Εικ. 1. Μία από τις πύλες της κάτω πόλης της Γαθ (11ος – 9ος αι. π.Χ.) Οι αρχαιολόγοι που ανασκάπτουν την αρχαία φιλ...
Εικ. 1. Μία από τις πύλες της κάτω πόλης της Γαθ (11ος – 9ος αι. π.Χ.) |
Οι αρχαιολόγοι που ανασκάπτουν την αρχαία φιλισταϊκή πόλη της Γαθ έχουν αποκαλύψει συμπαγείς οχυρώσεις 3.000 ετών, μεγέθους άνευ προηγουμένου για τον χρόνο και τον τόπο τους. Η ανακάλυψη θα μπορούσε να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε γιατί η Βίβλος ονομάζει αυτή την πόλη πατρίδα των γιγάντων, λένε οι ερευνητές.
Τα μνημειώδη ερείπια εμφανίστηκαν τους τελευταίους μήνες κάτω από τα κατάλοιπα ενός μεταγενέστερου και ήδη διερευνηθέντος στρώματος του φιλισταϊκού οικισμού, υποδεικνύοντας ότι οι ερευνητές έχουν σκοντάψει πάνω σε μια αρχαιότερη πόλη που είχε μερικώς ή πλήρως καλυφθεί από τις επόμενες γενιές. Αν ο Γολιάθ υπήρξε κάποτε, η πατρίδα του προφανώς ήταν αυτή η αρχαιότερη πόλη, και όχι αυτή που ήταν υπό αρχαιολογική έρευνα εδώ και δεκαετίες.
Η ανακάλυψη υποδηλώνει ότι η Γαθ βρισκόταν στην κορυφή της ανάπτυξής της πολύ νωρίτερα από ό,τι είχε προηγουμένως θεωρηθεί, τοποθετώντας την ακμή της περίπου την εποχή που η πόλη χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη βιβλική αφήγηση ως ο άγριος αντίπαλος των πρώιμων Ισραηλιτών, καθώς και η πατρίδα του Γολιάθ και άλλων υπερμεγεθών βιβλικών πολεμιστών.
«Ανασκάπτω στον συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο εδώ και 23 χρόνια και αυτός ο τόπος καταφέρνει πάντοτε να με εκπλήσσει», λέει ο Aren Maeir, καθηγητής αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Bar-Ilan, ο οποίος είναι επικεφαλής της ανασκαφής στη Γαθ. «Όλο αυτόν τον καιρό αυτή η αρχαιότερη, γιγαντιαία πόλη κρύβονταν μόλις ένα μέτρο κάτω από την πόλη που ανασκάπταμε».
Ο οικισμός, γνωστός σήμερα ως Tell es-Safi βρίσκεται στο νότιο Ισραήλ. Όπως υποδηλώνει το όνομα (tell), πρόκειται για έναν λόφο που αποτελείται κατά ένα μεγάλο μέρος από τις χρονολογικές φάσεις πολλών οικισμών που καλύπτουν χρονικά πολλές χιλιετίες ανθρώπινης κατοίκησης.
Τα ευρήματα στο Tell es-Safi εκτείνονται χρονολογικά από τα κατάλοιπα της 5ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι ένα μεσαιωνικό κάστρο των Σταυροφόρων και ένα σύγχρονο αραβικό χωριό που καταστράφηκε στον πόλεμο της ανεξαρτησίας του Ισραήλ το 1948. Οι περισσότεροι μελετητές αποδέχονται την ταυτοποίηση αυτού του οικισμού με τη βιβλική Γαθ, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της θέσης του και των κυριότερων καταλοίπων της φιλισταϊκής εποχής που βρέθηκαν εκεί.
Εικ. 2. Αρχαιολόγοι αποκαλύπτουν τα συμπαγή τείχη της πρώιμης εποχής του Σιδήρου |
Η Γαθ αναφέρεται στη Βίβλο περισσότερες φορές από οποιαδήποτε από τις πέντε μεγάλες φιλισταϊκές πόλεις (οι άλλες τέσσερις είναι η Εκρών, η Ασδώδ, η Ασκαλών και η Γάζα: πρόκειται για τη λεγόμενη Πεντάπολη των Φιλισταίων). Η Γαθ λέγεται ότι φιλοξένησε την Κιβωτό της Διαθήκης για σύντομο χρονικό διάστημα, όταν οι Φιλισταίοι την έκλεψαν από τους Ισραηλίτες (Α΄ Σαμ. 5,8) και εκεί ο Δαβίδ αναζήτησε δύο φορές καταφύγιο για να σωθεί από το βασιλιά Σαούλ, καταλήγοντας τελικά να γίνει μισθοφόρος για τον κυβερνήτη της πόλης, τον Αχίς (Α΄ Σαμ. 21 και Α΄ Σαμ. 27).
Μία κρυμμένη πόλη αποκαλύπτεται
Οι αρχαιολόγοι ανασκάπτουν τη φιλισταϊκή Γαθ για δεκαετίες, αποκαλύπτοντας ναούς, πλίνθινες οικίες και ελαιοτριβεία σκιαγραφώντας την εικόνα μιας πολυπληθούς πόλης που εκτείνεται σε παραπάνω από 50 εκτάρια με πληθυσμό περίπου 5.000-10.000 κατοίκους.
«Αυτή ήταν η μεγαλύτερη πόλη των Φιλισταίων και μάλλον μία από τις μεγαλύτερες στην Εγγύς Ανατολή της Εποχής του Σιδήρου», λέει ο Maeir. «Οι μεγαλύτερες πόλεις βρέθηκαν εκτός της συγκεκριμένης περιοχής, όπως στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία».
Αυτά τα κατάλοιπα των Φιλισταίων χρονολογούνται σε μια περίοδο που ονομάζεται Εποχή του Σιδήρου IIA, περίπου από το τέλος του 10ου αιώνα π.Χ. έως τα τέλη του 9ου αι. π.Χ., όταν η πόλη καταστράφηκε από μια πυρκαγιά, πιθανώς κατά την κατάκτηση της περιοχής από τον Αραμαίο βασιλιά, Αζαήλ περίπου το 830 π.Χ. - ένα γεγονός που καταγράφεται στη Βίβλο (Β΄ Βασ. 12,17). Η Γαθ δεν ανέκαμψε ποτέ από το χτύπημα αυτό: αργότερα ανοικοδομήθηκε ως μικρός ιουδαϊκός οικισμός, αλλά καταστράφηκε και πάλι από τους Ασσύριους στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ.
Μέχρι τώρα, οι ερευνητές πίστευαν ότι η φιλισταϊκή Γαθ άκμασε κατά κύριο λόγο σε αυτό το αρκετά σύντομο διάστημα μεταξύ του τέλους του 10ου αιώνα π.Χ. και την άφιξη του Αζαήλ, αν και αυτή η περίοδος είναι λίγο μεταγενέστερη από τις περισσότερες βιβλικές ιστορίες στις οποίες αναφέρεται η πόλη. (Αν εμπιστευόμαστε τη βιβλική χρονολόγηση, ο Σαούλ και ο Δαβίδ, που τόσο συχνά είχαν σχέσεις με τους Γαθίτες, θα είχαν ζήσει στα τέλη του 11ου - αρχές του 10ου αιώνα π.Χ.).
«Μέχρι τώρα πιστεύαμε ότι η πόλη από την Εποχή του Σιδήρου IIA, δηλαδή αυτή που καταστράφηκε από τον Αζαήλ, ήταν η μεγαλύτερη και πιο σημαντική περίοδος στη Γαθ», λέει ο Maeir. «Φέτος βρήκαμε μια διαφορετική ιστορία».
Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής αυτού του καλοκαιριού (2019), η οποία έληξε την περασμένη εβδομάδα, οι αρχαιολόγοι αποφάσισαν να ερευνήσουν τα θεμέλια μεγάλων αναλημμάτων που βρίσκονται στην κάτω πόλη της Γαθ, η οποία κατοικήθηκε μόνο κατά τη διάρκεια της εποχής του Σιδήρου. Η ανασκαφή αποκάλυψε ότι αυτά τα αναλήμματα στηρίζονταν πάνω σε ισχυρές οχυρώσεις και μεγαλύτερα κτίσματα κατασκευασμένα από τεράστιους πέτρινους ογκόλιθους και οπτόπλινθους - μια μέθοδο που τους καθιστά ισχυρότερους σε σχέση με τις παραδοσιακές πλίνθους που στέγνωναν στον ήλιο.
Εικ. 3. Αεροφωτογραφία της οχύρωσης της πρώιμης πόλης της Γαθ. |
Σε ορισμένες περιοχές αυτά τα τείχη είναι πάχους 4 μέτρων ή και περισσότερο και η κεραμική που σχετίζεται με αυτά χρονολογείται στην πρώιμη εποχή του Σιδήρου, δηλαδή στον 11ο αιώνα π.Χ. ή ενδεχομένως νωρίτερα. Δεν υπάρχουν συγκρίσιμες κολοσσιαίες κατασκευές από την υπόλοιπη Εγγύς Ανατολή αυτής της περιόδου, λέει ο Maeir.
«Ό,τι και αν είναι, είναι τεράστιες κατασκευές», δήλωσε ο Maeir στη Haaretz κατά τη διάρκεια μιας ξενάγησης στο χώρο την περασμένη εβδομάδα. «Μοιάζει ο οικισμός της Γαθ στις αρχές της εποχής του Σιδήρου να επισκίασε τη μεταγενέστερη πόλη».
Αυτές οι μνημειώδεις κατασκευές συνδυάζονται με την εικόνα της Γαθ ως μίας μεγάλης τοπικής δύναμης ήδη από την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου - μια εικόνα που μπορεί να γίνει αντιληπτή από τη Βίβλο και τα αρχαιολογικά ευρήματα στην γύρω περιοχή. Οι οικισμοί στην κοντινή κοιλάδα της Elah, όπως η Azekah και η Khirbet Qeiyafa (για τους οποίους εξαρτάται από τους οποίους ζητάτε ή όχι να σας πουν, αν είναι πρώιμες ιουδαϊκές περιοχές) δείχνουν σημάδια καταστροφής κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, υποδηλώνοντας ότι η Γαθ διατήρησε με επιθετικό τρόπο την ηγεμονία της στην περιοχή, λέει ο Maeir.
Τα τείχη που είδε ο Δαβίδ
Ακόμη εξακολουθεί να υφίσταται η κριτική σχετικά με το πόση ιστορική αλήθεια υπάρχει στις βιβλικές ιστορίες της ενωμένηςς μοναρχίας υπό τους Σαούλ, Δαβίδ και Σολομώντα. Αλλά, αν ένας ισραηλίτης ηγέτης ονόματι Δαβίδ πράγματι αναζήτησε καταφύγιο στη Γαθ για να ξεφύγει από το ζηλόφθονο βασιλιά Σαούλ, τότε τα τείχη που αποκαλύφθηκαν πρόσφατα εκεί, θα ήταν αυτά που είδε ο αυτός ο Δαβίδ, καθώς εισήλθε στην πόλη.
Κατά την πρώτη του επίσκεψη, πιθανόν πάνω σε αυτές τις οχυρώσεις ο μελλοντικός βασιλιάς του Ισραήλ, φοβούμενος ότι ο Γαθίτης βασιλιάς, Αχίς θα τον βλάψει, υποκρίθηκε τον τρελό: «χάραζε σχήματα πάνω στις πύλες και άφηνε το σάλιο του να τρέχει πάνω στα γένια του» (Α΄ Σαμ. 21,13-14).
Φυσικά, όταν πρόκειται για τον Δαβίδ, λίγοι θυμούνται την παραπάνω ιστορία στις πύλες της Γαθ και όλοι γνωρίζουν την παλαιότερη, πιο ένδοξη εκδοχή του νικητή του Γολιάθ, του θηριώδη Φιλισταίου πολεμιστή που προερχόταν από την ίδια πόλη (Α΄ Σαμ. 17,4).
Εικ. 4. Το «Όστρακο του Γολιάθ» |
Μια επιγραφή που βρέθηκε σε ένα όστρακο από το Tell es-Safi, το οποίο χρονολογείται στον 9ο αιώνα π.Χ. (περισσότερο από έναν αιώνα μετά την εποχή του Δαβίδ) αναφέρει ονόματα που είναι ετυμολογικά παρόμοια με αυτά του Γολιάθ. Αλλά το λεγόμενο «Όστρακο του Γολιάθ» αποδεικνύει μόνο ότι αυτό μπορεί να ήταν πράγματι ένα κοινό φιλισταϊκό όνομα και όχι ότι υπήρξε ένας διάσημος πολεμιστής με αυτό το όνομα, ο οποίος μονομάχησε με τον Δαβίδ στην αλλαγή του 11ου αιώνα π.Χ. ή ότι ο πολεμιστής αυτός είχε ασυνήθιστα τεράστιο ανάστημα.
Παρεμπιπτόντως, ο Γολιάθ απέχει πολύ από το να είναι ο μοναδικός γίγαντας που χώρεσε στις σελίδες του εβραϊκού ιερού κειμένου. Η Βίβλος είναι αρκετά σαφής πως όλοι οι μυστηριώδεις γιγάντιοι άνθρωποι – οι «Ρεφαίμ», οι «Ανακίμ» και άλλοι – περπάτησαν πάνω στη γη και οι τελευταίοι απόγονοί τους κατέληξαν να ζουν τελικά ανάμεσα στους Φιλισταίους, ιδιαίτερα στη Γαθ (βλ. για παράδειγμα, Ιησούς Ναυή 11,22 «Δεν απόμεινε πια απόγονος του Ανάκ στη χώρα των Ισραηλιτών, παρά μόνο μερικοί στη Γάζα, στη Γαθ και στην Ασδώδ» ή Β΄ Σαμ. 21, 16-22).
Πολλοί βιβλικοί μελετητές σήμερα είναι πεπεισμένοι ότι η αποκαλούμενη Δευτερονομιστική Ιστορία - τα βιβλία από το Δευτερονόμιο μέχρι τα βιβλία των Βασιλέων - καταγράφτηκε αιώνες μετά τα περισσότερα από τα γεγονότα που περιγράφει, πιθανώς στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., την εποχή του βασιλιά Ιωσία.
Έτσι η ιστορία των πρώιμων Ισραηλιτών περιγράφεται καλύτερα ως μια συλλογή προηγούμενων παραδόσεων, προφορικών και γραπτών, αρχαίων μύθων και ισχυρών ιστορικών αναμνήσεων, προσαρμοσμένων συχνά για να ταιριάζουν στους ιδεολογικούς και θεολογικούς σκοπούς των δημιουργών της.
Και πού χωράνε ο Γολιάθ και οι άλλοι γίγαντες σε αυτό το μείγμα του μύθου, της παράδοσης και της ιστορίας;
«Πολλά από τα βιβλικά κείμενα πρέπει να νοούνται ως αλληγορία», σημειώνει ο Maeir. «Έχουμε ανασκάψει αρκετούς τάφους στη Γαθ, και σίγουρα δεν βρήκαμε τα οστά ιδιαίτερα μεγάλων ανθρώπων, έτσι ποια είναι η προέλευση της παράδοσης ότι εδώ ζούσαν γίγαντες;».
Η απάντηση, σύμφωνα με τη θεωρία του αρχαιολόγου, μπορεί να εντοπίζεται στη μνημειακή κλίμακα της νεοανακαλυφθείσας πόλης από την πρώιμη εποχή του Σιδήρου, η οποία θα μπορούσε να έχει εμπνεύσει ιστορίες για τους σχετικά μεγαλόσωμους κατοίκους της, ακόμη και πολύ καιρό, αφού η φιλισταϊκή Γαθ δεν υπήρχε πια. Γνωρίζουμε ότι μετά την καταστροφή της πόλης από τον Αζαήλ, τα ερείπιά της ήταν ακόμη γνωστά και αρκετά εντυπωσιακά ώστε να μνημονεύονται στο βιβλίο του προφήτη Αμώς, ο οποίος έδρασε τον 8ο αιώνα π.Χ. - περίπου έναν αιώνα μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Αραμαίους.
Σε αυτό το κείμενο, ο προφήτης Αμώς αναφέρει την καταστροφή της Γαθ ως ένα παράδειγμα ύβρεως που τιμωρείται από το Θεό και μια προειδοποίηση για την επικείμενη μοίρα των υπερήφανων ηγετών των Ισραηλιτών (Αμώς κεφ. 6).
Εάν αυτά τα μνημειώδη κατάλοιπα ενέπνευσαν τις απαισιόδοξες προφητείες, ίσως υπήρξαν η πηγή και άλλων παραδόσεων, λέει ο Maeir. «Αν υπήρχαν τεράστια ερείπια που στέκονταν γύρω, αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξεκινήσουν ιστορίες για τους γίγαντες», λέει. Μία τέτοια σύνδεση δεν ήταν ασυνήθιστη στον αρχαίο κόσμο, σημειώνει. Οι Έλληνες των κλασικών χρόνων, για παράδειγμα, κοιτάζοντας τα ερείπια των ισχυρών οχυρώσεων στις Μυκήνες και σε άλλες περιοχές της εποχής του Χαλκού τα ονόμασαν «Κυκλώπεια τείχη», πιστεύοντας ότι μόνο γίγαντες, όπως οι μυθικοί Κύκλωπες θα μπορούσαν να ανυψώσουν τέτοιους ογκόλιθους.
Πολλές από τις βιβλικές ιστορίες που αναφέρονται στους ασυνήθιστα μεγάλους ανθρώπους συνδέονται με την κατάκτηση της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τους Ισραηλίτες, σημειώνει ο Thomas Römer, ένας διάσημος μελετητής της εβραϊκής Βίβλου και καθηγητής στο College de France και το Πανεπιστήμιο της Λοζάνης. Στο βιβλίο των Αριθμών (κεφ. 13) για παράδειγμα, οι κατάσκοποι που έστειλε ο Μωυσής περιγράφουν τη Γη της Επαγγελίας ως χώρα των τρομακτικών πόλεων και των γιγαντιαίων ανθρώπων. Αυτές οι παραδόσεις χρησιμεύουν κυρίως για να μεγιστοποιήσουν τη δόξα του Θεού και των Ισραηλιτών για τις νίκες τους και να δημιουργήσουν μια σαφή χρονολογική διάκριση μεταξύ του χρόνου πριν και μετά την κατάκτηση, λέει ο Römer, ο οποίος δε συμμετείχε στην έρευνα στη Γαθ.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στις ιστορίες μετά την κατάκτηση, οι γίγαντες που επιβίωσαν της επίθεσης του Ιησού του Ναυή, περιορίζονται στα εδάφη των Φιλισταίων και αυτό μάλλον συνδέεται με το μέγεθος και την πολυπλοκότητα αυτού του πολιτισμού.
«Πρέπει πάντα να είμαστε πολύ προσεκτικοί στην ερμηνεία μας, αλλά αυτό μπορεί να σχετίζεται με το μέγεθος των πόλεων των Φιλισταίων, όπως η Γαθ και με αυτόν τον πολύ εντυπωσιακό πολιτισμό, με τον οποίο οι Εβραίοι ήταν εξοικειωμένοι», λέει ο Römer στη Haaretz. «Όταν συναντούσαν τέτοιες μεγάλες κατασκευές, έπρεπε να τις εξηγήσουν: έτσι γιατί να μην ήταν οι γίγαντες;».
Γιατί δύο πόλεις;
Μόνο μικρά τμήματα της πρώιμης πόλης της εποχής του Σιδήρου στη Γαθ έχουν αποκαλυφθεί μέχρι στιγμής και η ομάδα του Maeir έχει ως στόχο να σκάψει περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Μια ερώτηση που ελπίζουν να απαντηθεί είναι πόσο παλιά είναι αυτή η πόλη και αν φτάνει πίσω στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. - όταν ο πολιτισμός των Φιλισταίων συνενώθηκε αρχικά στην παράκτια πεδιάδα που χωρίζεται σήμερα μεταξύ του νότιου Ισραήλ και της Λωρίδας της Γάζας.
Ένα άλλο μυστήριο είναι ο λόγος για τον οποίο οι Φιλισταίοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πόλη τους από την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και να χτίσουν έναν άλλο, ελαφρώς πιο ταπεινό οικισμό επάνω σε αυτήν, αλλάζοντας ταυτόχρονα τον προσανατολισμό ολόκληρου του αστικού δικτύου (τα κτίρια της εποχής του Σιδήρου ΙΙΑ ευθυγραμμίζονται με τα σημεία του ορίζοντα, ενώ η αρχαιότερη πόλη έχει κλίση 45 μοιρών). Πάντως, αυτή η τεράστια αναδιάρθρωση δεν σημαίνει ότι η πόλη κατακτήθηκε ή καταστράφηκε.
Το βιβλίο των Χρονικών λέει ότι ο Δαβίδ κατέλαβε τελικά τον κάποτε εχθρό και κάποτε σύμμαχο του, την πόλη της Γαθ (Α΄ Χρον. 18), ενώ ο γιος του Σολομώντα, ο Ροβοάμ την οχύρωσε για λογαριασμό του Ιούδα (Β΄ Χρον. 11). Αλλά αυτό το βιβλικό κείμενο θεωρείται από τους μελετητές ότι έχει γραφτεί πολύ αργότερα - ίσως στον πέμπτο ή τέταρτο αιώνα π.Χ. - οπότε αυτές οι λεπτομέρειες μπορεί να αποτελούν περισσότερο μια επίπλαστη ανύψωση του αρχαίου Ισραήλ παρά μία ιστορική αφήγηση.
Αρχαιολογικά, η σύντομη ιουδαϊκή κατοίκηση του χώρου έγινε αιώνες μετά την εποχή του Δαβίδ και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η ισχυρή πόλη της πρώιμης εποχής του Σιδήρου καταστράφηκε ή ότι η Γαθ ήταν οτιδήποτε άλλο από μια ισχυρή και ευημερούσα φιλισταϊκή πόλη μέχρι που ισοπεδώθηκε από τους Αραμαίους, λέει ο Maier.
«Συνεπώς, ακόμα δεν γνωρίζουμε πολλά για το γιατί μια νέα πόλη χτίστηκε πάνω από την παλιά, με διαφορετικό προσανατολισμό των κτιρίων», λέει ο αρχαιολόγος. «Αλλά ένα πράγμα είναι βέβαιο: σιγά – σιγά αρχίζουμε να ξυπνάμε έναν γίγαντα από τον ύπνο του».
Πηγή: Haaretz
Μετάφραση-επιμέλεια: Δρ. Βάλια Παπαναστασοπούλου
Αρχαιολόγος -Θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια