λόγο παραπάνω: επειδή πέρασα από εκεί παλιότερα ως επιμελητής αρχαιοτήτων. Δεν έχουμε όμως ένα ολοκληρωμένο, οργανωμένο σύστημα, που να μπορέσει να αξιοποιήσει όλα αυτά τα παραδείγματα όχι μόνο παιδευτικά, οικονομικά, αλλά και από την άποψη της εξωτερικής πολιτιστικής πολιτικής. Το παράδειγμα της Γαλλίας είναι εντυπωσιακό σ’ αυτό τον τομέα».
«Βαρετό και ανούσιο»
«Η επιτυχία ενός μουσείου δεν έχει να κάνει μόνο με την αισθητική. Όταν ακούω ότι για την έγκριση μιας έκθεσης απαιτούνται μουσειολογικές και μουσειογραφικές μελέτες, λέω ότι εκείνο που θα ’πρεπε να απαιτείται είναι τα εχέγγυα της επιστημονικής επάρκειας και γνώσης του υλικού. Για να μην καταλήξουμε σε ένα πατρόν εφαρμόσιμο σε όλες τις περιπτώσεις.Κινδυνεύουμε από αυτό: εάν κάθε μουσειακός οργανισμός δεν μπορεί να εκφράσει την ιδιαιτερότητά του, την ιδιοτυπία μιας ξεχωριστής ταυτότητας, καταντάει βαρετός, επαναλαμβανόμενος και ανούσιος. Κάθε μουσείο αποφασίζει πώς θα δείξει στους επισκέπτες αυτό που θέλει».
Οι άνθρωποι που ξεχνάμε
«Δεν θα ξεχάσω τις μέρες που πέρασα στο Συμβούλιο του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Τότε επικεφαλής του ήταν μια σπουδαία γυναίκα, η Πόπη Ζώρα (σ.σ: ανέλαβε τη διεύθυνση το 1956 και συνέδεσε το όνομά της με την περίοδο ακμής του ιδρύματος). Είναι κι αυτό ένα μεγάλο πρόβλημα. Ξεχνάμε τους ανθρώπους που έχουν υπηρετήσει σ’ αυτό τον χώρο. Ξεχνάμε τι έχουν προσφέρει και τι εμείς οφείλουμε στον Χρήστο και τη Σέμνη Καρούζου, τον Γιάννη Μηλιάδη, τον Μαρίνο Καλλιγά –αν υπάρχει η Εθνική Πινακοθήκη είναι χάρη σ’ αυτόν».
Ο Σεφέρης, ο αναγνώστης και ο επισκέπτης
«Η εξοικείωση και καλλιέργεια της όρασης, της αισθητικής και του εσωτερικού προβληματισμού έχει κάποιες απαιτήσεις δικές της. Έχω θυμηθεί αναρίθμητες φορές τον Σεφέρη, που έλεγε για τον αναγνώστη του ότι κάτι πρέπει να κάνει κι αυτός απέναντι στο κείμενο. Με τον ίδιο τρόπο, αν στερήσεις την προσωπική ευθύνη απ’ τον επισκέπτη και του δώσεις τα πάντα μασημένα και επεξηγηματικά, με όλο το συνοδευτικό οπλοστάσιο, το παιχνίδι είναι χαμένο».
«Σαν να σε βομβαρδίζει ο ήλιος»
«Έχω να πάω χρόνια στο Πράδο της Μαδρίτης, αλλά μένει στη σκέψη μου πάντα ως ένα ανυπέρβλητο μουσείο. Έρχεται συνεχώς στο μυαλό μου ένας πίνακας του Γκόγια που νομίζεις ότι σε βομβαρδίζει ο ήλιος από μέσα. Αλλά εδώ παίζει ρόλο και το πώς θα τοποθετηθεί ο πίνακας ή οποιοδήποτε έργο μέσα στο μουσείο. Στο δικό μας της Ακρόπολης ο επισκέπτης μπορεί να φέρει γύρω-γύρω τη ζωφόρο και να παρακολουθήσει την έκθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Ή, επιτέλους, να δει τη ζωφόρο του Ναού της Νίκης –αυτό το αριστούργημα! Ενώ στο Βρετανικό Μουσείο, όπου υπάρχουν τα θαυμαστά κομμάτια της, δεν μπορεί να αντιληφθεί το σύνολο».
Η «απορροφητικότητα» του μέσου επισκέπτη
«Ξέρετε ποιος είναι ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους για να φτάσουν τα έργα στον θεατή; Αυτός που στήνει ένα μουσείο, ο οποίος πρέπει να πάρει υπόψη του την “απορροφητικότητα” του μέσου επισκέπτη. Δεν μπορείς να τον μπουκώσεις. Το μουσείο δεν είναι για μια αποκλειστική επίσκεψη: πρέπει να σε καλεί και να σε ξανακαλεί. Από την άλλη μεριά, πρέπει να είναι ελεύθερο στην έρευνα. Το πρόσεξα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Υπάρχει ο χώρος των εκθέσεων για το κοινό και από πίσω ο χώρος με όλο το υλικό στη διάθεση των ερευνητών».
Τα διάσημα «άγνωστα» εκθέματα
«Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι ένα μουσείο του 19ου αιώνα και οι προσφερόμενοι χώροι είναι δεδομένοι. Μόνο οι μυκηναϊκές και προϊστορικές συλλογές του θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε έναν καινούργιο μουσειακό οργανισμό. Από εκεί και πέρα δεν μπορώ να κακίσω πώς είναι τοποθετημένο ένα έκθεμα ή αν εγώ θα το προτιμούσα διαφορετικά. Πόσος κόσμος ξέρει πραγματικά τον Έφηβο των Αντικυθήρων, το Παιδί του Μαραθώνα ή τον Ηνίοχο των Δελφών; Δεν σημαίνει ότι επειδή τα έχουμε δει αντιλαμβανόμαστε την αξία τους».
Το έκθεμα μετράει
«Στο Αρχαιολογικό της Θεσσαλονίκης έχουν γίνει κάποια λάθη. Όταν μπαίνει στην αίθουσα με τον Κρατήρα του Δερβενίου, ο επισκέπτης δεν βλέπει τον Κρατήρα, αλλά τα πάνελ και τις οθόνες γύρω-γύρω. Το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο που εκτίθενται τα σημαντικότατα ευρήματα της Σίνδου. Είμαι γενικά της άποψης ότι το αμπαλάρισμα σε ένα μουσείο δεν μπορεί να είναι ακριβότερο ή να υπερβαίνει το ίδιο το έκθεμα. Υπάρχει και μια “ηθική ως προς το αντικείμενο”, πώς να το κάνουμε;»
Η αδιαφορία για τη Σπάρτη
«Με πονάει η εγκληματική αντιμετώπιση του Αρχαιολογικού Μουσείου της Σπάρτης, επειδή ξεχνάμε κάτι: ότι η Σπάρτη είναι η δεύτερη πόλη της ελληνικής αρχαιότητας. Είναι απαράδεκτη, λοιπόν, η διαχρονική αδιαφορία του κράτους. Επειδή δε επί χρόνια διαφέντευε τη μοίρα μας η λεγόμενη συντηρητική παράταξη και επειδή ένας μεγάλος αριθμός εκπροσώπων της βρέθηκε στο Κοινοβούλιο απ’ αυτή την εκλογική περιφέρεια, φέρουν ευθύνη που δεν έκαναν απολύτως τίποτε. Μολονότι το υλικό που υπάρχει στο μουσείο είναι εκθαμβωτικό».
Κρασί στο μουσείο!
«Θυμάμαι την πρώτη φορά που προσφέρθηκε στο κοινό ένα ποτήρι κρασί σε εκδήλωση του μουσείου μας. Κόντευαν να πέσουν οι τοίχοι να με πλακώσουν από τις αντιδράσεις. Τα μουσεία όμως αλλάζουν, όπως αλλάζουν κι εμπλουτίζονται οι εμπειρίες μας. Και πρέπει να αλλάζουν. Πάρτε το παράδειγμα και πάλι του Μουσείου Μπενάκη, το οποίο είναι όλο διαμορφωμένο πάνω σε μία άποψη: της διαχρονικής συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού. Ανήκω κι εγώ στους ελληνομαθείς, τους παρεξηγημένους “ελληνολάτρες”, αν προτιμάτε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμώ κατ’ ελάχιστον τη συμβολή άλλων πολιτισμών στην παγκόσμια τέχνη. Γι’ αυτό και το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης ήθελα να γίνει ένα εφαλτήριο για την ελληνική εξωτερική πολιτική, η οποία παρέμεινε παγερά αδιάφορη. Ήθελα όμως να προσφερθούν στο κοινό και κάποια δείγματα από τους προκολομβιανούς πολιτισμούς της Αμερικής, κάτι που επετεύχθη χάρη σε δύο μεγάλες δωρεές, οι οποίες πρέπει επίσης να εκτεθούν κάποτε μόνιμα. Ένα άλλο μου όνειρο ήταν να συγκεντρωθεί υλικό και από τους παντελώς άγνωστους πολιτισμούς της μαύρης Αφρικής. Έτσι ώστε η ιστορία, η τέχνη και ο δικός μας πολιτισμός να συνοδεύονται και να συμπληρώνονται. Για να οργανωθούν όμως αυτές μουσειολογικά και να αναπτυχθούν χρειάζεται κάτι παραπάνω. Το Μουσείο Μπενάκη ανήκει στο κράτος. Χώρια αν το κράτος το ξεχνάει αυτό. Δικό του είναι μόνο το –μη απαλλοτριώσιμο– δικαίωμα της αυτοδιοίκησης».
Εκθέματα σε εργοστάσιο!
«Λέω καμιά φορά χαριτωμένα ότι στην επόμενη εξορία δεν θα πάμε στη Γερμανία και το Παρίσι, αλλά στη Ρώμη. Είναι μια απίστευτη ιστορία το πώς αυτή η πόλη διαχειρίστηκε την κληρονομιά της και έστησε όλα αυτά τα μουσεία. Σκεφτείτε, όμως, μια λεπτομέρεια: ένα μεγάλο μέρος εκθεμάτων από τα Μουσεία του Καπιτωλίου βρίσκονται και στο εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας Μοντεμαρτίνι (Centrale Montemartini). Ή δείτε το παράδειγμα του Παλάτσο Ντόρια Παμφίλι, ανοιχτού προς το κοινό (σ.σ.: πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες συλλογές ιδιωτών στη Ρώμη). Έχεις μια δυνατότητα ερεθισμάτων συνταρακτικών. Γιατί να μην μπορεί να ισχύσει αυτό και για την Αθήνα, μια πόλη που έχει δεινοπαθήσει μέσα στην κρίση, αλλά θεωρητικά είναι ένα μουσείο από μόνη της; Ας δει επιτέλους αυτό το κράτος την άνθηση που γνωρίζει σ’ αυτή την περίοδο της κρίσης το θέατρο. Ας κάτσουν να μελετήσουν το τι και το πώς και να βγάλουν συμπεράσματα για τα μουσεία».
Πηγή: Δ. Δουλγερίδης, The Greek Report
Δεν υπάρχουν σχόλια