Η μελέτη συντήρησης του εμβληματικού μνημείου της Αμφίπολης εγκρίθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Ετοιμος να απαλλαγεί από το «μ...
Η μελέτη συντήρησης του εμβληματικού μνημείου της Αμφίπολης εγκρίθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο.
Ετοιμος να απαλλαγεί από το «μαύρο πέπλο» με το οποίο έχει ντύσει η υγρασία και ο χρόνος, είναι ο εμβληματικός Λέων της Αμφίπολης.
Η μελέτη συντήρησής του έλαβε ομόφωνη γνωμοδότηση από το Κεντρικό Αρχαολογικό Συμβούλιο, χωρίς ωστόσο να αποσαφηνιστεί πότε θα ξεκινήσουν οι εργασίες και πόσος χρόνος θα απαιτηθεί ώστε το εμβληματικό γλυπτό από μάρμαρο Θάσου να μη φέρει στην επιφάνειά του πλέον λεκέδες από σκουριά, να συγκολληθούν τα σημεία που παρουσιάζουν ρωγμές και απολεπίσεις και να αφαιρεθούν, μεταξύ άλλων, προβληματικά κονιάματα.
Σε κάθε περίπτωση κατέστη σαφές εκ μέρους της προϊσταμένης της Διεύθυνσης Συντήρησης Αρχαίων και Νεοτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, Μαρία Μερτζάνη, ότι στο σύνολό του το μνημείο «δεν εγείρει ανησυχία σχετικά με τη στατική και δομική του ακεραιότητα».
Καθιστός, με τα πίσω πόδια του να αγγίζουν τα μπροστινά και μέλος της ίδιας καλλιτεχνικής παράδοσης με τους λέοντες του Πειραιά και της Χαιρώνειας (4ος αι. π.Χ.) – από την οποία ξεχωρίζει χάρη στη χαίτη του, η οποία καλύπτει το κεφάλι και το άνω μέρος του σώματος, πέφτοντας στους ώμους του, αλλά και επειδή δεν είναι μονολιθικός, αλλά φτιαγμένος από πολλά μικρά τμήματα μαρμάρου – ο Λέων ανακαλύφθηκε τυχαία.
Το 1912, στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα (κοντά στη σημερινή του θέση), έλληνες στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Βαλκανικού Πολέμου ανακάλυψαν τμήματα της βάσης του ενώ το 1916 βρετανοί αξιωματικοί έφεραν στο φως μαρμάρινα τμήματα του ίδιου του Λέοντα, οι οποίοι και θα είχαν καταφέρει να τα φυγαδεύσουν αν δεν τους είχε προλάβει ισχυρός βομβαρδισμός των εχθρικών δυνάμεων.
Για 13 χρόνια το μνημείο έμεινε στην αφάνεια, μέχρι η αμερικάνικη εταιρεία Μονκς – Ούλεν να αναλάβει την αποξήρανση της πεδιάδας Σερρών και Δράμας.
Επτά χρόνια αργότερα ξεκίνησε η αναστήλωσή του για τις ανάγκες της οποίας φτιάχτηκε ένα γύψινο αντίγραφό του, σε πραγματικό μέγεθος, από την παρατήρηση του οποίου ήταν ευκολότερο να προσδιοριστούν τα τμήματα του γλυπτού που έλειπαν, και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συμπληρώσεις, καθώς είχαν βρεθεί 11 κομμάτια του γλυπτού με την κορυφή του κεφαλιού, μέρος της ράχης και των ποδιών να λείπουν μεταξύ άλλων.
Εν συνεχεία για την αποκατάστασή του έγινε χρήση μεταλλικών συνδέσμων – σε αντίθεση με την αρχική κατασκευή του γλυπτού που περιείχε ελάχιστο μέταλλο για τη στήριξή του – ενώ για τη συμπλήρωση των μελών που έλειπαν χρησιμοποιήθηκε τσιμέντο και χρωστικές, στο πρότυπο της αποκατάστασης της βόρειας κιονοστοιχίας του Παρθενώνα.
Πηγή: Μ. Αδαμοπούλου, Τα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια