Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Δημήτρης Πλάντζος «Η εποχή μας μοιάζει με την Ελληνιστική τής πολιτικής αστάθειας»

Μια χιλιετία ελληνικής τέχνης, από την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων μέχρι το τέλος των ελληνιστικών βασιλείων, φωτίζεται στο βιβλίο...



Μια χιλιετία ελληνικής τέχνης, από την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων μέχρι το τέλος των ελληνιστικών βασιλείων, φωτίζεται στο βιβλίο «Ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία» (1100-30 π.Χ.) που, αν και προορίζεται να διαβαστεί από φοιτητές, έχει τα χαρακτηριστικά ενός υψηλών προδιαγραφών λευκώματος τέχνης, όπως αυτά που συνηθίζει να εκδίδει το ζεύγος Ραχήλ και Μωυσή Καπόν.




Συγγραφέας του είναι ο επίκουρος καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Δημήτρης Πλάντζος, ο οποίος αποδεικνύει πως το καλό πανεπιστημιακό εγχειρίδιο δεν είναι κατ' ανάγκην το γραμμένο στην αρχαΐζουσα, με κακοτυπωμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Μπορεί να είναι και εκείνο που μιλάει στη γλώσσα σου απλά, κατανοητά, σου προσφέρει γνώση κατά τρόπο αναλυτικό και συστηματικό και συνοδεύεται από πολύχρωμες φωτογραφίες και σχέδια, ώστε να διαβάζεται ευχάριστα από τον καθένα που επιθυμεί να μάθει τα βασικά για την αποκωδικοποίηση της δυσνόητης αρχαιολογικής ορολογίας που συνοδεύει τα εκθέματα σε όλα τα αρχαιολογικά μας μουσεία.
Ο Δημ. Πλάντζος σου μαθαίνει, πέρα από το ιστορικό πλαίσιο της τέχνης, να ξεχωρίζεις τους ρυθμούς, τα είδη των ελληνικών ναών και των αττικών αγγείων, σε μπάζει μέχρι και στο μπουντουάρ μιας αρχαϊκής κόρης, ξεδιπλώνοντας τα ρούχα της από την κρεμάστρα.
Γιατί όμως επέλεξε να αφηγηθεί την ελληνική τέχνη την περίοδο 1100-30 π.Χ.;
Πριν και μετά δεν είχαμε τέχνη ελληνική; τον ρωτήσαμε.
«Το 1100 π.Χ. συμβολίζει το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου. Ακολουθεί μια παρατεταμένη περίοδος δυσπραγίας, η Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου με εμφανή στοιχεία συνέχειας, και αναδύεται το πολιτειακό μόρφωμα που σήμερα ονομάζουμε "πόλη-κράτος". Μόνον μετά το 1100 μπορούμε να μιλάμε για αυτούσιο "αρχαίοελληνικό πολιτισμό". Μετά το 30 π.Χ., μετά δηλαδή την κατάλυση του Κράτους των Πτολεμαίων, ο ελληνικός κόσμος σβήνει πολιτικά -όχι όμως πολιτισμικά- και επομένως μιλάμε πλέον για τους ρωμαϊκούς χρόνους».
- Σε ποια από τις ιστορικές περιόδους αυτής της χιλιετίας βρίσκετε ομοιότητες με την εποχή μας;
«Θα έλεγα με την Ελληνιστική, περίοδο κατάρρευσης της κλασικής αυτοπεποίθησης, εποχή θρησκευτικού συγκρητισμού, πολιτικής αστάθειας, διεθνοποιημένης αισθητικής και ορμητικής πολυ-πολιτισμικότητας. Πρόκειται για περίοδο ανοιχτών οριζόντων και πνευματικών αδιεξόδων ταυτόχρονα. Δεν είναι τυχαίο ότι την αγαπούσε ο Καβάφης».
- Ως τακτική επισκέπτρια των δύο μεγάλων αρχαιολογικών μουσείων της Αθήνας, του Εθνικού Αρχαιολογικού και του Μουσείου της Ακρόπολης, παρατηρώ πως ελάχιστη σημασία δίνεται σε μικρές ιστορίες που αφηγούνται κάποια εκθέματα. Το βάρος δίνεται πάντα στα διάσημα έργα τέχνης. Συμφωνείτε;
«Δυστυχώς, τα περισσότερα ελληνικά μουσεία, ακόμη και το νεότευκτο Μουσείο Ακρόπολης, επιδεικνύουν μια κάποια αδιαφορία απέναντι στον επισκέπτη τους, παρουσιάζοντάς του τα εκθέματά τους με έναν έντονα υπεροπτικό σχολαστικισμό που αποθαρρύνει το διάλογο και την περαιτέρω μελέτη. Οι εκθέσεις μας δεν έχουν ακόμη αποτινάξει τον γραφειοκρατικό, διεκπεραιωτικό χαρακτήρα της κρατικής αρχαιολογίας, αν και αξιομνημόνευτες προσπάθειες για το αντίθετο γίνονται εδώ και χρόνια σε πολλά ιδρύματα. Από την άλλη μεριά, η διδασκαλία της κλασικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο έχει πλέον απομακρυνθεί από το μοντέλο της στείρας περιγραφής και αδιέξοδης αισθητικής ανάλυσης που μας κληροδότησε ο 19ος αι.».
- Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο σας είδα πως έχετε κάνει μια συστηματική δουλειά έτσι ώστε να μη μένουν απορίες στον αναγνώστη. Υπάρχει απάντηση στο ερώτημα γιατί οι περισσότεροι κούροι αποδίδονται σε υπερφυσικό μέγεθος και είναι όλοι σχεδόν γυμνοί, ενώ οι κόρες σε φυσικό μέγεθος ή μικρότερο του φυσικού και είναι όλες ντυμένες;
«Το παράδειγμά σας είναι από τα πιο χαρακτηριστικά για τον τρόπο που μας επιτρέπεται μέσα από τα έργα να μελετήσουμε την ελληνική κοινωνία του 7ου και του 6ου αι. π.Χ. Τόσο οι κούροι όσο και οι κόρες αποτελούν σύμβολα της ανθρώπινης ύπαρξης, όχι αναπαραστάσεις της. Το περιεχόμενό τους αφορά το κοινωνικό και πολιτισμικό ιδεώδες μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων, της αριστοκρατικής τάξης κάθε πόλης. Οι άνδρες εικονίζονται ως "καλοί καγαθοί" και η γυμνότητα των γλυπτών υπογραμμίζει αυτές τις αρετές. Οι γυναίκες, πάλι, εικονίζονται σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρετές του "κάλλους" και της "σωφροσύνης". Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να θυμόμαστε ότι στην ελληνική τέχνη δεν βλέπουμε τους Ελληνες όπως ήταν, αλλά όπως οι ίδιοι, ή μάλλον η άρχουσα τάξη της κάθε ελληνικής πόλης, ήθελαν να παρουσιάζουν τους εαυτούς τους. Η αρχαία τέχνη -εν πολλοίς όπως και σήμερα- λειτουργούσε ως μηχανισμός διάκρισης, αλλά και ως εργαλείο κοινωνικού αποκλεισμού: καθόριζε τα όρια ανάμεσα στους άριστους και τους κοινούς θνητούς, τους άνδρες και τις γυναίκες, τους ελεύθερους και τους δούλους, τους Ελληνες και τους βαρβάρους κ.ο.κ.».
- Γιατί αναφέρεται ως πέπλος ένα ένδυμα βαρύ, π.χ. μάλλινο, ενώ εμείς αποκαλούμε με αυτό τον όρο κάτι αραχνοΰφαντο;
«Η αρχαία ορολογία συχνά περνά στη μεσαιωνική και σύγχρονη ελληνική γλώσσα χάνοντας την αρχική σημασία της. Ετσι, ενώ ο πέπλος των αρχαίων Ελλήνων (όρος που πιθανότατα αναφέρεται στην πτυχωτή όψη του ρούχου) είναι ένα βαρύ ένδυμα, το σημερινό πέπλο (από το λατινικό peplum) αναφέρεται σε κάθε καλυπτήριο ύφασμα που συμπληρώνει το κυρίως ένδυμα».
- Τι ακριβώς φορούσαν οι κόρες, ως εκ τούτου και οι γυναίκες, στην αρχαϊκή εποχή και τι οι άνδρες;
«Καθ' όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, άνδρες και γυναίκες ντύνονταν με απλό και πρακτικό τρόπο και με ενδύματα συνήθως φτιαγμένα στο σπίτι, από τις γυναίκες και τους δούλους της οικογένειας. Συνηθέστερο ένδυμα ήταν ο χιτών, μακρύ ένδυμα με τη μορφή τετράγωνου υφάσματος που δενόταν στη μέση με ζώνη για να σχηματίσει φαρδιά μανίκια. Το χιτώνα φορούσαν και άνδρες και γυναίκες. Μικρότερα ορθογώνια ιμάτια σκέπαζαν τους ώμους των γυναικών, συχνά και των ανδρών. Ο πέπλος ήταν βαρύτερο ένδυμα, κυρίως γυναικείο. Αν και έχουμε συνηθίσει, επηρεασμένοι από τις εικόνες της ελληνικής τέχνης, να φανταζόμαστε τους άνδρες στην αρχαία Ελλάδα να κυκλοφορούν, να τρώνε, ακόμη και να πολεμούν γυμνοί, αυτό είναι μάλλον παραπλανητικό. Προφανώς, για έναν Ελληνα το ντύσιμο δεν ήταν τόσο περιοριστικό όσο είναι σήμερα, όμως το λεγόμενο "ηρωικό" γυμνό φαίνεται να αντιστοιχεί σε μια εξιδανικευμένη και όχι αμιγώς ιστορική πραγματικότητα». 






Πηγή: Ν. Κοντράρου-Ρασσιά, Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία"

Δεν υπάρχουν σχόλια