Η Οικία Α. Πριν από 24 αιώνες, ο προπάππους του Μεγαλέξανδρου, ο Αλκέτας Α', έχτισε στο Όρραον μία πέτρινη πόλη-φρούριο. Τόπος γυμνός, α...
Η Οικία Α. |
Πριν από 24 αιώνες, ο προπάππους του Μεγαλέξανδρου, ο Αλκέτας Α', έχτισε στο Όρραον μία πέτρινη πόλη-φρούριο.
Τόπος γυμνός, απόκρημνος. Πέτρα πάνω στην πέτρα. Όραση όμως ανοικτή, πεδίο ελεύθερο μέχρι τη θάλασσα, τον Αμβρακικό κόλπο και το Ιόνιο πέλαγος μετά. Για αυτό και Όρραον το όνομά του - αν είσαι εδώ τα μάτια φτάνουν μακριά, εποπτεύουν ανεμπόδιστα. Για αυτό πριν από 24 αιώνες, ο προπάππους του Μεγαλέξανδρου, ο Αλκέτας Α΄, βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου, έκτισε εδώ μία πέτρινη πόλη-φρούριο που ακόμα ο χρόνος δεν “σκούπισε”- δεν εξαφάνισε όπως, μάλλον, με τις δικές μας πλαστικές πολιτείες θα συμβεί.
Σε αυτόν τον άσημο σήμερα, άγνωστο τόπο, διασώζονται τα καλύτερα διατηρημένα σπίτια της ελληνικής αρχαιότητας- οι οικίες Α, Β και Γ, το κτίριο Δ, όλα ορθώνονται μέχρι το ύψος της στέγης. Αιφνιδιάζεσαι όπως τα αντικρίζεις απροσδόκητα, καταμεσής μιας φαινομενικής ερημιάς, σαν στη μέση του πουθενά. Η λιθοδομή τους, τόσους αιώνες μετά, παραμένει αψεγάδιαστη, ξερολιθιά αλφαδιασμένη με τέλεια γεωμετρική ακρίβεια από τον αρχαίο μάστορα. Στον ελλαδικό χώρο το Όρραον αποτελεί μοναδικό σημείο.
Η είσοδος στον οικισμό. |
Γιατί από την περίοδο της αρχαιότητας κρατήθηκαν μέχρι τις μέρες μας ναοί, θέατρα και στάδια, δρόμοι και υδραγωγεία. Αλλά τα σπίτια των ανθρώπων, πέσανε. Χαθήκαν. «Βρίσκουμε μόνο τα θεμέλιά τους, άντε έως και το κάτω τμήμα των τοίχων. Μέχρι εκεί», λέει η αρχαιολόγος Ανθή Αγγέλη, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πρέβεζας, που έχει εργαστεί συστηματικά για την ανάδειξη του αρχαίου οικισμού. «Οι αρχαίοι Έλληνες έκτιζαν με πέτρα μέχρι ένα χαμηλό ύψος, στα 70- 80 εκατοστά», συνεχίζει η ίδια. «Συνέχιζαν μετά με ωμές πλίνθους, ούτε καν ψημένα τούβλα, όπως οι Ρωμαίοι. Αυτά τα “πλινθιά” με την πάροδο των χρόνων επέστρεφαν στην κατάσταση του πηλού, γίνονταν πάλι άργιλος και εξαϋλώνονταν εντέλει».
Στο Όρραον, όμως, η αρχαιολόγος εξηγεί ότι έκτισαν εξολοκλήρου με πέτρα μέχρι το ταβάνι, μέχρι τη σκεπή. Η εξόρυξη του λίθου εκεί ήταν εύκολη, στο διπλανό Ξηροβούνι υπάρχουν μέχρι σήμερα μεγάλα λατομεία της ίδιας πέτρας.
Η Οικία Α. |
Και εγένετο το Όρραον: μία μικρή, πέτρινη πόλη πάνω στα βουνά. Περίκλειστη από ισχυρό τείχος και γκρεμούς. Μια πόλη-κάστρο. Περίπου εκατό σπίτια, με γκρίζους, φαρδείς ογκόλιθους για τοίχους, σαν επιμέρους οχυρά μες στο μεγάλο φρούριο. Το ένα σπίτι δίπλα στο άλλο, σχημάτιζαν οικοδομικά τετράγωνα που διακόπτονταν από στενούς δρόμους που τέμνονταν σε άψογες, ορθές γωνίες. Βάσει σχεδίου: ώστε σε καιρό πολέμου, εάν το τείχος έπεφτε κατά την πολιορκία, μέσα, η πόλη θα γινότανε λαβύρινθος φριχτός για κάθε εισβολέα.
Ζητάω από την Ανθή Αγγέλη να μου δώσει μια εικόνα των ανθρώπων και της ζωής στο Όρραον.
«Στο Όρραον κατοικούσαν Μολοσσοί», απαντάει. «Το φύλο των Μολοσσών ήταν στενά δεμένο με την κτηνοτροφία, ήταν ποιμένες, κυρίως - και αγρότες. Στο Όρραον βρέθηκαν γεωργοκτηνοτροφικά εργαλεία, όπως σιδερένια ψαλίδια για την κουρά των προβάτων, αργαλειοί επίσης, για την ύφανση του μαλλιού. Και, μάλλον, οι αρχαίοι εκείνοι άνθρωποι καλλιεργούσαν μια μικρή πεδιάδα εκεί που σήμερα βρίσκεται το χωριό Αμμότοπος».
Το Όρραον. |
Δεν ήταν όμως ένας οικισμός ποιμένων μόνο - η φρουριακή εντύπωση που δίνει το Όρραον δεν είναι τυχαία. Όπως μου λέει η κ. Αγγέλη, το Όρραον κτίστηκε εξαρχής ως πόλη-κάστρο, ως ένα μικρό μεθοριακό φρούριο των Μολοσσών. Είχε στρατηγική θέση, έλεγχε το πέρασμα στην χώρα των Μολοσσών. Από τον Αμβρακικό κόλπο και τη θάλασσα, στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων: την ίδια αρχαία στράτα ακολουθεί σήμερα ο αυτοκινητόδρομος της Ιονίας Οδού. Οι κάτοικοι του Όρραον αυτό το διαχρονικό, φυσικό πέρασμα των “ξένων” προς τη χώρα τους, αλλά και την δική τους πρόσβαση στη θάλασσα, επιτηρούσαν και προστάτευαν. Ήταν διαρκώς και οπλίτες.
Σε όλους τους τάφους που έχουν ανασκαφεί στο νεκροταφείο της μικρής πόλης βρέθηκαν όπλα, όπως λόγχες και σπαθιά. Οι σκελετοί τους βρίσκονται στις αποθήκες του (εξαιρετικού) Αρχαιολογικού Μουσείου της Άρτας και αν κάποτε γίνει ανάλυση του γενετικού υλικού, θα μάθουμε περισσότερα πράγματα για αυτούς τους ανθρώπους και την κοινότητά τους. «Σώσανδρος» ήταν το όνομα ενός, όπως μαρτυρά η επιτύμβια στήλη που βρέθηκε στον τάφο του: ωραίο όνομα, αλληγορικό σχεδόν για την ανθρώπινη κατάσταση, οξύμωρο για έναν νεκρό και η πέτρινη επιγραφή του ήτανε «κεντημένη» με κλαδιά από κισσό και δρυ.
Το γκρεμισμένο τείχος. |
Παρατηρώ το πεσμένο τείχος που είχε έως τρία μέτρα πλάτος και οχτώ ορθογώνιους πύργους - τεράστιες σωροί από πέτρες διαγράφουν επακριβώς την ίδια περίμετρό του, δύο χιλιάδες χρόνια τώρα. Παραμένουν έτσι από το 168 π.Χ. οπότε το τείχος κατέστρεψαν οι ρωμαϊκές λεγεώνες, γκρεμίζοντας το ως τα θεμέλια. Το Όρραον είχε αποφασίσει να αντισταθεί στην επεκτατική αυτοκρατορία. Ήταν μια από τις λίγες πόλεις που το τόλμησαν. Έπρεπε να πληρώσει το τίμημα.
Περίπου δυο χιλιάδες άνθρωποι ζούσαν εδώ. Μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση το Όρραον ήταν ήδη ένα μικρό άστυ διακοσίων ετών- και συνέχισε να κατοικείται για τον επόμενο περίπου ενάμιση αιωνα. Το 31 π.Χ. ο Οκταβιανός Αύγουστος ανάγκασε τους κατοίκους να μετοικήσουν στη Νικόπολη - τους «απήγαγε» στη λαμπρή πόλη που έκτισε ως επινίκια του μεγαλύτερου θριάμβου του, όταν κατατρόπωσε την Κλεοπάτρα και τον Αντώνιο στο κοντινό Άκτιο.
Η μικρή πόλη ερήμωσε. Από τα εκατό σπίτια, παρά την πέτρα και την τέχνη που είχανε φτιαχτεί, τα περισσότερα, μες στους αιώνες γκέμισαν. Τυμβωρύχοι σύλλησαν τους τάφους και η φύση έκανε κι αυτή τη δουλειά της: εξαπλώθηκε. «Μέχρι και σήμερα, το Όρραον δεν έχει ανασκαφεί συστηματικά», λέει η Ανθή Αγγέλη. «Με εξαίρεση την Οικία Α και το Κτίριο Δ, ο υπόλοιπος χώρος δεν έχει ερευνηθεί. Θεωρητικά, εδώ υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρό για όποιον εξασφαλίσει τους πόρους και ξεκινήσει μια συστηματική ανασκαφή».
Το Κτίριο Δ. |
Πάντως, ο αρχαιολογικός χώρος είναι επισκέψιμος. Το κτίριο Δ., δημόσιο κτίριο της αρχαίας κοινότητας, στέκει σχεδόν αυτούσιο, όπως κτίστηκε τότε. Λείπει μόνο η σκεπή - αλλά φαίνονται ακόμη στη λιθοδομή οι θέσεις όπου «κούμπωναν» τα ξύλινα δοκάρια της.
Η πέτρινη δεξαμενή που συγκέντρωνε το νερό της βροχής είναι κι αυτή απείραχτη απ’ τον χρόνο - και μπορείς να κατέβεις την πέτρινη σκάλα έως τον πυθμένα της, όπως οι άνθρωποι που τσέκαραν τη στάθμη του νερού, τότε. Και το καλντερίμι ανάμεσα στις Οικίες Β και Γ είναι σταθερό κι αυτό, απαράλλαχτο σχεδόν: οι ίδιοι πέτρινοι τοίχοι εκατέρωθεν, ίδιο το φως και οι σκιές.
Η Δεξαμενή. |
«Εδώ και τρία χρόνια το Πανεπιστήμιο του Darmstadt (Γερμανία) υλοποιεί στο Όρραον το ερευνητικό πρόγραμμα ΦΩΣ 4D για τις συνθήκες φωτισμού στα αρχαία σπίτια», σημειώνει η Ανθή Αγγέλη. Οι γερμανοί επιστήμονες επισκέπτονται τον αρχαιολογικό χώρο αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του χρόνου και πραγματοποιούν μετρήσεις για να κατανοήσουν πως φωτίζονταν τα αρχαία ελληνικά σπίτια κατά τη διάρκεια της μέρας, από το φυσικό φως δηλαδή. Πως εξασφάλιζαν οι άνθρωποι ότι τα σπίτια τους θα έχουν επαρκή φωτισμό, αλλά θα προστατεύονταν κιόλας από τις καιρικές συνθήκες: τη βροχή, τον άνεμο, το κρύο;
«Επέλεξαν τρεις πόλεις του αρχαίου κόσμου», λέει η κ. Αγγέλη. «Την Όστια στην Ιταλία, την Έφεσσο στη Μικρά Ασία και το Όρραον στην Ελλάδα. Αυτό δείχνει τη σημασία και τη μοναδικότητά του - δεν υπάρχει άλλος οικισμός στον Ελλαδικό χώρο με οικίες τόσο καλοδιατηρημένες ώστε να πραγματοποιηθεί μια τέτοια έρευνα».
Το καλντερίμι. |
Μπαίνοντας στον αρχαιολογικό χώρο, αν ακολουθήσεις το μονοπάτι στα δεξιά σου, θα βρεθείς στην Οικία Α. Και αμέσως θα καταλάβεις πόσο δίκιο έχει η ελληνίδα αρχαιολόγος και οι γερμανοί συνάδελφοί της. Η Οικία Α, σπίτι αγροτοκτηνοτρόφων, όπως απέδειξε η αρχαιολογική έρευνα, είναι, πράγματι, ένα καταπληκτικό παράδειγμα σωζόμενου αρχαίου σπιτιού. Κτίστηκε περίπου όταν ιδρύθηκε ο οικισμός και εξακολούθησε να κατοικείται μέχρι το τέλος της ανθρώπινης παρουσίας εκεί. Τότε, οι τελευταίοι του κάτοικοι ζούσαν σε ένα σπίτι ήδη τριακοσίων χρονών.
Ολοπέτρινο, δίπατο κτήριο, τότε, με εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Μεγάλο σπίτι: 293 τ.μ. - τα δωμάτια του, οι επιμέρους χώροι δεν άλλαξαν ποτέ διαρρύθμιση. Παρέμειναν όπως όταν ξεκίνησε να πρωτοκατοικείται και, μέχρι σήμερα, είναι απόλυτα διακριτά και εμφανή. Μπορείς, ακόμη, να μπεις σε αυτό το σπίτι, να το περπατήσεις: από την υπαίθρια αυλή του με τους κίονες, μέχρι το «σκοτεινό δωμάτιο», εκεί που οι γυναίκες δούλευαν τον αργαλειό.
Η Οικία Α. |
Οι αρχαιολόγοι έχουν αναγνωρίσει κάθε δωμάτιο του Σπιτιού Α.: το υπνοδωμάτιο του ζευγαριού, τον «λουτρώνα», που είχε δάπεδο από αδιάβροχο κονίαμα, τον «οίκο» όπου δούλευαν πολλές γυναίκες μαζί (στο μαγείρεμα γύρω από την εστία ή υφαίνοντας), τον «ανδρώνα» όπου ο οικοδεσπότης διοργάνωνε τα γλέντια του, τα «συμπόσιά» του: εκεί, περιμετρικά των τοίχων, υπήρχαν επτά κλίνες για τους καλεσμένους. Η «γυναικωνίτις» όπου ζούσαν οι γυναίκες, όπως και οι κοιτώνες των δούλων, βρίσκονταν στον πάνω όροφο.
Πατριαρχική, συντηρητική η κοινωνία του Όρραον, κόσμος με δούλους - αυταρχική, συχνά βίαιη σε ακρότατα όρια η ζωή, χιλιάδες χρόνια χειρότερη από τη σημερινή δική μας. Που μπορεί να είναι λειψή κι αυτή αλλά ακόμα και όταν βρισκόμαστε σε τέτοιους τόπους, σαν κινηματογραφικά σκηνικά, ας μην εκτρέπεται η συγκίνηση για την ανθρώπινη κατάσταση μέσα στον χρόνο σε φτηνό μελό, σε ανόητη και -για εμάς τους σύγχρονους ανθρώπους- άδικη νοσταλγία. Γεννηθήκαμε σε θέση πλεονεκτικότερη μέσα στην Ιστορία και από τον Αύγουστο Οκταβιανό. Με λίγη τύχη είναι στο χέρι μας να ζήσουμε καλύτερα.
Το εσωτερικό της Οικίας. |
Η θέα από το παράθυρο στην Οικία Α. |
Από το παράθυρο του Σπιτιού Α. φαίνεται ο αυτοκινητόδρομος του 2023, με τα αυτοκίνητα που τρέχουν, σα να ανεβαίνει με ταχύτητα από τη θάλασσα στο βάθος. Η απουσία της στέγης αφήνει τον ουρανό να «μπαίνει» στο αρχαίο σπίτι. Μέρα με διακυμάνσεις, στο τέρμα του καλοκαιριού, έχει ήλιο που εναλλάσσεται με στάλες βροχής αλλά το φως είναι καθαρό, διαυγές - και ένα ζευγάρι γερακιών υπερίπταται.
Τι έμεινε στον τόπο αυτό από τους ανθρώπους, τις οικογένειες, τις γενιές που έζησαν στο Σπίτι Α.; Τι κράτησε στον χρόνο; Η τέχνη της πέτρας σίγουρα - τα «μπουλούκια» των ηπειρωτών μαστόρων ήτανε φημισμένα σε όλα τα Βαλκάνια για τους πολλούς επόμενους αιώνες. Εν μέρει η γλώσσα τους, ως εκφορά του λόγου και ηχόχρωμα: Γιατί οι Μολοσσοί μιλούσαν τη βορειοδυτική δωρική διάλεκτο, «βαριά» δωρικά δηλαδή. Ηπειρώτικα. Και τα σκυλιά τους, τα ποιμενικά μολοσσικά σκυλιά που θαύμασαν οι Ρωμαίοι ποιητές και ιστορικοί για το θάρρος, τον τσαμπουκά τους απέναντι και σε αγέλες λύκων. «Ακόλωτα», στοιβαρά.
Η Οικία Α. |
Προσπαθώ να έρθω στη θέση των σκληροτράχηλων, πριμιτίφ αρχαίων εκείνων ανθρώπων όταν από το ίδιο παράθυρο που σήμερα έχει θέα τον αυτοκινητόδρομο, αυτοί έβλεπαν τις ρωμαϊκές λεγεώνες να ανεβαίνουν το βουνό, σιδηρόφρακτες.
Αν είχε αυτό το περίεργο φως που έχει σήμερα, οι πανοπλίες θα λαμπίριζαν σποραδικά.
Πηγή: Αλ. Γαγλίας, Vice
Δεν υπάρχουν σχόλια