Εκθέματα από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Το Διιδρυματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΔΠΜΣ) «Μουσειολογία – Διαχείριση Π...
Εκθέματα από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο |
Το Διιδρυματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΔΠΜΣ) «Μουσειολογία – Διαχείριση Πολιτισμού» του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, με την εικοσαετή πείρα του, και ως το πρώτο στην ιστορία των μεταπτυχιακών σπουδών μουσειολογίας στην Ελλάδα, διά της γενικής του συνέλευσης (Ειδική Διιδρυματική Επιτροπή-ΕΔΕ), στη συνεδρίασή του της Τρίτης 9 Μαρτίου 2021, εκφράζει τις απόψεις του για το ζήτημα της επικείμενης συζήτησης στη Βουλή περί μετατροπής πέντε μεγάλων μητροπολιτικών αρχαιολογικών μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ).
Στις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, τα κρατικά ή υπό κρατική εποπτεία μουσεία χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους σε ποσοστό πάνω από 60%-70%. Οι πόροι αυτοί προέρχονται είτε από τον προϋπολογισμό της κεντρικής κυβέρνησης είτε της τοπικής αυτοδιοίκησης κάθε βαθμού. Στην Ελλάδα ακολουθείται το ίδιο μοντέλο, με μία σημαντική διαφορά: μεγάλο μέρος αυτού του δημόσιου χρήματος, ενώ εδώ κατατίθεται αυτομάτως, στην Ευρώπη αποδίδεται με τη μορφή ανταγωνιστικών προγραμμάτων επίδοσης (incentive schemes), τα οποία έτσι κάνουν τα μουσεία να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, κάτι που παράλληλα βελτιώνει το ίδιο πεδίο της επιστημονικής έρευνας και πράξης στα μουσεία. Ωστόσο, δεν αγνοούμε ότι εκεί και το ύψος της χρηματοδότησης είναι πολύ υψηλότερο, αλλά και η μέριμνα για τα μικρά, περιφερειακά μουσεία είναι μεγαλύτερη. Στη χώρα μας χρειάζεται επειγόντως ένα νέο καθεστώς δίκαιης και ορθολογικής στήριξης μικρών και μεγάλων μουσείων και αρχαιολογικών χώρων, που θα ανταποκρίνεται σε εκφρασμένες στρατηγικές επιλογές.
Στις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, συνήθως αυτά τα κονδύλια καλύπτουν οπωσδήποτε τα λειτουργικά έξοδα, το μεγαλύτερο μέρος της μισθοδοσίας και του εκθεσιακού και άλλου προγραμματισμού. Αυτό σημαίνει ότι, με τη διασφάλιση της σταθερής λειτουργίας του οργανισμού, η αναζήτηση χορηγών και δωρητών καλύπτει σε ένα βαθμό τον προγραμματισμό εκδηλώσεων του κάθε μουσείου, κάνοντας όμως εύκολη αυτήν την αναζήτηση, αφού οι χορηγοί μπορούν να βασιστούν στη σταθερή λειτουργία του οργανισμού. Στην Ελλάδα, τα λειτουργικά έξοδα, η μισθοδοσία και ο βασικός εκθεσιακός προγραμματισμός καλύπτονται –σχεδόν στο σύνολό τους– αυτομάτως από την κεντρική κυβέρνηση, ακόμη και για μουσεία που είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) και εποπτεύονται από την κεντρική κυβέρνηση.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η μετατροπή των πέντε μόνο αρχαιολογικών μουσείων σε ΝΠΔΔ δεν απαντά σε ζητήματα οικονομικής ευελιξίας, αφού δεν μπορεί παρά να ακολουθείται από το δύσκαμπτο δημόσιο λογιστικό. Δεν απαντά επίσης και σε ζητήματα διοικητικής ευελιξίας, αφού και πάλι, όταν η χρηματοδότηση από το κράτος ξεπερνά το 50%, ακολουθείται η σχετική νομοθεσία του Δημοσίου. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι τόσο τα εν λόγω αρχαιολογικά μουσεία όσο και εκείνα που είναι ΝΠΔΔ έχουν ήδη βρει τρόπους για να παρακάμπτουν την ακαμψία ή τη δυσκαμψία της νομοθεσίας του Δημοσίου.
To διακύβευμα δεν μπορεί λοιπόν να είναι η ευελιξία, είτε οικονομική είτε διοικητική. Το κρίσιμο ζήτημα για το οποίο θα έπρεπε να γίνεται σοβαρή συζήτηση, ή και αντιπαράθεση, σχετίζεται με τρεις κρίσιμες περιοχές της μουσειακής φιλοσοφίας και πρακτικής.
• Αξιοκρατία, η οποία θα αφορά την ανοιχτή δημόσια επιλογή του εκάστοτε επιστημονικού διευθυντή και των διευθυντικών στελεχών των μουσείων και της πολιτιστικής διαχείρισης.
• Λογοδοσία, η οποία θα αφορά τη μουσειακή λειτουργία σχετικά με τις συγκλίσεις προς ή αποκλίσεις από σαφή στρατηγικό σχεδιασμό και πολιτικές υλοποίησής του, που θα έχουν προηγηθεί και δημοσιοποιηθεί, και
• Είσοδος στον πυρήνα της μουσειακής πράξης και ειδικών επί των μουσείων, δηλαδή ενεργή συμμετοχή στον νοηματικό σχεδιασμό μόνιμων και περιοδικών εκθέσεων, στον μουσειοπαιδαγωγικό τους σχεδιασμό, σε συνεργασία πάντα με τους αρχαιολόγους, αλλά και στον διοικητικό προγραμματισμό τους και την υλοποίηση όλων των παραπάνω.
Οσον αφορά το τρίτο ζήτημα, η εκπαιδευτική φιλοσοφία του μεταπτυχιακού μας –η οποία έχει δοκιμαστεί με επιτυχία τα 21 αυτά χρόνια, όπως αποδεικνύεται και από τις διεθνείς διακρίσεις των αποφοίτων του– έχει ως κύριο στόχο την καλλιέργεια και τη συγκρότηση ενός θεωρητικού λόγου για τον ρόλο και τη λειτουργία του μουσείου ως θεσμού.
Και είναι αυτή ακριβώς η δομημένη θεωρητική γνώση που, εφαρμοζόμενη στην πράξη, έχει την ικανότητα να μεταθέσει την εστίαση ενός αφηγήματος από τον άκριτο, εθνοκεντρικό ή αισθητικιστικό θαυμασμό στον κριτικό στοχασμό και στη γειωμένη αυτογνωσία του επισκέπτη.
Είναι αυτή η θεωρητική σκευή η οποία είναι καιρός να αποκτήσει παρουσία στα μουσεία, σε συνδυασμό με την εκπαίδευση στον νοηματοδοτημένο εκθεσιακό σχεδιασμό· είναι η μουσειοπαιδαγωγική, η οποία πρέπει εξαρχής να συμμετέχει στην αναζήτηση του εκθεσιακού νοήματος, αλλά είναι και οι ειδικές δεξιότητες και γνώσεις που χρειάζεται η πολιτιστική διοίκηση. Δηλαδή, πρόκειται για τη συνολική θεωρητική κατάρτιση που δεν αντικαθίσταται από «εμπειρία κτηθείσα εν τω στρατεύματι».
Οταν τα παραπάνω τρία επιδιωχθούν και, σε κάποιον βαθμό, επιτευχθούν, τότε πραγματικά τα μουσεία θα έχουν τη διανοητική ευελιξία να υπηρετούν την κοινωνία, για την οποία και χάριν της οποίας υπάρχουν· τότε θα συνεισφέρουν στην κοινωνική αυτογνωσία, που είναι σήμερα το ζητούμενο σε κάθε μεταπολεμική ευρωπαϊκή κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Η Ειδική Διιδρυματική Επιτροπή (γενική συνέλευση)
Διιδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μουσειολογία-Διαχείριση Πολιτισμού», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια