Η δίτομη έρευνα του Σταύρου Αρβανιτόπουλου για τη λειτουργία και τη ζωή στην υστεροβυζαντινή καστροπολιτεία. Στα τείχη της έχουν γραφεί οι τ...
Η δίτομη έρευνα του Σταύρου Αρβανιτόπουλου για τη λειτουργία και τη ζωή στην υστεροβυζαντινή καστροπολιτεία.
Στα τείχη της έχουν γραφεί οι τελευταίες σελίδες της Βυζαντινής Ιστορίας και τα θεμέλια της συνδέονται με την εδραίωση των Φράγκων στην Πελοπόννησο. Άλλαξε χέρια ως λάφυρο για την απελευθέρωση ενός φράγκου πρίγκιπα και μάρτυρες της πλούσιας ιστορίας της στέκουν για τους περισσότερους επισκέπτες της οι επτά εκκλησιές της που άντεξαν στον χρόνο.
Σκαρφαλωμένη σε υψόμετρο 634 μ. η καστροπολιτεία του Μυστρά, μια από τις μεγαλύτερες πολιτείες και η μοναδική σωζόμενη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχει ένα καλά κρυμμένο μυστικό, κάτω από την πυκνή βλάστηση, ανάμεσα σε βράχους και σκουριασμένες σκαλωσιές, πληγωμένο από τον χρόνο και τα καιρικά φαινόμενα. Είναι τα πέτρινα σπίτια της, αρχοντικά ή χαμόσπιτα, που στέκονταν πλάι πλάι στους φιδόσχημους, στενούς αλλά πλακόστρωτους δρόμους της. Αθέατα στον σύγχρονο επισκέπτη, αλλά πολύτιμο κομμάτι της φυσιογνωμίας της είναι εκείνα που με υπομονή, επιμονή και συνέπεια επί τρεις δεκαετίες αναζητούσε ο δρ βυζαντινής αρχαιολογίας Σταύρος Αρβανιτόπουλος, και τα οποία αποτελούν εκ των πρωταγωνιστών της εξαιρετικά αναλυτικής δίτομης μελέτης του “Η πόλη του Μυστρά (1262-1460). Η πολεοδομική οργάνωση και η λειτουργία ενός υστεροβυζαντινού αστικού συγκροτήματος” που κυκλοφορεί από το εκδοτικό τμήμα του Οργανισμού Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων (ΟΔΑΠ) του Υπουργείου Πολιτισμού.
Στον πρώτο τόμο παρουσιάζονται αναλυτικά από τα οχυρωματικά έργα και το οδικό δίκτυο έως τα ανάκτορα, τις οικίες και τις δεξαμενές και σε συνδυασμό με την ενδελεχή έρευνα στις γραπτές πηγές προτείνονται χρήσεις για τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, ενώ στον δεύτερο τόμο περιλαμβάνονται τοπογραφικά σχέδια του οικισμού και περισσότερες από 1.100 φωτογραφίες τεκμηρίωσης.
“Ο Μυστράς προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία στον επισκέπτη: να περπατήσει σε μια υστεροβυζαντινή πολιτεία, αλλά δεν το συνειδητοποιεί, διότι δεν έρχεται σε επαφή με τον αστικό ιστό της”, εξηγεί στα “ΝΕΑ” ο συγγραφέας. “Δεν μπορεί ούτε καν να τον φανταστεί καθώς σε μεγάλο ποσοστό δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στα σημεία που βρίσκονται τα σπίτια, ενώ όσα βρίσκονται εντός του επισκέψιμου χώρου είναι καλυμμένα από τη βλάστηση και τόσο δυσανάγνωστα που δεν συνειδητοποιεί ποιος είναι ο χαρακτήρας των ερειπίων που συναντά”.
Τα πρώτα βήματα ως ερευνητής στη γη που συνδέθηκε με τους Βιλεαρδουίνους, τους Καντακουζηνούς και τους Παλαιολόγους ο Σταύρος Αρβανιτόπουλος τα έκανε το 1993 με ένα τοπογραφικό πάνω στο οποίο ήταν σημειωμένα από τις έρευνες του Αναστάσιου Ορλάνδου τη δεκαετία του 1930 περί τα 23 σπίτια. Όταν δημοσίευσε τα αποτελέσματα της δικής του έρευνας που φτάνει έως το 2020 τα σπίτια που είχε εντοπίσει ήταν 330, αλλάζοντας άρδην την εικόνα που υπήρχε για το αστικό τμήμα του Μυστρά.
Από τον αριθμό των σπιτιών, υπολογίζοντας ότι κατά μέσο όρο κάθε οικογένεια διέθετε 4,5 μέλη και λαμβάνοντας υπόψη επιπλέον τους στρατιώτες, τους υπηρέτες, τους μοναχούς, εκτιμάται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας την περίοδο της ακμής της (1349 -1460) κυμαινόταν μεταξύ 2.000 έως 2.500 ατόμων. Δεδομένου δε, ότι η έκτασή της είναι 180 στρέμματα, όταν μια μέση πόλη της υστεροβυζαντινής εποχής κατελάμβανε περί τα 100 στρέμματα, γίνεται σαφές πως επρόκειτο “αναμφισβήτητα για μια πρωτεύουσα”, επισημαίνει ο Σταύρος Αρβανιτόπουλος. “Μετά την Κωνσταντινούπολη- η οποία βρίσκεται εκτός συναγωνισμού - και τη Θεσσαλονίκη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Μυστράς ήταν η τρίτη μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας, όχι μόνο από πλευράς μεγέθους, αλλά και σημασία διοίκησης. Εδώ υπάρχουν ανάκτορα για την υποδοχή αυτοκράτορα, τα οποία απαντώνται μόνο σε πρωτεύουσες όπως είναι η Κωνσταντινούπολη, η Τραπεζούντα και παλαιότερα η Νίκαια. Πρόκειται για μια καινούρια πόλη, του 13ου αι, με πολύ μεγάλη έκταση και ποιότητα κτιρίων που δεν βρίσκουμε αλλού”.
Ποια ήταν η εικόνα του Μυστρά στα χρόνια που περπατούσαν στους δρόμους της βυζαντινοί και λατίνοι, μουσουλμάνοι και εβραίοι, συνθέτοντας τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της; Μιας πολιτείας χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και πολεοδομική οργάνωση όπου ο καθένας έχτιζε αυθαίρετα. Γειτονιές πλουσίων και φτωχών δεν υπήρχαν και πλάι σε ένα μέγαρο ήταν χτισμένο ένα χαμόσπιτο, ενώ συχνά ήταν και τα ιδιωτικά παρεκκλήσια εντός του αστικού ιστού, καθώς έχουν καταμετρηθεί 23.
Το οδικό δίκτυο ήταν μεγάλο. Οι δρόμοι ήταν ανηφορικοί. αδιέξοδοι και τόσο στενοί που δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν άμαξες, παρά μόνο πεζοί και σε κάποιες περιπτώσεις άλογα ή μουλάρια. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε η Μέση Οδός που αποτελούσε τον κεντρικό οδικό άξονα.
Τα σπίτια του Μυστρά (για τη μορφή των οποίων υπήρχε εικόνα ήδη από τις παλαιότερες έρευνες, αλλά τώρα τεκμηριώθηκε πολύ καλύτερα) ήταν κατά κύριο λόγο διώροφα, με μοναδική εξαίρεσε ένα τριώροφο. Ήταν πέτρινα και λόγω της ανωμαλίας του εδάφους εδράζονταν σε σκελετό που αποτελείτο από τόξα. Οι στέγες τους ήταν ξύλινες και δίρριχτες. Είχαν πολλά ανοίγματα, περισσότερες από μια πόρτες και πολλά δυτικά στοιχεία, πλήρως αφομοιωμένα, χαρακτηριστικό που δεν συναντάμε σε άλλους οικισμούς.
Το κάτω μέρος ήταν συνήθως στάβλος, αποθήκη ή κατάστημα. Η οικιακή δραστηριότητα ήταν συγκεντρωμένη στον όροφο, όπου ο ενιαίος χώρος του χρησιμοποιούνταν για την υποδοχή, το μαγείρεμα και τον ύπνο, από τις περισσότερες από μία γενιές που συγκατοικούσαν στο σπίτι. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε μεγάλο ποσοστό οι οικίες διέθεταν εσωτερικό αποχωρητήριο με κτιστό θρανίο. Αγωγοί οδηγούσαν τα λύματα πιθανόν σε αποχετευτικό δίκτυο.
“Τα σπίτια του Μυστρά βρίσκονται και μέσα στις διαδρομές, αλλά οι επισκέπτες δεν τα συνειδητοποιούν λόγω της κακής κατάστασής τους - με εξαίρεση του Φραγκόπουλου που είναι εν μέρει επισκέψιμο -με αποτέλεσμα τελικά να έχουν μια πλαστή εικόνα της πόλης, εφόσον βλέπουν ουσιαστικά μόλις το 1/50 της. Είναι άδικο για όλο αυτό το υλικό δεδομένου ότι ο Μυστράς είναι ο μοναδικός οικισμός που έχει διασωθεί από ολόκληρη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σε αντίθεση με τη Μονεμβάσια, που είναι ένα ανακατασκευασμένο σκηνικό του 20ου αι”, καταλήγει ο Σταύρος Αρβανιτόπουλος.
Πηγή: Μ. Αδαμοπούλου, Τα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια