Δεκαοκτώ αισθητήρες μετρούν τη θερμοκρασία νερού και αέρα στο δεύτερο μεγαλύτερο σε μήκος ποτάμιο σπήλαιο της χώρας. Αρχαιολογικά ευρήματα τ...
Δεκαοκτώ αισθητήρες μετρούν τη θερμοκρασία νερού και αέρα στο δεύτερο μεγαλύτερο σε μήκος ποτάμιο σπήλαιο της χώρας. Αρχαιολογικά ευρήματα της Τελικής Νεολιθικής Εποχής στο εσωτερικό του.
Στα βορειοδυτικά της Δράμας, μόλις 23 χιλιόμετρα από την πόλη, έξω από τα Κοκκινόγεια του δήμου Προσοτσάνης, βρίσκεται το δεύτερο μεγαλύτερο σε μήκος ποτάμιο σπήλαιο της χώρας. Το Σπήλαιο των πηγών του ποταμού Αγγίτη (Μααράς) ξεπερνά τα 15 χιλιόμετρα σε μήκος, ενώ επισκέψιμα είναι μόλις 600-700 μέτρα, κοντά στο 1 χιλιόμετρο είναι πλημμυρισμένο τμήμα και τα υπόλοιπα τα διασχίζει το ποτάμι.
Σε αυτό το τελευταίο κομμάτι βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2018 ένα πρόγραμμα, το οποίο υλοποιεί ο Χρήστος Πέννος, επίκουρος επισκέπτης καθηγητής του τμήματος Γεωλογίας στο Α.Π.Θ. και πρόεδρος της Σπηλαιολογικής Ομοσπονδίας Ελλάδας. Σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο Μπέργκεν της Νορβηγίας, όπου ο κ. Πέννος ήταν καθηγητής, έχει εγκαταστήσεις 14 αισθητήρες, οι οποίοι καταγράφουν τη θερμοκρασία του νερού κάθε μία ώρα, αλλά και του αέρα, ενώ άλλοι 4 μετρούν τη στάθμη του νερού και την ηλεκτρική αγωγιμότητα.
«Από την άνοιξη μέχρι σήμερα η στάθμη του νερού έχει υποχωρήσει σημαντικά. Είναι ενδεικτικό πως στην είσοδο του σπηλαίου την περασμένη άνοιξη η στάθμη ήταν στα 300-350 χιλιοστά και σήμερα έχει πέσει στα 130 χιλιοστά, είναι η χαμηλότερη των τελευταία ετών», λέει στη Voria, ο κ. Πέννος και εξηγεί: «αυτό που βλέπουμε οφείλεται στην κλιματική αλλαγή που πλέον έχει μετατραπεί σε κλιματική κρίση».
Το φετινό καλοκαίρι ήταν άνυδρο με πολύ υψηλές θερμοκρασίες και παρατεταμένο καύσωνα. Επιπλέον εδώ και τέσσερα χρόνια δεν έχει χιονίσει στα βουνά και δεν έχει εμπλουτιστεί ο υδροφόρος ορίζοντας.
«Τα ποτάμια σπήλαια θέλουν χιόνια για να κρατήσουν το νερό. Ακόμη και στις πιο έντονες βροχοπτώσεις το νερό περνάει πολύ γρήγορα και χάνεται, λ.χ. σε 8 ώρες η βροχή θα περάσει όλο το σπήλαιο και θα φύγει, ενώ το λιώσιμο που χιονιού και το πάγου γίνεται αργά και το νερό παραμένει. Αυτό που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια είναι πως το νερό από τις καταβόθρες του Οχυρού Δράμας φτάνει γρήγορα στο σπήλαιο του Αγγίτη, αλλά δεν μένει σε αυτό», σημειώνει ο κ. Πέννος.
Στο σπήλαιο Αγγίτη (Μααράς) είναι από τα πιο ιδιαίτερα και ενδιαφέροντα της Βόρειας Ελλάδας, καθώς εντυπωσιάζει με το μέγεθός του. Το μήκος του είναι πάνω από 15 χιλιόμετρα, το ύψος του ξεπερνά τα 60 μέτρα, ενώ το πάχος των ιζημάτων της άμμου έχει μετρηθεί στα 45 μέτρα, σίγουρα όμως είναι ακόμη μεγαλύτερο. Όπως αναφέρει ο κ. Πέννος, δεν υπάρχουν σταλαγμίτες καθώς η ροή του νερού είναι συνεχής,μπορεί όμως κανείς να δει μεγάλους και ωραίους σταλακτίτες να κρέμονται από την οροφή.
Η θερμοκρασία του το καλοκαίρι είναι 15°C-16°C, ενώ τον χειμώνα υποχωρεί στους 7°C. Δύο ξεκινά είδη έχουν εισχωρήσει στο εσωτερικό του, ο κυπρίνος, ένα είδος όχι σπηλαιόβιο, που αναζητά τροφή στο τρεχούμενα νερά του σπηλαίου και η πετροκαραβίδα, η οποία επίσης μπαίνει προς αναζήτηση τροφής και έχει εντοπιστεί σε μήκος μέχρι τα 7,5 χιλιόμετρα.
Το απόλυτο σκοτάδι και το κρύο έχουν ευνοήσει την αύξηση του αριθμού των νυχτερίδων που πολλαπλασιάζονται με μεγάλη ταχύτητα, όπως και άλλα νυκτόβια είδη.
Πρόκειται ουσιαστικά ένα υπόγειο ποτάμι, τον μεγαλύτερο καρστικό αγωγό της Ελλάδας, με τη φυσική είσοδο του σπηλαίου να αποτελεί το σημείο εξόδου των νερών του ποταμού Αγγίτη, παραπόταμου του Στρυμόνα και το νερό χρησιμοποιείται για την άρδευση της βορειοδυτικής λεκάνης της Δράμας.
[Credit: Yπουργείο Πολιτισμού, Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας] |
Προϊστορική εγκατάσταση με λίθινες εστίες – Η αρχαιολογική έρευνα
Το 1992, στο πλαίσιο των εργασιών αξιοποίησης του σπηλαίου, διενεργήθηκε ανασκαφική έρευνα από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας, η οποία τεκμηρίωσε τη χρήση του σπηλαίου από τον άνθρωπο ήδη από την παλαιολιθική περίοδο.
Όπως είπε στη Voria , ο Φώτης Γεωργιάδης, επικεφαλής του Γραφείου Βόρειας Ελλάδας της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας «έξω από το σπήλαιο, νότια της τεχνητής εισόδου, αποκαλύφθηκαν οστά θηλαστικών (σπηλαίας άρκτου, μαμούθ, ίππου κ.ά.) και λίθινα εργαλεία της Μέσης Παλαιολιθικής (100.000-40.000 π.Χ.), από πυριτικά πετρώματα και χαλαζία. Στο εσωτερικό του σπηλαίου, πίσω από τη φυσική είσοδο, ήρθε στο φως προϊστορική εγκατάσταση με λίθινες εστίες».
Σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, «με βάση την τυπολογία και τη διακόσμηση της κεραμικής, η εγκατάσταση χρονολογήθηκε στο τέλος της Νεολιθικής και τις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (4η και 3η χιλιετία π.Χ.)».
[Credit: Yπουργείο Πολιτισμού, Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας] |
Στα νεώτερα χρόνια, συγκεκριμένα στο α’ μισό του 20ου αιώνα, λίγο πριν την έξοδο του σπηλαίου, λειτούργησε υδραυλικός τροχός (αρχικά ξύλινος και στη συνέχεια σιδερένιος), που κάλυψε τις ανάγκες υδροδότησης του οικισμού και τις ευρύτερης περιοχής και της άρδευσης του κάμπου.
Το σπήλαιο, που αποτελεί κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο, είναι επισκέψιμο, υπό την διαχείριση της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης Δήμου Προσοτσάνης.
* Οι φωτογραφίες από το μη επισκέψιμο τμήμα παραχωρήθηκαν από τον κ. Χρήστο Πέννο και προέκυψαν με τη συνδρομή των Γιώργου Σωτηριάδη, Σταύρο Ζαχαριάδη, Αργύρη Μανώλα.
** Οι δύο τελευταίες είναι του υπουργείου Πολιτισμού/Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας.
Πηγή: Μ. Ριτζαλέου, Voria
Δεν υπάρχουν σχόλια