Καμήλες και άλογα ξαπόσταιναν στο ισόγειο και οι ταξιδιώτες έβρισκαν προσωρινό κατάλυμα στα μικρά, ανήλια κι άδεια δωμάτια. Πώς χάθηκε το χά...
Καμήλες και άλογα ξαπόσταιναν στο ισόγειο και οι ταξιδιώτες έβρισκαν προσωρινό κατάλυμα στα μικρά, ανήλια κι άδεια δωμάτια. Πώς χάθηκε το χάνι-κόσμημα της πόλης.
Τα ποδοβολητά των αλόγων έσκιζαν τη σιγαλιά της νύχτας στον λασπωμένο χωματόδρομο. Κατάκοποι οι αγωγιάτες χτυπούσαν με δύναμη το καμτσίκι για να προλάβουν να φτάσουν πριν κλείσει η μεγάλη, βαριά πόρτα. Ο χανιτζής (ιδιοκτήτης σε χάνι) ή ένας έμπιστος υπάλληλος περίμενε δίπλα στην είσοδο. Τακτοποιούσε τα ζώα (τις καμήλες πάντα δίπλα στη στέρνα) και τους επισκέπτες κι έδινε πληροφορίες για τον Γιάννη, τον Γιώργο, τον Γιουσούφ, τους ξακουστούς σαμαράδες, τον Βασίλη τον ξυλουργό κι έναν -άγνωστο το όνομά του- εξισλαμισμένο ιδιοκτήτη μικρού λουτρού παραδίπλα. Στα μικρά δωμάτια οι ταξιδιώτες άνοιγαν τον μποχτσά (μπόγος) κι έβγαζαν μια κουβέρτα για τη βάση κι ένα πάπλωμα για σκέπασμα. Για μαξιλάρι και κρεβάτι ούτε λόγος. Η νύχτα περνούσε δύσκολα στο δωμάτιο που είχε ως μόνη παροχή ένα τζάκι κι ένα παράθυρο στην εσωτερική αυλή για να βλέπουν τα ζώα.
Θεσσαλονίκη κάπου στα 1500. Σε μια πόλη υπό οθωμανική κατοχή ένα μεγάλο χάνι κοσμεί το κέντρο της και αποτελεί μνημείο και σημείο αναφοράς για όλη τη Βαλκανική. Το Μεγάλο Καραβάν Σεράι δεν υπάρχει πια και αυτή είναι η ιστορία του....
Chan, Khan, στα περσικά σημαίνει σπίτι - Η φιλόξενη Θεσσαλονίκη
Η έρευνα του αναπληρωτή καθηγητή Βυζαντινής και Ισλαμικής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο Α.Π.Θ., Πασχάλη Ανδρούδη, ο οποίος και μας προσφέρει αυτή την ωραία ιστορία, έδειξε πως στα χρόνια της οθωμανικής κατοχής (1430-1912) η Θεσσαλονίκη «υπήρξε εξέχον μητροπολιτικό κέντρο και πρωτεύουσα των Βαλκανίων. Αμφιθεατρικά χτισμένη και κλεισμένη σε ένα επιβλητικό βυζαντινό τείχος, η πόλη παρουσίαζε από τη θάλασσα μια ειδυλλιακή εικόνα».
Όπως είναι φυσικό, μετά την άλωση της πόλης το 1430, ο πληθυσμός συρρικνώθηκε και το 1478 η Θεσσαλονίκη ήταν μια αραιοκατοικημένη πόλη με περίπου 10.000 κατοίκους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, ενώ ακόμη και κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, μετά την έλευση των Εβραίων, η πόλη δεν ανέκτησε τον πληθυσμό που είχε πριν την κατάκτηση.
Οι Οθωμανοί φρόντισαν να χτίσουν μεγάλα δημόσια κτήρια μεταξύ των οποίων ήταν και ένας ιδιαίτερος τύπος, το καραβάν σεράι (kervansaray-η αυλή ή το σπίτι των καραβανιών), που συχνά αποκαλείται και χάνι- chan, khan στα περσικά σημαίνει σπίτι και η λέξη οφείλει το όνομά της στον ιδρυτή αυτών των καταλυμάτων, Ιμπραήμ Χαν.
«Τα κτήρια λειτουργούσαν ως χώροι προσωρινής διαμονής και ανεφοδιασμού των ταξιδιωτών. Εκεί ξαπόσταιναν οι έμποροι που γύριζαν σε διάφορες πόλεις για να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Τα χάνια έγιναν απαραίτητα στη ζωή των πόλεων και πολλές απέκτησαν περισσότερα από ένα. Μάλιστα κατά την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας, τα στοιχεία λένε πως η Θεσσαλονίκη είχε 87 χάνια», αναφέρει ο κ. Ανδρούδης και συνεχίζει: «επρόκειτο για ογκώδη, διώροφα, θολωτά κτίσματα που είχαν σειρές δωματίων τακτικά οργανωμένων γύρω από ανοιχτές, κεντρικές αυλές, τις οποίες περιέβαλλαν αψιδωτές στοές. Στο ισόγειο ήταν οι στάβλοι και οι αποθήκες και στον πάνω όροφο τα δωμάτια».
Τα περισσότερα ήταν χτισμένα στη δυτική είσοδο της Θεσσαλονίκης, κατά μήκος της σημερινής οδού Εγνατίας, κοντά στην αγορά και στο τείχος της αποβάθρας, γύρω από την πύλη του Βαρδάρη.
Τέτοια χάνια χτίστηκαν σε όλες τις σημαντικές βαλκανικές πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην καρδιά της εμπορικής ζωής και πάνω σε σημαντικούς δρόμους, όπως στην Προύσσα, στη Φιλιππούπολη, στην Κωνσταντινούπολη, στο Βελιγράδι, στο Νις, στα Σκόπια, στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα.
Το χαμένο Μεγάλο Καραβάν Σεράι της Θεσσαλονίκης
Ένα από τα καλύτερα δείγματα αυτού του τύπου κι από τα πιο ξακουστά κτήρια της Θεσσαλονίκης ήταν το Μεγάλο Καραβάν Σεράι, που χτίστηκε γύρω στο 1500 και κάλυπτε τις ανάγκες φιλοξενίας στην πόλη για τουλάχιστον 4 αιώνες.
«Το Μεγάλο Καραβάν Σεράι -Büyük Kervansarayi- ήταν ένα από τα καλύτερα παραδείγματα του τύπου. Ήταν χτισμένο στη συνοικία Hamza Bey, που παλιότερα έφερε την ονομασία Mahhale Ketafi, στην καρδιά του εμπορικού κέντρου, στη συμβολή των σημερινών οδών Εγνατίας και Βενιζέλου, στον χώρο που αργότερα στεγάστηκε το παλιό δημαρχείο Θεσσαλονίκης. Κοντά του ήταν το Tahta Kale Hamam και το Tahta Kale Hani που δεν σώζονται», σημειώνει ο κ. Ανδρούδης.
Ήταν γνωστό σε όλη τη Βαλκανική και σε αυτό έβρισκαν καταφύγιο ταξιδευτές που μετακινούνταν με τα ζώα τους από την ανατολή προς τη δύση και αντίστροφα, από τον βορρά προς τον νότο, ακόμη και εντός της Μακεδονίας.
Η βαριά ξύλινη πόρτα της εισόδου σφράγιζε το βράδυ, παρέχοντας ασφάλεια στους επισκέπτες, στα ζώα και στα εμπορεύματα. Στο εσωτερικό του είχε μια τεράστια αυλή πλακόστρωτη για να μην λασπώνει και στο κέντρο υπήρχε η στέρνα για το πότισμα των ζώων. Ξύλινη ή λιθόστρωτη σκάλα οδηγούσε στις στοές του ορόφου όπου ήταν τα δωμάτια φιλοξενίας. Σε κάποιες περιπτώσεις στα χάνια η φιλοξενία ήταν δωρεάν, σε άλλες οι επισκέπτες πλήρωναν ένα μικρό αντίτιμο για τη θέρμανση και τον φωτισμό. Τα δωμάτια ήταν άδεια, δεν είχαν καν τα απαραίτητα, όπως λ.χ. νερό. Ένα τζάκι σε μία γωνία και ένα παράθυρο που έβλεπε στην εσωτερική αυλή ήταν όλος ο εξοπλισμός τους. Οι ταξιδιώτες κουβαλούσαν κουβέρτες, πάπλωμα, πετσέτες και τα άλλα είδη πρώτης ανάγκης για τον ύπνο. Αργότερα, κάποια τέτοια κτήρια παρείχαν και φαγητό, συνήθως κρέας βραστό, τραχανά, άφκον (ένα είδος όσπριου, το λαθούρι), μποχούρτ (ένας χυλός από σιτάρι και ξινόγαλα), ρύζι και ψωμί.
Γάλλοι και άλλοι περιηγητές που τον 16ο αιώνα, αλλά και αργότερα, βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη περιέγραψαν τα χάνια, δεδομένου όμως ότι τέτοιου τύπου κτήρια υπήρχαν πολλά γύρω από τη σκεπαστή αγορά, το γνωστό μπεζεστένι, είναι δύσκολο να ταυτιστούν οι πληροφορίες με συγκεκριμένα πανδοχεία. Όταν ωστόσο οι περιγραφές αφορούν σε ένα μεγάλο κτίσμα με πολλά δωμάτια και χωρητικότητας μεγάλου αριθμού ζώων, ασφαλώς αναφέρονται στο Μεγάλο Καραβάν Σεράι. Το κτήριο είχε 34 δωμάτια φιλοξενίας και ένα μεγάλο πάνω από την είσοδο, πιθανόν για τον φύλακα.
Στις στοές του δένονταν τα κάρα και ασφαλίζονταν τα εμπορεύματα. Στο ισόγειο υπήρχαν 29 εμπορικά καταστήματα με πρόσοψη στον δρόμο και στη βόρεια πλευρά του οι στάβλοι, όπου αναπαύονταν τα ζώα. Οι στάβλοι αερίζονταν και φωτίζονταν από 24 φωτιστικές θυρίδες στον βόρειο τοίχο, ενώ χωρίζονταν σε δύο όμοια τμήματα με 12 πεσσούς.
Η νύχτα κυλούσε ήρεμα για τους κουρασμένους ταξιδιώτες και τα ζώα και το πρωί πριν την αναχώρηση γινόταν οι απαραίτητες εργασίες. Ο Ευάγγελος Χεκίμογλου, διδάκτορας Οικονομικών Επιστημών στο Α.Π.Θ., που μελέτησε οθωμανικό φορολογικό κώδικα του 1500 περίπου, κατέγραψε στην περιοχή πολλούς σαμαράδες, όπως τον Γιάννη, τον Ιμπραήμ, τον Γιουσούφ, τον Δήμο, τον Θόδωρο και πεταλωτήδες όπως τον Καραγιό, τον Μουσταφά, τον Χαντάρ, ενώ υπήρχε και ένας εξισλαμισμένος επαγγελματίας που διατηρούσε μικρό λουτρό, ένας καροποιός κι ένας ξυλουργός, ο Βασίλης.
Τα καταστήματα δούλευαν ολημερίς για να εξυπηρετήσουν τους πελάτες στο Μεγάλο Καραβάν Σεράι «όπου ερχόταν να ξαποστάσουν, να διανυκτερεύσουν, να ποτίσουν τα άλογα, να διορθώσουν τα χαλασμένα δερμάτινα λουριά, όλοι οι ταξιδιώτες σε αυτήν τη μεγάλη πολιτεία της Ανατολής... ».
Και το Μικρό Καραβάν Σεράι...
Τούρκοι γεωγράφοι μαρτυρούν στις αναφορές τους δύο τέτοια κτήρια: το Büyük (Μεγάλο) και το Küçük (Μικρό) Kervansarayi. Σύμφωνα με την μελέτη του Βασίλη Δημητριάδη, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την Τουρκοκρατία 1430-1912, και τα δύο υπήρξαν κτίσματα του Κοτζά ή Μακτούλ Μουσταφά Πασά, ο οποίος ήταν μπεηλέρμπεης (διοικητής της επαρχίας της Ρούμελης την περίοδο 1498-1505) και αργότερα Μεγάλος Βεζίρης του Βαγιαζίτ Β΄- γιου του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή και της Μουκριμέ Χατούν, γεννημένου το 1447 στο Διδυμότειχο του Έβρου. Τα οθωμανικά βακουφικά τεφτέρια που φυλάσσονται στην Κωνσταντινούπολη αναφέρουν ότι ο Κοτζά Πασάς έχτισε και στην Πόλη δύο γνωστά χάνια, ενώ το Μεγάλο Καραβάν Σεράι της Θεσσαλονίκης στο πέρασμα των χρόνων έμεινε γνωστό και ως του Βαγιαζίτ Β΄.
Τέλος εποχής για το μεγαλοπρεπές πανδοχείο
«Το Μεγάλο Καραβάν Σεράι χτίστηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια και για να συντηρηθεί, θα πρέπει να προικοδοτούνταν -τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια- από τα έσοδα διαφόρων ακινήτων, όπως λουτρά, εργαστήρια, καταστήματα, κ.ά. », σημειώνει ο καθηγητής Πασχάλης Ανδρούδης, προσθέτοντας ότι κοντά του μαρτυρείται το 1837 και το Μεγάλο Χάνι (Kebir Hani), που στέγαζε 9 καταστήματα.
Σημειώνει επίσης πως το κτήριο επέζησε για πάνω από 400 χρόνια, αλλά δεν είναι γνωστό αν υπέστη καταστροφές από σεισμούς κι από τις μεγάλες πυρκαγιές του 1545, του 1610 και τους 1620.
Στο τέλος του 19ου αιώνα πάντως παρουσίαζε μια εικόνα εγκατάλειψης, ενώ περισσότερο λειτουργούσε ως εμπορικός χώρος με τα καταστήματα, παρά ως χώρος φιλοξενίας. Σύμφωνα με την έρευνα του κ. Ανδρούδη, «οι έμποροι και οι ταξιδιώτες θα πρέπει να κατέλυαν πια στα χάνια και τα ευρωπαϊκού τύπου ξενοδοχεία που εκείνη την εποχή χτίζονταν σε πολλά σημεία της πόλης».
Η πυρκαγιά του 1917 το λάβωσε ανεπανόρθωτα. Πολλά καταστήματά του έγιναν στάχτη και τα ερείπια παρέμεναν για χρόνια προκαλώντας αντιδράσεις και στην τοπική κοινωνία. Το περίγραμμα από το Καραβάν Σεράι εμφανίζεται στο Σχέδιο Ρυμοτομίας που συνέταξε μετά τη φωτιά η επιτροπή υπό τον Γάλλο αρχιτέκτονα-πολεοδόμο-αρχαιολόγο, Ερνέστ Εμπράρ, ενώ σε σχέδια που εντόπισε ο κ. Ανδρούδης στην Πολεοδομία Θεσσαλονίκης φαίνεται πως ο στάβλος δεν λειτουργούσε το 1921, οπότε και προβλέπονταν η κατεδάφιση των ετοιμόρροπων κτισμάτων.
Το 1924 το κτήριο αγοράστηκε από τους Ιωάννη Σαπουντζή, Νικόλαο Κουκουφλή, Γιούζα Βαρσάνο και τους αδερφούς Λάζαρο και Ευάγγελο Πανταζίεβιτς. Η οικοδομική άδεια που εκδόθηκε το 1932 προέβλεπε την κατεδάφιση για το Καραβάν Σεράι και την ανέγερση νέου κτίσματος. Το νέο, πολυώροφο κτήριο σχεδιάστηκε για να γίνει ξενοδοχείο, στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου όμως, στέγασε κατοίκους της Μακεδονίας και αυτό έδωσε την έμπνευση στον Τάσο Ψαρρά να γυρίσει το 1986 την ταινία «Καραβάν Σαράι» .
Αργότερα και για 53 χρόνια, από το 1958 ως το 2011, ήταν το Δημαρχείο Θεσσαλονίκης και στέγαζε τις υπηρεσίες του δήμου.
«Το Μεγάλο Καραβάν Σεράι, ένα κτίσμα του 1500, υπήρξε λοιπόν ένα πολιτιστικό και ιστορικό μνημείο της οικονομίας της πόλης. Μεγαλύτερο καραβάν σεράι από αυτό της Θεσσαλονίκης είχε η Φιλιππούπολη, που ήταν σπουδαίος κόμβος στη νευραλγική εμπορική αρτηρία Κωνσταντινούπολης-Κεντρικής Ευρώπης, ενώ μικρότερο ήταν εκείνο των Σκοπίων», αναφέρει ο κ. Ανδρούδης και καταλήγει: «σήμερα το μόνο που θυμίζει το Μεγάλο Καραβάν Σεράι είναι η ονομασία του που διατηρείται, το συμπαγές ογκώδες κτήριο που καταλαμβάνει ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο, η εσωτερική αυλή με τον υπόγειο σταθμό αυτοκινήτων και η νότια είσοδος στην ίδια θέση με την παλιά».
Τα ποδοβολητά των αλόγων κόπασαν, ο καπνός από τους ναργιλέδες των ταξιδιωτών έσβησε, οι ράθυμες καμήλες δεν υπάρχουν πια, ο θόρυβος από τις τσίγκινες τσανάκες που γέμιζαν με ρύζι και αχνιστό τραχανά δεν ακούγεται στην πολύβουη Βενιζέλου - την οδό Sabri Pașa κατά τους οθωμανικούς χρόνους.
* Οι παλιές φωτογραφίες από την κατεδάφιση του κτηρίου και το σχεδιάγραμμα παραχωρήθηκαν από τον καθηγητή, Πασχάλη Ανδρούδη.
Πηγή: Μ. Ριτζαλέου, Voria
Μια πόλη που δεν πρόλαβα, μια ιστορία που δεν έζησα.
ΑπάντησηΔιαγραφή