«Αρχαιολογία και Τέχνες», το εξώφυλλο του τεύχους 139. Το συνδρομητικό περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ....
«Αρχαιολογία και Τέχνες», το εξώφυλλο του τεύχους 139. |
Το συνδρομητικό περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 139) με ένα μεγάλο αφιέρωμα στο έργο της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, το οποίο έχει οργανώσει και επιμεληθεί ο Διευθυντής της Σχολής John Bennet.
Το τεύχος του Αυγούστου ανοίγει με τη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό ο John Bennet.
Στην ενότητα «Ελλάδα εκτός Ελλάδος», ο Andrew Shapland παρουσιάζει τους «Μινωίτες στο Μουσείο Ashmolean».
«Μολονότι η συντριπτική πλειονότητα των μινωικών αρχαιοτήτων εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου και σε άλλα μουσεία της Κρήτης, το Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης στεγάζει την πληρέστερη συλλογή εκτός Ελλάδος» επισημαίνει. «Η συλλογή διαμορφώθηκε κυρίως από έναν άνθρωπο, τον Sir Arthur Evans, και εστιάζει στον αρχαιολογικό χώρο με τον οποίο εκείνος συνδέεται στενά, την Κνωσό».
Το Αφιέρωμα ξεκινάει με το εκτενές άρθρο-χρονικό «Η έρευνα της Βρετανικής Σχολής Αθηνών στην Ελλάδα» που υπογράφει ο John Bennet.
Στο άρθρο της με τίτλο «Το ξένο οικείο και το οικείο ξένο» η Margaret Kenna γράφει για τη σχέση της ΒΣΑ με την ανθρωπολογία και για τους ανθρωπολόγους που πέρασαν από τη Σχολή.
«Τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, η Σχολή έδινε μεγαλύτερη έμφαση στην αρχαιολογία, όπως φαίνεται από το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης της που επικεντρωνόταν σε δημοσιεύσεις αρχαιολογίας και κλασικών σπουδών, με την προσθήκη κάποιων έργων λαογραφίας» γράφει. «Τα ταξίδια και οι περιηγήσεις των μελών σε αρχαιολογικούς χώρους τούς έφεραν σε επαφή με τις τοπικές κοινότητες. Όταν οι περιηγητές μιλούσαν ελληνικά, μπορούσαν να αναπτύξουν φιλικές σχέσεις. Πολλές φορές τα έθιμα και οι δραστηριότητες αυτών των κοινοτήτων (των οποίων τόσο ο ανδρικός όσο και ο γυναικείος πληθυσμός συχνά εργαζόταν στις ανασκαφές) αποδεικνύονταν κατατοπιστικά ως προς την ερμηνεία των ευρημάτων. Οι αρχαιολόγοι συχνά αναφέρονταν, παραδείγματος χάριν, στις σύγχρονες τοπικές τεχνικές αγγειοπλαστικής ή στην υφαντουργία και το κέντημα όταν συζητούσαν τα όσα είχαν φέρει στο φως, ενώ ταξιδιωτικές αναφορές τους συμπεριλαμβάνονταν στη Βιβλιοθήκη και το Αρχείο της Σχολής».
«Μια βιβλιοθήκη με χαρακτήρα» είναι ο τίτλος του άρθρου της Εύης Χαριτούδη, στο οποίο παρουσιάζει τη Βιβλιοθήκη της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, «ένα σύγχρονο κέντρο μελέτης, σημείο συνάντησης ερευνητών και φοιτητών από όλο τον κόσμο, αλλά και χώρο με τεράστια ιστορία».
Ο Μικρός Οδηγός του τεύχους 139. |
Η Αμαλία Γ. Κακίση, στο άρθρο της με τίτλο «Greece behaving grandly – very proud of Crete» παρουσιάζει το Αρχείο της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.
«Οι συλλογές που φυλάσσονται στο Αρχείο αντικατοπτρίζουν την ιστορία της διοίκησης της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, των ερευνών πεδίου, των μελών της, καθώς και άλλων Βρετανών περιηγητών και φιλελλήνων που ταξίδεψαν στην Ανατολική Μεσόγειο πριν από την ίδρυσή της. Οι κύριες συλλογές εμπίπτουν στις ακόλουθες κατηγορίες: Διοικητικά Αρχεία, Ανασκαφικά Αρχεία, Προσωπικά Αρχεία και Φωτογραφικά Αρχεία, αλλά, επιπλέον, υπάρχουν μοναδικές συλλογές που είναι αυτόνομες, όπως το Byzantine Research Fund (BRF) και η Συλλογή από την Έκθεση του 1936» αναφέρει.
«The Marc and Ismene Fitch Laboratory: Μισός αιώνας διεπιστημονικής αρχαιολογικής έρευνας» είναι ο τίτλος του άρθρου της Ευαγγελίας Κυριατζή. «Η ίδρυση του εργαστηρίου ήταν ένα πρωτοπόρο, αν και αρκετά ριψοκίνδυνο, εγχείρημα», γράφει.
«Στα χρόνια που ακολούθησαν, το μικρό εργαστήριο της Βρετανικής Σχολής, με τον περιορισμένο εξοπλισμό του, αποδείχθηκε τελικά ένα πολύ επιτυχημένο πείραμα που άνοιξε τον δρόμο και για άλλα τέτοιου είδους εργαστήρια, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Αν και στην πορεία του απέκτησε πρόσβαση σε εξειδικευμένο εξοπλισμό και ανέπτυξε υψηλού επιπέδου υποδομές, το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του υπήρξε πάντα η στενή του σύνδεση με την αρχαιολογική έρευνα», επισημαίνει.
Το τεύχος 139 ολοκληρώνεται με τον αρχαιολογικό-περιηγητικό οδηγό «Κνωσός: Η πόλη και το μινωικό ανάκτορο» που υπογράφει ο Επιμελητής Κνωσού της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, Κωστής Χρηστάκης και ο οποίος είναι βασισμένος στα αποτελέσματα των 122 χρόνων ερευνών της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.
Πηγή: Αρχαιολογία και Τέχνες
Δεν υπάρχουν σχόλια