Σε μια γωνιά της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, στην περιοχή της Πυλαίας, εντοπίστηκε το 1916 ένα από τα λιγότερο γνωστά αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον...
Σε μια γωνιά της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, στην περιοχή της Πυλαίας, εντοπίστηκε το 1916 ένα από τα λιγότερο γνωστά αλλά εξαιρετικά ενδιαφέροντα αρχαιολογικά μυστήρια της Μακεδονίας.
Πρόκειται για έξι επιτύμβιους βωμούς που εντοπίστηκαν διάσπαρτοι, αλλά σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλον και αποτέλεσαν μια ηχηρή μαρτυρία ενός παρελθόντος βαθιά ριζωμένου στη θρησκευτική λατρεία και την ταφική πρακτική της αρχαιότητας.
Οι βωμοί άρχισαν να έρχονται στο φως σταδιακά, κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών που γίνονταν από εργάτες του αγγλικού στρατεύματος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, που κατασκεύαζαν στην περιοχή «Ρίγανη» τον δρόμο που οδηγούσε προς τον Χορτιάτη.
Εντοπίστηκαν σε παρακείμενο ρέμα 400 μ. ΝΔ του μικρού τότε οικισμού της Πυλαίας.
Και οι έξι βωμοί έφεραν επιγραφές στα ελληνιστικά ελληνικά, αλλά και ανάγλυφα διακοσμητικά στοιχεία, όπως φίδια, κάνθαρους, ή στεφάνια – όλα σύμβολα ταφικής σημασίας.
Αυτό που τους έκανε να διαφέρουν από τους απλούς επιτύμβιους λίθους ήταν το γεγονός ότι είχαν τη μορφή μικρών βωμών για θυσία.
Ενδεχομένως, οι οικογένειες που έφτιαξαν αυτούς τους βωμούς δεν τους τοποθετούσαν απλώς στους τάφους, αλλά με αυτόν τον τρόπο δημιουργούσαν μια τελετουργική σχέση με τους νεκρούς τους μέσα από θυσίες και προσφορές. Ένα είδος «επικοινωνίας» με τον Κάτω Κόσμο, με τη φωτιά να «ενώνει» ζωντανούς και νεκρούς.
Οι επιγραφές αναφέρουν κυρίως ελληνικά ονόματα τα οποία παρέπεμπαν σε ελευθερωμένους δούλους ή μετοίκους. Πρόσωπα δηλαδή από την μεσαία ή κατώτερη κοινωνική τάξη και αυτό δημιουργεί ακόμη ένα ενδιαφέρον αν αναλογιστεί κανείς την πολυτέλεια των βωμών αυτών.
Δημιουργήθηκαν από μια κοινότητα με ιδιαίτερη λατρευτική παράδοση; Ήταν ένας χώρος λατρείας ή ένα τοπικό ιερό;
Αυτό που προβλημάτισε τους μελετητές είναι η εγγύτητα και η ομοιομορφία των βωμών. Δεν είναι συνηθισμένο να εντοπίζονται τόσοι επιτύμβιοι βωμοί σε τόσο κοντινή απόσταση, χωρίς να υπάρχουν σαφή στοιχεία ενός οργανωμένου νεκροταφείου.
Η τοποθέτησή τους, η διασπορά τους και η τεχνοτροπία τους δημιουργούν την εντύπωση κάποιας ιδιαίτερης τοπικής συνήθειας ή ακόμη και ενός άγνωστου ταφικού εθίμου που δεν έχει ακόμη ερμηνευθεί.
Κάποιοι από τους βωμούς εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ενώ άλλοι φυλάσσονται σε αποθήκες της Εφορείας Αρχαιοτήτων.
Ελάχιστοι κάτοικοι της Πυλαίας γνωρίζουν την ύπαρξή τους, αν και αποτελούν μοναδικό τεκμήριο για την ταφική λατρεία στη Μακεδονία κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.
Οι έξι επιτύμβιοι βωμοί της Πυλαίας παραμένουν ένα ανοιχτό αρχαιολογικό ερώτημα – ένα μυστήριο που προκαλεί το ενδιαφέρον όσων αγαπούν τα κρυμμένα μυστικά της ελληνικής ιστορίας.
Η Εφορία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης είχε γράψει σχετικά με το μυστήριο των έξι επιτύμβιων βωμών της Πυλαίας:
Στις 18 Ιανουαρίου 1916, εργάτες του αγγλικού στρατεύματος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, κατασκευάζοντας στην περιοχή «Ρίγανη» τον δρόμο που οδηγούσε προς τον Χορτιάτη, εντόπισαν σε παρακείμενο ρέμα, 400 μ. ΝΔ του μικρού τότε οικισμού της Πυλαίας, έξι μαρμάρινους επιτύμβιους βωμούς ρωμαϊκών χρόνων.
Ειδοποιήθηκε η αστυνομία και η Εφορεία Αρχαιοτήτων, οι βωμοί ανασύρθηκαν και τοποθετήθηκαν προσωρινά στο δημοτικό σχολείο, καθώς, λόγω του μεγάλου βάρους τους, δεν ήταν δυνατή η μεταφορά τους στη Θεσσαλονίκη. Στην πίσω σελίδα της αναφοράς του αστυνόμου της Πυλαίας, αναγράφεται: «δυσχερής η μεταφορά αυτών, η πλαξ ζυγίζει οκάδας 1000». Οι βωμοί παρέμειναν στο σχολείο μέχρι το 1963, οπότε μεταφέρθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Πρώτος ο φιλάρχαιος γυμνασιάρχης Χ. Γ. Γουγούσης δημοσίευσε τους βωμούς στις 2 και στις 7 Φεβρουαρίου 1916 στις εφημερίδες «Νέα Αλήθεια» και «Μακεδονία».
Οι βωμοί έχουν παρόμοιες διαστάσεις (1,20-1,50 μ. ύψος, 0,60-0,70 μ. πλάτος) και μορφή: τετράπλευροι, με κυμάτια στη βάση και την επίστεψη – απολαξευμένα σε δύο από αυτούς. Οι τρεις έχουν ανάγλυφες παραστάσεις στην κύρια όψη (οπλίτης, Θράκας ιππέας με επιγραφή και Ίσις Πελαγία) και οι άλλοι τρεις μόνο επιγραφές.
Η ταύτιση της περιοχής ανεύρεσης των βωμών βασίζεται στις τοπογραφικές πληροφορίες που μας δίνουν η αναφορά της αστυνομίας, το άρθρο του Γουγούση και ο άγγλος επιγραφολόγος M. N. Tod, σε συνδυασμό με ένα σκίτσο-χάρτη του γάλλου αρχαιολόγου L. Rey, σύγχρονο της εύρεσης των βωμών. Από τον χάρτη αυτόν έχουμε τη χάραξη του δρόμου, ο οποίος ήταν τότε το νότιο όριο του οικισμού της Πυλαίας και υπάρχει μέχρι σήμερα στην πορεία των οδών Βεργίνας-Μ. Αλεξάνδρου-Πρασακάκη, μέχρι τη συμβολή του με την οδό Πυλαίας-Πανοράματος (Τζων Κέννεντυ), στο ύψος του κολλεγίου «Ανατόλια».
Επιβεβαίωση της χάραξης του δρόμου αυτού έχουμε σε μία αεροφωτογραφία της RAF από το 1944 (εικ. 5), όπου, νότια του οικισμού, φαίνεται το ρέμα, στο οποίο βρέθηκαν οι βωμοί, τοποθετημένοι σε τετράγωνο σκάμμα, ο ένας δίπλα στον άλλο, έτσι ώστε να δημιουργείται μια επίπεδη επιφάνεια, μια βάση.
Η ταύτιση της ακριβούς θέσης ανεύρεσης είναι σήμερα αδύνατη για τον πρόσθετο λόγο ότι, από τους τρεις αυτόπτες μάρτυρες, ο αστυνόμος αναφέρει την περιοχή «Ρήγανη», ο Γουγούσης γράφει «…παρά το πρώτον αμπέλι…» και ο Tod «…in the bed of a stream below Ampelia, a vineyard area lying about a quarter of a mile S.W. of the village of Kapudjilar…».
Από πληροφορίες των γηραιότερων πυλαιωτών γνωρίζουμε ότι η θέση «Ρίγανη» βρισκόταν νότια της οδού Βεργίνας και δυτικά της Περιφερειακής Τάφρου. Τα «Αμπέλια» εκτείνονταν νότια του κολλεγίου «Ανατόλια» και έφταναν δυτικά μέχρι το ρέμα που αναφέρθηκε, σε απόσταση 400μ. από τον παλιό οικισμό – στο τέρμα των λεωφορείων του ΟΑΣΘ.
Απ’ όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η εγγύτερη περιοχή ανεύρεσης των βωμών είναι το τμήμα του -μη ορατού σήμερα- ρέματος, που ξεκινά από τη συμβολή της οδού Εγνατίας με την οδό Ισμήνης και, χωροθετούμενο κάτω από την οδό Θεσσαλονίκης, φτάνει μέχρι περίπου την συμβολή της με την οδό Ηροδότου, με πιθανότερο σημείο την αρχή της «διαδρομής» αυτής, καθώς εδώ υπάρχουν όλες οι τοπογραφικές παράμετροι: ρέμα-δρόμος-400μ. από τον οικισμό. Την υπόθεσή μας αυτήν ενισχύει και η θεωρία που διατυπώθηκε από τον Χ. Γ. Γουγούση, ότι δηλαδή οι βωμοί μεταφέρθηκαν εκεί από το ανατολικό νεκροταφείο της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης, προκειμένου να χρησιμεύσουν στη θεμελίωση μιας γέφυρας, η οποία δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Η προέλευσή τους από τη Θεσσαλονίκη είναι η μόνη υπόθεση που ευσταθεί, μέχρι να βρεθεί στην περιοχή ένας οικισμός του 2ου/3ου αιώνα μ.Χ., κάτι διόλου απίθανο, καθώς η Πυλαία μάς έχει συνηθίσει σε αρχαιολογικές εκπλήξεις και δεδομένου ότι στην περιοχή της λεγόμενης «Καμάρας» έχουν βρεθεί και άλλες αρχαιότητες της εποχής αυτής, όπως π.χ. ένας ακόμη επιτύμβιος βωμός και το ακέφαλο άγαλμα της Μεγάλης Ηρακλειώτισσας.
Είναι άγνωστη η εποχή της μεταφοράς των βωμών για τη δεύτερή τους χρήση. Η μόνη ένδειξη, που μας κατευθύνει στη βυζαντινή εποχή, είναι ο δικέφαλος αετός που υπάρχει χαραγμένος στην πλευρά ενός από τους βωμούς. Ο δικέφαλος αετός χρησιμοποιήθηκε στην βυζαντινή τέχνη από τον 11ο αιώνα και υιοθετήθηκε ως αυτοκρατορικό έμβλημα από τον 13ο αιώνα και εξής.
*με πληροφορίες από:
Εφορία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης ΑΔΑΜ-ΒΕΛΕΝΗ Π., & ΣΒΕΡΚΟΣ Η. Κ. (2000). Ενεπίγραφοι ταφικοί βωμοί από τή Θεσσαλονίκη. Tekmeria, 5, 1–34. https://doi.org/10.12681/tekmeria.197
Επιτύμβιες στήλες και ανάγλυφα από τη Θεσσαλονίκη και την περιοχή της: τυπολογία, εικονογραφία, λειτουργία – Διδακτορική διατριβή Δήμητρας Τερζοπούλου, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2019, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Πηγή Εικόνων: Εφορία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης – Facebook Page.
Πηγή: Parallaxi Magazine
Δεν υπάρχουν σχόλια